Δημώναξ Έλληνας κυνικός φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κύπρο και άκμασε τον 2ο αιώνα μΧ.
Αν και ανήκε σε διαπρεπή και πλούσια οικογένεια, προτίμησε να ζει ως κυνικός και ασκητής. Διδάσκαλοι του ήταν ο Επίκτητος, ο Τιμοκράτης, ο Αγαθόβουλος και ο Δημήτριος.
Κατά τη διδασκαλία αυτού τα μόνα αγαθά της ζωής είναι η αυτάρκεια, η απαλλαγή από του φόβου και της ελπίδας, καθώς και η γαλήνη της ψυχής. Θεωρείται ανώτερος από τους άλλους Κυνικούς φιλοσόφους ως προς την παιδεία και τη μόρφωσή του αποφεύγοντας τις έκτροπες και ανοίκειες εκείνες πράξεις που χαρακτήριζαν γενικά τους Κυνικούς.
Ήταν φαιδρός, ακέραιος, μετριόφρων και πολύ ελευθερόστομος. Για την τσουχτερή γλώσσα του και από το γεγονός ότι δεν τηρούσε τους λατρευτικούς κανόνες, δεν θυσίαζε στους θεούς, ούτε προσευχόταν, κατηγορήθηκε για άθεος, εκείνος όμως παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου και με την απολογία του προκάλεσε τον θαυμασμό όλων. Από τότε οι Αθηναίοι του έδειχναν μεγάλο σεβασμό και στο πέρασμα του οι άρχοντες και οι απλοί πολίτες σηκώνονταν όρθιοι για να τον χαιρετήσουν.
Όπως έλεγε «σεβόταν τον Σωκράτη, θαύμαζε τον Διογένη και αγαπούσε τον Αρίστιππο». Ήταν φαιδρός, ακέραιος, μετριόφρων και πολύ ελευθερόστομος. Για την τσουχτερή γλώσσα του και από το γεγονός ότι δεν τηρούσε τους λατρευτικούς κανόνες, δεν θυσίαζε στους θεούς, ούτε προσευχόταν, κατηγορήθηκε για άθεος, εκείνος όμως παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου και με την απολογία του προκάλεσε τον θαυμασμό όλων. Από τότε οι Αθηναίοι του έδειχναν μεγάλο σεβασμό και στο πέρασμα του οι άρχοντες και οι απλοί πολίτες σηκώνονταν όρθιοι για να τον χαιρετήσουν.
Η ελευθεροστομία του εξόργισε κάποτε έναν ολυμπιονίκη, που μη έχοντας επιχειρήματα να τον αντικρούσει χτύπησε το Δημώνακτα με μια πέτρα και του άνοιξε το κεφάλι. Όσοι ήταν μπροστά αγανάκτησαν και θέλησαν να τιμωρήσουν τον δράστη φωνάζοντας:
«στον ανθύπατο να πάμε, στον ανθύπατο» . Ο Δημώναξ όμως είχε αντίρρηση, «όχι στον ανθύπατο αλλά στον γιατρό» τους είπε.
Όταν ο Ηρώδης ο Αττικός πενθούσε με πού επιδεικτικό τρόπο για τον αγαπημένο του μαθητή, τον Πολυδεύκη, που πέθανε ξαφνικά, ο Δημώναξ παρουσιάστηκε κρατώντας ένα χαρτί.
«Σου φέρνω γράμμα από τον Πολυδεύκη» του είπε. Ο Ηρώδης χάρηκε γιατί ο Δημώναξ ήταν από τους λίγους που δεν τον κολάκευαν ούτε τον υπολόγιζαν . «Και τι μου γράφει ο Πολυδεύκης» ρώτησε . «Παραπονιέται που δεν πήγες ακόμα να τον βρεις».
Όταν γέρασε και στα χέρια του φάνηκαν οι γνωστές κηλίδες των γηρατειών, είπε: «Ο Χάρος με δάγκωσε».
Όταν τον ρωτούσαν οι φίλοι του αν έχει φροντίσει για την ταφή του τους απάντησε :«Μη νοιάζεστε. Η βρώμα που θα βγάλω θα με θάψει».
Έζησε περί τα 100 χρόνια και όταν αισθάνθηκε το πολύ βαθύ γήρας του πέθανε, εκούσια αρνούμενος να λάβει τροφή. Οι Αθηναίοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και το φέρετρό του το σήκωσαν στους ώμους τους οι πιο γνωστοί φιλόσοφοι της πόλης.
Αν και ανήκε σε διαπρεπή και πλούσια οικογένεια, προτίμησε να ζει ως κυνικός και ασκητής. Διδάσκαλοι του ήταν ο Επίκτητος, ο Τιμοκράτης, ο Αγαθόβουλος και ο Δημήτριος.
Κατά τη διδασκαλία αυτού τα μόνα αγαθά της ζωής είναι η αυτάρκεια, η απαλλαγή από του φόβου και της ελπίδας, καθώς και η γαλήνη της ψυχής. Θεωρείται ανώτερος από τους άλλους Κυνικούς φιλοσόφους ως προς την παιδεία και τη μόρφωσή του αποφεύγοντας τις έκτροπες και ανοίκειες εκείνες πράξεις που χαρακτήριζαν γενικά τους Κυνικούς.
Ήταν φαιδρός, ακέραιος, μετριόφρων και πολύ ελευθερόστομος. Για την τσουχτερή γλώσσα του και από το γεγονός ότι δεν τηρούσε τους λατρευτικούς κανόνες, δεν θυσίαζε στους θεούς, ούτε προσευχόταν, κατηγορήθηκε για άθεος, εκείνος όμως παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου και με την απολογία του προκάλεσε τον θαυμασμό όλων. Από τότε οι Αθηναίοι του έδειχναν μεγάλο σεβασμό και στο πέρασμα του οι άρχοντες και οι απλοί πολίτες σηκώνονταν όρθιοι για να τον χαιρετήσουν.
Όπως έλεγε «σεβόταν τον Σωκράτη, θαύμαζε τον Διογένη και αγαπούσε τον Αρίστιππο». Ήταν φαιδρός, ακέραιος, μετριόφρων και πολύ ελευθερόστομος. Για την τσουχτερή γλώσσα του και από το γεγονός ότι δεν τηρούσε τους λατρευτικούς κανόνες, δεν θυσίαζε στους θεούς, ούτε προσευχόταν, κατηγορήθηκε για άθεος, εκείνος όμως παρουσιάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου και με την απολογία του προκάλεσε τον θαυμασμό όλων. Από τότε οι Αθηναίοι του έδειχναν μεγάλο σεβασμό και στο πέρασμα του οι άρχοντες και οι απλοί πολίτες σηκώνονταν όρθιοι για να τον χαιρετήσουν.
Η ελευθεροστομία του εξόργισε κάποτε έναν ολυμπιονίκη, που μη έχοντας επιχειρήματα να τον αντικρούσει χτύπησε το Δημώνακτα με μια πέτρα και του άνοιξε το κεφάλι. Όσοι ήταν μπροστά αγανάκτησαν και θέλησαν να τιμωρήσουν τον δράστη φωνάζοντας:
«στον ανθύπατο να πάμε, στον ανθύπατο» . Ο Δημώναξ όμως είχε αντίρρηση, «όχι στον ανθύπατο αλλά στον γιατρό» τους είπε.
Όταν ο Ηρώδης ο Αττικός πενθούσε με πού επιδεικτικό τρόπο για τον αγαπημένο του μαθητή, τον Πολυδεύκη, που πέθανε ξαφνικά, ο Δημώναξ παρουσιάστηκε κρατώντας ένα χαρτί.
«Σου φέρνω γράμμα από τον Πολυδεύκη» του είπε. Ο Ηρώδης χάρηκε γιατί ο Δημώναξ ήταν από τους λίγους που δεν τον κολάκευαν ούτε τον υπολόγιζαν . «Και τι μου γράφει ο Πολυδεύκης» ρώτησε . «Παραπονιέται που δεν πήγες ακόμα να τον βρεις».
Όταν γέρασε και στα χέρια του φάνηκαν οι γνωστές κηλίδες των γηρατειών, είπε: «Ο Χάρος με δάγκωσε».
Όταν τον ρωτούσαν οι φίλοι του αν έχει φροντίσει για την ταφή του τους απάντησε :«Μη νοιάζεστε. Η βρώμα που θα βγάλω θα με θάψει».
Έζησε περί τα 100 χρόνια και όταν αισθάνθηκε το πολύ βαθύ γήρας του πέθανε, εκούσια αρνούμενος να λάβει τροφή. Οι Αθηναίοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και το φέρετρό του το σήκωσαν στους ώμους τους οι πιο γνωστοί φιλόσοφοι της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου