ΧΟ. ὦ ξεῖν᾽ ἀλῆτα, τὸν σκοπὸν μὲν οὐκ ἐρεῖς
ὡς ψευδόμαντις· τὰς κόρας γὰρ εἰσορῶ
τάσδ᾽ ἆσσον αὖθις ὧδε προσπελωμένας.
ΟΙ. ποῦ ποῦ; τί φῄς; πῶς εἶπας; ΑΝ. ὦ πάτερ, πάτερ,
1100 τίς ἂν θεῶν σοι τόνδ᾽ ἄριστον ἄνδρ᾽ ἰδεῖν
δοίη, τὸν ἡμᾶς δεῦρο προσπέμψαντά σοι;
ΟΙ. ὦ τέκνον, ἦ πάρεστον; ΑΝ. αἵδε γὰρ χέρες
Θησέως ἔσωσαν φιλτάτων τ᾽ ὀπαόνων.
ΟΙ. προσέλθετ᾽, ὦ παῖ, πατρί, καὶ τὸ μηδαμὰ
1105 ἐλπισθὲν ἥξειν σῶμα βαστάσαι δότε.
ΑΝ. αἰτεῖς ἃ τεύξῃ· σὺν πόθῳ γὰρ ἡ χάρις.
ΟΙ. ποῦ δῆτα, ποῦ ᾽στον; ΑΝ. αἵδ᾽ ὁμοῦ πελάζομεν.
ΟΙ. ὦ φίλτατ᾽ ἔρνη. ΑΝ. τῷ τεκόντι πᾶν φίλον.
ΟΙ. ὦ σκῆπτρα φωτός … ΑΝ. δυσμόρου γε δύσμορα.
1110 ΟΙ. ἔχω τὰ φίλτατ᾽, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἂν πανάθλιος
θανὼν ἂν εἴην σφῷν παρεστώσαιν ἐμοί.
ἐρείσατ᾽, ὦ παῖ, πλευρὸν ἀμφιδέξιον
ἐμφύντε τῷ φύσαντι, κἀναπαύσατον
τοῦ πρόσθ᾽ ἐρήμου τοῦδε δυστήνου πλάνου.
1115 καί μοι τὰ πραχθέντ᾽ εἴπαθ᾽ ὡς βράχιστ᾽, ἐπεὶ
ταῖς τηλικαῖσδε σμικρὸς ἐξαρκεῖ λόγος.
ΑΝ. ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ σώσας· τοῦδε χρὴ κλύειν, πάτερ,
καὶ σοί γε τοὖργον τοὐμὸν εἶτ᾽ ἔσται βραχύ.
ΟΙ. ὦ ξεῖνε, μὴ θαύμαζε πρὸς τὸ λιπαρές,
1120 τέκν᾽ εἰ φανέντ᾽ ἄελπτα μηκύνω λόγον.
ἐπίσταμαι γὰρ τήνδε τὴν ἐς τάσδε μοι
τέρψιν παρ᾽ ἄλλου μηδενὸς πεφασμένην·
σὺ γάρ νιν ἐξέσωσας, οὐκ ἄλλος βροτῶν.
καί σοι θεοὶ πόροιεν ὡς ἐγὼ θέλω,
1125 αὐτῷ τε καὶ γῇ τῇδ᾽· ἐπεὶ τό γ᾽ εὐσεβὲς
μόνοις παρ᾽ ὑμῖν ηὗρον ἀνθρώπων ἐγὼ
καὶ τοὐπιεικὲς καὶ τὸ μὴ ψευδοστομεῖν.
εἰδὼς δ᾽ ἀμύνω τοῖσδε τοῖς λόγοις τάδε·
ἔχω γὰρ ἅχω διὰ σὲ κοὐκ ἄλλον βροτῶν.
1130 καί μοι χέρ᾽, ὦναξ, δεξιὰν ὄρεξον, ὡς
ψαύσω, φιλήσω τ᾽, εἰ θέμις, τὸ σὸν κάρα.
καίτοι τί φωνῶ; πῶς σ᾽ ἂν ἄθλιος γεγὼς
θιγεῖν θελήσαιμ᾽ ἀνδρὸς ᾧ τίς οὐκ ἔνι
κηλὶς κακῶν ξύνοικος; οὐκ ἔγωγέ σε,
1135 οὐδ᾽ οὖν ἐάσω· τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν
μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε.
σὺ δ᾽ αὐτόθεν μοι χαῖρε, καὶ τὰ λοιπά μου
μέλου δικαίως, ὥσπερ ἐς τόδ᾽ ἡμέρας.
***
ΧΟ. Ξένε περιπλανώμενε, για τον φρουρό σου τώρα δεν θα πειςπως είναι ψευδομάντης· βλέπω τις κόρες γρήγορανα φτάνουν, γυρίζουν πάλι πίσω.ΟΙ. Πού; πες μου πού; τί είπες;1100ΑΝ. Πατέρα μου, πατέρα, να ᾽δινε ο θεός να δεις κι εσύτον ήρωα, αυτόν τον άνθρωπο που εδώ μας έφερε κοντά σου.ΟΙ. Αλήθεια, κόρη μου, είστε κι οι δύο εδώ;ΑΝ. Αυτά τα χέρια του Θησέα μας έσωσανκι οι φίλτατοί του εταίροι.ΟΙ. Κόρη μου, ελάτε τώρα στον πατέρα σας,αφήστε με να ψηλαφήσω σώματα που δεν περίμενα1105ποτέ να ξαναβρώ.ΑΝ. Εκείνο που ζητάς θα γίνει. Χάρη σου ο πόθος μας.ΟΙ. Πού είστε επιτέλους; πού;ΑΝ. Εδώ κι οι δυο, στο πλάι σου.ΟΙ. Βλαστάρια αγαπημένα μου.ΑΝ. Κάθε παιδί αγαπημένο του πατέρα του.ΟΙ. Στηρίγματά μου εσείς.ΑΝ. Δύσμοιρα όμως, δύσμοιρου γονιού.1110ΟΙ. Στα χέρια μου κρατώ ό,τι αγάπησε η ψυχή μου περισσότερο.Μ᾽ εσάς στο πλάι μου, μήτε κι ο θάνατος θα ᾽ναι πανάθλιος.Εμπρός, στηρίξτε με, καλές μου κόρες, σταθείτε πλάι μου,δεξιά κι αριστερά, να γίνουμε ένα σώμα.Βάλτε στα βάσανά μου τέλος,στην έρημή μου περιπλάνηση.1115Και τώρα πείτε μου τί έγινε, χωρίς λόγια πολλά.Τα λίγα λόγια με τα λίγα χρόνια σας ταιριάζουν.ΑΝ. Εδώ είναι ο σωτήρας μας. Αυτόν πρέπει, πατέρα μου,ν᾽ ακούσεις, έτσι κι ο λόγος ο δικός μου θα βγει μικρός.ΟΙ. Φιλόξενε άρχοντα, μην απορείς που υπερβάλλω,1120αν τράβηξε πολύ ο λόγος μου με τα παιδιά μου,που ανέλπιστα τα ξαναβλέπω. Ξέρω καλά, σ᾽ εσένα μόνοντην απόλαυση αυτή χρωστώ, σ᾽ άλλον κανένα.Εσύ τις έσωσες τις κόρες μου, άλλος κανείς.Είθε οι θεοί, όπως το θέλω, ν᾽ ανταμείψουν εσένα1125και τη χώρα σου. Γιατί απ᾽ όλους τους ανθρώπουςσ᾽ εσένα μόνο βρήκα ευσέβεια, αλήθεια, επιείκεια.Δώσ᾽ μου γι᾽ αυτό να σφίξω το δεξί σου χέρι, βασιλιά,κι αν επιτρέπεται, στο μέτωπο να σε φιλήσω.Όμως τί λόγος βγήκε από το στόμα μου; Εγώ, ένας άθλιος,θέλω ν᾽ αγγίξω εσένα, τον αστιγμάτιστο, που το κακόδεν σ᾽ άγγιξε καθόλου. Όχι, δεν θα το κάνω, μήτε θ᾽ αφήσωνα το δεχτείς κι εσύ. Γιατί μόνον αυτοί που δοκιμάστηκαν 1135όπως εγώ, μπορούν μαζί μου τώρα να υποφέρουν.Δέξου λοιπόν το χαίρε μου από μακριά· αλλά για τα λοιπάνα δείχνεις πάντα δίκαιη τη φροντίδα σου, όπως την έδειξεςμέσα στη μέρα αυτή.
ὡς ψευδόμαντις· τὰς κόρας γὰρ εἰσορῶ
τάσδ᾽ ἆσσον αὖθις ὧδε προσπελωμένας.
ΟΙ. ποῦ ποῦ; τί φῄς; πῶς εἶπας; ΑΝ. ὦ πάτερ, πάτερ,
1100 τίς ἂν θεῶν σοι τόνδ᾽ ἄριστον ἄνδρ᾽ ἰδεῖν
δοίη, τὸν ἡμᾶς δεῦρο προσπέμψαντά σοι;
ΟΙ. ὦ τέκνον, ἦ πάρεστον; ΑΝ. αἵδε γὰρ χέρες
Θησέως ἔσωσαν φιλτάτων τ᾽ ὀπαόνων.
ΟΙ. προσέλθετ᾽, ὦ παῖ, πατρί, καὶ τὸ μηδαμὰ
1105 ἐλπισθὲν ἥξειν σῶμα βαστάσαι δότε.
ΑΝ. αἰτεῖς ἃ τεύξῃ· σὺν πόθῳ γὰρ ἡ χάρις.
ΟΙ. ποῦ δῆτα, ποῦ ᾽στον; ΑΝ. αἵδ᾽ ὁμοῦ πελάζομεν.
ΟΙ. ὦ φίλτατ᾽ ἔρνη. ΑΝ. τῷ τεκόντι πᾶν φίλον.
ΟΙ. ὦ σκῆπτρα φωτός … ΑΝ. δυσμόρου γε δύσμορα.
1110 ΟΙ. ἔχω τὰ φίλτατ᾽, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἂν πανάθλιος
θανὼν ἂν εἴην σφῷν παρεστώσαιν ἐμοί.
ἐρείσατ᾽, ὦ παῖ, πλευρὸν ἀμφιδέξιον
ἐμφύντε τῷ φύσαντι, κἀναπαύσατον
τοῦ πρόσθ᾽ ἐρήμου τοῦδε δυστήνου πλάνου.
1115 καί μοι τὰ πραχθέντ᾽ εἴπαθ᾽ ὡς βράχιστ᾽, ἐπεὶ
ταῖς τηλικαῖσδε σμικρὸς ἐξαρκεῖ λόγος.
ΑΝ. ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ σώσας· τοῦδε χρὴ κλύειν, πάτερ,
καὶ σοί γε τοὖργον τοὐμὸν εἶτ᾽ ἔσται βραχύ.
ΟΙ. ὦ ξεῖνε, μὴ θαύμαζε πρὸς τὸ λιπαρές,
1120 τέκν᾽ εἰ φανέντ᾽ ἄελπτα μηκύνω λόγον.
ἐπίσταμαι γὰρ τήνδε τὴν ἐς τάσδε μοι
τέρψιν παρ᾽ ἄλλου μηδενὸς πεφασμένην·
σὺ γάρ νιν ἐξέσωσας, οὐκ ἄλλος βροτῶν.
καί σοι θεοὶ πόροιεν ὡς ἐγὼ θέλω,
1125 αὐτῷ τε καὶ γῇ τῇδ᾽· ἐπεὶ τό γ᾽ εὐσεβὲς
μόνοις παρ᾽ ὑμῖν ηὗρον ἀνθρώπων ἐγὼ
καὶ τοὐπιεικὲς καὶ τὸ μὴ ψευδοστομεῖν.
εἰδὼς δ᾽ ἀμύνω τοῖσδε τοῖς λόγοις τάδε·
ἔχω γὰρ ἅχω διὰ σὲ κοὐκ ἄλλον βροτῶν.
1130 καί μοι χέρ᾽, ὦναξ, δεξιὰν ὄρεξον, ὡς
ψαύσω, φιλήσω τ᾽, εἰ θέμις, τὸ σὸν κάρα.
καίτοι τί φωνῶ; πῶς σ᾽ ἂν ἄθλιος γεγὼς
θιγεῖν θελήσαιμ᾽ ἀνδρὸς ᾧ τίς οὐκ ἔνι
κηλὶς κακῶν ξύνοικος; οὐκ ἔγωγέ σε,
1135 οὐδ᾽ οὖν ἐάσω· τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν
μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε.
σὺ δ᾽ αὐτόθεν μοι χαῖρε, καὶ τὰ λοιπά μου
μέλου δικαίως, ὥσπερ ἐς τόδ᾽ ἡμέρας.
***
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΧΟ. Ξένε περιπλανώμενε, για τον φρουρό σου τώρα δεν θα πειςπως είναι ψευδομάντης· βλέπω τις κόρες γρήγορανα φτάνουν, γυρίζουν πάλι πίσω.ΟΙ. Πού; πες μου πού; τί είπες;1100ΑΝ. Πατέρα μου, πατέρα, να ᾽δινε ο θεός να δεις κι εσύτον ήρωα, αυτόν τον άνθρωπο που εδώ μας έφερε κοντά σου.ΟΙ. Αλήθεια, κόρη μου, είστε κι οι δύο εδώ;ΑΝ. Αυτά τα χέρια του Θησέα μας έσωσανκι οι φίλτατοί του εταίροι.ΟΙ. Κόρη μου, ελάτε τώρα στον πατέρα σας,αφήστε με να ψηλαφήσω σώματα που δεν περίμενα1105ποτέ να ξαναβρώ.ΑΝ. Εκείνο που ζητάς θα γίνει. Χάρη σου ο πόθος μας.ΟΙ. Πού είστε επιτέλους; πού;ΑΝ. Εδώ κι οι δυο, στο πλάι σου.ΟΙ. Βλαστάρια αγαπημένα μου.ΑΝ. Κάθε παιδί αγαπημένο του πατέρα του.ΟΙ. Στηρίγματά μου εσείς.ΑΝ. Δύσμοιρα όμως, δύσμοιρου γονιού.1110ΟΙ. Στα χέρια μου κρατώ ό,τι αγάπησε η ψυχή μου περισσότερο.Μ᾽ εσάς στο πλάι μου, μήτε κι ο θάνατος θα ᾽ναι πανάθλιος.Εμπρός, στηρίξτε με, καλές μου κόρες, σταθείτε πλάι μου,δεξιά κι αριστερά, να γίνουμε ένα σώμα.Βάλτε στα βάσανά μου τέλος,στην έρημή μου περιπλάνηση.1115Και τώρα πείτε μου τί έγινε, χωρίς λόγια πολλά.Τα λίγα λόγια με τα λίγα χρόνια σας ταιριάζουν.ΑΝ. Εδώ είναι ο σωτήρας μας. Αυτόν πρέπει, πατέρα μου,ν᾽ ακούσεις, έτσι κι ο λόγος ο δικός μου θα βγει μικρός.ΟΙ. Φιλόξενε άρχοντα, μην απορείς που υπερβάλλω,1120αν τράβηξε πολύ ο λόγος μου με τα παιδιά μου,που ανέλπιστα τα ξαναβλέπω. Ξέρω καλά, σ᾽ εσένα μόνοντην απόλαυση αυτή χρωστώ, σ᾽ άλλον κανένα.Εσύ τις έσωσες τις κόρες μου, άλλος κανείς.Είθε οι θεοί, όπως το θέλω, ν᾽ ανταμείψουν εσένα1125και τη χώρα σου. Γιατί απ᾽ όλους τους ανθρώπουςσ᾽ εσένα μόνο βρήκα ευσέβεια, αλήθεια, επιείκεια.Δώσ᾽ μου γι᾽ αυτό να σφίξω το δεξί σου χέρι, βασιλιά,κι αν επιτρέπεται, στο μέτωπο να σε φιλήσω.Όμως τί λόγος βγήκε από το στόμα μου; Εγώ, ένας άθλιος,θέλω ν᾽ αγγίξω εσένα, τον αστιγμάτιστο, που το κακόδεν σ᾽ άγγιξε καθόλου. Όχι, δεν θα το κάνω, μήτε θ᾽ αφήσωνα το δεχτείς κι εσύ. Γιατί μόνον αυτοί που δοκιμάστηκαν 1135όπως εγώ, μπορούν μαζί μου τώρα να υποφέρουν.Δέξου λοιπόν το χαίρε μου από μακριά· αλλά για τα λοιπάνα δείχνεις πάντα δίκαιη τη φροντίδα σου, όπως την έδειξεςμέσα στη μέρα αυτή.