Ο κόσμος έχει γίνει πολύ αιχμηρός. Οξύς.
Γεμάτος γωνίες ακάλυπτες.
Που πέφτεις πάνω τους και σε ματώνουν, σε χωρίζουν στα δυο.
Γεμάτος φωνές δυνατές.
Που μπλέκονται η μια μέσα στην άλλη και γίνονται ουρλιαχτά.
Άλλαξαν ερήμην οι ρόλοι των ανθρώπων.
Έγιναν οι θύτες θύματα και μάλιστα από τα πλέον λυπηρά.
Έγιναν οι γονιοί παιδιά και τα παιδιά πήραν βέργα και δέρνουν τα ροζιασμένα χέρια των πατεράδων τους.
Όπως τιμωρούνταν από τους δασκάλους του ήθους και της γνώσης.
Δεν υπάρχει ηρεμίας ούτε συμπόνοιας στάλα περισσή.
Δεν υπάρχει δάκρυ να μαλακώσει τα μάτια που άλλο κοιτάνε κι άλλο βλέπουν.
Ανοίγεις τα μάτια της ψυχής και του νου σου το πρωί και σκοντάφτεις αμέσως πάνω στις αφύλακτες σκέψεις που χρωματίζουν ζοφερά τα παιδικά σου σχέδια.
Ο κόσμος σταμάτησε να ρέει, να νιώθει, να ζεσταίνεται.
Πολικό ψύχος μας περιβάλλει.
Κι όλα αυτά γιατί αλλάξαμε την τροχιά και τη φύση μας.
Που είναι γεννημένη κοντά στο θεϊκό, κοντά στα τριζάτα κούτσουρα που πιάνουν εύκολα γερή φωτιά στην γωνίτσα και ζεσταίνουν.
Τόσο απλά.
Είναι που σταματήσαμε να νιώθουμε ως άνθρωποι, ως πλάσματα, πλασμένα από νερό και χώμα, εύθραυστα και γήινα.
Είναι που σταματήσαμε να κλαίμε το ίδιο θαρραλέα όπως γελάμε.
Είναι που σβήσαμε το χρώμα απ' τα μάτια και δώσαμε χώρο επικίνδυνο στα ασπρόμαυρα όνειρα, να κατακλύζουν τις ζωές μας.
Είναι που πάψαμε να αγκαλιαζόμαστε με παλάμες ορθάνοιχτες, να πάρουν μέσα τους όση περισσότερη σάρκα, όση περισσότερη ψυχή γίνεται.
Να λιώσουν οι πάγοι, να ανοίξει το στόμα και γάργαρα νερά να τρέξει, να μυρίσει λουλούδια της άνοιξης, να ανασάνει η καρδιά.
Δεν είναι δύσκολο να γίνουμε ξανά παιδιά.
Της θεϊκής μας υπόστασης.
Εκείνου του θεού που όλοι κρύβουμε μέσα μας και που όσο μπορούμε κι αντέχουμε τον σπρώχνουμε βίαια στη γωνιά, να μη μας ντροπιάζει.
Αυτή είναι η μόνη αέναη αξία της ύπαρξης.
Το μόνο χρώμα στα σκοτάδια του νου.
Η μόνη ελπίδα και η μόνη αγάπη.
Γεμάτος γωνίες ακάλυπτες.
Που πέφτεις πάνω τους και σε ματώνουν, σε χωρίζουν στα δυο.
Γεμάτος φωνές δυνατές.
Που μπλέκονται η μια μέσα στην άλλη και γίνονται ουρλιαχτά.
Άλλαξαν ερήμην οι ρόλοι των ανθρώπων.
Έγιναν οι θύτες θύματα και μάλιστα από τα πλέον λυπηρά.
Έγιναν οι γονιοί παιδιά και τα παιδιά πήραν βέργα και δέρνουν τα ροζιασμένα χέρια των πατεράδων τους.
Όπως τιμωρούνταν από τους δασκάλους του ήθους και της γνώσης.
Δεν υπάρχει ηρεμίας ούτε συμπόνοιας στάλα περισσή.
Δεν υπάρχει δάκρυ να μαλακώσει τα μάτια που άλλο κοιτάνε κι άλλο βλέπουν.
Ανοίγεις τα μάτια της ψυχής και του νου σου το πρωί και σκοντάφτεις αμέσως πάνω στις αφύλακτες σκέψεις που χρωματίζουν ζοφερά τα παιδικά σου σχέδια.
Ο κόσμος σταμάτησε να ρέει, να νιώθει, να ζεσταίνεται.
Πολικό ψύχος μας περιβάλλει.
Κι όλα αυτά γιατί αλλάξαμε την τροχιά και τη φύση μας.
Που είναι γεννημένη κοντά στο θεϊκό, κοντά στα τριζάτα κούτσουρα που πιάνουν εύκολα γερή φωτιά στην γωνίτσα και ζεσταίνουν.
Τόσο απλά.
Είναι που σταματήσαμε να νιώθουμε ως άνθρωποι, ως πλάσματα, πλασμένα από νερό και χώμα, εύθραυστα και γήινα.
Είναι που σταματήσαμε να κλαίμε το ίδιο θαρραλέα όπως γελάμε.
Είναι που σβήσαμε το χρώμα απ' τα μάτια και δώσαμε χώρο επικίνδυνο στα ασπρόμαυρα όνειρα, να κατακλύζουν τις ζωές μας.
Είναι που πάψαμε να αγκαλιαζόμαστε με παλάμες ορθάνοιχτες, να πάρουν μέσα τους όση περισσότερη σάρκα, όση περισσότερη ψυχή γίνεται.
Να λιώσουν οι πάγοι, να ανοίξει το στόμα και γάργαρα νερά να τρέξει, να μυρίσει λουλούδια της άνοιξης, να ανασάνει η καρδιά.
Δεν είναι δύσκολο να γίνουμε ξανά παιδιά.
Της θεϊκής μας υπόστασης.
Εκείνου του θεού που όλοι κρύβουμε μέσα μας και που όσο μπορούμε κι αντέχουμε τον σπρώχνουμε βίαια στη γωνιά, να μη μας ντροπιάζει.
Αυτή είναι η μόνη αέναη αξία της ύπαρξης.
Το μόνο χρώμα στα σκοτάδια του νου.
Η μόνη ελπίδα και η μόνη αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου