Έπρεπε να αμαρτήσω, για να μπορέσω πάλι να ζήσω. Πού θα με πάει ακόμα ο δρόμος μου; Είναι ένας δρόμος τρελός, γεμάτος στροφές, ίσως να ‘ναι ένας κύκλος. Ας πηγαίνει όπου θέλει, εγώ θα τον ακολουθήσω.
Ένιωθε το υπέροχο σκίρτημά της στο στήθος του.
«Τι σε κάνει» ρωτούσε την καρδιά του, «να είσαι τόσο χαρούμενη»; Είναι μήπως απ’τον πολύωρο ωραίο ύπνο, που μου έκανε καλό; Ή μήπως επειδή ξέφυγα, επειδή η φυγή μου είναι οριστική κι εγώ επιτέλους είμαι πάλι ελεύθερος, σαν παιδί κάτω απ’ τον ουρανό; Ω πόσο καλό είναι να έχεις ξεφύγει, να έχεις ελευθερωθεί! Πόσο καθαρός και όμορφος είναι εδώ ο αέρας, πόσο καλό μου κάνει να τον ανασαίνω! Αυτά που δραπετεύοντας άφησα πίσω μου, μύριζαν όλα αλοιφές, μπαχαρικά, κρασί νωθρότητα και κορεσμό. Πόσο μισούσα τον κόσμο των πλουσίων, των ασώτων και των παιχτών! Πόσο μίσησα τον εαυτό μου που έμεινα τόσο καιρό στον φριχτό εκείνο κόσμο! Πόσο μίσησα τον εαυτό μου, πόσο τον λήστεψα, τον δηλητηρίασα, τον βασάνισα, πόσο γέρο και κακό τον έκανα! Όχι, ποτέ πια δε θα πιστέψω, όπως έκανα κάποτε, με τόση ευχαρίστηση, πως ο Σιντάρτα είναι σοφός! Όμως τώρα έκανα καλά, είμαι ικανοποιημένος, πρέπει να παινέσω τον εαυτό μου που έβαλα ένα τέλος σ’εκείνο το μίσος απέναντι σ’εμένα τον ίδιο, σ’ εκείνη την ανόητη κι έρημη ζωή! Είσαι αξιέπαινος, Σιντάρτα, μετά από τόσα χρόνια ανοησίας κάτι σε φώτισε, έκανες κάτι, άκουσες το πουλί να κελαηδάει στο στήθος σου και το ακολούθησες!
Έτσι επαινούσε τον εαυτό του, χαιρότανε μαζί του, κι άκουγε γεμάτος περιέργεια το στομάχι του να γουργουρίζει από την πείνα. Ένιωθε πως τον τελευταίο καιρό, τις τελευταίες μέρες, είχε γευτεί τον πόνο και την αθλιότητα ως το τέλος, ως την απελπισία και το θάνατο. Ήταν καλά έτσι. Θα μπορούσε να είχε μείνει κοντά στον Καμασβάμι πολύ καιρό ακόμη, να κερδίζει χρήματα, να τα σπαταλάει, να γεμίζει την κοιλιά του αφήνοντας την ψυχή του να πεθαίνει από τη δίψα, θα μπορούσε να είχε μείνει για πολύ σ’εκείνη τη γλυκιά και παραγεμισμένη κόλαση αν δεν είχε έρθει η στιγμή της απόλυτης απελπισίας και τη απόγνωσης, εκείνη η έσχατη στιγμή που κρεμασμένος πάνω απ’ τα νερά που κυλούσαν, ήταν έτοιμος να σκοτωθεί. Είχε νιώσει την απελπισία, εκείνη τη βαθύτατη αηδία που δεν κατάφερε να τον καταστρέψει, και το πουλί, η χαρούμενη πηγή και η φωνή μέσα του ήταν ακόμη ζωντανά -γι’ αυτό ένιωσε τόση χαρά, γι’ αυτό γελούσε κι έλαμπε το πρόσωπό του κάτω από το γκρίζα του μαλλιά.
«Είναι καλό» σκέφτηκε, «να δοκιμάζει κανείς μόνος του ό,τι είναι ανάγκη να μάθει. Οι απολαύσεις του κόσμου και τα πλούτη δεν είναι καλά πράγματα, αυτό το είχα μάθει από παιδί. Το ήξερα πολύ καιρό, τώρα το έζησα κιόλας. Το ξέρω όχι μονάχα με το νου αλλά και με τα μάτια, με την καρδιά, με το στομάχι μου. Κι είμαι ευτυχισμένος που το ξέρω!
Σκεφτόταν πολλή ώρα τη μεταμόρφωσή του, αφουγκραζόταν το πουλάκι να κελαηδάει από χαρά. Δεν είχε πεθάνει μέσα του, δεν είχε νιώσει το θάνατό του; Όχι, κάτι άλλο είχε πεθάνει. Κάτι που επιθυμούσε από καιρό το θάνατο. Δεν ήταν εκείνο που ήθελε να σκοτώσει κάποτε, στα φλογερά χρόνια που είχε ζήσει σαν ασκητής: Δεν ήταν το Εγώ του, το μικρό, φοβισμένο και περήφανο Εγώ του, που τόσα χρόνια το πάλευε κι εκείνο πάντα τον νικούσε, που πάντα αναγεννιόταν μετά από κάθε θανάτωσή του, που απαγόρευε τη χαρά κι ένιωθε φόβο; Δεν ήταν αυτό που βρήκε επιτέλους το θάνατο, εδώ, στο δάσος, πλάι σε τούτο το όμορφο ποτάμι; Χάρη σ’ αυτό το θάνατο δεν ήταν τώρα σαν παιδί, άφοβος, γεμάτος εμπιστοσύνη και χαρά;
Τώρα, καταλάβαινε ο Σιντάτρα γιατί είχε παλέψει μάταια με το Εγώ του, όταν ήταν βραχμάνος. Τον εμπόδιζαν η πολλή γνώση και οι πολλοί ιεροί στίχοι, οι πολλοί κανόνες των θυσιών, ο υπερβολικός ασκητισμός και, η υπέρμετρη προσπάθεια! Ήταν γεμάτος έπαρση, πάντα ο εξυπνότερος, πάντα ο επιμελέστερος, πάντα ένα βήμα πιο μπροστά απ’ τους άλλους, ο γνώστης και πνευματικός άνθρωπος, πάντα ιερέας ή σοφός. Μέσα στην ιεροσύνη, την έπαρση, μες στην πνευματικότητα είχε τρυπώσει το Εγώ του, καθόταν εκεί και μεγάλωνε, ενώ εκείνος πίστευε ότι το νεκρώνει με τη νηστεία και τον ασκητισμό. Τώρα το έβλεπε και καταλάβαινε πως η μυστική φωνή είχε δίκιο, πως κανένας δάσκαλος δε θα μπορούσε να τον λυτρώσει . Γι’ αυτό έπρεπε να βγει στον κόσμο, να χαθεί μέσα στις ηδονές και τη δύναμη, στη γυναίκα και το χρήμα, έπρεπε να γίνει έμπορος και παίχτης των ζαριών, πότης και πλεονέκτης, ώσπου ο ιερέας κι ο σαμάνος να πεθάνουν μέσα του. Έπρεπε να υποφέρει εκείνα τα φριχτά χρόνια, την αηδία, το κενό, τον παραλογισμό μιας έρημης και χαμένης ζωής, ως το τέλος, ως την πικρή απόγνωση, ώσπου να μπορέσει να πεθάνει κι ο φιλήδονος, ο άπληστος Σιντάρτα. Είχε πεθάνει, ένας νέος Σιντάρτα ξύπνησε απ’ τον ύπνο. Κι αυτός θα γερνούσε, κι αυτός θα ‘πρεπε να πεθάνει κάποτε, εφήμερος ήταν ο Σιντάρτα, κάθε μορφή είναι εφήμερη. Μα σήμερα ήταν νέος, ήταν παιδί, ο καινούριος Σιντάρτα – κι ήταν γεμάτος χαρά.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, ΣΙΝΤΑΡΤΑ
Ένιωθε το υπέροχο σκίρτημά της στο στήθος του.
«Τι σε κάνει» ρωτούσε την καρδιά του, «να είσαι τόσο χαρούμενη»; Είναι μήπως απ’τον πολύωρο ωραίο ύπνο, που μου έκανε καλό; Ή μήπως επειδή ξέφυγα, επειδή η φυγή μου είναι οριστική κι εγώ επιτέλους είμαι πάλι ελεύθερος, σαν παιδί κάτω απ’ τον ουρανό; Ω πόσο καλό είναι να έχεις ξεφύγει, να έχεις ελευθερωθεί! Πόσο καθαρός και όμορφος είναι εδώ ο αέρας, πόσο καλό μου κάνει να τον ανασαίνω! Αυτά που δραπετεύοντας άφησα πίσω μου, μύριζαν όλα αλοιφές, μπαχαρικά, κρασί νωθρότητα και κορεσμό. Πόσο μισούσα τον κόσμο των πλουσίων, των ασώτων και των παιχτών! Πόσο μίσησα τον εαυτό μου που έμεινα τόσο καιρό στον φριχτό εκείνο κόσμο! Πόσο μίσησα τον εαυτό μου, πόσο τον λήστεψα, τον δηλητηρίασα, τον βασάνισα, πόσο γέρο και κακό τον έκανα! Όχι, ποτέ πια δε θα πιστέψω, όπως έκανα κάποτε, με τόση ευχαρίστηση, πως ο Σιντάρτα είναι σοφός! Όμως τώρα έκανα καλά, είμαι ικανοποιημένος, πρέπει να παινέσω τον εαυτό μου που έβαλα ένα τέλος σ’εκείνο το μίσος απέναντι σ’εμένα τον ίδιο, σ’ εκείνη την ανόητη κι έρημη ζωή! Είσαι αξιέπαινος, Σιντάρτα, μετά από τόσα χρόνια ανοησίας κάτι σε φώτισε, έκανες κάτι, άκουσες το πουλί να κελαηδάει στο στήθος σου και το ακολούθησες!
Έτσι επαινούσε τον εαυτό του, χαιρότανε μαζί του, κι άκουγε γεμάτος περιέργεια το στομάχι του να γουργουρίζει από την πείνα. Ένιωθε πως τον τελευταίο καιρό, τις τελευταίες μέρες, είχε γευτεί τον πόνο και την αθλιότητα ως το τέλος, ως την απελπισία και το θάνατο. Ήταν καλά έτσι. Θα μπορούσε να είχε μείνει κοντά στον Καμασβάμι πολύ καιρό ακόμη, να κερδίζει χρήματα, να τα σπαταλάει, να γεμίζει την κοιλιά του αφήνοντας την ψυχή του να πεθαίνει από τη δίψα, θα μπορούσε να είχε μείνει για πολύ σ’εκείνη τη γλυκιά και παραγεμισμένη κόλαση αν δεν είχε έρθει η στιγμή της απόλυτης απελπισίας και τη απόγνωσης, εκείνη η έσχατη στιγμή που κρεμασμένος πάνω απ’ τα νερά που κυλούσαν, ήταν έτοιμος να σκοτωθεί. Είχε νιώσει την απελπισία, εκείνη τη βαθύτατη αηδία που δεν κατάφερε να τον καταστρέψει, και το πουλί, η χαρούμενη πηγή και η φωνή μέσα του ήταν ακόμη ζωντανά -γι’ αυτό ένιωσε τόση χαρά, γι’ αυτό γελούσε κι έλαμπε το πρόσωπό του κάτω από το γκρίζα του μαλλιά.
«Είναι καλό» σκέφτηκε, «να δοκιμάζει κανείς μόνος του ό,τι είναι ανάγκη να μάθει. Οι απολαύσεις του κόσμου και τα πλούτη δεν είναι καλά πράγματα, αυτό το είχα μάθει από παιδί. Το ήξερα πολύ καιρό, τώρα το έζησα κιόλας. Το ξέρω όχι μονάχα με το νου αλλά και με τα μάτια, με την καρδιά, με το στομάχι μου. Κι είμαι ευτυχισμένος που το ξέρω!
Σκεφτόταν πολλή ώρα τη μεταμόρφωσή του, αφουγκραζόταν το πουλάκι να κελαηδάει από χαρά. Δεν είχε πεθάνει μέσα του, δεν είχε νιώσει το θάνατό του; Όχι, κάτι άλλο είχε πεθάνει. Κάτι που επιθυμούσε από καιρό το θάνατο. Δεν ήταν εκείνο που ήθελε να σκοτώσει κάποτε, στα φλογερά χρόνια που είχε ζήσει σαν ασκητής: Δεν ήταν το Εγώ του, το μικρό, φοβισμένο και περήφανο Εγώ του, που τόσα χρόνια το πάλευε κι εκείνο πάντα τον νικούσε, που πάντα αναγεννιόταν μετά από κάθε θανάτωσή του, που απαγόρευε τη χαρά κι ένιωθε φόβο; Δεν ήταν αυτό που βρήκε επιτέλους το θάνατο, εδώ, στο δάσος, πλάι σε τούτο το όμορφο ποτάμι; Χάρη σ’ αυτό το θάνατο δεν ήταν τώρα σαν παιδί, άφοβος, γεμάτος εμπιστοσύνη και χαρά;
Τώρα, καταλάβαινε ο Σιντάτρα γιατί είχε παλέψει μάταια με το Εγώ του, όταν ήταν βραχμάνος. Τον εμπόδιζαν η πολλή γνώση και οι πολλοί ιεροί στίχοι, οι πολλοί κανόνες των θυσιών, ο υπερβολικός ασκητισμός και, η υπέρμετρη προσπάθεια! Ήταν γεμάτος έπαρση, πάντα ο εξυπνότερος, πάντα ο επιμελέστερος, πάντα ένα βήμα πιο μπροστά απ’ τους άλλους, ο γνώστης και πνευματικός άνθρωπος, πάντα ιερέας ή σοφός. Μέσα στην ιεροσύνη, την έπαρση, μες στην πνευματικότητα είχε τρυπώσει το Εγώ του, καθόταν εκεί και μεγάλωνε, ενώ εκείνος πίστευε ότι το νεκρώνει με τη νηστεία και τον ασκητισμό. Τώρα το έβλεπε και καταλάβαινε πως η μυστική φωνή είχε δίκιο, πως κανένας δάσκαλος δε θα μπορούσε να τον λυτρώσει . Γι’ αυτό έπρεπε να βγει στον κόσμο, να χαθεί μέσα στις ηδονές και τη δύναμη, στη γυναίκα και το χρήμα, έπρεπε να γίνει έμπορος και παίχτης των ζαριών, πότης και πλεονέκτης, ώσπου ο ιερέας κι ο σαμάνος να πεθάνουν μέσα του. Έπρεπε να υποφέρει εκείνα τα φριχτά χρόνια, την αηδία, το κενό, τον παραλογισμό μιας έρημης και χαμένης ζωής, ως το τέλος, ως την πικρή απόγνωση, ώσπου να μπορέσει να πεθάνει κι ο φιλήδονος, ο άπληστος Σιντάρτα. Είχε πεθάνει, ένας νέος Σιντάρτα ξύπνησε απ’ τον ύπνο. Κι αυτός θα γερνούσε, κι αυτός θα ‘πρεπε να πεθάνει κάποτε, εφήμερος ήταν ο Σιντάρτα, κάθε μορφή είναι εφήμερη. Μα σήμερα ήταν νέος, ήταν παιδί, ο καινούριος Σιντάρτα – κι ήταν γεμάτος χαρά.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, ΣΙΝΤΑΡΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου