Όταν η ίυγξ δούλευε για χάρη της, έκανε τη γυναίκα “μαλακήν”, “πολύπειρον” και “φαύλην”, στον τύπο της Λυσιστράτης (1110), και μάλλον δεν υπερέβαλλε ο Αριστοφάνης με τον ισχυρισμό ότι τα μάγια της “αιχμαλωτίζανε τους πρώτους των Ελλήνων”. Τέτοιες γυναίκες ξεφάντωναν στις τυμπανοκρουσίες των γλεντιών για τη Γεννετυλίδα στο ακρωτήριο Κωλιάς της Πειραϊκής (2-3). Γιατί, σε τέτοια ιερά της Αφροδίτης, είτε στην Πειραϊκή είτε στους μακρυνούς Επιζεφύριους Λοκρούς, μια κομψευόμενη αριστοκράτισσα, σαν τη γυναίκα του Στρεψιάδη στις Νεφέλες (52) ή σαν την λεπτοκαμωμένη νιόνυμφη που ανάγλυφα εικονίζεται να θυμιατίζει για να λάβει τις ευλογίες της θεάς, στον Θρόνο Ludovisi των δυτικών αποικιών, μπορούσε να πάρει μαθήματα αισθησιακής –και πολύ συχνά πολυέξοδης– φιληδονίας. Απ” ό,τι φαίνεται, οι εταίρες που συχνά επισκέπτονταν τα ιερά αυτά ενδεχομένως έπαιζαν έναν ρόλο στη διαδικασία
Οι εταίρες μάθαιναν η μια την άλλη τρόπους αγανούς. Ένα σημαντικό κεφάλαιο αφορούσε την εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά, όπως προκύπτει από τις συμβουλές που δίνει η Κρωβύλη στη νεαρή Κόριννα των Εταιρικών Διαλόγων (6) του Λουκιανού, όταν τονίζει την ανάγκη να ντύνεται η γυναίκα κομψά, να μην χαχανίζει στα συμπόσια, να χαριεντίζεται με στοχευμένη κι ευπρεπή ηδυπάθεια, να τρώει και να πίνει γουστόζικα. Από άλλη πηγή αντλούμε περισσότερες πληροφορίες για “τὴν ἑταιρικὴν παρασκευὴν και τὰς δι” ἐπιτεχνήσεως κομμώσεις”. Μαθαίνουμε για μάγουλα που κοκκινίζαν με ψιμύθια και παιδέρωτες· για κέρδος στο ανάστημα με χρήση ψηλής σόλας κάτω από τα σανδάλια· για τεχνητές καμπύλες με διογκώσεις στήθους και γλουτών να ράβονται κάτω απ” τα ρούχα· και φυσικά, για πολυήμερες υποχρεωτικές ασκήσεις στο χαμόγελο, με εγκλεισμό μέσα στο σπίτι της πατρόνας, μ” ένα κλαδάκι από μυρτιά να συγκρατείται όρθιο, για ώρες, ανάμεσα στα χείλη. Τέτοια κόλπα της τέχνης απαριθμούνται στο απόσπασμα 103 από το Ισοστάσιον του Αλέξιδος, το οποίο σώζουν οι Δειπνοσοφισταί (ΧΙΙΙ, 568) του Αθήναιου. Και ασφαλώς ο Άλεξις διακωμωδούσε την κατάσταση, αλλά ο τίτλος του έργου ήταν εύγλωττος. Ισοστάσιον ήταν το όνομα εταίρας, κατά την προσφιλή συνήθεια της αρχαιότητας να ονοματίζει τις νεαρές αυτές γυναίκες στο γένος το ουδέτερο. Επίσης όμως υπαινισσόταν και το πρότυπο αρμονικής ισομετρίας που οι πρωτόβγαλτες εταίρες όφειλαν να ακολουθούν, καθώς οι ωριμότερες τις αναμόρφωναν, τις αναπλάθανε ώστε σε τίποτε να μη θυμίζουνε τον προηγούμενο εαυτό τους· μήτε στην όψη, μήτε και στο φέρσιμο.
Η μεταβίβαση της εκτημένης εμπειρίας κρινόταν απαραίτητη σε μια διαδικασία που ήταν, εν τέλει, μυητική στον έρωτα. Την έχουμε ήδη δει στην περίπτωση της Κορίνθιας Νικαρέτης του Κατά Νεαίρας Λόγου, η οποία ασκούσε στην τέχνη της εταίρας πολλά αγορασμένα κοριτσάκια, βάζοντάς τα να την συνοδεύουν στα συμπόσια. Πόσο ετούτη η ἑταιρικὴ παρασκευή, στα σπίτια και στα γλέντια όπου οι πατρόνες συμμετείχαν, απείχε από την άσκηση την οποία εφάρμοζαν κύκλοι, όπως των μουσοπόλων οἰκιῶν της Λέσβου, που προετοίμαζαν άλλες μικρές κοπέλες για “ἐπιθαλαμίους” τελετουργίες, τελετουργίες που συνήθως τις συνδέουμε με τον γάμο; Τα σπίτια της Λέσβου αφιερώνονταν στις Μούσες, προσελκύοντας παρθένους κόρες απ” τις επιφανείς συνήθως οικογένειες του νησιού. Ανάμεσά τους, πιο γνωστό σ” εμάς είναι εκείνο της Σαπφούς που απευθυνόταν στις νεαρές της μαθήτριες με την προσφώνηση “φίλαι ἑταῖραι”. Ο Αθήναιος, παραθέτει το σχετικό σπάραγμα (fr. 160.1) από το έργο της ποιήτριας, στο κρίσιμο βιβλίο ΧΙΙΙ (571) των Δειπνοσοφιστών του, το οποίο εν γένει καταπιάνεται με τις εταίρες της λεγόμενης “μισθαρνούσης συνουσίας”. Στέκεται, ωστόσο, για λίγο στη λεπτή σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στις προσφωνήσεις της Σαπφούς και στη γνωστότερη αναφορά του όρου στις γυναίκες που πρόσφεραν κάλλη κι ερωτικές υπηρεσίες σε άντρες ισχυρούς με αντάλλαγμα την ευζωία.
Παρ” όλες τις διευκρινίσεις, είναι φανερό ότι ο όρος εταίρα διακρινόταν από αμφισημία. Η αφετηρία της εντοπίζεται στο φαντασιακό της αριστοκρατικής αβροσύνης, της συμποτικής φιλότητος και των ανταλλαγών χάριτος μεταξύ ίσων, στην κοινωνία την αρχαϊκή, όπου η επικοινωνία και οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων διέπονταν ακόμα από αρκετή ελευθερία. Αυτό το φαντασιακό, λόγω της ευγενούς καταγωγής της, η ποιήτρια της Λέσβου το εξέφραζε με απόλυτη συνέπεια, ακόμη κι όταν, για παράδειγμα, ζήλευε τον άντρα εκείνο με τον οποίο έβλεπε να φλερτάρει, σε συμπόσιο, μια αγαπημένη νεαρή της φίλη (fr. 31). Όμως στο ίδιο φαντασιακό διατείνονταν πως ήταν αφοσιωμένες κι οι πιο κοινές εταίρες, της ταπεινής κοινωνικής προέλευσης και των παρεχομένων υπηρεσιών, ακόμη και στις περιόδους κατά τις οποίες το αριστοκρατικό ιδεώδες βρέθηκε σε κρίση. Κι έτσι, μπορεί η Σαπφώ (fr. 15 b 11) να έφριττε με την καπατσοσύνη της Δωρίχας –της κατ” Ηρόδοτον (II, 134) Ροδώπιος– που ξεκοκκάλισε την περιουσία του αδελφού της για να εξαγοράσει την ελευθερία της και να δραστηριοποιηθεί ως ανεξάρτητη εταίρα στη Ναύκρατιν, όμως η ίδια δεν απέφυγε ποτέ παρεμφερή κουτσομπολιά. Ήδη από την αρχαιότητα, ήταν συχνοί οι επικριτικοί χαρακτηρισμοί απέναντί της, όπως η φήμη ότι είχε υπάρξει “ἄτακτος” και “πόρνη γυνή”.
Δεν χρειάζεται να εστιάσουμε, όπως συχνά συμβαίνει, στο θέμα της ομοφιλίας που σφράγισε τις σχέσεις της Σαπφούς με τις μαθήτριές της. Η ομοφιλία ήταν σίγουρα τρόπος ερωτικής έκφρασης κοινωνικά αναμενόμενος σε πολιτισμικά περιβάλλοντα όπως τα αριστοκρατικά συμποτικά, που είχαν υπάρξει απαλλαγμένα από ταμπού. Λειτουργούσε όμως και ως φορέας μεταβίβασης σεξουαλικής εμπειρίας –άλλωστε δεν ήτανε καθόλου άγνωστη και στις κοινές εταίρες, όπως κάποιες φορές υπαινίσσεται η αγγειογραφία κι όπως ρητά δηλώνεται στη συζήτηση ανάμεσα στο Κλωνάριον και τη Λέαινα στους Εταιρικούς Διαλόγους (5) του Λουκιανού.
Το θέμα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το ευρύτερο πλαίσιο της αγωγής των κοριτσιών στις μουσιπόλους οικίες της Λέσβου. Γιατί μπορούμε να υποθέσουμε ότι τέτοιου είδους σπίτια πολύ πιθανά λειτούργησαν ως ιδεατό πρότυπο για την ταπεινότερη εταιρική προπαρασκευή.
Μελετητές της λυρικής ποίησης σαν τον C. M. Bowra έχουν δείξει ότι τα σπίτια των Μουσών προωθούσαν με πάθος την υπόθεση του αρμονίας και της λατρείας του έρωτα, καθώς εγγράφονταν σε μια μακραίωνη παράδοση τελετουργικών καλλιστείων, που απαντούσαν και στην ίδια τη Λέσβο, αλλά και στην Τένεδο και άλλες ελληνικές πόλεις. Για τη Λέσβο, το θέμα ήταν γνωστό ήδη από την Ιλιάδα Ι (129), όπου εκφράζεται η υπόσχεση του Αγαμέμνονα να επιστρέψει στον Αχιλλέα την παλλακίδα Βρισηίδα μαζί με επτά αιχμάλωτες απ” το νησί, νικήτριες στα καλλιστεία. Για τις γυναίκες αυτές τα σχόλια του Ησύχιου διευκρινίζουν πως μάλλον επρόκειτο για τις λεγόμενες “πυλάιδες”, πράγμα που υποδεικνύει ότι η τελετή πραγματοποιείτο κοντά στο όρος Πυλαίον. Τόσο βαθιά ριζωμένη ήταν στις παραδόσεις της Λέσβου, που, ακόμη και στην εξορία τους στην Πύρρα σε μια περίοδο έντονων πολιτικών αναταραχών, τα αριστοκρατικά γένη την συνέχιζαν. Το μαρτυρεί ο Αλκαίος (fr. 130), ποιητής σύγχρονος και συντοπίτης της Σαπφούς:
“όπου οι κόρες απ” τη Λέσβο κρίνονται για την ομορφιά τους
και πέρα δώθε τριγυρνούν με τα μακρόσυρτα τα πέπλα, ενώ τριγύρω τους βροντά
η θαυμαστή ηχώ
της ιερής κραυγής των γυναικών, κάθε χρονιά.”
Το πλαίσιο, λοιπόν, ήταν σοβαρό και έντονα ανταγωνιστικό. Κι οι οίκοι των Μουσών κάνανε ό,τι πέρναγε απ” το χέρι τους για να αναποκριθούν στις απαιτήσεις.
Οι εταίρες μάθαιναν η μια την άλλη τρόπους αγανούς. Ένα σημαντικό κεφάλαιο αφορούσε την εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά, όπως προκύπτει από τις συμβουλές που δίνει η Κρωβύλη στη νεαρή Κόριννα των Εταιρικών Διαλόγων (6) του Λουκιανού, όταν τονίζει την ανάγκη να ντύνεται η γυναίκα κομψά, να μην χαχανίζει στα συμπόσια, να χαριεντίζεται με στοχευμένη κι ευπρεπή ηδυπάθεια, να τρώει και να πίνει γουστόζικα. Από άλλη πηγή αντλούμε περισσότερες πληροφορίες για “τὴν ἑταιρικὴν παρασκευὴν και τὰς δι” ἐπιτεχνήσεως κομμώσεις”. Μαθαίνουμε για μάγουλα που κοκκινίζαν με ψιμύθια και παιδέρωτες· για κέρδος στο ανάστημα με χρήση ψηλής σόλας κάτω από τα σανδάλια· για τεχνητές καμπύλες με διογκώσεις στήθους και γλουτών να ράβονται κάτω απ” τα ρούχα· και φυσικά, για πολυήμερες υποχρεωτικές ασκήσεις στο χαμόγελο, με εγκλεισμό μέσα στο σπίτι της πατρόνας, μ” ένα κλαδάκι από μυρτιά να συγκρατείται όρθιο, για ώρες, ανάμεσα στα χείλη. Τέτοια κόλπα της τέχνης απαριθμούνται στο απόσπασμα 103 από το Ισοστάσιον του Αλέξιδος, το οποίο σώζουν οι Δειπνοσοφισταί (ΧΙΙΙ, 568) του Αθήναιου. Και ασφαλώς ο Άλεξις διακωμωδούσε την κατάσταση, αλλά ο τίτλος του έργου ήταν εύγλωττος. Ισοστάσιον ήταν το όνομα εταίρας, κατά την προσφιλή συνήθεια της αρχαιότητας να ονοματίζει τις νεαρές αυτές γυναίκες στο γένος το ουδέτερο. Επίσης όμως υπαινισσόταν και το πρότυπο αρμονικής ισομετρίας που οι πρωτόβγαλτες εταίρες όφειλαν να ακολουθούν, καθώς οι ωριμότερες τις αναμόρφωναν, τις αναπλάθανε ώστε σε τίποτε να μη θυμίζουνε τον προηγούμενο εαυτό τους· μήτε στην όψη, μήτε και στο φέρσιμο.
Η μεταβίβαση της εκτημένης εμπειρίας κρινόταν απαραίτητη σε μια διαδικασία που ήταν, εν τέλει, μυητική στον έρωτα. Την έχουμε ήδη δει στην περίπτωση της Κορίνθιας Νικαρέτης του Κατά Νεαίρας Λόγου, η οποία ασκούσε στην τέχνη της εταίρας πολλά αγορασμένα κοριτσάκια, βάζοντάς τα να την συνοδεύουν στα συμπόσια. Πόσο ετούτη η ἑταιρικὴ παρασκευή, στα σπίτια και στα γλέντια όπου οι πατρόνες συμμετείχαν, απείχε από την άσκηση την οποία εφάρμοζαν κύκλοι, όπως των μουσοπόλων οἰκιῶν της Λέσβου, που προετοίμαζαν άλλες μικρές κοπέλες για “ἐπιθαλαμίους” τελετουργίες, τελετουργίες που συνήθως τις συνδέουμε με τον γάμο; Τα σπίτια της Λέσβου αφιερώνονταν στις Μούσες, προσελκύοντας παρθένους κόρες απ” τις επιφανείς συνήθως οικογένειες του νησιού. Ανάμεσά τους, πιο γνωστό σ” εμάς είναι εκείνο της Σαπφούς που απευθυνόταν στις νεαρές της μαθήτριες με την προσφώνηση “φίλαι ἑταῖραι”. Ο Αθήναιος, παραθέτει το σχετικό σπάραγμα (fr. 160.1) από το έργο της ποιήτριας, στο κρίσιμο βιβλίο ΧΙΙΙ (571) των Δειπνοσοφιστών του, το οποίο εν γένει καταπιάνεται με τις εταίρες της λεγόμενης “μισθαρνούσης συνουσίας”. Στέκεται, ωστόσο, για λίγο στη λεπτή σημασιολογική διαφορά ανάμεσα στις προσφωνήσεις της Σαπφούς και στη γνωστότερη αναφορά του όρου στις γυναίκες που πρόσφεραν κάλλη κι ερωτικές υπηρεσίες σε άντρες ισχυρούς με αντάλλαγμα την ευζωία.
Παρ” όλες τις διευκρινίσεις, είναι φανερό ότι ο όρος εταίρα διακρινόταν από αμφισημία. Η αφετηρία της εντοπίζεται στο φαντασιακό της αριστοκρατικής αβροσύνης, της συμποτικής φιλότητος και των ανταλλαγών χάριτος μεταξύ ίσων, στην κοινωνία την αρχαϊκή, όπου η επικοινωνία και οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων διέπονταν ακόμα από αρκετή ελευθερία. Αυτό το φαντασιακό, λόγω της ευγενούς καταγωγής της, η ποιήτρια της Λέσβου το εξέφραζε με απόλυτη συνέπεια, ακόμη κι όταν, για παράδειγμα, ζήλευε τον άντρα εκείνο με τον οποίο έβλεπε να φλερτάρει, σε συμπόσιο, μια αγαπημένη νεαρή της φίλη (fr. 31). Όμως στο ίδιο φαντασιακό διατείνονταν πως ήταν αφοσιωμένες κι οι πιο κοινές εταίρες, της ταπεινής κοινωνικής προέλευσης και των παρεχομένων υπηρεσιών, ακόμη και στις περιόδους κατά τις οποίες το αριστοκρατικό ιδεώδες βρέθηκε σε κρίση. Κι έτσι, μπορεί η Σαπφώ (fr. 15 b 11) να έφριττε με την καπατσοσύνη της Δωρίχας –της κατ” Ηρόδοτον (II, 134) Ροδώπιος– που ξεκοκκάλισε την περιουσία του αδελφού της για να εξαγοράσει την ελευθερία της και να δραστηριοποιηθεί ως ανεξάρτητη εταίρα στη Ναύκρατιν, όμως η ίδια δεν απέφυγε ποτέ παρεμφερή κουτσομπολιά. Ήδη από την αρχαιότητα, ήταν συχνοί οι επικριτικοί χαρακτηρισμοί απέναντί της, όπως η φήμη ότι είχε υπάρξει “ἄτακτος” και “πόρνη γυνή”.
Δεν χρειάζεται να εστιάσουμε, όπως συχνά συμβαίνει, στο θέμα της ομοφιλίας που σφράγισε τις σχέσεις της Σαπφούς με τις μαθήτριές της. Η ομοφιλία ήταν σίγουρα τρόπος ερωτικής έκφρασης κοινωνικά αναμενόμενος σε πολιτισμικά περιβάλλοντα όπως τα αριστοκρατικά συμποτικά, που είχαν υπάρξει απαλλαγμένα από ταμπού. Λειτουργούσε όμως και ως φορέας μεταβίβασης σεξουαλικής εμπειρίας –άλλωστε δεν ήτανε καθόλου άγνωστη και στις κοινές εταίρες, όπως κάποιες φορές υπαινίσσεται η αγγειογραφία κι όπως ρητά δηλώνεται στη συζήτηση ανάμεσα στο Κλωνάριον και τη Λέαινα στους Εταιρικούς Διαλόγους (5) του Λουκιανού.
Το θέμα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το ευρύτερο πλαίσιο της αγωγής των κοριτσιών στις μουσιπόλους οικίες της Λέσβου. Γιατί μπορούμε να υποθέσουμε ότι τέτοιου είδους σπίτια πολύ πιθανά λειτούργησαν ως ιδεατό πρότυπο για την ταπεινότερη εταιρική προπαρασκευή.
Μελετητές της λυρικής ποίησης σαν τον C. M. Bowra έχουν δείξει ότι τα σπίτια των Μουσών προωθούσαν με πάθος την υπόθεση του αρμονίας και της λατρείας του έρωτα, καθώς εγγράφονταν σε μια μακραίωνη παράδοση τελετουργικών καλλιστείων, που απαντούσαν και στην ίδια τη Λέσβο, αλλά και στην Τένεδο και άλλες ελληνικές πόλεις. Για τη Λέσβο, το θέμα ήταν γνωστό ήδη από την Ιλιάδα Ι (129), όπου εκφράζεται η υπόσχεση του Αγαμέμνονα να επιστρέψει στον Αχιλλέα την παλλακίδα Βρισηίδα μαζί με επτά αιχμάλωτες απ” το νησί, νικήτριες στα καλλιστεία. Για τις γυναίκες αυτές τα σχόλια του Ησύχιου διευκρινίζουν πως μάλλον επρόκειτο για τις λεγόμενες “πυλάιδες”, πράγμα που υποδεικνύει ότι η τελετή πραγματοποιείτο κοντά στο όρος Πυλαίον. Τόσο βαθιά ριζωμένη ήταν στις παραδόσεις της Λέσβου, που, ακόμη και στην εξορία τους στην Πύρρα σε μια περίοδο έντονων πολιτικών αναταραχών, τα αριστοκρατικά γένη την συνέχιζαν. Το μαρτυρεί ο Αλκαίος (fr. 130), ποιητής σύγχρονος και συντοπίτης της Σαπφούς:
“όπου οι κόρες απ” τη Λέσβο κρίνονται για την ομορφιά τους
και πέρα δώθε τριγυρνούν με τα μακρόσυρτα τα πέπλα, ενώ τριγύρω τους βροντά
η θαυμαστή ηχώ
της ιερής κραυγής των γυναικών, κάθε χρονιά.”
Το πλαίσιο, λοιπόν, ήταν σοβαρό και έντονα ανταγωνιστικό. Κι οι οίκοι των Μουσών κάνανε ό,τι πέρναγε απ” το χέρι τους για να αναποκριθούν στις απαιτήσεις.