O I.Θ. Kακριδής δίνει μια πολύ γενική ερμηνεία της λέξης βάρβαρος, η οποία θα μπορούσε να ισχύει για την αρχαϊκή γραμματεία και, εν μέρει για την κλασική· πάντως όχι για το σύνολο της αρχαιοελληνικής εποχής και ούτε για το σύνολο της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
Tο ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, είναι ότι η σχετική λέξη δεν είναι ελληνική, αλλά βαρβαρική: «Στους αρχαίους Έλληνες βάρβαρος αρχικά σημαίνει κάθε λαό αλλόγλωσσο, χωρίς καμιά μειωτική απόχρωση. Και κάθε άνθρωπος, που έχει για μητρική του γλώσσα τα ελληνικά, είναι βάρβαρος, άσχετα με την πνευματική του και ψυχική του καλλιέργεια. Ώστε βάρβαρος δεν θα πει παρά αλλόγλωσσος. Και από πού παράγεται η λέξη; Από την επανάληψη της συλλαβής βαρ-. Όταν ακούει κανείς μια γλώσσα που δεν την ξέρει, οποιαδήποτε και να είναι η γλώσσα αυτή, τη νιώθει σαν μια σειρά από συλλαβές δίχως νόημα, σαν ένα λόγο αδιάρθρωτο, χωρίς κλίση, χωρίς σύνταξη, χωρίς κανόνες. Ο πρώτος που έπλασε τη λέξη βάρβαρος θα άκουσε κάποιους ξένους να μιλούν, και με την επανάληψη της συλλαβής βαρ- θέλησε να αποδώσει την παράξενη ακουστική εντύπωση που του έκανε ο ακατανόητος αυτός λόγος. Το παράξενο είναι πως η λέξη βάρβαρος δεν είναι καν ελληνική, είναι βαρβαρική. Στα παλιά ινδικά barbara σημαίνει τραυλός. Barbar και barbaru στα σουμερικά και στα βαβυλωνιακά έχει τη σημασία του ξένος, αλλοεθνής.»
O Dihle, παρακολουθώντας την εξέλιξη της σημασίας της λέξης βάρβαρος μέσα στην πορεία της αρχαιοελληνικής ιστορίας και γραμματείας, εντοπίζει την αλλαγή στη σημασία της με το σημερινό, υποτιμητικό της πλέον, νόημα: «Tα συγκλονιστικά συμβάντα του Πελοποννησιακού πολέμου και των αμέσως επόμενων δεκαετιών μετέβαλαν την αυτοσυνείδηση των Eλλήνων. Oι κύριες αιτίες γένεσης συναισθημάτων μνησικακίας απέναντι στους Πέρσες, τα οποία οι Έλληνες ήσαν ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να επεκτείνουν σε ολόκληρο τον κόσμο των βαρβάρων, ακόμη και στα συγγενικά τους φύλα της Mακεδονίας, ήταν η πρόσφατη προσάρτηση των ελληνικών πόλεων της Mικράς Aσίας στο περσικό κράτος το 378 π.X. και το διαρκώς αυξανόμενο βάρος της περσικής διπλωματίας.
Kαι ανάλογη με αυτά τα συναισθήματα ήταν και η πρωτόγνωρη υπεροψία τους. Eνώ οι γνώσεις και οι τέχνες των Eλλήνων άρχιζαν να αλλάζουν παντού τον κόσμο, ο ελληνικός πολιτισμός (από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X.) εξασθενούσε όλο και περισσότερο. H πολιτική πραγματικότητα χλεύαζε διαρκώς την ασφαλώς δικαιολογημένη περηφάνια των Eλλήνων για τα πολυάριθμα, αναγνωρισμένα από όλους, επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού που αποτελούσαν αντικείμενο μίμησης.
Σε αυτό το φαινόμενο αντέδρασε μια πολιτική ρητορική, καλώντας τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν από κοινού τον πέρση εχθρό, για να απελευθερώσουν τους αδελφούς στη Mίλητο και την Έφεσσο. Tη γνωρίζουμε από τα κείμενα των ιστορικών και των ρητόρων του 4ου αι. π.X. Aυτό το έδαφος έθρεψε το συναίσθημα ότι οι Έλληνες ήταν εκ φύσεως ανώτεροι από τους βαρβάρους. Kανένας δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ αυτής της αντίληψης τόσο επίμονα όσο ο Iσοκράτης (Πανηγυρικός), ο πιο επιφανής ρήτορας του 4ου αι. π.X.
Aλλά εκείνοι που πάνω απ' όλα εκφράζουν εντελώς απροκάλυπτα την αντίληψη για την ανωτερότητα των Eλλήνων έναντι των μη Eλλήνων είναι οι φιλόσοφοι και κυρίως ο Aριστοτέλης και ο Πλάτων. Όταν ο Φίλιππος της Mακεδονίας υπέταξε την Eλλάδα και άρχισε να εξοπλίζεται για να πολεμήσει τους Πέρσες, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της ελληνικής ηθικής και πολέμιος του κόσμου των βαρβάρων.
Εκείνη την εποχή εθεωρείτο αυτονόητο ότι ο μη "Έλλην" εχθρός έπρεπε αναγκαστικά να είναι βάρβαρος, ο οποίος όχι μόνο μιλούσε μία ακατανόητη γλώσσα, αλλά επιπλέον ήταν απολίτιστος και δίχως παιδεία. H λέξη βάρβαρος πήρε τη σημασία που διατηρεί τις ημέρες μας κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες του 4ου αι. π.X.» ιστορία της λέξης ‘βάρβαρος’ είναι εκτενέστατη και φορτισμένη· βιβλίο ολόκληρο θα μπορούσε να γραφτεί γι’ αυτήν, οπότε με όσα θα γράψω απλώς θα ξύσω την επιφάνεια.
Στον Όμηρο δεν απαντά η ίδια η λέξη, βρίσκουμε όμως το επίθετο βαρβαρόφωνος. Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, η Κασσάνδρα αρχικά παρουσιάζεται βουβή, επειδή μιλάει βάρβαρη γλώσσα, που μάλιστα ακούγεται σαν του χελιδονιού κι έτσι χρειάζεται διερμηνέα. Αρχικά λοιπόν, η λέξη ‘βάρβαρος’ σήμαινε τον ξένο, τον αλλόγλωσσο, αυτόν που δεν μιλάει τη δική μας γλώσσα, που μιλάει μιαν αλλόκοτη γλώσσα που ακούγεται σαν «μπαρ-μπαρ-μπαρ». Βέβαια, και μόνο η τέτοια επισήμανση της διαφορετικότητας έχει μιαν υπόρρητη υποτιμητική απόχρωση.
Στις εξιστορήσεις των μηδικών πολέμων, η λ. ‘βάρβαρος’ χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους Πέρσες. Μετά τους μηδικούς πολέμους, η υποτιμητική απόχρωση είναι πλέον σαφής· εμφανίζεται η αξιολογική κρίση και αρχίζει η λέξη ‘βάρβαρος’ να σημαίνει «άξεστος, ακαλλιέργητος», π.χ. στις Νεφέλες του Αριστοφάνη ο Σωκράτης λέει για τον Στρεψιάδη «άνθρωπος αμαθής ουτοσί και βάρβαρος». Οι άλλες σημασίες παραμένουν. Λογουχάρη, ο ίδιος Αριστοφάνης χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψη τη λέξη ‘βάρβαρος’ για να δηλώσει τους αλλοδαπούς και ειδικά τους Πέρσες, ενώ στους Όρνιθες ο Έποπας καυχιέται ότι δίδαξε στα πουλιά να μιλάνε ενώ πριν ήταν βάρβαρα, δηλ. αλλόγλωσσα. Αλλά και το ρ. βαρβαρίζω έχει στα αρχαία πολλές σημασίες· μπορεί να σημαίνει «μιλάω ξένη γλώσσα», «μιλάω σπασμένα ελληνικά» ή «κάνω γραμματικά λάθη, σολοικισμούς».
Όλα τα παραπάνω τα αναλύει αρκετά εύστοχα ο Στράβωνας σε ένα απόσπασμά του, που επειδή είναι μεγαλούτσικο θα το παραθέσω μόνο σε μετάφραση: Φαντάζομαι, άλλωστε, ότι η λέξη βάρβαρος σχηματίστηκε αρχικά ως ηχομιμητική, για να δηλώσει αυτούς που η προφορά τους χαρακτηρίζεται από δυσκολία και τραχύτητα, όπως και οι λέξεις βατταρίζω, τραυλίζω, ψελλίζω.
Επειδή λοιπόν όλοι όσοι μιλούσαν με βαριά προφορά χαρακτηρίζονταν με τον τρόπο αυτό (δηλ. ηχομιμητικά) βάρβαροι, η προφορά των ξένων εννοώ των μη Ελλήνων θεωρήθηκε ότι ανήκε σ’ αυτήν την κατηγορία. Χρησιμοποίησαν, λοιπόν, με ειδική σημασία τη λέξη βάρβαροι γι’ αυτούς, στην αρχή κοροϊδευτικά, επειδή είχαν βαριά προφορά· στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε τη λέξη καταχρηστικά ως κοινό εθνικό όνομα, αντιδιαστέλλοντας όλους τους άλλους προς τους Έλληνες.
Γεγονός είναι, βέβαια, ότι με τις συχνές επαφές και σχέσεις με τους βαρβάρους δεν υπήρχε πια η εντύπωση ότι αυτό οφειλόταν σε δυσκολίες προφοράς και σε κάποια διαμαρτία των φωνητικών οργάνων, αλλά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γλωσσών. Στη δική μας γλώσσα όμως διαπιστώθηκε και ένα άλλο πρόβλημα προφοράς, «βαρβαροστομίας» θα μπορούσαμε να πούμε, όταν κάποιος δεν κατάφερνε να μιλήσει σωστά ελληνικά, αλλά πρόφερε τις λέξεις όπως οι βάρβαροι που αρχίζουν να μαθαίνουν ελληνικά και δεν είναι σε θέση να τα μιλήσουν σωστά, όπως και εμείς άλλωστε τις δικές τους γλώσσες.
Στη ρωμαϊκή εποχή, η λέξη ‘βάρβαρος’ σημαίνει αυτούς που δεν είναι Έλληνες ή Ρωμαίοι και ειδικά τους πληθυσμούς που ζούσαν έξω από τα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα limes, και που με τη δύναμη των αριθμών και τις αλλεπάλληλες επιδρομές τους κατάφεραν τελικά να την καταλύσουν την κραταιά αυτοκρατορία. Αυτοί είναι άλλωστε και οι βάρβαροι του καβαφικού ποιήματος, που θα ήταν μια κάποια λύσις… Πας μη Έλλην…;
Ξέρουμε βέβαια ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος». Το μάθαμε στο σχολείο. Ανάλογα με τις εποχές, άλλοι δάσκαλοι έσπευδαν να διευκρινίσουν ότι η λέξη ‘βάρβαρος’ δεν έχει μειωτική χροιά αλλά απλώς περιγράφει τον αλλόγλωσσο ή τον αλλοδαπό, ενώ άλλοι δεν θεωρούσαν αναγκαία καμιά διευκρίνιση. Ποιος πρωτοείπε όμως το ρητό αυτό; Το γεγονός είναι ότι σε όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία, μαζί και τη βυζαντινή, όπως διασώζεται στον Thesaurus Linguae Graecae, το περίφημο TLG, δεν υπάρχει πουθενά τέτοιο ρητό. Ούτε αυτούσιο, ούτε παρόμοιο. Προκαλεί εντύπωση, αλλά είναι απολύτως βεβαιωμένο ότι τέτοιο αρχαίο ρητό δεν παραδίδεται… στα ελληνικά. Μ’ αυτό δεν λέω ότι το ρητό δεν απηχεί μια πραγματικότητα.
Η διχοτομία Ελλήνων-βαρβάρων υπήρχε στην κλασική αρχαιότητα, όπως αποτυπώνεται καθαρά σε ένα ρητό που ο Διογένης Λαέρτιος αποδίδει στον Θαλή, ενώ άλλοι το απέδιδαν στον Σωκράτη: «Χρωστάω χάρη στην Τύχη για τρία πράγματα: που γεννήθηκα άνθρωπος και όχι ζώο, άνδρας και όχι γυναίκα, Έλληνας και όχι βάρβαρος». Οι Έλληνες, ειδικά μετά τους περσικούς πολέμους, πίστευαν ότι, ελεύθεροι πολίτες καθώς ήταν, ήταν ανώτεροι από τους βαρβάρους που υπάκουαν δουλικά σε έναν βασιλιά. Όπως λέει ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, είναι λογικό οι Έλληνες να εξουσιάζουν τους βαρβάρους, αλλά όχι το αντίστροφο.
Αυτό όμως δεν εμπόδισε πολλούς Έλληνες συγγραφείς να αναφερθούν με σεβασμό στα επιτεύγματα των βαρβάρων, όπως ο Ξενοφώντας για τους Πέρσες ή ο Ηρόδοτος. Άλλωστε, η διχοτομία του «εμείς» και «οι άλλοι» δεν είναι αποκλειστικότητα των Ελλήνων. Οι Εβραίοι αποκαλούσαν εθνικούς (γκογίμ) τους μη Εβραίους, ονομασία που κατά καιρούς πήρε μειωτικές σημασίες· οι Άραβες αποκάλεσαν ατζέμ τους Πέρσες, λέξη που με τον καιρό έγινε επίσης μειωτική (ατζαμής), ενώ στις περισσότερες σλάβικες γλώσσες οι Γερμανοί λέγονται νέμετς (ή κάτι συναφές) που αρχικά σήμαινε «άλαλος».
Αλλά ας επανέλθουμε στο ρητό «Πας μη Έλλην βάρβαρος».
Βλέποντας ότι απουσιάζει από την αρχαία γραμματεία, είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσε να είναι μεταγενέστερη κατασκευή. Όμως, το βρίσκω στη λατινική γραμματεία, και ειδικότερα στον σχολιασμό της Αινειάδας του Βιργίλιου από τον Σέρβιο Γραμματικό ή Maurus Servius Honoratus. Σχολιάζοντας στον στίχο 504 του 2ου βιβλίου της Αινειάδας τη φράση auro barbarico (βαρβαρικό χρυσάφι), ο Σέρβιος παραθέτει, και μάλιστα στα ελληνικά, το «πας μη Έλλην βάρβαρος», θέλοντας να δείξει ότι οι Έλληνες θεωρούσαν βάρβαρους τους Φρύγες.
Αυτό μπορούμε να το μεταφράσουμε ελληνικά ως εξής: «βαρβαρικός χρυσός»: δηλαδή μπόλικος· ή βαρβαρικού γούστου, καθώς οι βάρβαροι νοιάζονται περισσότερο για την αφθονία παρά για την κομψότητα· ή λάφυρο από βαρβάρους· ή κυριολεκτικά βαρβαρικός, δηλαδή φρυγικός, καθώς «πας μη Έλλην βάρβαρος». Άλλωστε κι ο Όμηρος αποκαλεί τους Φρύγες βαρβάρους…
Να προσθέσω ότι ο στίχος 2.504 του Βιργιλίου έχει απασχολήσει τους μελετητές, διότι ο Πρίαμος εμφανίζεται εδώ να μιλάει για barbarico auro (βαρβαρικό χρυσάφι) μιλώντας για τα δικά του ανάκτορα και ο Σέρβιος προσπαθεί να το εξηγήσει, -βέβαια, δεν είναι ακριβής ο Σέρβιος όσον αφορά τον Όμηρο, διότι (το είδαμε στην αρχή) ο Όμηρος αποκαλεί όχι βάρβαρους αλλά βαρβαρόφωνους, και όχι τους Φρύγες αλλά τους Κάρες.
Ο Σέρβιος γενικά θεωρείται εγκυρότατος σχολιαστής και είχε πρόσβαση σε πηγές χαμένες σήμερα. Πάντως, επειδή δεν παραθέτει συγγραφέα, δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα σε ποιον ανήκει η πατρότητα της φράσης: θα μπορούσε να είναι παρμένη από χρηστομάθεια της εποχής ή από εισαγωγικό μάθημα ελληνικής φιλοσοφίας για Ρωμαίους, ενώ δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να ήταν παροιμιώδης από τότε, αν και σ’ αυτή την περίπτωση μάλλον θα την είχε αποθησαυρίσει κάποιος παροιμιολόγος.
Κατά πάσα πιθανότητα, η φράση αναστήθηκε στα νεότερα χρόνια, είτε από Έλληνες λογίους είτε από Ευρωπαίους. Έχω βρει τη φράση σε αγγλικό Λεξικό της Βίβλου το 1863 και σε παλιότερο σύγγραμμα του 1847, όπως επίσης την έχω βρει και στο Περί ελληνικής συντάξεως του Κ. Ασωπίου (1858). Ο Κ. Ασώπιος παραπέμπει σωστά στον Σέρβιο, αλλά αυτό έχει ξεχαστεί. Στη νεότερη ελληνική βιβλιογραφία το «πας μη Έλλην βάρβαρος» θεωρείται αρχαίο παροιμιώδες χωρίς κανείς να προχωράει παραπέρα.
Αρχικώς η λέξη «βάρβαρος» αναφερόταν στο αλλόγλωσσον. Η σταδιακή συνειδητοποίησις όμως των χαρακτηριστικών στοιχείων του Ελληνισμού, και μάλιστα μετά την σύγκρουση με τους βαρβάρους Πέρσες τον 5ο αι. π.Χ., δίδει πολιτιστικό περιεχόμενο στις λέξεις «Έλλην» και βάρβαρος.
Καλόν κ' Αγαθόν, Αρετή, Λόγος, Σοφία, Ελευθερία, Κάλλος, Αρμονία, Μέτρον, Νόμος, έναντι δουλοφροσύνης, αλαζονίας, εξουσιασμού, ακαλλιέργητου πνεύματος, αμετρίας, ανομίας, αυθαιρεσίας. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό, όταν, επί Θεμιστοκλέους, ούτε αυτή η παράδοση της φιλοξενίας και της ιερότητας του προσώπου του πρέσβεως δεν έσωσαν τον απεσταλμένο πρέσβη του Πέρση βασιλέως, του οποίου η θανάτωσις απεφασίσθη με την αιτιολογία ότι «φωνήν Ελληνίδα βαρβάροις προστάγμασιν ετόλμησε χρήσαι»!
Γράφει ο Παν. Κ. Χρήστου : «Εφ' όσον η υπερηφάνεια των Ελλήνων έδωσε στον εθνικό τους βίο τόσο πλούσιο περιεχόμενο, ήταν εύλογο να τροποποιηθή και η έννοια του ονόματός των, μεταπίπτοντας από το εθνικό στο πολιτιστικό πεδίο.» Η αίσθησις της Ελληνικής υπεροχής είναι απόλυτος. Αφού όμως η καλλιέργεια των Ελληνικών αξιών και η αντίθεση με τους αλλοφύλους, οι οποίοι εστερούντο τις αξίες αυτές, προσέδωσαν και έντονο φυλετικό χαρακτήρα (εκτός από πολιτιστικό) στην αντίθεση Έλληνος-βαρβάρου, πάλι οι Έλληνες ήταν αυτοί που υπερέβησαν την φυλετική αντίθεση.
Σε αυτό συνετέλεσαν οι Σοφιστές και η υποστηριχθείσα από αυτούς διάκριση μεταξύ φύσεως και συμβατικότητος, οι Κυνικοί και το ανατρεπτικό τους πνεύμα και, τέλος, οι Στωικοί. Και αυτά όταν το Ελληνικό Πνεύμα, μέσω των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου, εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης και οι εξελληνισθέντες αλλόφυλοι και οι ελληνίζοντες («ελληνισταί») δεν διέφεραν ουσιαστικώς των εκ καταγωγής Ελλήνων. Τότε κατέστη δυνατόν, όπως επισημαίνει ο Παν. Κ. Χρήστου, μέχρι και να τεθεί στο στόμα του Σκύθη Αναχάρσιδος η φράση «εμοί δε πάντες Έλληνες σκυθίζουσιν»!
Κατά τον Αριστοτέλη ο ορισμός του φύσει δούλου ισχύει και για τον βάρβαρο. Το γεωγραφικό περιβάλλον και οι κλιματολογικοί όροι διά μέσου αμετρήτων γενεών κατέστησαν τους βαρβάρους νωθρούς και «αθύμους», συνεχώς υποδούλους.
Λόγω της αθυμίας τους αυτής οι βάρβαροι στερούνται του πάθους της ελευθερίας και της ικανότητος να άρχουν και να άρχονται πολιτικώς. Ορθώς, λοιπόν, αναφέρει ο Ευριπίδης στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι»: «βαρβάρων δ᾿ Ελληνας αρχειν εικός» και δικαιολογεί το συμπέρασμα της κοινής φύσεως βαρβάρου και δούλου.
Η δουλική αυτή φύση των βαρβάρων έχει ως αποτέλεσμα την ανυπαρξία πολιτικής τάξεως σ’ αυτούς. Τανάπαλιν δε, το αποτέλεσμα αυτό σταθεροποιεί και ενισχύει την δουλική τους φύση. Αντί, λοιπόν, να μετέχουν οι βάρβαροι πολιτικής «κοινωνίας», ως «ζωα πολιτικά», υφίστανται δουλικώς και παθητικώς δεσποτική εξουσία, την οποίαν ο Αριστοτέλης ταυτίζει προς την τυραννία σαν αγελαία ζωντανά (σύγχρονη αγελαία δημοκρατία).
Κατά τον φιλόσοφο σκοπός της υπάρξεως της πολιτικής «κοινωνίας» είναι πρώτιστα η ειρήνη και ο «εν σχολη » βίος και όχι ο πόλεμος ή η «α-σχολία». Γι‘ αυτό ψέγει, όπως και ο Πλάτων, τον μονομερώς φιλοπόλεμο χαρακτήρα της νομοθεσίας των Λακεδαιμονίων. Ο πόλεμος όμως δικαιολογείται, ἀφ᾿ ετέρου, όχι μόνον στην περίπτωση αμύνης κατ’ απροκλήτου επιθέσεως αλλά και όταν δι’ αυτού πρόκειται να υποδουλωθούν οι άξιοι αυτής της τύχης, οπότε και διά του πολέμου αποκαθίσταται η «αρχική» κοσμική τάξις.
Η έννοια της αναφερομένης «αρχικότητος» δεν εἶναι, φυσικά, χρονική αλλά οντολογική. Είναι, λοιπόν, ο πόλεμος μέσον ανακλήσεως της φυσικής και ηθικής τάξεως, η οποία απαιτεί οι φύσει δούλοι να είναι υποταγμένοι στους ελευθέρους. Έτσι δικαιολογείται προφανώς ο κατά των βαρβάρων αλλά όχι και ο κατά των Ελλήνων πόλεμος. Εκ της αρχής αυτής και της διαπιστώσεως ότι οι βάρβαροι είναι φύσει δούλοι, ο Αριστοτέλης προτρέπει τον Αλέξανδρο να είναι δεσπότης για τους βαρβάρους αλλά ηγεμών για τους Έλληνες.
Ο Σταγειρίτης ενέκρινε τον κατά των βαρβάρων πόλεμο ως πολιτική και στρατιωτική επιχείρηση και όχι ως πολιτιστική ενέργεια. Ασφαλώς δεν ενέκρινε ούτε κάποιαν υπό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ίση μεταχείριση Ελλήνων και βαρβάρων, ούτε κάποιαν αφομοιωτική πολιτική, που θα επέφερε τα ακριβώς αντίθετα της Κοσμικής Τάξεως αποτελέσματα. Πάντως η πολιτική εύνοια του μεγάλου Στρατηλάτου προς υποτελείς, εν μέρει υπαγορευθείσα από την ανάγκη ελέγχου μιας ταχύτατα αναδυομένης αχανούς αυτοκρατορίας, κυρίως απευθύνετο προς τους Αρίας καταγωγής λαούς, όπως τους ευγενείς των Περσών.
Και της οποίας, πάντως, η επέκτασις, εκ των πραγμάτων προκύψασα βαθμηδόν μετά τον πρώιμο θάνατό του, εσήμανε την αρχή των ελληνιστικών χρόνων και το άδοξο τέλος της Ελλάδος ως πολιτικής, πνευματικής και πολιτιστικής δυνάμεως, εχούσης ακεραία την εθνική της ιδιοτυπία. Γενικώς ο Αριστοτέλης σκεπτόταν πολιτικώς σύμφωνα με τις κατηγορίες της «οικίας» και της «πόλεως». Δεν αντιμετώπισε την δυνατότητα υπάρξεως πολυεθνικής κοσμοκρατορίας όχι από στενότητα αντιλήψεως αλλά διότι ορθώς αντιλαμβανόταν ότι, αν μια τέτοια κοσμοκρατορία δημιουργούνταν κατά την εποχή του, θα στερούνταν βαθυτέρων και ουσιωδών ηθικών και πνευματικών δεσμών, άρα και αληθούς πολιτικής τάξεως. Δύναται, λοιπόν, να λεχθεί ότι το πρόβλημα αυτό το οποίο έθεσε ο Αριστοτέλης παραμένει επίκαιρο και για τον σύγχρονο κόσμο.
Μία ρήση του Ισοκράτη (5ος-4ος αι. π.Χ.) περί της κοινής παιδείας των Ελλήνων Ελλήνων, έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά ως επιχείρημα, κατά τα τελευταία χρόνια, με συστηματικές παραμορφώσεις της έννοιάς της, από άγνοια ή πρόθεση, ακόμη και από επίσημα πρόσωπα της Πολιτείας. Καταρχήν, είναι γενικώς επικίνδυνο να χρησιμοποιούνται αρχαίες φράσεις αποκομμένα, και να τους δίδεται αυθαίρετα η όποια ερμηνεία. Πουθενά δεν αναφέρει ο Ισοκράτης ότι «Ελληνές εισι οι μετέχοντες της ελληνικης παιδείας”, φράση η οποία φυσικά οδηγεί σε άλλες ερμηνείες.
Εν προκειμένω πρόκειται για μία αναφορά που έκαμε ο Ισοκράτης στον μεγαλειώδη πολιτικό λόγο του «Πανηγυρικός», το 380 π.Χ., στην 100η Ολυμπιάδα (ήταν 51 ετών) την οποία κάποιοι ερμηνεύουν κατά το δοκούν, και μέσα από αυθαίρετη ερμηνεία την επιβάλλουν διαστρεβλωμένη στην κοινή λογική.
Η εν λόγω φράση του Ισοκράτη έχει ως εξής: (Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας [η Αθήνα] όλους τους άλλους στην πνευματική ανάπτυξη και στην τέχνη του λόγου, ώστε οι δικοί της μαθητές έγιναν δάσκαλοι στους άλλους· το όνομα πάλι Έλληνες κατόρθωσε να μη συμβολίζει πια την καταγωγή, αλλά την καλλιέργεια του πνεύματος, και Έλληνες να ονομάζονται πιο πολύ όσοι δέχτηκαν τον τρόπο της δικιάς μας αγωγής και μόρφωσης [σ.σ. εννοεί της παιδείας των Αθηναίων] παρά αυτοί που έχουν την ίδια με εμάς καταγωγή.)
Ο Ισοκράτης λοιπόν απευθυνόταν σε Έλληνες και παινεύοντας τη πόλη του, την Αθήνα, και το υψηλό επίπεδο παιδείας στο οποίο είχε φθάσει, υποστήριζε ότι αυτή η παιδεία αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής ταυτότητας για όλους τους Έλληνες. Δεν μιλούσε για τους ξένους, τους οποίους αποκαλούσε βαρβάρους και καλούσε όλους τους Έλληνες σε πόλεμο εναντίον τους!
Με τη φράση αυτή ο Ισοκράτης, μαζί με άλλα επιχειρήματά του, υποστήριζε την Πανελλήνια Ιδέα του. Ειδικότερα, υποστήριζε ότι επειδή οι Έλληνες είναι πολιτιστικά πολύ ανώτεροι των Περσών, ήταν δυνατή η υλοποίηση της Πανελλήνιας Ιδέας (δηλαδή η ομόνοια και συνένωση) μέσα από την κοινή παιδεία.
Ο Ισοκράτης με τον Πανηγυρικό λόγο του προσπαθεί να ενώσει τους Έλληνες υπό τη σκέπη της αθηναϊκής ηγεμονίας και χρησιμοποιεί προς τούτο την παιδεία και τον πολιτισμό, όπου η πόλη του είχε τα πρωτεία.
Έτσι η «ημετέρα παίδευση» δεν είναι γενικά η ελληνική αλλά η αθηναϊκή, κάτω από την οποία καλεί τους Έλληνες να ενωθούν. Στο ίδιο κείμενο, παρακάτω. μιλάει για την ανικανότητα του περσικού στρατού, για να δείξει ότι είναι εφικτή μια εκστρατεία εναντίον της Περσίας : (Θαρρώ λοιπόν πως δεν υπάρχει τόπος που δε γνώρισε σε όλη την έκτασή της τη δειλία και τη νωθρότητα του περσικού στρατού:
Και στα παράλια της Ασίας πολλές φορές νικήθηκε, αλλά και στην Ευρώπη, όταν διάβηκε, πολύ ακριβά το πλήρωσε: Άλλοι χάθηκαν κατά τρόπο άθλιο, άλλοι σώθηκαν ντροπιασμένοι και δειλοί και τελευταία μέσα στα ίδια τα ανάκτορα του Πέρση βασιλιά έγιναν καταγέλαστοι.) Στην συνέχεια μιλάει για το μίσος των Ελλήνων κατά των Περσών (Πανηγυρικός, 158): (Και τόσο ζυμωμένη με τη φύση μας είναι η έχθρα μας με αυτούς, ώστε και από τις διηγήσεις τις παλιές περισσότερο χαιρόμαστε όσες μιλάνε για τους Τρώες και τους Πέρσες, τις διηγήσεις δηλαδή που μας πληροφορούν για όλες τις συμφορές τους.
Θα μπορούσαμε μάλιστα να βρούμε ότι από τον πόλεμο με τους βαρβάρους οι ποιητές μας έχουν εμπνευστεί τραγούδια θριαμβευτικά, ενώ από τους πολέμους μεταξύ μας μονάχα θρήνους θλιβερούς: Τα πρώτα τα τραγουδάμε στις γιορτές μας, ενώ τους θρήνους τούς θυμόμαστε μόνο στις συμφορές μας.) Παρακάτω προτρέπει προς πόλεμο όλων των Ελλήνων κατά των βαρβάρων, τον οποίο πρέπει να μεταφέρουν εκτός Ελλάδας, στην Ασία: (Είναι αδύνατο να εξασφαλίσουμε μια σίγουρη ειρήνη, άμα δεν πολεμήσουμε όλοι μαζί ομόφωνα τους βαρβάρους· αδύνατο να ομονοήσουν οι Έλληνες, προτού πεισθούν και τις ωφέλειες από τον κοινό εχθρό να επιζητούν και τους πολέμους πάλι με τον ίδιο αντίπαλο να κάνουν. Για όλους αυτούς τους λόγους πρέπει να κάνουμε το παν, για να μεταφερθεί το γρηγορότερο από δω ο πόλεμος στο χώρο της Ασίας. Είναι το μόνο αγαθό που θα ήταν δυνατό ίσως να βγάλουμε από τους ανόσιους πολέμους μεταξύ μας, αν θα το αποφασίζαμε επιτέλους να εκμεταλλευτούμε ενάντια στους βαρβάρους για το δικό μας το καλό την πικρή πείρα που μας εξασφάλισαν εδώ.)
Ο Ισοκράτης, αφού έκανε πολλές προσπάθειες να παρακινήσει κάποιους ηγεμόνες της εποχής του να ηγηθούν της Πανελλήνιας Ιδέας, απευθύνθηκε τελικά στον Φίλιππο Β’, (λίγο πριν τον θάνατό του πέθανε 98 ετών) στο πρόσωπο του οποίου είδε τον άνθρωπο που θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Είναι γνωστό άλλωστε ότι στην επιστολή του προς τον Φίλιππο τον καλούσε να εκστρατεύσει κατά των βαρβάρων Περσών και να τους καταστήσει δούλους του. Του γράφει, μεταξύ άλλων: (Λέω λοιπόν πως πρέπει να γίνεις ο ευεργέτης των Ελλήνων, ο βασιλιάς των Μακεδόνων και ο κυρίαρχος όσο μπορείς πιο πολλών βαρβάρων.) Μπορούμε λοιπόν βασίμως να υποθέσουμε ότι αν ζούσε σήμερα ο Ισοκράτης, θα έπιανε από το αυτί όλους όσους χρησιμοποιούν κατά το δοκούν τα λόγια του και θα τους ρωτούσε πού βρήκαν τέτοιες ερμηνείες!
Ο Ηροδοτος ήταν Έλληνας ιστοριογράφος (490-422 π.Χ.). Καταγόταν από εύπορη και φιλομαθή οικογένεια και ανατράφηκε σ' ένα περιβάλλον λατρείας του Ομήρου και παλιών θρύλων. Έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε φιλικά με τους μεγάλους άνδρες της εποχής εκείνης, τον Περικλή και το Σοφοκλή. Μαζί με τον Πρωταγόρα ίδρυσαν την αποικία των Θουρίων στην Ιταλία. Ο Ηρόδοτος έγραψε μια παγκόσμια ιστορία. Οι Αλεξανδρινοί τη χώριζαν σε εννέα βιβλία και στο καθένα έδωσαν το όνομα μιας από τις εννέα Μούσες.
Στα πρώτα τέσσερα βιβλία παρουσιάζει το σχηματισμό και την αύξηση της περσικής δύναμης, στο πέμπτο και έκτο τις πρώτες συγκρούσεις με τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, στο τελευταίο μέρος του έκτου και σε ολόκληρα τα δύο επόμενα περιγράφει τις δύο μεγάλες εκστρατείες, που κατέληξαν η πρώτη στη μάχη του Μαραθώνα και η άλλη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Τέλος στο ένατο βιβλίο αναφέρεται στις άλλες νίκες των Ελλήνων.
Χρησιμοποιώντας ως βάση του έργου, που ο ίδιος ονόμασε "Ιστορίης απόδεξις", την αυτοψία, την έρευνα και την κριτική, ο Ηρόδοτος πλησίασε πρώτος την ιστορία, χωρίς όμως να μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικός ιστορικός. Παρά το γεγονός αυτό το έργο του συνολικά είναι μια αξιόπιστη πηγή και η μόνη συνεχής και πλήρης που έχουμε για μια τόσο σημαντική εποχή της ιστορίας. Ο Κικέρωνας τον ονόμασε πατέρα της ιστορίας. Παράλληλα μπορεί να θεωρηθεί πατέρας της γεωγραφίας και πατριάρχης όλων των περιηγητών.
Ακολουθεί η περίφημη απάντηση των Αθηναιων στους πρέσβεις των Περσών και των Σπαρτιατων : Κι οι Αθηναίοι στον Αλέξανδρο έδωσαν την εξής απάντηση: «Πως ο Μήδος έχει δύναμη πολλαπλάσια απ᾽ τη δική μας, αυτό το ξέρουμε κι από μόνοι μας και δεν υπάρχει λόγος να μας κατακρίνεις. Αλλά όμως η λαχτάρα της λευτεριάς μάς παρακινεί να τον αντιμετωπίσουμε μ᾽ όση δύναμη έχουμε. Κι ούτε εσύ να επιχειρήσεις να μας πείσεις κι ούτε εμείς θα πειστούμε να κάνουμε συνθήκες με τον βάρβαρο. Και τώρα πήγαινε ν᾽ αναγγείλεις στον Μαρδόνιο ότι οι Αθηναίοι λένε: όσο ο ήλιος θ᾽ ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που και σήμερα πορεύεται, αποκλείεται να κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη, αλλά θα βγούμε αντίμαχοί του έχοντας τα θάρρη μας στους θεούς που πολεμούν στο πλευρό μας και στους ημιθέους, που εκείνος, αθεόφοβος πέρα για πέρα, πυρπόλησε τους ναούς και τ᾽ αγάλματά τους. Κι εσύ αποδώ και μπρος μην εμφανιστείς μπροστά στους Αθηναίους μεταφέροντας παρόμοιες προτάσεις, κι ούτε, έχοντας την ιδέα πως προσφέρεις καλές υπηρεσίες, να μας παρακινείς να κάνουμε παλιανθρωπιές.
Γιατί δε θέλουμε να σε βρει καμιά συμφορά απ᾽ τους Αθηναίους, ενώ είσαι πρόξενος και φίλος μας». Λοιπόν, αυτή την απάντηση έδωσαν στον Αλέξανδρο, ενώ στους απεσταλμένους της Σπάρτης την ακόλουθη: «Βέβαια, η ανησυχία των Λακεδαιμονίων μήπως κάνουμε συνθήκες με τους βαρβάρους ήταν απόλυτα ανθρώπινη· όμως σχεδόν πρέπει να ντρέπεστε γι᾽ αυτό το φόβο σας, την ώρα που ξέρετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων, ότι σε κανένα μέρος τη γης δε βρίσκεται τόσο χρυσάφι, ούτε χώρα υπέροχη σε ομορφιά και γονιμότητα, που θα τα δεχόμασταν ως αντάλλαγμα του μηδισμού μας και της υποδούλωσης της Ελλάδας. Γιατί είναι πολλά και μεγάλα αυτά που μας εμποδίζουν να το κάνουμε αυτό, έστω κι αν το θέλαμε, πρώτα πρώτα και πάνω απ᾽ όλα τα αγάλματα και οι ναοί των θεών που πυρπολήθηκαν κι έγιναν ερείπια, που μας υποχρεώνουν να πάρουμε τη μεγαλύτερη εκδίκηση που μπορούμε, και πολύ λιγότερο να συνομολογήσουμε συνθήκες μ᾽ αυτόν που τα έπραξε· και κατόπιν ο ελληνισμός, ένας κόσμος που στις φλέβες του κυλά το ίδιο αίμα και που μιλά την ίδια γλώσσα κι έχει κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και συνήθειες ίδιες κι απαράλλαχτες η προδοσία όλων αυτών θα ήταν αίσχος για τους Αθηναίους. Και να ξέρετε καλά τούτο, αν τυχαίνει να μη το ξέρετε ώς τώρα, όσο θα μένει ζωντανός έστω και ένας Αθηναίος, δε θα κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη ποτέ.
Βέβαια ήταν ευχάριστη έκπληξη για μας η έγνοια σας για την κατάστασή μας, η πρόνοιά σας για μας που ρήμαξαν τα σπιτικά μας, αφού θέλετε να συντηρήσετε τους ανθρώπους των σπιτιών μας. Η ευεργεσία σας είναι σαν να γίνηκε, όμως εμείς θα κάνουμε πέτρα την καρδιά μας στην κατάσταση που βρισκόμαστε και δε θα σας δώσουμε κανένα βάρος. Μόνο, μια κι έτσι έχουν τα πράματα, να στείλετε το γρηγορότερο το εκστρατευτικό σώμα. Γιατί, κατά τους υπολογισμούς μας, δε θα περάσει πολύς καιρός κι ο βάρβαρος θα εμφανιστεί εδώ κάνοντας εισβολή στη χώρα μας, αλλά αμέσως μόλις πάρει την είδηση ότι δε θα κάνουμε τίποτε απ᾽ όσα εκείνος μας ζητούσε. Λοιπόν, προτού εκείνος εμφανιστεί στην Αττική, έχει ζωτική σημασία να σπεύσετε έγκαιρα σε βοήθεια στη Βοιωτία». Κι οι άλλοι, ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την απάντηση των Αθηναίων, πήραν το δρόμο του γυρισμού για τη Σπάρτη.
Ο κόσμος της Άννας Κομνηνής (1.100 μ.χ) κυριαρχείται από την παραδοσιακή «βυζαντινή» διάκριση του κόσμου σε Ρωμαίους και βαρβάρους. Αυτό που θα κάνω σε αυτήν την ανάρτηση είναι να προσπαθήσω να αποσαφηνίσω αυτούς τους δύο όρους και να δείξω με ποια ακριβώς κριτήρια γίνεται αυτή η διάκριση.
Θυμίζω ότι την εποχή που γράφει η Κομνηνή υπάρχουν δύο ειδών ρωμαϊκές ταυτότητες: 1) Η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα είναι η παλαιότερη και ορίζεται από δύο βασικά κριτήρια: ορθοδοξη χριστιανική πίστη και ρωμαϊκή υπηκοότητα. Δηλαδή οι πολιτικοί Ρωμαίοι είναι οι ορθόδοξοι πολίτες της Βασιλείας των Ρωμαίων ή, μονολεκτικά, της Ρωμανίας και, κατά συνέπεια, οι υπήκοοι του Βασιλέα/Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. 2) Η εθνοτική ρωμαϊκή ταυτότητα είναι η πιο πρόσφατη μιας και πρωτοαπαντά στις ιστορίες που γράφτηκαν στα τέλη του 11ου αιώνα, όπως αυτή του Μιχαήλ Ατταλειάτη (μετά το 1080) και η Σύνοψις Ιστοριαν του Ιωάννη Σκυλίτση (στο 1090). Αυτή η δεύτερη ρωμαϊκή ταυτότητα είναι πιο συρρικνωμένη από την πρώτη και αποδίδεται σε ορισμένους μόνοπολιτικούς Ρωμαίους που κατέχουν ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πακέτο, το οποίο περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- την ελληνοφωνία. Με άλλα λόγια, οι εθνοτικοί Ρωμαίοι είναι οι ορθόδοξοι και ελληνόφωνοι πολίτες της Ρωμανίας.
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ταυτότητας είναι ότι απαντά στις πηγές μας σε αντιδιαστολή με τους αλλόγλωσσους πολίτες της Ρωμανίας, λ.χ. Αρμένιοι, Βούλγαροι, Αλβανοι, Αρβανίτες, Βλάχοι κλπ. Η Gill Page ορίζει τις δύο Ρωμαϊκές ταυτότητες (πολιτική και εθνοτική) ως εξής: Έτσι, σύμφωνα με τον Σκυλίτση, εντός της Ρωμανίας κατοικούν «Ρωμαιοι» και «γένη/εθνη τους Ρωμαίοις υπήκοα» που συνήθως βρίσκονται προς τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Το ότι ο Σκυλίτσης έχει την ελληνοφωνία ανάμεσα στα κριτήρια της εθνοτικής ρωμαϊκής ταυτότητας του επιτρέπει, από τη μια, να ονομάσει την ελληνική γλώσσα ρωμαϊκή (αφού η Ελληνική ήταν η γλώσσα των Ρωμαίων) και, από την άλλη, να ξεχωρίσει τους βυζαντινούς αιχμαλώτους του Τσάρου Σαμουήλ σε Ρωμαίους και Αρμένιους(πολιτικά Ρωμαίοι και οι δύο, αλλά εθνοτικά Ρωμαίοι μόνον οι ελληνόφωνοι). Κανένας «εξωθεν ετερόφυλος» είτε είναι εχθρός είτε είναι μισθοφόρος των Ρωμαίων δεν γλιτώνει την προσηγορία «βάρβαρος» της Κομνηνής. Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά για τους «εσωτερικούς ετερόφυλους» Ρωμαίους πολίτες (λ.χ. Βούλγαροι, Αρμένιοι, Αρβανίτες, Βλάχοι): σχεδόν ποτέ δεν χαρακτηρίζονται «βάρβαροι» και οι λίγες εξαιρέσεις είναι διδακτικές.
Tο ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, είναι ότι η σχετική λέξη δεν είναι ελληνική, αλλά βαρβαρική: «Στους αρχαίους Έλληνες βάρβαρος αρχικά σημαίνει κάθε λαό αλλόγλωσσο, χωρίς καμιά μειωτική απόχρωση. Και κάθε άνθρωπος, που έχει για μητρική του γλώσσα τα ελληνικά, είναι βάρβαρος, άσχετα με την πνευματική του και ψυχική του καλλιέργεια. Ώστε βάρβαρος δεν θα πει παρά αλλόγλωσσος. Και από πού παράγεται η λέξη; Από την επανάληψη της συλλαβής βαρ-. Όταν ακούει κανείς μια γλώσσα που δεν την ξέρει, οποιαδήποτε και να είναι η γλώσσα αυτή, τη νιώθει σαν μια σειρά από συλλαβές δίχως νόημα, σαν ένα λόγο αδιάρθρωτο, χωρίς κλίση, χωρίς σύνταξη, χωρίς κανόνες. Ο πρώτος που έπλασε τη λέξη βάρβαρος θα άκουσε κάποιους ξένους να μιλούν, και με την επανάληψη της συλλαβής βαρ- θέλησε να αποδώσει την παράξενη ακουστική εντύπωση που του έκανε ο ακατανόητος αυτός λόγος. Το παράξενο είναι πως η λέξη βάρβαρος δεν είναι καν ελληνική, είναι βαρβαρική. Στα παλιά ινδικά barbara σημαίνει τραυλός. Barbar και barbaru στα σουμερικά και στα βαβυλωνιακά έχει τη σημασία του ξένος, αλλοεθνής.»
O Dihle, παρακολουθώντας την εξέλιξη της σημασίας της λέξης βάρβαρος μέσα στην πορεία της αρχαιοελληνικής ιστορίας και γραμματείας, εντοπίζει την αλλαγή στη σημασία της με το σημερινό, υποτιμητικό της πλέον, νόημα: «Tα συγκλονιστικά συμβάντα του Πελοποννησιακού πολέμου και των αμέσως επόμενων δεκαετιών μετέβαλαν την αυτοσυνείδηση των Eλλήνων. Oι κύριες αιτίες γένεσης συναισθημάτων μνησικακίας απέναντι στους Πέρσες, τα οποία οι Έλληνες ήσαν ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να επεκτείνουν σε ολόκληρο τον κόσμο των βαρβάρων, ακόμη και στα συγγενικά τους φύλα της Mακεδονίας, ήταν η πρόσφατη προσάρτηση των ελληνικών πόλεων της Mικράς Aσίας στο περσικό κράτος το 378 π.X. και το διαρκώς αυξανόμενο βάρος της περσικής διπλωματίας.
Kαι ανάλογη με αυτά τα συναισθήματα ήταν και η πρωτόγνωρη υπεροψία τους. Eνώ οι γνώσεις και οι τέχνες των Eλλήνων άρχιζαν να αλλάζουν παντού τον κόσμο, ο ελληνικός πολιτισμός (από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.X.) εξασθενούσε όλο και περισσότερο. H πολιτική πραγματικότητα χλεύαζε διαρκώς την ασφαλώς δικαιολογημένη περηφάνια των Eλλήνων για τα πολυάριθμα, αναγνωρισμένα από όλους, επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού που αποτελούσαν αντικείμενο μίμησης.
Σε αυτό το φαινόμενο αντέδρασε μια πολιτική ρητορική, καλώντας τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν από κοινού τον πέρση εχθρό, για να απελευθερώσουν τους αδελφούς στη Mίλητο και την Έφεσσο. Tη γνωρίζουμε από τα κείμενα των ιστορικών και των ρητόρων του 4ου αι. π.X. Aυτό το έδαφος έθρεψε το συναίσθημα ότι οι Έλληνες ήταν εκ φύσεως ανώτεροι από τους βαρβάρους. Kανένας δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ αυτής της αντίληψης τόσο επίμονα όσο ο Iσοκράτης (Πανηγυρικός), ο πιο επιφανής ρήτορας του 4ου αι. π.X.
Aλλά εκείνοι που πάνω απ' όλα εκφράζουν εντελώς απροκάλυπτα την αντίληψη για την ανωτερότητα των Eλλήνων έναντι των μη Eλλήνων είναι οι φιλόσοφοι και κυρίως ο Aριστοτέλης και ο Πλάτων. Όταν ο Φίλιππος της Mακεδονίας υπέταξε την Eλλάδα και άρχισε να εξοπλίζεται για να πολεμήσει τους Πέρσες, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της ελληνικής ηθικής και πολέμιος του κόσμου των βαρβάρων.
Εκείνη την εποχή εθεωρείτο αυτονόητο ότι ο μη "Έλλην" εχθρός έπρεπε αναγκαστικά να είναι βάρβαρος, ο οποίος όχι μόνο μιλούσε μία ακατανόητη γλώσσα, αλλά επιπλέον ήταν απολίτιστος και δίχως παιδεία. H λέξη βάρβαρος πήρε τη σημασία που διατηρεί τις ημέρες μας κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες του 4ου αι. π.X.» ιστορία της λέξης ‘βάρβαρος’ είναι εκτενέστατη και φορτισμένη· βιβλίο ολόκληρο θα μπορούσε να γραφτεί γι’ αυτήν, οπότε με όσα θα γράψω απλώς θα ξύσω την επιφάνεια.
Στον Όμηρο δεν απαντά η ίδια η λέξη, βρίσκουμε όμως το επίθετο βαρβαρόφωνος. Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, η Κασσάνδρα αρχικά παρουσιάζεται βουβή, επειδή μιλάει βάρβαρη γλώσσα, που μάλιστα ακούγεται σαν του χελιδονιού κι έτσι χρειάζεται διερμηνέα. Αρχικά λοιπόν, η λέξη ‘βάρβαρος’ σήμαινε τον ξένο, τον αλλόγλωσσο, αυτόν που δεν μιλάει τη δική μας γλώσσα, που μιλάει μιαν αλλόκοτη γλώσσα που ακούγεται σαν «μπαρ-μπαρ-μπαρ». Βέβαια, και μόνο η τέτοια επισήμανση της διαφορετικότητας έχει μιαν υπόρρητη υποτιμητική απόχρωση.
Στις εξιστορήσεις των μηδικών πολέμων, η λ. ‘βάρβαρος’ χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους Πέρσες. Μετά τους μηδικούς πολέμους, η υποτιμητική απόχρωση είναι πλέον σαφής· εμφανίζεται η αξιολογική κρίση και αρχίζει η λέξη ‘βάρβαρος’ να σημαίνει «άξεστος, ακαλλιέργητος», π.χ. στις Νεφέλες του Αριστοφάνη ο Σωκράτης λέει για τον Στρεψιάδη «άνθρωπος αμαθής ουτοσί και βάρβαρος». Οι άλλες σημασίες παραμένουν. Λογουχάρη, ο ίδιος Αριστοφάνης χρησιμοποιεί κατ’ επανάληψη τη λέξη ‘βάρβαρος’ για να δηλώσει τους αλλοδαπούς και ειδικά τους Πέρσες, ενώ στους Όρνιθες ο Έποπας καυχιέται ότι δίδαξε στα πουλιά να μιλάνε ενώ πριν ήταν βάρβαρα, δηλ. αλλόγλωσσα. Αλλά και το ρ. βαρβαρίζω έχει στα αρχαία πολλές σημασίες· μπορεί να σημαίνει «μιλάω ξένη γλώσσα», «μιλάω σπασμένα ελληνικά» ή «κάνω γραμματικά λάθη, σολοικισμούς».
Όλα τα παραπάνω τα αναλύει αρκετά εύστοχα ο Στράβωνας σε ένα απόσπασμά του, που επειδή είναι μεγαλούτσικο θα το παραθέσω μόνο σε μετάφραση: Φαντάζομαι, άλλωστε, ότι η λέξη βάρβαρος σχηματίστηκε αρχικά ως ηχομιμητική, για να δηλώσει αυτούς που η προφορά τους χαρακτηρίζεται από δυσκολία και τραχύτητα, όπως και οι λέξεις βατταρίζω, τραυλίζω, ψελλίζω.
Επειδή λοιπόν όλοι όσοι μιλούσαν με βαριά προφορά χαρακτηρίζονταν με τον τρόπο αυτό (δηλ. ηχομιμητικά) βάρβαροι, η προφορά των ξένων εννοώ των μη Ελλήνων θεωρήθηκε ότι ανήκε σ’ αυτήν την κατηγορία. Χρησιμοποίησαν, λοιπόν, με ειδική σημασία τη λέξη βάρβαροι γι’ αυτούς, στην αρχή κοροϊδευτικά, επειδή είχαν βαριά προφορά· στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε τη λέξη καταχρηστικά ως κοινό εθνικό όνομα, αντιδιαστέλλοντας όλους τους άλλους προς τους Έλληνες.
Γεγονός είναι, βέβαια, ότι με τις συχνές επαφές και σχέσεις με τους βαρβάρους δεν υπήρχε πια η εντύπωση ότι αυτό οφειλόταν σε δυσκολίες προφοράς και σε κάποια διαμαρτία των φωνητικών οργάνων, αλλά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γλωσσών. Στη δική μας γλώσσα όμως διαπιστώθηκε και ένα άλλο πρόβλημα προφοράς, «βαρβαροστομίας» θα μπορούσαμε να πούμε, όταν κάποιος δεν κατάφερνε να μιλήσει σωστά ελληνικά, αλλά πρόφερε τις λέξεις όπως οι βάρβαροι που αρχίζουν να μαθαίνουν ελληνικά και δεν είναι σε θέση να τα μιλήσουν σωστά, όπως και εμείς άλλωστε τις δικές τους γλώσσες.
Στη ρωμαϊκή εποχή, η λέξη ‘βάρβαρος’ σημαίνει αυτούς που δεν είναι Έλληνες ή Ρωμαίοι και ειδικά τους πληθυσμούς που ζούσαν έξω από τα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα limes, και που με τη δύναμη των αριθμών και τις αλλεπάλληλες επιδρομές τους κατάφεραν τελικά να την καταλύσουν την κραταιά αυτοκρατορία. Αυτοί είναι άλλωστε και οι βάρβαροι του καβαφικού ποιήματος, που θα ήταν μια κάποια λύσις… Πας μη Έλλην…;
Ξέρουμε βέβαια ότι «πας μη Έλλην βάρβαρος». Το μάθαμε στο σχολείο. Ανάλογα με τις εποχές, άλλοι δάσκαλοι έσπευδαν να διευκρινίσουν ότι η λέξη ‘βάρβαρος’ δεν έχει μειωτική χροιά αλλά απλώς περιγράφει τον αλλόγλωσσο ή τον αλλοδαπό, ενώ άλλοι δεν θεωρούσαν αναγκαία καμιά διευκρίνιση. Ποιος πρωτοείπε όμως το ρητό αυτό; Το γεγονός είναι ότι σε όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία, μαζί και τη βυζαντινή, όπως διασώζεται στον Thesaurus Linguae Graecae, το περίφημο TLG, δεν υπάρχει πουθενά τέτοιο ρητό. Ούτε αυτούσιο, ούτε παρόμοιο. Προκαλεί εντύπωση, αλλά είναι απολύτως βεβαιωμένο ότι τέτοιο αρχαίο ρητό δεν παραδίδεται… στα ελληνικά. Μ’ αυτό δεν λέω ότι το ρητό δεν απηχεί μια πραγματικότητα.
Η διχοτομία Ελλήνων-βαρβάρων υπήρχε στην κλασική αρχαιότητα, όπως αποτυπώνεται καθαρά σε ένα ρητό που ο Διογένης Λαέρτιος αποδίδει στον Θαλή, ενώ άλλοι το απέδιδαν στον Σωκράτη: «Χρωστάω χάρη στην Τύχη για τρία πράγματα: που γεννήθηκα άνθρωπος και όχι ζώο, άνδρας και όχι γυναίκα, Έλληνας και όχι βάρβαρος». Οι Έλληνες, ειδικά μετά τους περσικούς πολέμους, πίστευαν ότι, ελεύθεροι πολίτες καθώς ήταν, ήταν ανώτεροι από τους βαρβάρους που υπάκουαν δουλικά σε έναν βασιλιά. Όπως λέει ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, είναι λογικό οι Έλληνες να εξουσιάζουν τους βαρβάρους, αλλά όχι το αντίστροφο.
Αυτό όμως δεν εμπόδισε πολλούς Έλληνες συγγραφείς να αναφερθούν με σεβασμό στα επιτεύγματα των βαρβάρων, όπως ο Ξενοφώντας για τους Πέρσες ή ο Ηρόδοτος. Άλλωστε, η διχοτομία του «εμείς» και «οι άλλοι» δεν είναι αποκλειστικότητα των Ελλήνων. Οι Εβραίοι αποκαλούσαν εθνικούς (γκογίμ) τους μη Εβραίους, ονομασία που κατά καιρούς πήρε μειωτικές σημασίες· οι Άραβες αποκάλεσαν ατζέμ τους Πέρσες, λέξη που με τον καιρό έγινε επίσης μειωτική (ατζαμής), ενώ στις περισσότερες σλάβικες γλώσσες οι Γερμανοί λέγονται νέμετς (ή κάτι συναφές) που αρχικά σήμαινε «άλαλος».
Αλλά ας επανέλθουμε στο ρητό «Πας μη Έλλην βάρβαρος».
Βλέποντας ότι απουσιάζει από την αρχαία γραμματεία, είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσε να είναι μεταγενέστερη κατασκευή. Όμως, το βρίσκω στη λατινική γραμματεία, και ειδικότερα στον σχολιασμό της Αινειάδας του Βιργίλιου από τον Σέρβιο Γραμματικό ή Maurus Servius Honoratus. Σχολιάζοντας στον στίχο 504 του 2ου βιβλίου της Αινειάδας τη φράση auro barbarico (βαρβαρικό χρυσάφι), ο Σέρβιος παραθέτει, και μάλιστα στα ελληνικά, το «πας μη Έλλην βάρβαρος», θέλοντας να δείξει ότι οι Έλληνες θεωρούσαν βάρβαρους τους Φρύγες.
Αυτό μπορούμε να το μεταφράσουμε ελληνικά ως εξής: «βαρβαρικός χρυσός»: δηλαδή μπόλικος· ή βαρβαρικού γούστου, καθώς οι βάρβαροι νοιάζονται περισσότερο για την αφθονία παρά για την κομψότητα· ή λάφυρο από βαρβάρους· ή κυριολεκτικά βαρβαρικός, δηλαδή φρυγικός, καθώς «πας μη Έλλην βάρβαρος». Άλλωστε κι ο Όμηρος αποκαλεί τους Φρύγες βαρβάρους…
Να προσθέσω ότι ο στίχος 2.504 του Βιργιλίου έχει απασχολήσει τους μελετητές, διότι ο Πρίαμος εμφανίζεται εδώ να μιλάει για barbarico auro (βαρβαρικό χρυσάφι) μιλώντας για τα δικά του ανάκτορα και ο Σέρβιος προσπαθεί να το εξηγήσει, -βέβαια, δεν είναι ακριβής ο Σέρβιος όσον αφορά τον Όμηρο, διότι (το είδαμε στην αρχή) ο Όμηρος αποκαλεί όχι βάρβαρους αλλά βαρβαρόφωνους, και όχι τους Φρύγες αλλά τους Κάρες.
Ο Σέρβιος γενικά θεωρείται εγκυρότατος σχολιαστής και είχε πρόσβαση σε πηγές χαμένες σήμερα. Πάντως, επειδή δεν παραθέτει συγγραφέα, δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα σε ποιον ανήκει η πατρότητα της φράσης: θα μπορούσε να είναι παρμένη από χρηστομάθεια της εποχής ή από εισαγωγικό μάθημα ελληνικής φιλοσοφίας για Ρωμαίους, ενώ δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να ήταν παροιμιώδης από τότε, αν και σ’ αυτή την περίπτωση μάλλον θα την είχε αποθησαυρίσει κάποιος παροιμιολόγος.
Κατά πάσα πιθανότητα, η φράση αναστήθηκε στα νεότερα χρόνια, είτε από Έλληνες λογίους είτε από Ευρωπαίους. Έχω βρει τη φράση σε αγγλικό Λεξικό της Βίβλου το 1863 και σε παλιότερο σύγγραμμα του 1847, όπως επίσης την έχω βρει και στο Περί ελληνικής συντάξεως του Κ. Ασωπίου (1858). Ο Κ. Ασώπιος παραπέμπει σωστά στον Σέρβιο, αλλά αυτό έχει ξεχαστεί. Στη νεότερη ελληνική βιβλιογραφία το «πας μη Έλλην βάρβαρος» θεωρείται αρχαίο παροιμιώδες χωρίς κανείς να προχωράει παραπέρα.
Αρχικώς η λέξη «βάρβαρος» αναφερόταν στο αλλόγλωσσον. Η σταδιακή συνειδητοποίησις όμως των χαρακτηριστικών στοιχείων του Ελληνισμού, και μάλιστα μετά την σύγκρουση με τους βαρβάρους Πέρσες τον 5ο αι. π.Χ., δίδει πολιτιστικό περιεχόμενο στις λέξεις «Έλλην» και βάρβαρος.
Καλόν κ' Αγαθόν, Αρετή, Λόγος, Σοφία, Ελευθερία, Κάλλος, Αρμονία, Μέτρον, Νόμος, έναντι δουλοφροσύνης, αλαζονίας, εξουσιασμού, ακαλλιέργητου πνεύματος, αμετρίας, ανομίας, αυθαιρεσίας. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό, όταν, επί Θεμιστοκλέους, ούτε αυτή η παράδοση της φιλοξενίας και της ιερότητας του προσώπου του πρέσβεως δεν έσωσαν τον απεσταλμένο πρέσβη του Πέρση βασιλέως, του οποίου η θανάτωσις απεφασίσθη με την αιτιολογία ότι «φωνήν Ελληνίδα βαρβάροις προστάγμασιν ετόλμησε χρήσαι»!
Γράφει ο Παν. Κ. Χρήστου : «Εφ' όσον η υπερηφάνεια των Ελλήνων έδωσε στον εθνικό τους βίο τόσο πλούσιο περιεχόμενο, ήταν εύλογο να τροποποιηθή και η έννοια του ονόματός των, μεταπίπτοντας από το εθνικό στο πολιτιστικό πεδίο.» Η αίσθησις της Ελληνικής υπεροχής είναι απόλυτος. Αφού όμως η καλλιέργεια των Ελληνικών αξιών και η αντίθεση με τους αλλοφύλους, οι οποίοι εστερούντο τις αξίες αυτές, προσέδωσαν και έντονο φυλετικό χαρακτήρα (εκτός από πολιτιστικό) στην αντίθεση Έλληνος-βαρβάρου, πάλι οι Έλληνες ήταν αυτοί που υπερέβησαν την φυλετική αντίθεση.
Σε αυτό συνετέλεσαν οι Σοφιστές και η υποστηριχθείσα από αυτούς διάκριση μεταξύ φύσεως και συμβατικότητος, οι Κυνικοί και το ανατρεπτικό τους πνεύμα και, τέλος, οι Στωικοί. Και αυτά όταν το Ελληνικό Πνεύμα, μέσω των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου, εξαπλώθηκε στα πέρατα της οικουμένης και οι εξελληνισθέντες αλλόφυλοι και οι ελληνίζοντες («ελληνισταί») δεν διέφεραν ουσιαστικώς των εκ καταγωγής Ελλήνων. Τότε κατέστη δυνατόν, όπως επισημαίνει ο Παν. Κ. Χρήστου, μέχρι και να τεθεί στο στόμα του Σκύθη Αναχάρσιδος η φράση «εμοί δε πάντες Έλληνες σκυθίζουσιν»!
Κατά τον Αριστοτέλη ο ορισμός του φύσει δούλου ισχύει και για τον βάρβαρο. Το γεωγραφικό περιβάλλον και οι κλιματολογικοί όροι διά μέσου αμετρήτων γενεών κατέστησαν τους βαρβάρους νωθρούς και «αθύμους», συνεχώς υποδούλους.
Λόγω της αθυμίας τους αυτής οι βάρβαροι στερούνται του πάθους της ελευθερίας και της ικανότητος να άρχουν και να άρχονται πολιτικώς. Ορθώς, λοιπόν, αναφέρει ο Ευριπίδης στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι»: «βαρβάρων δ᾿ Ελληνας αρχειν εικός» και δικαιολογεί το συμπέρασμα της κοινής φύσεως βαρβάρου και δούλου.
Η δουλική αυτή φύση των βαρβάρων έχει ως αποτέλεσμα την ανυπαρξία πολιτικής τάξεως σ’ αυτούς. Τανάπαλιν δε, το αποτέλεσμα αυτό σταθεροποιεί και ενισχύει την δουλική τους φύση. Αντί, λοιπόν, να μετέχουν οι βάρβαροι πολιτικής «κοινωνίας», ως «ζωα πολιτικά», υφίστανται δουλικώς και παθητικώς δεσποτική εξουσία, την οποίαν ο Αριστοτέλης ταυτίζει προς την τυραννία σαν αγελαία ζωντανά (σύγχρονη αγελαία δημοκρατία).
Κατά τον φιλόσοφο σκοπός της υπάρξεως της πολιτικής «κοινωνίας» είναι πρώτιστα η ειρήνη και ο «εν σχολη » βίος και όχι ο πόλεμος ή η «α-σχολία». Γι‘ αυτό ψέγει, όπως και ο Πλάτων, τον μονομερώς φιλοπόλεμο χαρακτήρα της νομοθεσίας των Λακεδαιμονίων. Ο πόλεμος όμως δικαιολογείται, ἀφ᾿ ετέρου, όχι μόνον στην περίπτωση αμύνης κατ’ απροκλήτου επιθέσεως αλλά και όταν δι’ αυτού πρόκειται να υποδουλωθούν οι άξιοι αυτής της τύχης, οπότε και διά του πολέμου αποκαθίσταται η «αρχική» κοσμική τάξις.
Η έννοια της αναφερομένης «αρχικότητος» δεν εἶναι, φυσικά, χρονική αλλά οντολογική. Είναι, λοιπόν, ο πόλεμος μέσον ανακλήσεως της φυσικής και ηθικής τάξεως, η οποία απαιτεί οι φύσει δούλοι να είναι υποταγμένοι στους ελευθέρους. Έτσι δικαιολογείται προφανώς ο κατά των βαρβάρων αλλά όχι και ο κατά των Ελλήνων πόλεμος. Εκ της αρχής αυτής και της διαπιστώσεως ότι οι βάρβαροι είναι φύσει δούλοι, ο Αριστοτέλης προτρέπει τον Αλέξανδρο να είναι δεσπότης για τους βαρβάρους αλλά ηγεμών για τους Έλληνες.
Ο Σταγειρίτης ενέκρινε τον κατά των βαρβάρων πόλεμο ως πολιτική και στρατιωτική επιχείρηση και όχι ως πολιτιστική ενέργεια. Ασφαλώς δεν ενέκρινε ούτε κάποιαν υπό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ίση μεταχείριση Ελλήνων και βαρβάρων, ούτε κάποιαν αφομοιωτική πολιτική, που θα επέφερε τα ακριβώς αντίθετα της Κοσμικής Τάξεως αποτελέσματα. Πάντως η πολιτική εύνοια του μεγάλου Στρατηλάτου προς υποτελείς, εν μέρει υπαγορευθείσα από την ανάγκη ελέγχου μιας ταχύτατα αναδυομένης αχανούς αυτοκρατορίας, κυρίως απευθύνετο προς τους Αρίας καταγωγής λαούς, όπως τους ευγενείς των Περσών.
Και της οποίας, πάντως, η επέκτασις, εκ των πραγμάτων προκύψασα βαθμηδόν μετά τον πρώιμο θάνατό του, εσήμανε την αρχή των ελληνιστικών χρόνων και το άδοξο τέλος της Ελλάδος ως πολιτικής, πνευματικής και πολιτιστικής δυνάμεως, εχούσης ακεραία την εθνική της ιδιοτυπία. Γενικώς ο Αριστοτέλης σκεπτόταν πολιτικώς σύμφωνα με τις κατηγορίες της «οικίας» και της «πόλεως». Δεν αντιμετώπισε την δυνατότητα υπάρξεως πολυεθνικής κοσμοκρατορίας όχι από στενότητα αντιλήψεως αλλά διότι ορθώς αντιλαμβανόταν ότι, αν μια τέτοια κοσμοκρατορία δημιουργούνταν κατά την εποχή του, θα στερούνταν βαθυτέρων και ουσιωδών ηθικών και πνευματικών δεσμών, άρα και αληθούς πολιτικής τάξεως. Δύναται, λοιπόν, να λεχθεί ότι το πρόβλημα αυτό το οποίο έθεσε ο Αριστοτέλης παραμένει επίκαιρο και για τον σύγχρονο κόσμο.
Μία ρήση του Ισοκράτη (5ος-4ος αι. π.Χ.) περί της κοινής παιδείας των Ελλήνων Ελλήνων, έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά ως επιχείρημα, κατά τα τελευταία χρόνια, με συστηματικές παραμορφώσεις της έννοιάς της, από άγνοια ή πρόθεση, ακόμη και από επίσημα πρόσωπα της Πολιτείας. Καταρχήν, είναι γενικώς επικίνδυνο να χρησιμοποιούνται αρχαίες φράσεις αποκομμένα, και να τους δίδεται αυθαίρετα η όποια ερμηνεία. Πουθενά δεν αναφέρει ο Ισοκράτης ότι «Ελληνές εισι οι μετέχοντες της ελληνικης παιδείας”, φράση η οποία φυσικά οδηγεί σε άλλες ερμηνείες.
Εν προκειμένω πρόκειται για μία αναφορά που έκαμε ο Ισοκράτης στον μεγαλειώδη πολιτικό λόγο του «Πανηγυρικός», το 380 π.Χ., στην 100η Ολυμπιάδα (ήταν 51 ετών) την οποία κάποιοι ερμηνεύουν κατά το δοκούν, και μέσα από αυθαίρετη ερμηνεία την επιβάλλουν διαστρεβλωμένη στην κοινή λογική.
Η εν λόγω φράση του Ισοκράτη έχει ως εξής: (Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας [η Αθήνα] όλους τους άλλους στην πνευματική ανάπτυξη και στην τέχνη του λόγου, ώστε οι δικοί της μαθητές έγιναν δάσκαλοι στους άλλους· το όνομα πάλι Έλληνες κατόρθωσε να μη συμβολίζει πια την καταγωγή, αλλά την καλλιέργεια του πνεύματος, και Έλληνες να ονομάζονται πιο πολύ όσοι δέχτηκαν τον τρόπο της δικιάς μας αγωγής και μόρφωσης [σ.σ. εννοεί της παιδείας των Αθηναίων] παρά αυτοί που έχουν την ίδια με εμάς καταγωγή.)
Ο Ισοκράτης λοιπόν απευθυνόταν σε Έλληνες και παινεύοντας τη πόλη του, την Αθήνα, και το υψηλό επίπεδο παιδείας στο οποίο είχε φθάσει, υποστήριζε ότι αυτή η παιδεία αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής ταυτότητας για όλους τους Έλληνες. Δεν μιλούσε για τους ξένους, τους οποίους αποκαλούσε βαρβάρους και καλούσε όλους τους Έλληνες σε πόλεμο εναντίον τους!
Με τη φράση αυτή ο Ισοκράτης, μαζί με άλλα επιχειρήματά του, υποστήριζε την Πανελλήνια Ιδέα του. Ειδικότερα, υποστήριζε ότι επειδή οι Έλληνες είναι πολιτιστικά πολύ ανώτεροι των Περσών, ήταν δυνατή η υλοποίηση της Πανελλήνιας Ιδέας (δηλαδή η ομόνοια και συνένωση) μέσα από την κοινή παιδεία.
Ο Ισοκράτης με τον Πανηγυρικό λόγο του προσπαθεί να ενώσει τους Έλληνες υπό τη σκέπη της αθηναϊκής ηγεμονίας και χρησιμοποιεί προς τούτο την παιδεία και τον πολιτισμό, όπου η πόλη του είχε τα πρωτεία.
Έτσι η «ημετέρα παίδευση» δεν είναι γενικά η ελληνική αλλά η αθηναϊκή, κάτω από την οποία καλεί τους Έλληνες να ενωθούν. Στο ίδιο κείμενο, παρακάτω. μιλάει για την ανικανότητα του περσικού στρατού, για να δείξει ότι είναι εφικτή μια εκστρατεία εναντίον της Περσίας : (Θαρρώ λοιπόν πως δεν υπάρχει τόπος που δε γνώρισε σε όλη την έκτασή της τη δειλία και τη νωθρότητα του περσικού στρατού:
Και στα παράλια της Ασίας πολλές φορές νικήθηκε, αλλά και στην Ευρώπη, όταν διάβηκε, πολύ ακριβά το πλήρωσε: Άλλοι χάθηκαν κατά τρόπο άθλιο, άλλοι σώθηκαν ντροπιασμένοι και δειλοί και τελευταία μέσα στα ίδια τα ανάκτορα του Πέρση βασιλιά έγιναν καταγέλαστοι.) Στην συνέχεια μιλάει για το μίσος των Ελλήνων κατά των Περσών (Πανηγυρικός, 158): (Και τόσο ζυμωμένη με τη φύση μας είναι η έχθρα μας με αυτούς, ώστε και από τις διηγήσεις τις παλιές περισσότερο χαιρόμαστε όσες μιλάνε για τους Τρώες και τους Πέρσες, τις διηγήσεις δηλαδή που μας πληροφορούν για όλες τις συμφορές τους.
Θα μπορούσαμε μάλιστα να βρούμε ότι από τον πόλεμο με τους βαρβάρους οι ποιητές μας έχουν εμπνευστεί τραγούδια θριαμβευτικά, ενώ από τους πολέμους μεταξύ μας μονάχα θρήνους θλιβερούς: Τα πρώτα τα τραγουδάμε στις γιορτές μας, ενώ τους θρήνους τούς θυμόμαστε μόνο στις συμφορές μας.) Παρακάτω προτρέπει προς πόλεμο όλων των Ελλήνων κατά των βαρβάρων, τον οποίο πρέπει να μεταφέρουν εκτός Ελλάδας, στην Ασία: (Είναι αδύνατο να εξασφαλίσουμε μια σίγουρη ειρήνη, άμα δεν πολεμήσουμε όλοι μαζί ομόφωνα τους βαρβάρους· αδύνατο να ομονοήσουν οι Έλληνες, προτού πεισθούν και τις ωφέλειες από τον κοινό εχθρό να επιζητούν και τους πολέμους πάλι με τον ίδιο αντίπαλο να κάνουν. Για όλους αυτούς τους λόγους πρέπει να κάνουμε το παν, για να μεταφερθεί το γρηγορότερο από δω ο πόλεμος στο χώρο της Ασίας. Είναι το μόνο αγαθό που θα ήταν δυνατό ίσως να βγάλουμε από τους ανόσιους πολέμους μεταξύ μας, αν θα το αποφασίζαμε επιτέλους να εκμεταλλευτούμε ενάντια στους βαρβάρους για το δικό μας το καλό την πικρή πείρα που μας εξασφάλισαν εδώ.)
Ο Ισοκράτης, αφού έκανε πολλές προσπάθειες να παρακινήσει κάποιους ηγεμόνες της εποχής του να ηγηθούν της Πανελλήνιας Ιδέας, απευθύνθηκε τελικά στον Φίλιππο Β’, (λίγο πριν τον θάνατό του πέθανε 98 ετών) στο πρόσωπο του οποίου είδε τον άνθρωπο που θα μπορούσε να την πραγματοποιήσει. Είναι γνωστό άλλωστε ότι στην επιστολή του προς τον Φίλιππο τον καλούσε να εκστρατεύσει κατά των βαρβάρων Περσών και να τους καταστήσει δούλους του. Του γράφει, μεταξύ άλλων: (Λέω λοιπόν πως πρέπει να γίνεις ο ευεργέτης των Ελλήνων, ο βασιλιάς των Μακεδόνων και ο κυρίαρχος όσο μπορείς πιο πολλών βαρβάρων.) Μπορούμε λοιπόν βασίμως να υποθέσουμε ότι αν ζούσε σήμερα ο Ισοκράτης, θα έπιανε από το αυτί όλους όσους χρησιμοποιούν κατά το δοκούν τα λόγια του και θα τους ρωτούσε πού βρήκαν τέτοιες ερμηνείες!
Ο Ηροδοτος ήταν Έλληνας ιστοριογράφος (490-422 π.Χ.). Καταγόταν από εύπορη και φιλομαθή οικογένεια και ανατράφηκε σ' ένα περιβάλλον λατρείας του Ομήρου και παλιών θρύλων. Έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε φιλικά με τους μεγάλους άνδρες της εποχής εκείνης, τον Περικλή και το Σοφοκλή. Μαζί με τον Πρωταγόρα ίδρυσαν την αποικία των Θουρίων στην Ιταλία. Ο Ηρόδοτος έγραψε μια παγκόσμια ιστορία. Οι Αλεξανδρινοί τη χώριζαν σε εννέα βιβλία και στο καθένα έδωσαν το όνομα μιας από τις εννέα Μούσες.
Στα πρώτα τέσσερα βιβλία παρουσιάζει το σχηματισμό και την αύξηση της περσικής δύναμης, στο πέμπτο και έκτο τις πρώτες συγκρούσεις με τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, στο τελευταίο μέρος του έκτου και σε ολόκληρα τα δύο επόμενα περιγράφει τις δύο μεγάλες εκστρατείες, που κατέληξαν η πρώτη στη μάχη του Μαραθώνα και η άλλη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Τέλος στο ένατο βιβλίο αναφέρεται στις άλλες νίκες των Ελλήνων.
Χρησιμοποιώντας ως βάση του έργου, που ο ίδιος ονόμασε "Ιστορίης απόδεξις", την αυτοψία, την έρευνα και την κριτική, ο Ηρόδοτος πλησίασε πρώτος την ιστορία, χωρίς όμως να μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικός ιστορικός. Παρά το γεγονός αυτό το έργο του συνολικά είναι μια αξιόπιστη πηγή και η μόνη συνεχής και πλήρης που έχουμε για μια τόσο σημαντική εποχή της ιστορίας. Ο Κικέρωνας τον ονόμασε πατέρα της ιστορίας. Παράλληλα μπορεί να θεωρηθεί πατέρας της γεωγραφίας και πατριάρχης όλων των περιηγητών.
Ακολουθεί η περίφημη απάντηση των Αθηναιων στους πρέσβεις των Περσών και των Σπαρτιατων : Κι οι Αθηναίοι στον Αλέξανδρο έδωσαν την εξής απάντηση: «Πως ο Μήδος έχει δύναμη πολλαπλάσια απ᾽ τη δική μας, αυτό το ξέρουμε κι από μόνοι μας και δεν υπάρχει λόγος να μας κατακρίνεις. Αλλά όμως η λαχτάρα της λευτεριάς μάς παρακινεί να τον αντιμετωπίσουμε μ᾽ όση δύναμη έχουμε. Κι ούτε εσύ να επιχειρήσεις να μας πείσεις κι ούτε εμείς θα πειστούμε να κάνουμε συνθήκες με τον βάρβαρο. Και τώρα πήγαινε ν᾽ αναγγείλεις στον Μαρδόνιο ότι οι Αθηναίοι λένε: όσο ο ήλιος θ᾽ ακολουθεί τον ίδιο δρόμο που και σήμερα πορεύεται, αποκλείεται να κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη, αλλά θα βγούμε αντίμαχοί του έχοντας τα θάρρη μας στους θεούς που πολεμούν στο πλευρό μας και στους ημιθέους, που εκείνος, αθεόφοβος πέρα για πέρα, πυρπόλησε τους ναούς και τ᾽ αγάλματά τους. Κι εσύ αποδώ και μπρος μην εμφανιστείς μπροστά στους Αθηναίους μεταφέροντας παρόμοιες προτάσεις, κι ούτε, έχοντας την ιδέα πως προσφέρεις καλές υπηρεσίες, να μας παρακινείς να κάνουμε παλιανθρωπιές.
Γιατί δε θέλουμε να σε βρει καμιά συμφορά απ᾽ τους Αθηναίους, ενώ είσαι πρόξενος και φίλος μας». Λοιπόν, αυτή την απάντηση έδωσαν στον Αλέξανδρο, ενώ στους απεσταλμένους της Σπάρτης την ακόλουθη: «Βέβαια, η ανησυχία των Λακεδαιμονίων μήπως κάνουμε συνθήκες με τους βαρβάρους ήταν απόλυτα ανθρώπινη· όμως σχεδόν πρέπει να ντρέπεστε γι᾽ αυτό το φόβο σας, την ώρα που ξέρετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων, ότι σε κανένα μέρος τη γης δε βρίσκεται τόσο χρυσάφι, ούτε χώρα υπέροχη σε ομορφιά και γονιμότητα, που θα τα δεχόμασταν ως αντάλλαγμα του μηδισμού μας και της υποδούλωσης της Ελλάδας. Γιατί είναι πολλά και μεγάλα αυτά που μας εμποδίζουν να το κάνουμε αυτό, έστω κι αν το θέλαμε, πρώτα πρώτα και πάνω απ᾽ όλα τα αγάλματα και οι ναοί των θεών που πυρπολήθηκαν κι έγιναν ερείπια, που μας υποχρεώνουν να πάρουμε τη μεγαλύτερη εκδίκηση που μπορούμε, και πολύ λιγότερο να συνομολογήσουμε συνθήκες μ᾽ αυτόν που τα έπραξε· και κατόπιν ο ελληνισμός, ένας κόσμος που στις φλέβες του κυλά το ίδιο αίμα και που μιλά την ίδια γλώσσα κι έχει κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και συνήθειες ίδιες κι απαράλλαχτες η προδοσία όλων αυτών θα ήταν αίσχος για τους Αθηναίους. Και να ξέρετε καλά τούτο, αν τυχαίνει να μη το ξέρετε ώς τώρα, όσο θα μένει ζωντανός έστω και ένας Αθηναίος, δε θα κάνουμε συνθήκες με τον Ξέρξη ποτέ.
Βέβαια ήταν ευχάριστη έκπληξη για μας η έγνοια σας για την κατάστασή μας, η πρόνοιά σας για μας που ρήμαξαν τα σπιτικά μας, αφού θέλετε να συντηρήσετε τους ανθρώπους των σπιτιών μας. Η ευεργεσία σας είναι σαν να γίνηκε, όμως εμείς θα κάνουμε πέτρα την καρδιά μας στην κατάσταση που βρισκόμαστε και δε θα σας δώσουμε κανένα βάρος. Μόνο, μια κι έτσι έχουν τα πράματα, να στείλετε το γρηγορότερο το εκστρατευτικό σώμα. Γιατί, κατά τους υπολογισμούς μας, δε θα περάσει πολύς καιρός κι ο βάρβαρος θα εμφανιστεί εδώ κάνοντας εισβολή στη χώρα μας, αλλά αμέσως μόλις πάρει την είδηση ότι δε θα κάνουμε τίποτε απ᾽ όσα εκείνος μας ζητούσε. Λοιπόν, προτού εκείνος εμφανιστεί στην Αττική, έχει ζωτική σημασία να σπεύσετε έγκαιρα σε βοήθεια στη Βοιωτία». Κι οι άλλοι, ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την απάντηση των Αθηναίων, πήραν το δρόμο του γυρισμού για τη Σπάρτη.
Ο κόσμος της Άννας Κομνηνής (1.100 μ.χ) κυριαρχείται από την παραδοσιακή «βυζαντινή» διάκριση του κόσμου σε Ρωμαίους και βαρβάρους. Αυτό που θα κάνω σε αυτήν την ανάρτηση είναι να προσπαθήσω να αποσαφηνίσω αυτούς τους δύο όρους και να δείξω με ποια ακριβώς κριτήρια γίνεται αυτή η διάκριση.
Θυμίζω ότι την εποχή που γράφει η Κομνηνή υπάρχουν δύο ειδών ρωμαϊκές ταυτότητες: 1) Η πολιτική ρωμαϊκή ταυτότητα είναι η παλαιότερη και ορίζεται από δύο βασικά κριτήρια: ορθοδοξη χριστιανική πίστη και ρωμαϊκή υπηκοότητα. Δηλαδή οι πολιτικοί Ρωμαίοι είναι οι ορθόδοξοι πολίτες της Βασιλείας των Ρωμαίων ή, μονολεκτικά, της Ρωμανίας και, κατά συνέπεια, οι υπήκοοι του Βασιλέα/Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. 2) Η εθνοτική ρωμαϊκή ταυτότητα είναι η πιο πρόσφατη μιας και πρωτοαπαντά στις ιστορίες που γράφτηκαν στα τέλη του 11ου αιώνα, όπως αυτή του Μιχαήλ Ατταλειάτη (μετά το 1080) και η Σύνοψις Ιστοριαν του Ιωάννη Σκυλίτση (στο 1090). Αυτή η δεύτερη ρωμαϊκή ταυτότητα είναι πιο συρρικνωμένη από την πρώτη και αποδίδεται σε ορισμένους μόνοπολιτικούς Ρωμαίους που κατέχουν ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πακέτο, το οποίο περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- την ελληνοφωνία. Με άλλα λόγια, οι εθνοτικοί Ρωμαίοι είναι οι ορθόδοξοι και ελληνόφωνοι πολίτες της Ρωμανίας.
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της ταυτότητας είναι ότι απαντά στις πηγές μας σε αντιδιαστολή με τους αλλόγλωσσους πολίτες της Ρωμανίας, λ.χ. Αρμένιοι, Βούλγαροι, Αλβανοι, Αρβανίτες, Βλάχοι κλπ. Η Gill Page ορίζει τις δύο Ρωμαϊκές ταυτότητες (πολιτική και εθνοτική) ως εξής: Έτσι, σύμφωνα με τον Σκυλίτση, εντός της Ρωμανίας κατοικούν «Ρωμαιοι» και «γένη/εθνη τους Ρωμαίοις υπήκοα» που συνήθως βρίσκονται προς τα σύνορα της αυτοκρατορίας.
Το ότι ο Σκυλίτσης έχει την ελληνοφωνία ανάμεσα στα κριτήρια της εθνοτικής ρωμαϊκής ταυτότητας του επιτρέπει, από τη μια, να ονομάσει την ελληνική γλώσσα ρωμαϊκή (αφού η Ελληνική ήταν η γλώσσα των Ρωμαίων) και, από την άλλη, να ξεχωρίσει τους βυζαντινούς αιχμαλώτους του Τσάρου Σαμουήλ σε Ρωμαίους και Αρμένιους(πολιτικά Ρωμαίοι και οι δύο, αλλά εθνοτικά Ρωμαίοι μόνον οι ελληνόφωνοι). Κανένας «εξωθεν ετερόφυλος» είτε είναι εχθρός είτε είναι μισθοφόρος των Ρωμαίων δεν γλιτώνει την προσηγορία «βάρβαρος» της Κομνηνής. Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά για τους «εσωτερικούς ετερόφυλους» Ρωμαίους πολίτες (λ.χ. Βούλγαροι, Αρμένιοι, Αρβανίτες, Βλάχοι): σχεδόν ποτέ δεν χαρακτηρίζονται «βάρβαροι» και οι λίγες εξαιρέσεις είναι διδακτικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου