Όσο περισσότερο συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε και ν’ αντιλαμβανόμαστε τα πάντα sub specie durationis (εν είδει διαρκείας), τόσο περισσότερο βυθιζόμαστε στην πραγματική διάρκεια.
Henri Bergson
Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν διαρκώς να προχωρούν μπροστά, να προ-οδεύουν. Η επιστροφή γι’ αυτούς είναι συνώνυμη της συντήρησης, της στασιμότητας, της μιζέριας και της απελπισίας. Και υπάρχουν και άνθρωποι που αρέσκονται να κοιτούν προς τα πίσω, να νοσταλγούν. Η επιστροφή γι’ αυτούς είναι συνώνυμη της αποκατάστασης, της ευτυχίας και της ελπίδας. Μπορούμε άραγε να ψηλαφίσουμε μια έννοια-πρακτική της επιστροφής που δεν θα προσκρούει στο σκόπελο του ρομαντικού «επιστροφισμού» και ταυτόχρονα θα είναι γόνιμη τόσο για το παρελθόν όσο και για το παρόν και το μέλλον;
Ως επιστροφή εννοούμε, στα χνάρια των υπαρξιστών φαινομενολόγων, μια καταστατική ενσώματη κίνηση προς τον κόσμο, η οποία εξερευνά και ψηλαφίζει τα σώματα και τα πράγματα, το ενδόμυχό τους, την πρωταρχική γλώσσα τους, τη διάρκειά τους, τους δρόμους που (δι)ανοίγονται, τα εμπόδια που ορθώνονται. Κι αυτό συμβαίνει διττά: τόσο ως αισθάνεσθαι την ίδια την ύπαρξή τους ως εφάμιλλη της ύπαρξης του εαυτού ώστε να αποφεύγονται υποκειμενισμοί και αντικειμενισμοί όσο και ως αν-ίχνευσή τους ώστε να προσ-εγγίζονται και να μετ-αγγίζονται οι φίλιες ήτοι οι ζωτικές, ενεργές, στέρεες, πνευματώδεις δυνάμεις.
Γιατί όμως ονομάζουμε, χαρακτηρίζουμε επιστροφή αυτή την κίνηση, αυτή την «πράξη»; Και πρόκειται όντως για πράξη; Γιατί δεν τη λέμε μετάβαση, πέρασμα; Πολύ απλά γιατί η μετάβαση, το πέρασμα προϋποθέτουν ένα -σταθερό, ακλόνητο- σημείο και μια κίνηση προς ένα άλλο -εξίσου σταθερό και ακλόνητο- σημείο. Εδώ, σε αυτό το εσώτερο -αλλά εξωστρεφές- και ανάλαφρο -αλλά όχι ρηχό- πεδίο, το τόσο ζωτικό για την καθημερινή ζωή ως ολικό κοινωνικό φαινόμενο, δεν υπάρχουν σημεία, ούτε υποκειμενικές κινήσεις προς τα αντικείμενα, πόσο μάλλον πράξεις. Υπάρχουν μόνο τα κινούμενα σώματα και τα πράγματα, και μάλιστα χωρίς το ειδικό εκείνο βάρος, καταπιεστικό και καταδυναστευτικό, που τους προσδίδει η πανταχού παρούσα συνείδηση που επιθυμεί βαθιά να κατέχει -και να κατέχεται από- τον κόσμο.
Τι σημαίνει όμως μια τέτοια επιστροφή για τον εαυτό; Θα είναι μια επιστροφή ενός εαυτού που θα έχει βέβαια σμιλευτεί, και ενίοτε θα έχει ριζώσει, σε συγκεκριμένους χώρους και χρόνους, αλλά δεν θα ταυτίζεται με αυτούς, δεν θα αγκιστρώνεται σε αυτούς· ενός εαυτού που θα περιδιαβαίνει τα βιώματα και τις εμπειρίες του, θα τα αφουγκράζεται, θα αναστοχάζεται, αλλά θα διατηρεί τον αναστοχασμό στο επίπεδο του μέσου-χωρίς-σκοπό, θα σκέφτεται εν κινήσει, εν δράσει, με άλλα λόγια δεν θα γίνεται intellectual, θεωρησιακός, ιδεαλιστής που μοχθεί να κατισχύσει επί του πραγματικού με διάφορα τεχνάσματα, ρητορικά και άλλα· ενός εαυτού που θα απενεργοποιεί, θα καθιστά μη λειτουργική δηλαδή τη γραμμικότητα παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος και εδώ – εκεί – αλλού, προτιμώντας και αβαντάροντας μια μεταξύ τους σχέση εξακτίνωσης.
Οι τρεις, υποτίθεται απόλυτα διακριτοί, χρόνοι και χώροι θα χάνουν έτσι τη μεταξύ τους ιεραρχία και κλιμάκωση, θα εισχωρούν ο ένας μέσα στον άλλο, θα προ-εκτείνονται ο ένας στον άλλο, χωρίς όμως να καταργείται ποτέ το κρίσιμο εδώ-και-τώρα. Η επιστροφή γίνεται έτσι επιστροφή ενός εαυτού προ-εκτατού και ακτινωτού, έκκεντρου και πολλαπλού, μη-ταυτοτικού και μη-συμπαγούς αλλά στέρεου, σκεπτόμενου αλλά όχι διανοούμενου, με εσωτερικότητα αλλά όχι εσωστρέφεια, ενός εαυτού με δυναμική, διάρκεια και ανοιχτότητα.
Η ορθολογικότητα που συνεχίζει να συνέχει τον εαυτό, αποφεύγοντας και ενίοτε αντικρούοντας την άνευ όρων και ορίων παράδοσή του στην εξάρθρωση, τη σύγχυση, το χάος ή τη μεταμοντέρνα «τρέλα», αναδύεται από την καθημερινή ένσαρκη, ενσώματη επαφή με τον κόσμο και τα πράγματα και από τη ζωτική ανάγκη κάθε όντος να εμμένει στο Είναι του. Αλλά, ας μην τρέφουμε αυταπάτες, πρόκειται για μια ορθολογικότητα υπό αίρεση, μια ορθολογικότητα μετέωρη, εύθραυστη, φθαρτή -όσο και τα σώματα, όσο και οι ακτίνες.
Η πράξις προϋποθέτει αυτή την ιδιάζουσα κίνηση, αυτή την επιστροφή. Όχι με την έννοια της λογικής προϋπόθεσης ούτε με την έννοια του χρονικά πρωθύστερου σταδίου. Ούτε υπονοούμε βέβαια ότι η επιστροφή είναι η βάση του εποικοδομήματος, η ουσία του φαινομένου, η κρυμμένη Αλήθεια πίσω από το παραπέτασμα. Το πράττειν, και δη το επαναστατικό, προϋποθέτει την επιστροφή ως ζωτικότητα, ως ενσαρκωμένο νόημα, ως πραγματική διάρκεια, ως αναζωογόνηση, ως αναγέννηση. Χωρίς αυτήν, ο πλούτος, η περιπέτεια της ζωής αργά ή γρήγορα σαρώνονται από την ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη τάση προς την ακαμψία, τη σκληρότητα, την αλαζονεία, την απολυτότητα και το δογματισμό, προς την ασφάλεια, τη νωθρότητα, την άνεση και τη βολή.
Πολύ συχνά στις ζωές των ανθρώπων υπάρχουν βιώματα που τους αναγκάζουν συν τω χρόνω να σκεφτούν και να βιώσουν τα πράγματα διαφορετικά. Συνήθως πρόκειται για μακρόσυρτα τραυματικά βιώματα, δεν αποκλείονται όμως και τα πιο φευγαλέα, τα πιο στιγμιαία· όλα παίζουν το ρόλο τους, όλα συμβάλλουν. Όταν φτάσει ο καιρός -χωρίς ποτέ αυτό να αποτελεί έτσι απλά ζήτημα υποκειμενικής, συνειδητής απόφασης-, όπου ο εαυτός αλλάζει πια σιγά σιγά δέρμα προκειμένου να παραμείνει ζωντανός, κάθε ταξίδι, κάθε καλοκαίρι, κάθε νέος φίλος και νέα φίλη, κάθε νέα πολιτικοποίηση, κάθε νέος έρωτας είναι αγωνιώδης δημιουργία ενός νέου κόσμου πάνω στον καμβά του υπάρχοντος ή, αλλιώς, αγωνιώδης δημιουργική επαν-ανακάλυψη των σωμάτων και των πραγμάτων.
Henri Bergson
Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν διαρκώς να προχωρούν μπροστά, να προ-οδεύουν. Η επιστροφή γι’ αυτούς είναι συνώνυμη της συντήρησης, της στασιμότητας, της μιζέριας και της απελπισίας. Και υπάρχουν και άνθρωποι που αρέσκονται να κοιτούν προς τα πίσω, να νοσταλγούν. Η επιστροφή γι’ αυτούς είναι συνώνυμη της αποκατάστασης, της ευτυχίας και της ελπίδας. Μπορούμε άραγε να ψηλαφίσουμε μια έννοια-πρακτική της επιστροφής που δεν θα προσκρούει στο σκόπελο του ρομαντικού «επιστροφισμού» και ταυτόχρονα θα είναι γόνιμη τόσο για το παρελθόν όσο και για το παρόν και το μέλλον;
Ως επιστροφή εννοούμε, στα χνάρια των υπαρξιστών φαινομενολόγων, μια καταστατική ενσώματη κίνηση προς τον κόσμο, η οποία εξερευνά και ψηλαφίζει τα σώματα και τα πράγματα, το ενδόμυχό τους, την πρωταρχική γλώσσα τους, τη διάρκειά τους, τους δρόμους που (δι)ανοίγονται, τα εμπόδια που ορθώνονται. Κι αυτό συμβαίνει διττά: τόσο ως αισθάνεσθαι την ίδια την ύπαρξή τους ως εφάμιλλη της ύπαρξης του εαυτού ώστε να αποφεύγονται υποκειμενισμοί και αντικειμενισμοί όσο και ως αν-ίχνευσή τους ώστε να προσ-εγγίζονται και να μετ-αγγίζονται οι φίλιες ήτοι οι ζωτικές, ενεργές, στέρεες, πνευματώδεις δυνάμεις.
Γιατί όμως ονομάζουμε, χαρακτηρίζουμε επιστροφή αυτή την κίνηση, αυτή την «πράξη»; Και πρόκειται όντως για πράξη; Γιατί δεν τη λέμε μετάβαση, πέρασμα; Πολύ απλά γιατί η μετάβαση, το πέρασμα προϋποθέτουν ένα -σταθερό, ακλόνητο- σημείο και μια κίνηση προς ένα άλλο -εξίσου σταθερό και ακλόνητο- σημείο. Εδώ, σε αυτό το εσώτερο -αλλά εξωστρεφές- και ανάλαφρο -αλλά όχι ρηχό- πεδίο, το τόσο ζωτικό για την καθημερινή ζωή ως ολικό κοινωνικό φαινόμενο, δεν υπάρχουν σημεία, ούτε υποκειμενικές κινήσεις προς τα αντικείμενα, πόσο μάλλον πράξεις. Υπάρχουν μόνο τα κινούμενα σώματα και τα πράγματα, και μάλιστα χωρίς το ειδικό εκείνο βάρος, καταπιεστικό και καταδυναστευτικό, που τους προσδίδει η πανταχού παρούσα συνείδηση που επιθυμεί βαθιά να κατέχει -και να κατέχεται από- τον κόσμο.
Τι σημαίνει όμως μια τέτοια επιστροφή για τον εαυτό; Θα είναι μια επιστροφή ενός εαυτού που θα έχει βέβαια σμιλευτεί, και ενίοτε θα έχει ριζώσει, σε συγκεκριμένους χώρους και χρόνους, αλλά δεν θα ταυτίζεται με αυτούς, δεν θα αγκιστρώνεται σε αυτούς· ενός εαυτού που θα περιδιαβαίνει τα βιώματα και τις εμπειρίες του, θα τα αφουγκράζεται, θα αναστοχάζεται, αλλά θα διατηρεί τον αναστοχασμό στο επίπεδο του μέσου-χωρίς-σκοπό, θα σκέφτεται εν κινήσει, εν δράσει, με άλλα λόγια δεν θα γίνεται intellectual, θεωρησιακός, ιδεαλιστής που μοχθεί να κατισχύσει επί του πραγματικού με διάφορα τεχνάσματα, ρητορικά και άλλα· ενός εαυτού που θα απενεργοποιεί, θα καθιστά μη λειτουργική δηλαδή τη γραμμικότητα παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος και εδώ – εκεί – αλλού, προτιμώντας και αβαντάροντας μια μεταξύ τους σχέση εξακτίνωσης.
Οι τρεις, υποτίθεται απόλυτα διακριτοί, χρόνοι και χώροι θα χάνουν έτσι τη μεταξύ τους ιεραρχία και κλιμάκωση, θα εισχωρούν ο ένας μέσα στον άλλο, θα προ-εκτείνονται ο ένας στον άλλο, χωρίς όμως να καταργείται ποτέ το κρίσιμο εδώ-και-τώρα. Η επιστροφή γίνεται έτσι επιστροφή ενός εαυτού προ-εκτατού και ακτινωτού, έκκεντρου και πολλαπλού, μη-ταυτοτικού και μη-συμπαγούς αλλά στέρεου, σκεπτόμενου αλλά όχι διανοούμενου, με εσωτερικότητα αλλά όχι εσωστρέφεια, ενός εαυτού με δυναμική, διάρκεια και ανοιχτότητα.
Η ορθολογικότητα που συνεχίζει να συνέχει τον εαυτό, αποφεύγοντας και ενίοτε αντικρούοντας την άνευ όρων και ορίων παράδοσή του στην εξάρθρωση, τη σύγχυση, το χάος ή τη μεταμοντέρνα «τρέλα», αναδύεται από την καθημερινή ένσαρκη, ενσώματη επαφή με τον κόσμο και τα πράγματα και από τη ζωτική ανάγκη κάθε όντος να εμμένει στο Είναι του. Αλλά, ας μην τρέφουμε αυταπάτες, πρόκειται για μια ορθολογικότητα υπό αίρεση, μια ορθολογικότητα μετέωρη, εύθραυστη, φθαρτή -όσο και τα σώματα, όσο και οι ακτίνες.
Η πράξις προϋποθέτει αυτή την ιδιάζουσα κίνηση, αυτή την επιστροφή. Όχι με την έννοια της λογικής προϋπόθεσης ούτε με την έννοια του χρονικά πρωθύστερου σταδίου. Ούτε υπονοούμε βέβαια ότι η επιστροφή είναι η βάση του εποικοδομήματος, η ουσία του φαινομένου, η κρυμμένη Αλήθεια πίσω από το παραπέτασμα. Το πράττειν, και δη το επαναστατικό, προϋποθέτει την επιστροφή ως ζωτικότητα, ως ενσαρκωμένο νόημα, ως πραγματική διάρκεια, ως αναζωογόνηση, ως αναγέννηση. Χωρίς αυτήν, ο πλούτος, η περιπέτεια της ζωής αργά ή γρήγορα σαρώνονται από την ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη τάση προς την ακαμψία, τη σκληρότητα, την αλαζονεία, την απολυτότητα και το δογματισμό, προς την ασφάλεια, τη νωθρότητα, την άνεση και τη βολή.
Πολύ συχνά στις ζωές των ανθρώπων υπάρχουν βιώματα που τους αναγκάζουν συν τω χρόνω να σκεφτούν και να βιώσουν τα πράγματα διαφορετικά. Συνήθως πρόκειται για μακρόσυρτα τραυματικά βιώματα, δεν αποκλείονται όμως και τα πιο φευγαλέα, τα πιο στιγμιαία· όλα παίζουν το ρόλο τους, όλα συμβάλλουν. Όταν φτάσει ο καιρός -χωρίς ποτέ αυτό να αποτελεί έτσι απλά ζήτημα υποκειμενικής, συνειδητής απόφασης-, όπου ο εαυτός αλλάζει πια σιγά σιγά δέρμα προκειμένου να παραμείνει ζωντανός, κάθε ταξίδι, κάθε καλοκαίρι, κάθε νέος φίλος και νέα φίλη, κάθε νέα πολιτικοποίηση, κάθε νέος έρωτας είναι αγωνιώδης δημιουργία ενός νέου κόσμου πάνω στον καμβά του υπάρχοντος ή, αλλιώς, αγωνιώδης δημιουργική επαν-ανακάλυψη των σωμάτων και των πραγμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου