Ο Δάντης δεν εκατέβηκε στην Κόλαση. Η ιδική του νέκυια είναι μια στυγερή αλληγορία της επίσκεψης που έκαμε στο Γεντί-Κουλέ της ψυχής μας. Ό,τι είδε είναι τα σύρματα και τα σήμαντρα, τα παραπήγματα, τα κελλιά και οι κατάδικοι που κλείστηκαν μέσα στα πάθη τους, καθώς με την πράξη εφρόντισαν να τα κάμουν εγκλήματα.Η επιδρομή του Δάντη στον Άδη δηλώνει το δράμα της ιδικής μας αδιάλειπτης και αδιέξοδης κωμωδίας.
Καθώς προσέχουμε το όραμα και το λόγο του, μας συνέχουν τα χρώματα και ο αχός ενός βρυχηθμού υποβρύχιου στην αχανή χοάνη του χαμένου χρόνου της ψυχής μας. Εκεί που μας ξεχειλίζει η χολή, χύνεται έξω από τα χαρακώματα του χρηστού και του χρήσιμου, και χαραμίζεται στα χάσματα και στους χαμούς της κατάχρησης και της αποτυχίας. Χαρίζει χρήμα όχι τη χαρά και τη χάρη για το χρέος που ξαστόχησε.
Τα φρικτά και τα φρικώδη που βλέπει ο ποιητής, καθώς ανοίγεται η πύλη και περνά στο τοπίο των παθών μας, είναι τόσα και τέτοια, που δε γίνεται να προχωρήσει χωρίς σηματωρό και ναυτίλο. Χρειάζεται τον οδηγό και τον παραστάτη. Για να στυλώνουν κάθε φορά το ψυχικό και τα πόδια του μπροστά στους εφιάλτες που εφορμούν να τον αφανίσουν στη φρίκη τους.
Βόηθα με, δάσκαλε, να σταθώ! φωνάζει στο Βιργίλιο κάθε φορά που ανοίγεται μπροστά του ένας νέος κύκλος με μαρτύρια. Μίλα μου και κούνα με, να βεβαιωθώ πως συνεχίζω να ζω, ύστερα απ' ό,τι βλέπω.
Δεν είναι που υπάρχουν τα θερία και τα φίδια. Δεν είναι η πίσσα και τα κατράμι και ο χοχλός που βράζει. Ούτε οι διάβολοι που ασελγούν και σατυριάζουν στα κορμιά των παιδιών τους, καθώς τσιρομαχούν με τις αγκουσεμένες στρίγγλες. Δεν είναι τα βουνά οι βουβώνες με τα περιττώματα που τρώνε οι κολασμένοι. Ούτε οι στρατιές και οι σπείρες τα σκουλήκια που τρώνε τους κολασμένους.
Και οι στρουφωτές καμακιές στα μαλακά, τα ξεκοιλιάσματα, τα άντερα που σέρνουνται πλεχταριές κυνηγώντας τους σφαγμένους όπως οι κατάρες τους κατάλαλους. Οι πυρωμένοι τάφοι με την πλάκα, που έκλεισε για πάντα απάνου από τον πανικό της αιώνιας νεκροφάνειας του πεθαμένου. Ούτε εκείνος ο νυχτοπάτης που κρατάει στο χέρι φανάρι το κομμένο κεφάλι του, για να του φωτίζει το δρόμο.
Όλα αυτά είναι ό,τι είδε ο ποιητής στα έγκατα πάθη της ανθρώπινης φύσης. Οι νάρκες και τα ναρκωτικά, τα δηλητήρια και τα φαρμάκια που δίνουν και παίρνουν ακατασίγαστα, και γιομίζουν τις μέρες και την αγορά των ανθρώπων.
Είναι τα παραπατήματα, οι πλημμέλειες, οι κακουργίες που μας κυκλώνουν άλλοτε σαν σκοτεινές επιφορές και προθέσεις, και άλλοτε σαν άγριοι επιτελεσμοί. Έτσι βλέπει ο ποιητής το πολυκέφαλο θρέμμα που κρύβει μέσα του ο καθένας μας. Βλέπει και στοχάζεται, και απορεί και τρομάζει. Απελπίζεται, και κλαίει και περιγράφει.
Περιγράφει την κτηνωδία να ξεσυνερίζεται την απανθρωπιά. Τα ψεύδη και την υποκρισία να προσκυνιούνται τις Κυριακές στους ναούς. Τη χαιρεκακία και το φθόνο να δικάζουνε τους αναίτιους. Την πλάνη και τη δεισιδαιμονία καθισμένες στο θρόνο. Ζωγραφίζει την αλαζονεία στα ψηλά και στους εξώστες. Τη φιληδονία να βγαίνει περίπατο με τη μαϊμού και τον κόκκινο πρωκτό της. Τον αισχρό εγωισμό, τον κουφόηχο και τη φιλαυτία μπροστάρηδες στο δρόμο. Την αμάθεια γενική οικονόμο στο σπίτι και στο βουλευτήριο. Και την προδοσία του ψωμοπάτη. Την ξετσιπωσιά, τη σιμωνία, τη λαιμαργία, την ασωτεία, τους μισερούς, τους κίβδηλους, τους κόλακες, την ακαλαίσθητη αηδία και ταραχή από νεόπλουτους και «μορφωμένους».
Πάπες, πατριάρχες, καρδινάλιοι, ηγεμόνες, πρίγκιπες, βασιλιάδες, σύμβουλοι κρατικοί, αξιωματούχοι, εμπόροι, καλαμαράδες, διοικητικοί, στρατιώτες, ο απλός κοσμάκης. Όλοι συνωθούνται και κατακρούονται, χορεύουν, τραγουδούν, βιάζουνται, σκούζουν, βρίζουνται, μαχαιρώνουνται, γελούν, συνουσιάζουνται στο αλκοολικό πανηγύρι του κόσμου. Καθώς τους τυλίγει σαν τεράστιο χταπόδι η νύχτα της Κόλασης με τις ρίζες, τους ιστούς, και τους λώρους ενός πόνου που δεν έχει πέρας.
Αυτό είναι το ταξίδι που έκαμε ο Δάντης στην Κόλαση και στο Καθαρτήρι. Μας έδωκε μια ανάγλυφη χαρτογράφηση ολόκληρη και λεπτομερή του ηθικού τοπίου της ανθρώπινης φύσης σε ώρα που φυσούν τα άγρια μεσάνυχτα.
Η νέκυια του Δάντη έχει το νόημα και το κύρος μιας έκθεσης στη φυλακή, με ομόφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα για το βαρύ ποινικό μητρώο του κάθε ανθρώπου. Και κατεπέκταση για το βαρύ ποινικό μητρώο της ιστορίας.
Ένα θεωρητικό προανάκρουσμα, άρτια γεωμετρημένο όμως, αυτής της περιήγησης στην ψυχή και στα πάθη, μας έχει κληροδοτήσει από παλιά ο Πλάτων με όσα είπε για το Επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Και τον ίδιο κόσμο, εξακόσιους χρόνους μετά το Δάντη, θα τον ανακαλύψει ο Φρόυντ από άλλους δρόμους. Είναι αυτό που θα το ονομάσει Ασυνείδητο.
Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα, Νέκυια
Καθώς προσέχουμε το όραμα και το λόγο του, μας συνέχουν τα χρώματα και ο αχός ενός βρυχηθμού υποβρύχιου στην αχανή χοάνη του χαμένου χρόνου της ψυχής μας. Εκεί που μας ξεχειλίζει η χολή, χύνεται έξω από τα χαρακώματα του χρηστού και του χρήσιμου, και χαραμίζεται στα χάσματα και στους χαμούς της κατάχρησης και της αποτυχίας. Χαρίζει χρήμα όχι τη χαρά και τη χάρη για το χρέος που ξαστόχησε.
Τα φρικτά και τα φρικώδη που βλέπει ο ποιητής, καθώς ανοίγεται η πύλη και περνά στο τοπίο των παθών μας, είναι τόσα και τέτοια, που δε γίνεται να προχωρήσει χωρίς σηματωρό και ναυτίλο. Χρειάζεται τον οδηγό και τον παραστάτη. Για να στυλώνουν κάθε φορά το ψυχικό και τα πόδια του μπροστά στους εφιάλτες που εφορμούν να τον αφανίσουν στη φρίκη τους.
Βόηθα με, δάσκαλε, να σταθώ! φωνάζει στο Βιργίλιο κάθε φορά που ανοίγεται μπροστά του ένας νέος κύκλος με μαρτύρια. Μίλα μου και κούνα με, να βεβαιωθώ πως συνεχίζω να ζω, ύστερα απ' ό,τι βλέπω.
Δεν είναι που υπάρχουν τα θερία και τα φίδια. Δεν είναι η πίσσα και τα κατράμι και ο χοχλός που βράζει. Ούτε οι διάβολοι που ασελγούν και σατυριάζουν στα κορμιά των παιδιών τους, καθώς τσιρομαχούν με τις αγκουσεμένες στρίγγλες. Δεν είναι τα βουνά οι βουβώνες με τα περιττώματα που τρώνε οι κολασμένοι. Ούτε οι στρατιές και οι σπείρες τα σκουλήκια που τρώνε τους κολασμένους.
Και οι στρουφωτές καμακιές στα μαλακά, τα ξεκοιλιάσματα, τα άντερα που σέρνουνται πλεχταριές κυνηγώντας τους σφαγμένους όπως οι κατάρες τους κατάλαλους. Οι πυρωμένοι τάφοι με την πλάκα, που έκλεισε για πάντα απάνου από τον πανικό της αιώνιας νεκροφάνειας του πεθαμένου. Ούτε εκείνος ο νυχτοπάτης που κρατάει στο χέρι φανάρι το κομμένο κεφάλι του, για να του φωτίζει το δρόμο.
Όλα αυτά είναι ό,τι είδε ο ποιητής στα έγκατα πάθη της ανθρώπινης φύσης. Οι νάρκες και τα ναρκωτικά, τα δηλητήρια και τα φαρμάκια που δίνουν και παίρνουν ακατασίγαστα, και γιομίζουν τις μέρες και την αγορά των ανθρώπων.
Είναι τα παραπατήματα, οι πλημμέλειες, οι κακουργίες που μας κυκλώνουν άλλοτε σαν σκοτεινές επιφορές και προθέσεις, και άλλοτε σαν άγριοι επιτελεσμοί. Έτσι βλέπει ο ποιητής το πολυκέφαλο θρέμμα που κρύβει μέσα του ο καθένας μας. Βλέπει και στοχάζεται, και απορεί και τρομάζει. Απελπίζεται, και κλαίει και περιγράφει.
Περιγράφει την κτηνωδία να ξεσυνερίζεται την απανθρωπιά. Τα ψεύδη και την υποκρισία να προσκυνιούνται τις Κυριακές στους ναούς. Τη χαιρεκακία και το φθόνο να δικάζουνε τους αναίτιους. Την πλάνη και τη δεισιδαιμονία καθισμένες στο θρόνο. Ζωγραφίζει την αλαζονεία στα ψηλά και στους εξώστες. Τη φιληδονία να βγαίνει περίπατο με τη μαϊμού και τον κόκκινο πρωκτό της. Τον αισχρό εγωισμό, τον κουφόηχο και τη φιλαυτία μπροστάρηδες στο δρόμο. Την αμάθεια γενική οικονόμο στο σπίτι και στο βουλευτήριο. Και την προδοσία του ψωμοπάτη. Την ξετσιπωσιά, τη σιμωνία, τη λαιμαργία, την ασωτεία, τους μισερούς, τους κίβδηλους, τους κόλακες, την ακαλαίσθητη αηδία και ταραχή από νεόπλουτους και «μορφωμένους».
Πάπες, πατριάρχες, καρδινάλιοι, ηγεμόνες, πρίγκιπες, βασιλιάδες, σύμβουλοι κρατικοί, αξιωματούχοι, εμπόροι, καλαμαράδες, διοικητικοί, στρατιώτες, ο απλός κοσμάκης. Όλοι συνωθούνται και κατακρούονται, χορεύουν, τραγουδούν, βιάζουνται, σκούζουν, βρίζουνται, μαχαιρώνουνται, γελούν, συνουσιάζουνται στο αλκοολικό πανηγύρι του κόσμου. Καθώς τους τυλίγει σαν τεράστιο χταπόδι η νύχτα της Κόλασης με τις ρίζες, τους ιστούς, και τους λώρους ενός πόνου που δεν έχει πέρας.
Αυτό είναι το ταξίδι που έκαμε ο Δάντης στην Κόλαση και στο Καθαρτήρι. Μας έδωκε μια ανάγλυφη χαρτογράφηση ολόκληρη και λεπτομερή του ηθικού τοπίου της ανθρώπινης φύσης σε ώρα που φυσούν τα άγρια μεσάνυχτα.
Η νέκυια του Δάντη έχει το νόημα και το κύρος μιας έκθεσης στη φυλακή, με ομόφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα για το βαρύ ποινικό μητρώο του κάθε ανθρώπου. Και κατεπέκταση για το βαρύ ποινικό μητρώο της ιστορίας.
Ένα θεωρητικό προανάκρουσμα, άρτια γεωμετρημένο όμως, αυτής της περιήγησης στην ψυχή και στα πάθη, μας έχει κληροδοτήσει από παλιά ο Πλάτων με όσα είπε για το Επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Και τον ίδιο κόσμο, εξακόσιους χρόνους μετά το Δάντη, θα τον ανακαλύψει ο Φρόυντ από άλλους δρόμους. Είναι αυτό που θα το ονομάσει Ασυνείδητο.
Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα, Νέκυια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου