Στο τέλος της μνηστηροφονίας, ο Οδυσσέας αποφασίζει να τιμωρήσει σκληρά και τους ανθρώπους του παλατιού, που συνεργάστηκαν, συμμάχησαν, πήγαν με τους μνηστήρες.
Ύστερα από διαταγή του προς τον Τηλέμαχο και τους δυο βοσκούς του, Εύμαιο και Φιλοίτιο, οι 12 απιστες δούλες πρώτα θα πρέπει να καθαρίσουν το παλάτι από τα αίματα, ώστε ίχνος από την εκτέλεση, για στο πάτωμα, για στο τραπέζι, στο μάτι να μη φθάνει:
Κι έκραξε εκείνος τον Τηλέμαχο, το θείο χοιροβοσκό του
και το βουκόλο, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους:
"Νεκρούς να κουβαλάτε αρχίσετε, κι οι δούλες να συντράμουν
οι ίδιες μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια
με το νερό και τα χιλιότρυπα σφουγγάρια να παστρέψουν".
...
Απόφαση για τη θανατική ποινή
Θάνατο με το σπαθί προστάζει ο Οδυσσέας για τις δούλες που αψηφώντας την αφέντρα τους, την ταπεινή Πηνελόπη, αποφάσισαν χαρές μόνο να νιώθουνε στα άρπαγα τα χέρια των μνηστήρων:
«Κι ως θα ΄χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,
τις δούλες έξω απ΄ το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι,
και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη
τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ΄ όλες
να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν,
που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.»
Θρήνος κι οδυρμός
Τα δάκρυα κατόπιν εορτής δεν ωφέλησαν κανέναν ! Αντιλαμβάνονται το παγερό το χέρι του θανάτου, γι’ αυτό πικρά, βαριά κι ασταμάτητα οι δούλες θρηνολογούνε...
Του κάκου...
"Έτσι όρισε, κι οι δούλες έφτασαν όλες μαζί και μπήκαν
πικρά θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι.
Των σκοτωμένων πρώτα σήκωναν και βγάζαν τα κουφάρια,
και στης αυλής της καλοτείχιστης το σκεπαστό από κάτω
τον έναν πλάι στον άλλο απίθωναν και κάτω απ΄ του Οδυσσέα
την προσταγή, να κάνουν γρήγορα, τους βγάζαν στανικώς τους".
Η απόφαση του Τηλέμαχου
Ο Τηλέμαχος θεωρεί πολύ βαρύ των γυναικών το κρίμα...
Δεν τίμησαν, ως έπρεπε, το σπιτικό που έτρωγαν το ψωμί του.
Ναι, θα τις εκτελέσουν, όχι όμως όπως όρισε ο πατέρας του.
Τις μάζεψαν, τη σάλα του παλατιού αφού καθάρισαν, σε χώρο ασφαλή, να μην μπορούν να φύγουν:
«Κι ως είχαν όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,
τις δούλες σύραν όξω απ΄ τ΄ όμορφο, το στέριο αρχονταρίκι,
και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη,
μες στο στενάδι εκεί τις μάντρωσαν, να μην μπορούν να φύγουν».
Ο Τηλέμαχος με δική του πρωτοβουλία απορρίπτει τη διασπάθιση των σωμάτων των υπηρετριών και επιλέγει τον απαγχονισμό, που τότε ταπεινωτικό τον θεωρούσαν και ενδεδειγμένη τιμωρία για όσους σε ηθικά παραπτώματα έπεφταν, που ντροπή στον ίδιο και στην οικογένειά του φέρναν:
«Όχι, σ΄ αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο—
που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια
σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!»
Ο απαγχονισμός
Οποιητής μας με τον προσφιλή του τρόπο, με την πλατιά παρομοίωση, περιγράφει ρεαλιστικά το κρέμασμα της «απιστίας»:
«Είπε, και γαλαζόπλωρου άρμενου χοντρό σκοινί στεριώνει
από τρανή κολόνα, κι έζωσε μ΄ αυτό το θόλο γύρα,
ψηλά τανιώντας το, τα πόδια τους στο χώμα να μη φτάνουν.
Πώς όταν τσίχλες απλοφτέρουγες για περιστέρες θέλουν
να φτάσουν στη φωλιά τους κι άξαφνα φριχτή κούρνια τις δέχτη,
τι πιάστηκαν στα βρόχια, που έτυχαν στημένα μες στα θάμνα —
όμοια κι οι δούλες τα κεφάλια τους γραμμή κρατούσαν, κι όλες
θελιά είχαν στο λαιμό, από θάνατο να παν συφοριασμένο,
και σπάραζαν με τα ποδάρια τους — για λίγην ώρα μόνο»
Σκηνές ρεαλιστικές κι άγριες στο έπος το ειρηνικό, που είναι η «Οδύσσεια», κλείνουν τον κύκλο της ύβρης που άνοιξαν οι άμυαλοι, οι άνομοι μνηστήρες κι όσοι μαζί τους συνέπραξαν, από αμυαλιά κι αγνωμοσύνη....
Οδύσσεια Ραψ. χ
Ύστερα από διαταγή του προς τον Τηλέμαχο και τους δυο βοσκούς του, Εύμαιο και Φιλοίτιο, οι 12 απιστες δούλες πρώτα θα πρέπει να καθαρίσουν το παλάτι από τα αίματα, ώστε ίχνος από την εκτέλεση, για στο πάτωμα, για στο τραπέζι, στο μάτι να μη φθάνει:
Κι έκραξε εκείνος τον Τηλέμαχο, το θείο χοιροβοσκό του
και το βουκόλο, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους:
"Νεκρούς να κουβαλάτε αρχίσετε, κι οι δούλες να συντράμουν
οι ίδιες μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια
με το νερό και τα χιλιότρυπα σφουγγάρια να παστρέψουν".
...
Απόφαση για τη θανατική ποινή
Θάνατο με το σπαθί προστάζει ο Οδυσσέας για τις δούλες που αψηφώντας την αφέντρα τους, την ταπεινή Πηνελόπη, αποφάσισαν χαρές μόνο να νιώθουνε στα άρπαγα τα χέρια των μνηστήρων:
«Κι ως θα ΄χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,
τις δούλες έξω απ΄ το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι,
και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη
τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ΄ όλες
να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν,
που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.»
Θρήνος κι οδυρμός
Τα δάκρυα κατόπιν εορτής δεν ωφέλησαν κανέναν ! Αντιλαμβάνονται το παγερό το χέρι του θανάτου, γι’ αυτό πικρά, βαριά κι ασταμάτητα οι δούλες θρηνολογούνε...
Του κάκου...
"Έτσι όρισε, κι οι δούλες έφτασαν όλες μαζί και μπήκαν
πικρά θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι.
Των σκοτωμένων πρώτα σήκωναν και βγάζαν τα κουφάρια,
και στης αυλής της καλοτείχιστης το σκεπαστό από κάτω
τον έναν πλάι στον άλλο απίθωναν και κάτω απ΄ του Οδυσσέα
την προσταγή, να κάνουν γρήγορα, τους βγάζαν στανικώς τους".
Η απόφαση του Τηλέμαχου
Ο Τηλέμαχος θεωρεί πολύ βαρύ των γυναικών το κρίμα...
Δεν τίμησαν, ως έπρεπε, το σπιτικό που έτρωγαν το ψωμί του.
Ναι, θα τις εκτελέσουν, όχι όμως όπως όρισε ο πατέρας του.
Τις μάζεψαν, τη σάλα του παλατιού αφού καθάρισαν, σε χώρο ασφαλή, να μην μπορούν να φύγουν:
«Κι ως είχαν όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,
τις δούλες σύραν όξω απ΄ τ΄ όμορφο, το στέριο αρχονταρίκι,
και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη,
μες στο στενάδι εκεί τις μάντρωσαν, να μην μπορούν να φύγουν».
Ο Τηλέμαχος με δική του πρωτοβουλία απορρίπτει τη διασπάθιση των σωμάτων των υπηρετριών και επιλέγει τον απαγχονισμό, που τότε ταπεινωτικό τον θεωρούσαν και ενδεδειγμένη τιμωρία για όσους σε ηθικά παραπτώματα έπεφταν, που ντροπή στον ίδιο και στην οικογένειά του φέρναν:
«Όχι, σ΄ αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο—
που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια
σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!»
Ο απαγχονισμός
Οποιητής μας με τον προσφιλή του τρόπο, με την πλατιά παρομοίωση, περιγράφει ρεαλιστικά το κρέμασμα της «απιστίας»:
«Είπε, και γαλαζόπλωρου άρμενου χοντρό σκοινί στεριώνει
από τρανή κολόνα, κι έζωσε μ΄ αυτό το θόλο γύρα,
ψηλά τανιώντας το, τα πόδια τους στο χώμα να μη φτάνουν.
Πώς όταν τσίχλες απλοφτέρουγες για περιστέρες θέλουν
να φτάσουν στη φωλιά τους κι άξαφνα φριχτή κούρνια τις δέχτη,
τι πιάστηκαν στα βρόχια, που έτυχαν στημένα μες στα θάμνα —
όμοια κι οι δούλες τα κεφάλια τους γραμμή κρατούσαν, κι όλες
θελιά είχαν στο λαιμό, από θάνατο να παν συφοριασμένο,
και σπάραζαν με τα ποδάρια τους — για λίγην ώρα μόνο»
Σκηνές ρεαλιστικές κι άγριες στο έπος το ειρηνικό, που είναι η «Οδύσσεια», κλείνουν τον κύκλο της ύβρης που άνοιξαν οι άμυαλοι, οι άνομοι μνηστήρες κι όσοι μαζί τους συνέπραξαν, από αμυαλιά κι αγνωμοσύνη....
Οδύσσεια Ραψ. χ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου