ΗΤΑΝΕ ένας που τον λέγανε Γκαίτε. Γερμαναράς και σοφός. Άλλα δεν πα νάσαι Γερμαναράς και σοφός! Άμα έρθη η ώρα σου θα ποθάνης. Το λοιπόν, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, αποφάσισε το 1832 να κλατάρη κι έπεσε στο κρεβάτι. Και την ώρα που πέθαινε φώναξε δυνατά:
— Φως. Περισσότερον φως… (Λιχτ. Μερ λιχτ).
Το είπε ό άνθρωπος και αξιοπρεπέστατα πάει στο «τίποτα». Αλλά οι άνθρωποι που είναι μουσκάρια και δεν ξέρουνε τι τους γίνεται, πήραν αυτά τα λόγια και τα κάναν σημαδιακά.
— Κύττα ρε τι είπε ο σοφός.
— Τι είπε;
— Φως περισσότερον να χυθή εις την ανθρωπότητα. Εις το πνεύμα μας. Να ίδωμεν καθαρά την αλήθειαν.
— Είπε τέτοιο;
— Ναι (για).
— Τσ, τσ, τσ!
Και κανένας δε σκέφτηκε ότι πέθαινε ο άνθρωπος κι ήθελε φως παραπάνω, θολώσανε τα μάτια του από θάνατο. Σκοτείνιασε η λάμπα. και κείνη την ώρα δεν τούκοβε να πει φιλοσοφίες και να κήρυξη μπούρδες, αλλά σαν άνθρωπος βρέθηκε σε μιά αδυναμία και είπε έτσι. Αν τόλεγε αυτό ένας κοινός άνθρωπος, έτσι θα το εξηγούσανε. Με το φυσικό δρόμο. Αλλά βλέπεις ο Γκαίτε ήτανε σοφός. Κι άμα λέει καμμιά μπούρδα ένας, όλοι οι άλλοι σοφοί πασκίζουνε να τής δώσουνε σημασία, αλλιώς δεν θα τούς πάρουνε για σοφούς…
Φως ήθελε ο Γκαίτε κι όλοι θέλουμε φως και δεν θάχαμε μήτε δαδί, αν δεν ήτανε στη μέση ο Προμηθέας τότε και η ΔΕΗ σήμερα. Μόνο που ο Προμηθέας ήτανε λεβέντης και τόφερε τζάμπα, ενώ η ΔΕΗ, αν δεν την πλήρωσης μιά μέρα, στο κόβει και τα λοιπά και τα λοιπά…
Ο Τιτάνας ο Ιαπετός, παντρεύτηκε μια Ωκεανίδα, Κλυμένη τ’ όνομα, και σκαρώσανε τέσσερα παιδιά, τον Άτλαντα, τον Μενοίτιο, τον Επιμηθέα και τον Προμηθέα. Άτυχα τα δόλια και τα τέσσερα, αλλά τώρα να που με μονάχα για τα δυό τελευταία που ξεκινήσανε από την Ινδία, να γίνουνε και δικοί μας σημαδιακοί ημίθεοι…
Τον Προμηθέα στις «Βέδες» τον λένε Πραμανάθα, και είναι ίδια η ρίζα του ονόματος του και η… ιστορία του (μόνο που εκεί δεν καταδικάζεται να χάνη το συκώτι του). Όλα τα ίδια, ανάθεμα τα…
Ο Προμηθέας, να τα πούμε καθαρώτερα, είναι «η ανθρώπινη πρόνοια». Ο Επιμηθέας, «η ανθρώπινη πείρα». Το συμπέρασμα.
Να, λοιπόν, η πρόνοια των ανθρώπων που κάνει το θεό να θυμώνη μαζί τους. Ο Μεγάλος δεν συγχωρεί στον μικρό νάναι έξυπνος και να τον γελάση… Κάθε μεγάλος τα θέλει όλα δικά του. και ο Προμηθέας, ο άνθρωπος, του την έφερε του Δία.
Είχανε, λοιπόν, μαζευτή τότε όλοι, θεοί και άνθρωποι — ας πούμε μια επιτροπή ανθρώπων — να κουβεντιάσουνε ένα ζήτημα μάσας. Είπανε, δηλαδή, οι θεοί:
—Εσείς σφάζετε ζώα και τρώτε.
—Ε, τι να φάμε; Αγκωνάρια;
— Ναι, αλλά τα ζώα τα φτιάξαμε μείς που είμαστε θεοί.
— Εργοστάσιο έχετε, ό,τι θέλετε φτιάνετε.
—Άλλο λέμε μεις. Άμα σφάζετε ένα ζώο, δεν πρέπει να μάς προσφέρετε και μας ένα κομμάτι που να το λένε «θυσία»;
Οι άνθρωποι ποτέ δεν έχουνε καμμιά όρεξη να προσφέρουνε κομμάτια στους μεγάλους, είτε στην Αγορανομία, να πούμε, είτε στην Εφορία, είτε στα μικρά μέρη, στον ενωματάρχη. Αλλά άμα δεν προσφέρουνε, τους βρίσκουνε τυχαία κάτι συμφορές και τους κοστίζει πολύ περισσότερο. Κατεβάσανε, λοιπόν, το κεφάλι και είπανε:
— Καλά, αφεντικά, να σας προσφέρουμε.
Φώναξε ο Δίας τον Προμηθέα, που του είχε ανοίξει την κεφάλα για να βγη από μέσα η Αθηνά (άλλη ιστορία αυτή που θα την πούμε με τη σειρά της) και όσο νάναι τον θεωρούσε ξυπνό και τούδωσε όρτινο.
— Για κύττα συ, τι θα τρώμε μεις οι θεοί, τι θα τρώνε οι άνθρωποι.
Ο Προμηθέας, πρόνοια ανθρώπινη, να πούμε, δεν συμπαθούσε τους θεούς. «Όλο τρώνε, καλοπερνάνε και δουλεία τίποτα. Τους έχουμε, τους προσκυνάμε, τους φωνάζουμε ζήτω, τους βάζουμε στα καλύτερα μέρη, άλλα όχι και να μας φάνε τα σπλάχνα». Και σκέφτηκε και για τ’ ανθρωπάκια. «Παιδεύονται τα κακόμοιρα να φάνε ένα κομμάτι ψωμί, σκοτώνονται, υποφέρουνε, πληρώνουνε φόρους, τα κυνηγάνε, αυτοί είναι οι συντελεστές της κοινωνίας και ο πλούτος του κόσμου κι όχι οι Μεγάλοι, οι χαραμοφάηδες». Πήρε, λοιπόν, έναν ταύρο που τον είχανε κόψει, έπιασε τα ψαχνά τα καλά και το κιλότο, τα τύλιξε μέσα στο τομάρι του σφαγμένου ζωντανού κι’ ύστερα πήρε τα κόκκαλα, τα πασάλειψε με λίπος να γυαλίζουνε σαν μπακίρια και τα παρουσίασε στον Δία.
— Αφεντικό, διάλεξε μόνος σου.
Ο Δίας, όπως πάντες οι υψηλά Ιστάμενοι, θαμπώθηκε από τη γυαλάδα, καθόσον η γυαλάδα τους βαράει στα μάτια τους αφέντες, όχι η ουσία. άπλωσε, λοιπόν, τη χερούκλα του και είπε:
— Αυτά, τα γυαλιστερά.
— Μάλιστα.
Αλλά μόλις έκανε να καταπιή ένα γυαλιστερό, είδε απ’ όξω λίπος κι από μέσα κόκκαλο και έγινε σκύλος.
— Γιατί μου την έφερες, ρε;
— Εγώ; Εγώ σας είπα…
Η συμφωνία όμως με τους ανθρώπους είχε κλειστή και μείνανε οι θεοί με τα κόκκαλα, που «αι φυλαί των ανθρώπων τα καίουν επί αρωματισμένων βωμών», κατά που λέει ο Ησίοδος για τούς θεούς. Και η εξυπνάδα του Προμηθέα, της ανθρώπινης πρόνοιας, άφησε επιτέλους να φάμε και μείς κανά ψαχνό και έδωσε τα κόκκαλα στους Ολυμπίους και στα σκυλιά… Και μακάρι να γινότανε και σήμερα έτσι, αλλά δεν γίνεται, κατά πώς θα τόχετε αντιληφθή απαξάπαντες…
Ο Ζεύς — παλιοκάθαρμα ώρες – ώρες — άμα και είδε ότι την έπαθε, δεν μίλησε αμέσως, αλλά έκανε ό,τι κάνουνε όλοι οι «υψηλά ιστάμενοι», χτύπησε δηλαδή την ανθρωπότητα από άλλη μεριά.
— Τέτοιοι είσαστε; Πάρτους πίσω τη φωτιά. δεν τους δίνω φωτιά…
Όπως, να πούμε, σήμερα σου δίνουνε ένα προνόμιο από τη μιά μεριά και σου παίρνουνε είκοσι προνόμια από την άλλη. Και οι άνθρωποι μείνανε χωρίς φωτιά, και υποφέρανε (διαβάστε Αισχύλο να καταλάβετε τη θέση τους) κι ούτε σπίτια είχανε, ζούσανε σε σπηλιές και παγώνανε το χειμώνα και δεν καταλαβαίνανε μήτε άνοιξη, μήτε καλοκαίρι, μήτε τίποτα…Ο Προμηθέας το πήρε κατάκαρδα.
— Ρε τους φουκαράδες. Και το θεώρησε και αδικία.
— Γιατί, δηλαδή; Τι θεός είναι κανένας άμα δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τον εαυτό του και την οικογένειά του; Πώς μπορεί να τον προσκύνηση ο κόσμος άμα τα θέλη όλα για πάρτη του; Οι αφέντες είναι καλοί όταν εξυπηρετούνε τον λαό τους κι όχι άμα κάνουνε κουμάντο για τις κλήρες τους.
Τόβαλε, λοιπόν, πείσμα να δώση πίσω τη φωτιά στον κόσμο…
Στην Ινδική Μυθολογία, ο Μανού, ο πατριάρχης, να πούμε, της ανθρωπότητας, έπλασε τον άνθρωπο από πηλό (παράλληλη η Γραφή) και επειδή ήτανε μιά άψυχη κούκλα, έκλεψε τη φωτιά και του «ενεφύσησε ζωή». Ο Έλληνας Μανού είναι ο Κρητικός Μίνως (ίδιο όνομα και παράλληλες δοξασίες). Και ο Προμηθέας είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που φροντίζει τον εαυτό του.
Πόθο, λοιπόν, ο Προμηθέας να ξαναδώση τη φωτιά (μερικοί μύθοι λένε ότι τον βοήθησε και η Αθηνά), από δω τάχε, από κει τάχε, τα κατάφερε… Βλέπεις, η κλοπή είναι καμμιά φορά και αρετή, κι ας μη το παραδεχόμαστε παρά μόνο στους Σπαρτιατικούς Νόμους του Λυκούργου. Τώρα, από πού την πήρε; Άλλοι λένε ότι άναψε ένα πυρσό από τον Ήλιο, άλλοι…ότι την έκανε αχταρμά από τον Όλυμπο και την έκρυψε μέσα σ’ ένα κόκκινο λουλούδι, άλλοι ότι την άρπαξε από την αστραπή και άλλοι ότι μπήκε στο εργαστήριο του Ηφαίστου του σιδερά, στη Λήμνο και από ‘κει την προμηθεύτηκε…
Τ’ ανθρωπάκια τα δόλια πηδήξανε από τη χαρά τους μόλις είδανε το λουλούδι που τους έφερνε τη ζεστή ζωή. Πέσανε, τον προσκυνήσανε τον Προμηθέα και πήρανε τη φωτιά. Και από τότε, άμα έχουμε δαδί, κωκ και ξύλα, το ζεσταίνουμε λίγο το κορμάκι μας…
Απάνω στον Όλυμπο, ο Ζεύς έγινε θηρίο.
— Ποιος, βρε, πήγε κι έδωσε προνόμια σ’ αυτόν το λαό των ανθρώπων;
— Ο Προμηθέας.
—Α, τον μπαγάσα…
Και πριν σκεφτή την τιμωρία του δράστη, σκέφτηκε να εκδικηθή και να περιορίση τη δύναμη των ανθρώπων… Είναι τολμηρό, αλλά έχει τόση ανθρώπινη αλήθεια τούτο το παραμύθι…Ο δυνατός που βλέπει τη μοναρχική του δύναμη να περιορίζεται από την χορήγηση προνομίων στους πολλούς και αδύνατους που τους εξουσιάζει, πρώτα συλλογίζεται τον εαυτό του. Μη θεριέψουνε και του πάρουνε κι άλλα ατού από τη δύναμη του. Πριν, λοιπόν, τιμωρήση τον δράστη, κυττάει να εξασφάλιση τη θέση του, να μείωση τη δύναμη εκείνων που μπορούνε να τον απειλήσουνε. Κι έτσι γεννήθηκε η Πανδώρα…
Οι άνθρωποι πριν τη φωτιά, δεν ήτανε αρσενικοί και θηλυκοί, ανήκανε σ’ ένα φύλο, τρίτο, (από εκείνο που συνηθίζεται πολύ στην Αγγλία, τη Σκανδιναβία και, δυστυχώς, και σε μας λιγώτερο, αλλά επεκτεινόμενο τελευταία). Ένα φύλο και αυτάρκες… (Η θεωρία υπάρχει στην Επιστήμη γιατί τα πρώτα όντα ήτανε ερμαφρόδιτα… — αμοιβάδα κ.λ.π. — και εγέννων δι’ αυτενέργειας). Ο Ζεύς έπιασε και κατασκεύασε τη γυναίκα.
Το πολύ ευχάριστο αυτό δώρο, που ο Ζεύς χάρισε στον άνθρωπο, ήτανε κατά βάθος «Ένα πονηρό δώρο», αφού η γυναίκα έφερε μαζί της την θλίψη και την καταστροφή. (Εξαίρεση τα γυναικεία κομμωτήρια και οι οίκοι μόδας). Ο μάστορας ήτανε ο Ήφαιστος που πήρε εντολή να την κατασκευάση από χώμα και νερό. Με τη φωτιά της έδωσε ζωή, την έκανε χαριτωμένη και γοητευτική, τρέξανε και οι θεές και τη ντύσανε, τη μυρώσανε, τη στολίσανε, τη βάψανε, αλλά πήγε και ο άτιμος ο Ερμής και τη φόρτωσε ψέματα, γοητεία και αστάθεια. Κι όταν την ετοιμάσανε τη βαφτίσανε κιόλας: Πανδώρα. (Όλα τα δώρα απάνω της).
Ο Ήφαιστος πήρε το κατασκεύασμα του και το πήγε στο αδερφάκι του Προμηθέως, τον Επιμηθέα. τούτος δω ο Επιμηθέας δεν ήτανε και πολύ έξυπνος. Μάλλον κουτάβι. και στους μάλλον κουτούς ρίχνουνε τις γυναίκες να κάνουνε τη δουλειά τους οι πονηροί. Ο Προμηθέας του το είχε πη:
— Πρόσεχε Επιμηθέψ. Μην πάρης τίποτα από τον Δία γιατί πάει φυρί – φυρί να μας σκάση χουνέρι.
— Μη φοβάσαι.
— Πρόσεξε Επιμηθέψ, θα σε τύλιξη.
— Έμενα; Δε με ξέρεις καλά.
Και μιά μέρα, του Επιμηθέα του φέρανε ένα μπαούλο. (Ο Ησίοδος λέει «δοχείον»).
—Έχουμε μιά παραγγελία από τον Όλυμπο.
—Τι;
— Να μας φύλαξης αυτό το πράμα.
— Εγώ;
— Εσένα διαλέξανε και θα σου κόψουνε και σύνταξη υποθηκοφύλακα. Αλλά πρόσεχε καλά Επιμηθέα. Εδώ μέσα κλείσανε όλες τις συμφορές και τα ελαττώματα. Μην τ’ ανοίξης και ξεχυθούνε στον κόσμο και τόνε κάψεις.
— Μείνατε ήσυχοι, ο μισθός να πέφτη.
Όταν φτιάξανε, λοιπόν, την Πανδώρα, επειδή και δεν χώνευαν τον Προμηθέα, κάναν απόφαση.
— Στείλτε τη κι’ αυτή του Επιμηθέα να την κρατήση.
Ένα πρωινό ο Επιμηθέας έψηνε μόνος του καφέ, τούχε χαλάσει και το καμινέτο και βλαστήμαγε, βαράνε την πόρτα, του φέρνουνε το κορίτσι.
Ο Επιμηθέας τρελλάθηκε.
— Τι είν’ αυτό;
— Δώρο των θεών.
—Και πως το μεταχειρίζονται;
Τον πήρε η Αφροδίτη και τούδειξε.
—Από κει κουρντίζει και πρόσεχε μη χάσης το κουρντιστήρι.
Χαρές ο Επιμηθέας… Πέρασε καλά και είπε μετά στη μικρά:
— Πάω για τίποτα φαγώσιμο κι’ έρχομαι. Μωρή. Μην άνοιξης το μπαούλο εκείνο. Δεν κάνει.
Μόλις έστριψε τη ράχη του νάσου τη γυναίκα την πιάνει η περιέργεια. Ντουγρού στο μπαούλο. Τ’ ανοίγει και ξαφνικά, όλες οι συμφορές και τα ελαττώματα ξεχυθήκανε στη γη. Μια μονάχα πρόλαβε και καπάκωσε μέσα. την Ελπίδα… Και μ’ αυτήν ζούμε και παρηγοριόμαστε.
Έτσι μας τιμώρησε ο Ζευς γιατί του πήραμε τη φωτιά. Και ο Προμηθέας ο κακομοίρης πάσχισε να μας δώση τα γράμματα, τους αριθμούς, την καλλιέργεια της γης, την εξημέρωση των ζώων που γίνανε κατοικίδια και χρήσιμα, τη ναυτιλία, την Ιατρική, όλες τις γνώσεις και ακόμα μας φανέρωσε τα μέταλλα στην καρδιά της γης. Πολλά του χρωστάμε του Προμηθέα, της δικής μας, δηλαδή πρόνοιας…
Από πάνω ο Ζεύς, ακόμα δεν είχε ξεθυμώσει. Κείνες οι κοκκάλες τον κάνανε έξω φρενών. Κι αποφάσισε να εξόντωση το ανθρώπινο γένος με κατακλυσμό…
Σ’ όλες τις μυθολογίες υπάρχει ο κατακλυσμός. Και την ανθρωπότητα την ξαναγεννάει από δαύτον ένας πάντα: ο Νώε στη Γραφή, ο Μανούς στους Ινδούς, ο Μίθρα στους Πέρσες… Γεωλογικά, όλη αυτή η αναταραχή της ψύξεως του φλοιού, δημιούργησε τρομερούς υδρατμούς που πέσανε σε τρομερές βροχές και φαίνεται να πνίξανε όλο τον κόσμο. Εκτός από λίγους που δημιουργήσανε πάλι τη ράτσα…
Μόλις έμαθε ο Προμηθέας ότι θάχουμε κατακλυσμό, έτρεξε κι έπιασε τον γυιό του τον Δευκαλίωνα. Τον είχε παντρέψει με την Πύρρα, κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας. Τους φτιάνει ένα καράβι, μπήκανε μέσα και γλυτώσανε από τον κατακλυσμό που πλάκωσε. Κι άμα κατακαθήσανε τα νερά, βγήκανε στον Παρνασσό.
Ο Δευκαλίων, έξυπνος, μόλις γλύτωσε, έκανε μιά θυσία στον Δία να τον καλοπιάση. Ο θεός κολακεύτηκε (τόχουνε αυτό οι Μεγάλοι) και τούστειλε τον ‘Ερμή.
—Ό,τι του ζήτησης θα στο κάνη, ρε λεβέντη.
—Να ξαναφτιάξουμε τους ανθρώπους.
— Εν τάξει. Τραβάτε δρόμο και να πετάτε πίσω σας πέτρες. από τις πέτρες που θα πετάς εσύ θα γεννιούνται άντρες κι από τις πέτρες που θα πετάη η Πύρρα γυναίκες.
Κι έτσι, παρακαλώ, ξαναγίναμε μεις οι άνθρωποι. Ο λαός, δηλαδή, γιατί οι ευγενείς, οι γαλαζοαίματοι, δεν γεννηθήκανε από πέτρα. Όχι. Είναι απ’ ευθείας απόγονοι του Δευκαλίωνα και της Πύρρας. Αμ τι; τα ίδια σκ… είμαστε όλοι; Όλοι οι βασιλικοί κλάδοι της αρχαίας Ελλάδας Πυρριανοί και Δευκαλιωνοί είναι και το καμαρώνανε…
Γίνανε όλ’ αυτά και «τιμή στον Προμηθέα τον φίλο μας που μας έδωσε πια τα πάντα». Μέχρι καινούργιους ανθρώπους έφτιαξε στη Φωκίδα από λάσπη, μέχρι τα δάκρυα του έβαλε για να ζυμωθή αυτή η λάσπη, μέχρι έκλεψε από την Αθηνά επιστήμες και γνώσεις και τα πάντα, αλλά ήρθε και η ώρα του να τιμωρηθή, τώρα που ο Ζεύς είχε πιά την εξουσία στα χέρια του.
Βρήκε, λοιπόν, αφορμή. Γάμπριζε ο Ζεύς με τη Θέμιδα του Νηρέα την κόρη και την έφερνε γυροβολιά για το «πονηρόν». Ο Προμηθέας όμως ήξερε ότι αν το πετύχη το πονηρό, θα γεννηθή γυιός που θα τον έτρωγε τον Δία. Και δεν την άφησε τη Θέμιδα να… πονηρεύση.
Ο Δίας θύμωσε.
— Δε μου λες, ρε φίλε; Κουμάντο στα… στα γούστα μου θα μου κάνης;
— Όχι, αλλά δεν πρέπει.
— Γιατί;
Δεν το φανέρωσε το μυστικό ο Προμηθέας κι έγινε ο Ζεύς πυρ και μανία.
— Μούχεις κάνει ένα κάρο λαχτάρες. Έχω σπάσει πέντε δόντια να τρώω κόκκαλα. Έδωσες φωτιά. Μας έπνιξες στην κλεψιά εδώ μέσα. Μου πας συνέχεια κόντρα…
— Μεγαλειότατε…
— Συλλαμβάνεσαι.
Φώναξε τον Ήφαιστο.
—Έλα δω. Πάρτον στον Καύκασο και δέστονε στο βράχο με αλυσίδες καλές, να μη σπάνε… Ρε συ, όχι σκάρτο μέταλλο και να μου φάτε την προμήθεια.
— Μείνατε ήσυχος.
— Με σας τους υπουργούς ήσυχος! Δεν σας ξέρω τι κλέφτες είσαστε;
Φοβήθηκε ο Ήφαιστος και τον έδεσε τον Προμηθέα να μη λύνεται. Και τότε ο Ζεύς επιστράτευσε έναν αητό και τον έστελνε κάθε μέρα να του τρώη το συκώτι. και τη νύχτα το συκώτι ξαναγινότανε ατόφιο.
Τριάντα χρόνια μαρτύριο τράβηξε ο Προμηθέας με τον αητό του κερατά… Ώσπου πέρασε μιά μέρα ο Ηρακλής από ‘κει και λυπήθηκε η ψυχή του.
— Μη σε νοιάζη και θα το σκοτώσω το παλιόπουλο.
Τη στήνει και πάει ο αητός. Και ο Ήφαιστος τον έπιασε κι αυτόν το πονόψυχο, κι έσπασε τις αλυσίδες που είχε φτιάξει.
Από πάνου ο Ζεύς, του είχε περάσει και η κακία, δεν έφερε πολλές αντιρρήσεις. Αθάνατος ήτανε βλέπεις ο Προμηθεύς, γυιός Τιτάνα, σου λέει θα στομάχιαζε κι ο αητός όλο συκώτι, συκώτι, έκανε τον μεγαλόψυχο.
— Πέστε του, ρε, να τον συχωρέσω και να τον φέρω στον Όλυμπο, θα καθήση φρόνιμα ή θ’ αρχίση πάλι τις ρουφιανιές;
Του τάπανε του Προμηθέα, ήρθε στον Όλυμπο.
— Γιατί δε μ’ άφησες, ρε, να πάω με τη Θέμιδα;
Ο Προμηθέας τούσκασε το μυστικό… (Βλέπεις άμα ο θεός συνευρεθή με την Δικαιοσύνη, πάει, έχασε τη δύναμη του… Ωραίος μύθος).
—Για καλό μου, δηλαδή;
— Αμέ!
Ο Ζεύς ευχαριστήθηκε.
— Ρε συ, του λέει, κείνος ο Κένταυρος, ο Χείρων, τον ήξερες;
— Πώς; Καλό αλογάκι.
— Τραυματίστηκε και πόναγε και με παρακάλεσε να τον κάνω θνητό και πέθανε.
— Μη μου το λες!
— Βέβαια, τον χάσαμε…
— Κρίμα…
— Η θέση χηρεύει. ΤΙ λες; την παίρνεις να σ’ έχουμε εδώ στον Όλυμπο παρέα μας;
— Ναι, αλλά δεν θα τρώω σανό κι εγώ.
—Όχι, εσύ θα τρως κόκκαλα σαν και μας. Το μεδούλι όμως θα το βάζης στην πάντα γιατί το θέλω για ψωραλοιφή.
— Μείνατε ήσυχος.
Κι έτσι ξαναδιoρίσθηκε και έμεινε απάνω ο Προμηθέας και ησύχασε γιατί τον πονούσε και το συκώτι του…
Όμως ο μύθος του, που αντιπροσωπεύει το ανθρώπινο μυαλό, έμεινε. Άσχετα αν αυτό το μυαλό έγινε άτιμο και πονηρό και σκέφτεται συνεχώς ατιμίες… Άλλο αυτό…
Νίκος Τσιφόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου