Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Ανατολή και Δύση

Πεντακόσια χρόνια πκε σε μια πόλη μικρή, στις ακραίες παρυφές του τότε πολιτισμένου και κατασταλαγμένου κόσμου, μια καινούρια, παράξενη δύναμη άρχισε να έρχεται στο φως.

Κάτι είχε ξυπνήσει μέσα στο Νου των ανθρώπων που ζούσαν εκεί κι αυτό το κάτι θα 'μένε πια γραμμένο στην μορφή του κόσμου ολόκληρου κι ούτε οι αιώνες ούτε οι αλλαγές που φέρνει η Ιστορία θα είχαν τη δύναμη να σβήσουν τα βαθιά του σημάδια.

Αν είμαστε σήμερα διαφορετικοί, κι αν νιώθουμε διαφορετικά, το χρωστάμε σ' ό,τι δημιουργούσε επί ένα δύο αιώνες εκείνη η μικρή πολιτεία - πάνε δυο χιλιά­δες τετρακόσια χρόνια τώρα.

Ήτανε κρίσιμη η στιγμή.

Πολιτισμοί παλιοί, ισχυροί, είχανε εκλείψει και χαθεί, κι η σκιά της άγνοιας πλανιότανε πάνω απ' τη γη. Ο κόσμος πορευότανε ξανά προς μια εποχή αγρία, και σκοτεινή. και βάρβαρη...

Κι όμως στο κέντρο αυτής της σκοτεινιάς, μια μικρή εστία πνευματική φού­ντωνε σιγά σιγά και σπίθιζε: στην πόλη των Αθηνών ένας καινούριος πολιτισμός γεννιότανε, που η ανθρωπότητα ιός τότε δεν είχε ξαναδεί.

Πώς έγινε αυτό;

Έχει σημασία για μας να το γνωρίσουμε.

Αυτό που ανακάλυψαν οι Έλληνες, κι ο τρόπος με τον οποίο το ανακάλυψαν, κι ο τρόπος με τον οποίο έφεραν στο φως έναν καινούριο κόσμο μέσα από τα χα­λάσματα ενός παλιού που μόλις είχε γκρεμιστεί, μπορεί να είναι χρήσιμο και σε μας που είδαμε χτες έναν ολόκληρο κόσμο να καταρρέει μέσα σε δυο δεκαετίες.

Πραγματικά.

Στο χάος και στη σύγχυση του σύγχρονου καιρού μας αξίζει να μελετήσουμε πολύ σοβαρά πώς οι Έλληνες κατόρθωσαν να πετύχουν μια τέτοια διαύγεια στη σκέψη τους και μια τέτοια σταθερή τελείωση της Τέχνης που δημιούργησαν.

Άλλες είναι βέβαια οι συνθήκες που τότε αντιμετώπιζαν, μα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου πως όσο κι αν αλλάζει το φλούδι της ζωής, η ουσία της μένει ίδια και πως ένα είναι το βιβλίο που πρέπει να διαβάζουμε, αν θέλουμε σωστά ν' απο­φοιτήσουμε απ' το σχολείο της ανθρώπινης εμπειρίας: ο Άνθρωπος.

Τα μεγάλα βιβλία, παλιά και σημερινά, δεν είναι παρά το απόσταγμα της γνώ­σης της ανθρώπινης καρδιάς, και τα μεγάλα έργα δεν είναι παρά η επίτευξη μιας ισορροπίας στη σύγκρουση ανάμεσα στις επιταγές του εξωτερικού και του εσωτε­ρικού μας κόσμου.

Κρίμα.

Απ' όσα έφτιαξαν οι Έλληνες λίγα έχουν φτάσει ως εμάς και δεν έχουμε τρόπο να εξακριβώσουμε αν είναι κιόλας ό,τι καλύτερο είχαν δημιουργήσει. Στους μεγά­λους σπασμούς της ιστορίας, όπου επικρατεί μονάχα ο νόμος του Δυνατού, δεν υπάρχει κι άλλος ένας νόμος που να διασφαλίζει την επιβίωση του ωραίου.

Με όσα λίγα διατήρησαν για χάρη μας οι ιδιοτροπίες των καιρών και οι συντυχίες των περιστάσεων μοιάζει να δίνουν το μέτρο της υψηλότερης στάθμης στην οποία είναι δυνατόν ποτέ να αναχθεί το κάθε τι που άγγιξε ο Ελληνικός πολιτισμός.

Την γλυπτική τους, τίποτα δεν τη συναγωνίζεται.

Την αρχιτεκτονική τους, κανένας δεν την ξεπέρασε.

Την γραμματεία τους. ποιος θα την φτάσει;

Τι έχει απομείνει απ' όλον τούτο τον τεράστιο αισθητικό πλούτο;

Γκρεμίστηκαν τα κτίρια, παραμορφώθηκαν τα αγάλματα, έσβησαν οι ζωγρα­φιές κι απ’ τα γραφτά λίγα έχουν σωθεί.

Κι όμως. Πάνω σ' αυτά τα συντρίμμια των όσων προϋπήρξανε. ο κόσμος έμαθε να κτίζει, γιατί επί δύο χιλιάδες χρονιά δεν είχε τίποτα καλύτερο. Τούτα τα λιγοστά κατάλοιπα της πανώριας Ελληνικής οικοδομής στάθηκαν έμπνευση και πρόκληση στον άνθρωπο κι είναι ακόμα ό,τι πιο πολύτιμο κατέχει ο Δυτικός πολιτισμός.

Ό,τι έφτιαξαν οι Έλληνες το έχει υιοθετήσει πια ολόκληρη η ανθρωπότης, και δεν υπάρχει σήμερα κανένας που να αρνείται στο Ελληνικό πνεύμα την πλήρη δικαίωσή του.

Εκείνο όμως που δεν είναι τόσο γνωστό και που συχνά παραγνωρίζουμε, είναι οι αιτίες που οδήγησαν σ' αυτές τις επιτεύξεις. Συνηθίσαμε. στον καιρό μας, να μι­λάμε για το Ελληνικό θαύμα και να θεωρούμε την ξαφνική άνθιση του Ελληνικού πνεύματος σαν κάτι που δεν έχει ρίζες πουθενά και που δεν μπορούμε να το αποδώσουμε σε καμιάν αιτία. Οι ανθρωπολόγοι μάλιστα προσπαθούνε να μας μεταφέρουνε με το στανιό πίσω σε κείνα τ' άγρια δάση, όπου έχει την προέλευση του κάθε τι το ανθρώπινο, και να μας πείσουν πως εκεί γεννήθηκε και κάθε τι Ελληνικό.

Μ' άλλο είναι ο σπόρος και άλλο το λουλούδι.

Η τραγωδία, λένε, τι άλλο είναι παρά συνέχεια πρωτόγονων ιεροτελεστιών χαμένων στα βάθη των ακόνων; Μα να είναι τάχα μόνον αυτό; Κανένας ως τώρα δεν πρόσφερε μιαν ιστορική γεφύρωση ανάμεσα σ' εκείνες τις άγριες τελετές και στο συγκροτημένο οι­κοδόμημα της πραγματικής Ελληνικής Τραγωδίας, ενώ υπάρχει αυτή η γέφυρα, και υπάρχει και η ερμηνεία. Αποφεύγουμε απλώς την ευθύνη παρουσιάζοντας την Τραγωδία σαν ένα θαύμα απρόσμενο. Η πνευματική και αι­σθητική δραστηριότης. που μέσα σ' ελάχιστα χρόνια έκανε την Αττική εποχή να μην συγκρίνεται με καμιάν άλλη εποχή στην ιστορία. δεν είναι ανεξήγητη...

Σήμερα όλοι συμφωνούμε πως η Ελλάδα ανήκει στον κόσμο τον Αρχαίο. Κάθε φορά που ο ιστορικός πάει να τραβήξει μια γραμμή ανάμεσα στον κόσμο τον παλιό και τον κόσμο τον καινούριο, τοποθετεί τους Έλληνες στον κόσμο τον παλιό, γιατί εκεί. λέει. ανήκουν.

Κι εκεί βέβαια ανήκουν χρονικά, αλλά. μοναχά από πλευράς αριθμήσεως των αιώνων. Αν κοιτάζουμε βαθύτερα μέσα στον καθρέφτη του καιρού, θα δούμε ευθύς τη διαφορά.

Αυτός ο «αρχαίος κόσμος» αλήθεια, - ως το σημείο, φυσικά, που μπορούμε να τον αναπλάσουμε - έχει παντού τα ίδια χαρακτηριστικά. Στην Αίγυπτο, στην Κρή­τη, στην Μεσοποταμία, όσο μπορούμε να μαντέψουμε απ' τα θρύψαλα. ίδιες ήταν οι συνθήκες της ζωής.

Ένας μονάρχης. δεσποτικός, που κυβερνούσε το λαό του σύμφωνα με τα κέφια του και τα κρυφά του πάθη. Ένας λαός κατατρεγμένος, υποταγμένος, εξαθλιωμέ­νος. Και μια μεγάλη ιερατική ομάδα προνομιούχων που χειρίζεται αποκλειστικά κάθε τι με το πνεύμα και τη σκέψη.

Αυτός είναι ο τύπος ενός κράτους που ακόμα και σήμερα ονομάζουμε Ασιατικό. Διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες χωρίς να χάσει κανένα από τα χαρακτηριστικά του. και μονάχα στα τελευταία χρόνια παρουσιάζει, τουλάχιστον εξωτερικά, δείγματα προσπάθειας να συμμορφωθεί προς τις επιταγές του σύγχρονου πολιτισμού.

Μα κατά βάθος η Ανατολή ποτέ της δεν αλλάζει. Από τ' αρχαία χρόνια ως σή­μερα στάθηκε πάντα φοβισμένη και διστακτική σε κάθε εξέλιξη και σε κάθε γόνιμη αλλαγή.

Πώς να συνδέσεις λοιπόν τους Έλληνες με μια τέτοια νοοτροπία;

Οι Έλληνες φτιάξανε κάτι εντελώς νέο και πρωτότυπο.

Ήταν οι πρώτοι Δυτικοί, οι δημιουργοί μιας νοοτροπίας που σήμερα είναι πια η δική μας.

Αυτή ήταν η βασική Ελληνική συνεισφορά κι αυτή είναι και σήμερα η θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο μας.

Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την Ρώμη.

Δεν ήταν βέβαια υποταγμένη, η Ρώμη, στο πνεύμα το ανατολικό κι ήταν φορές που άνθρωποι υπεύθυνοι επαναστατούσαν και θεωρούσαν ανόητους τους διαλογισμούς των σοφών της Ανατολής. «Τι εστίν αλήθεια;» ρώτησε με περιφρόνηση ο Πιλάτος.

Αλλά εξίσου απομακρυσμένη ήταν η Ρώμη κι από το πνεύμα το Ελληνικό. Οι ε­πιστήμες, -τα μαθηματικά, η φιλοσοφία.- η αέναη έρευνα των μυστικών του κό­σμου και των τρόπων με τους οποίους πορεύεται, -σταμάτησαν επί αιώνες, όταν η ηγεσία πέρασε από τους Έλληνες στους Ρωμαίους.

Η δήθεν Ελληνορωμαϊκή «κλασική παράδοση», στην οποί« συχνά αναφε­ρόμαστε και στην οποία αποδίδουμε τα ίδια χαρακτηριστικά, είναι μια ψευδαίσθηση. Η Αθήνα και η Ρώμη είχαν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους.

Εκείνο που διακρίνει τον σύγχρονο κόσμο μας απ' τον παλιό και που χωρίζει τη Δύση από την Ανατολή είναι η υπεροχή του Νου στις σχέσεις των ανθρώπων, κι αυτό στην Ελλάδα μόνο γεννήθηκε και ανάμεσα στους Έλληνες μόνο διατηρήθηκε, απ' όλους τους λαούς του αρχαίου κόσμου. Σε μιαν ανθρωπότητα όπου επικρατού­σε ο παραλογισμός, αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι του λόγου, οι πρώτοι αληθινά πνευ­ματικοί άνθρωποι που φάνηκαν στη γη.

Μας είναι δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε τι μεγάλη σημασία είχε αυτή η καινο­τομία.

Ο κόσμος μες στον οποίο ζούμε μας φαίνεται κάπως λογικός και καταληπτός, κι έχουμε πια ένα πλήθος συγκεκριμένα στοιχεία για το κάθε τι που μας τριγυρίζει.

Τώρα που βρήκαμε τον τρόπο να εντάσσουμε τις τρομακτικές φυσικές δυνά­μεις στην εξυπηρέτηση δικών μας σκοπών η κυριότερη προσπάθεια μας είναι να εντείνουμε την επικυριαρχία μας πάνω στον υλικό κόσμο.

Δεν πλανιόμαστε πάνω απ' τη γη με τα φτερά της φαντασίας, ούτε βυθιζόμαστε μέσα στον εσωτερικό μας κόσμο με τα μάτια της ψυχής. Παρατηρούμε απλώς τι γί­νεται γύρω μας και βγάζουμε τα συμπεράσματα μας με το μέσο της λογικής.

Η δραστηριότης μας είναι κυρίως νοητική. Η κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε είναι μια κοινωνία βασισμένη στη λογική. Τα συναισθήματα και. τα οράματα έχουν την θέση τους μονάχα, όταν εναρμονίζονται προς το έλλογο αυτό κοινωνικό μας πλέγμα.

Μα δεν ήταν τέτοιος ο κόσμος μέσα στον οποίο πρωτοβρέθηκαν οι Αρχαίοι Έλ­ληνες. Ακόμα και σήμερα αυτά που λέμε για τον κόσμο μας εφαρμόζονται μονάχα σ' ένα περιορισμένο γεωγραφικό χώρο και δεν περιλαμβάνουν τις απέραντες εκτά­σεις και τους απειράριθμους πληθυσμούς της Ανατολής.

Εκεί ισχύει αυτό που ίσχυε πάντα, η υπεροχή του ψυχικού στοιχείου. Ό,τι δεν συμβαίνει μέσα στον άνθρωπο θεωρείται ασήμαντο και ανάξιο της προσοχής των αληθινά σοφών. Η παρατηρητικότης για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, για τα πραγ­ματικά περιστατικά του έξω κόσμου, δεν εκτιμάται στην Ανατολή.

Ο κόσμος, λοιπόν, μέσα στον οποίο πρωτοεμφανίστηκε η Ελλάς ήταν ένας κόσμος όπου ο Νους είχε την τελευταία θέση. Ό,τι άξιζε και ό,τι επικρατούσε ως τότε ήταν το άγνωστο, το απύθμενο, κείνο που βλέπει μόνο η ψυχή.

Αλλά τον ψυχικό κόσμο δεν τον βλέπει κανένας, ούτε τον ακούει, ούτε τον αγγί­ζει. Τον ζη μονάχα, κι ούτε τον μοιράζεται μ£ τον άλλον. Ίσως οι άγιοι ή οι ήρωες να μπορούν να τον αποδώσουνε μ’ ένα λόγο ή με ένα τραγούδι, η με μια ζωγραφιά, κι αυτό μονάχα αν είναι οι ίδιοι καλλιτέχνες.

Νους και ψυχή μαζί είναι ό,τι μας διακρίνουν απ' τον άλλον κόσμο, τον ζωικό. Αυτά είναι που δίνουν στον άνθρωπο την δυνατότητα να μάθει την αλήθεια, μα και να πεθάνει για χάρη της. Δύσκολα χωρίζονται και δύσκολα απομονώνονται, γιατί και τα δύο μαζί είναι εκείνα που (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα) «δίνουν στο άμορφο μορφή».

Κι όμως διακρίνονται.

Τα όσα βλέπουμε είναι πρόσκαιρα και τα όσα δεν βλέπουμε είναι αιώνια, διαχωρίζει τα σύνορα του Νου που ασχολείται με τα απτά και τα ορατά από τα όρια της ψυχή? ^ου ζει μέσα στ' «ορατά και τα υπερκόσμια.

Όταν η Ελλάδα ανακάλυψε τη δύναμη του Νου. η υπόλοιπη ανθρωπότης ήταν γυρισμένη κι αντίκρυζε τα ψυχικά ερέβη. Τότε, για μια στιγμή, η Λύση κι η Ανατολή στην Ελλάδα σμίξανε: η τάση προς τον ρασιοναλισμό που θα γινότανε με τον καιρό το έμβλημα της Δύσης και η βαθιά ψυχική κληρονομιά της Ανατολής ενώθηκαν.

Τι μεγάλη σημασία είχε μια τέτοια ένωση, τι καταπληκτική δημιουργική ώθηση είναι η διαύγεια του Νου συνταιριασμένη με την δύναμη την ψυχική, μπορεί κανέ­νας να το νιώσει αν σκεφτεί τι συνέβαινε στην ανθρωπότητα προτού φανεί η Ελ λάδα, μ' άλλους λόγους, τι συμβαίνει κάθε φορά που υπάρχει ψυχική δύναμη, μα το μυαλό, παράλληλα, τηρείται σε μιαν απόσταση και μιαν ακινησία.

Αυτό φαίνεται καθαρά στην περίπτωση των Αιγυπτίων, για τους οποίους έ­χουμε πληρέστατα ιστορικά στοιχεία. Κι ίσως για τούτο θα 'ταν σκόπιμο να λη­σμονήσουμε πρόσκαιρα την Ελλάδα και να ρίξουμε μια ματιά στην χώρα εκείνη που είχε πραγματικά τον μεγαλύτερο πολιτισμό απ' όλο τον αρχαίο κόσμο.

Ποιο ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην Αίγυπτο; Οι νεκροί!

Τέτοια μεγάλη δύναμη, τέτοια θαυμαστή κοσμοκρατορία κι άλλο δεν είχε στο μυαλό παρά το θάνατο!

Εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα επί χιλιάδες χρόνια είχαν το χάρο για σύντροφο: ήταν γι' αυτούς ό,τι πιο οικείο μπορούσανε να βρούνε στη ζωή. Δεν θα το πίστευε κανένας αν δεν υπήρχε όλος αυτός ο τεράστιος όγκος της Αιγυπτιακής Τέχνης να μας το θυμίζει.

Για τον Αιγύπτιο ο κόσμος ο πραγματικός δεν ήταν εκείνος μέσα στον οποίο κυλούσε η καθημερινή ζωή του, μα εκείνος όπου θα έφτανε σε λίγο περνώντας μέ­σα από το θάνατο.

Δύο Ήταν οι κύριες αιτίες που ευθύνονται γι' αυτήν την κατάσταση στην Αίγυπτο.

Η πρώτη ήταν η ανθρώπινη δυστυχία. Σε κείνον τον Αρχαίο κόσμο για τον οποίο μιλάμε, η ζωή του κοινού ανθρώπου διάβαινε μέσα σε μια αθλιότητα απερίγραπτη. Δεν μπορεί να διανοηθεί κανένας τι κόστισαν σε ανθρώπινο πόνο και σε ανθρώπινες ζωές εκείνα τα τεράστια έργα που διατηρήθηκαν μες τους αιώνες. Τίποτα δεν ήταν φτηνότερο απ' την ανθρώπινη ζωή στην Αρχαία Αίγυπτο και στην Αρχαία Νινευή. όπως δεν είναι και τίποτα φτηνότερο, σήμερα, στις Ινδίες και στην Κίνα.

Ακόμα και για τους μεγαλουσιάνους, τους άρχοντες, και τους εμπόρους, η ζωή ούτε πολύ εύκολη ήτανε ούτε πάντοτε σίγουρη. Υπάρχει ένα επιτύμβιο για κάποιον σπουδαίο Αιγύπτιο που με υπερηφάνεια αναφέρει πως ποτέ του δεν μαστιγώθηκε μπροστά σε δικαστή!

Ένας διαφέντευε, ο μονάρχης. Το κέφι του ήτανε νόμος και η επιθυμία του θε­σμός. Δεν έχει κανένας παρά να διαβάσει την περιγραφή του Τάκιτου για το τι συνέβαινε τις ημέρες των πρώτων αυτοκρατόρων. για να δη πόσο η ασφάλεια του ατόμου στην Αρχαιότητα ήταν το σπανιότερο αγαθό.

Με τέτοιες συνθήκες και οι άνθρωποι, μια και δεν βρίσκανε καμιά χαρά στον κόσμο τούτον, προσπαθούσαν τουλάχιστον να βρούνε μια παρηγοριά στον άλλον.

Μόνο στον κόσμο των νεκρών μπορούσε κανένας να βρει ασφάλεια και ησυ­χία, αρκεί να τα σκεφτότανε όλα τούτα, συνέχεια, σ' όλη του τη ζωή. Τίποτα το γή­ινο δεν είχε πια αξία μπροστά σ' εκείνο που ο ίδιος πια εδραίωνε γι' αληθινό: το υπέρκοσμο, το απόκοσμο, το περά από τούτη τη ζωή!

Γιατί να βάλει σε κίνηση τις νοητικές δυνάμεις του με τις οποίες ήταν προικισμένος; Τι ωφέλεια θα 'χε; Σε τι θα τον βοηθούσαν ν' αποκτήσει εκείνο που ήταν η κυριότερη φροντίδα του όσο ζούσε; Μια θέση καλή στον άλλον κόσμο;

Δεν δίνει ελπίδα ο Νους όταν η ζωή είναι αφόρη­τη κι ούτε βοηθάει τον άνθρωπο ν' αντέξει τ' αβά­σταχτα. Δεν καταφεύγουν στο μυαλό, ο τρομαγμέ­νος και ο άθλιος, για να βρουν τη σωτηρία. Μια εί­ναι η λύση η πρόχειρη: η γοργή φυγή από την πραγ­ματικότητα.

Η λήθη.

Αυτή την τάση προς την λήθη που αποζητάει ο δυστυχισμένος εκμεταλλεύτη­καν οι άλλες εκείνες δυνάμεις που συμμαχούσαν με τον θάνατο και κρατούσαν στενεμένο το μυαλό: Το Ιερατείο της Αρχαίας Αιγύπτου.

Καθώς είδαμε, πριν να φανεί στον κόσμο η Ελλάδα, η σκέψη ήταν προνόμιο των ιερέων. Αυτοί ήταν οι πνευματικοί άνθρωποι, οι σοφοί, στην Αίγυπτο. Η δύναμη τους ήτανε παμμεγίστη, και οι βασιλιάδες λύγιζαν μπροστά τους. Βέβαια κουτοί δεν ήταν τούτοι οι άνθρωποι, - ξύπνο θα πρέπει να 'ταν το μυαλό τους και μεγάλη η ιδιο­φυΐα τους - μα ό,τι αλήθειες μάθαιναν απ' τις παλιές κι όσες καινούριες ανακάλυ­πταν στο κύλισμα του χρόνου, ζηλότυπα τις κρατούσαν για τη δική τους προκοπή.

Είναι η Αλήθεια περίεργη ερωμένη.

Δεν δίνεται και δεν χαρίζεται σ' όποιον την πλησιάζει μόνο από συμφέρον, κι έτσι και κείνοι οι ιερείς, με τον καιρό, βρήκαν πως στο κάτω κάτω, η αλήθεια είναι επικίν­δυνη, και στένεψαν πρώτοι το δικό τους μυαλό, να μην την αφήσουν να φουντώσει. Γίνανε φύλακες μονάχα και διακάτοχοι των περασμένων, οι προνομιούχοι διανοού­μενοι. Ό,τι καινούριο πρώτοι το έπνιγαν, μην και προφτάσει κείνο να τους πνίξει.

Και κάτι άλλο: Ό, τι παλιό γνωρίζανε, ζηλότυπα το κράταγαν μακριά απ' τον άλλο κόσμο. Αν το πέρναγαν στον πολύ λαό. ίσως και τούτος ξύπναγε κι άρχιζε vet συλλογίζεται ο ίδιος, και τότε πού θα πήγαινε όλη η δύναμη και το ιερό προνόμιο της γνώσης;

Όποιος έχει τη γνώση δεν φοβάται. Μονάχα αντίκρυ στο σκοτεινό μυστήριο του άγνωστου δειλιάζει ο άνθρωπος και τρέμει, κι αποζητάει την καθοδήγηση.

Κι έτσι άρχισε ο φαύλος κύκλος. Δουλειά του Ιερατείου ήταν να βρίσκει την αλήθεια και ταυτόχρονα να την κρύβει. Δύναμη του ήταν το άγνωστο, το σκοτεινό, το ανεξήγητο και ό,τι μπορούσε να διαλύσει το μυστήριο και να ρίξει φως, να το σκορπίσει, ήταν ασύμφορο και έτσι σιγά σιγά έγινε και κατακριτέο. Το πνεύμα με τις μικρές του ακόμα δυνατότητες ήταν στην εξουσία ανθρώπων που κανένας δεν μπορούσε να κρίνει και κανένας δεν μπορούσε να ελέγξει.

Η σκέψη κι η έκφραση ήταν κάτω από ένα τυραννικό ολοκληρωτισμό.

Γνωρίζαμε τουλάχιστον έναν άνθρωπο που αποφάσισε να σηκώσει κεφάλι σ' όλα αυτά. Ήταν ο Βασιλιάς, ο Φαραώ, ο Αμένοφις, και μην το λησμονούμε πως οι Φαραώ και οι Ιερείς δεν βρίσκονταν πάντα σε σχέσεις καλές.

Σύντυχε ο Αμένοφις λοιπόν να βρεθεί να 'χει δύναμη, κείνο τον καιρό, μεγαλύ­τερη απ' το Ιερατείο και κάθισε και σκέφτηκε, και έκτισε μια πόλη για να κηρύξει και να τιμήσει την λατρεία του ενός Θεού.

Θα νόμιζε κανένας πως αυτό ήτανε κάπως δείγμα της αδυναμίας των ιερέων που τον αφήσανε, κι όμως σε τελευταία ανάλυση άλλο δεν απόδειξε απ' την μεγάλη δύναμη τους.

Ήταν άνθρωποι σοφοί τούτοι οι ιερείς, και ξέρανε τ' ανθρώπινα, και τίποτα δεν έκαναν να εμποδίσουν τον Αμένοφι.

Περίμεναν...

Θνητός ήταν ο Αμένοφις, ο άνθρωπος που τόλμησε ν' αφήσει το μυαλό του να σκεφτεί.

Και πέρασε...

Και πέθανε...

Κι ίσως και η αέναη προστριβή του με το Ιερατείο να του συντόμευε κάπως τη ζωή.

Ζώσανε τότε οι ιερείς τον διάδοχο του, τον φέραν στα νερά τους, σβήσανε α­κόμα και το όνομα του Αμένοφι απ' τα αρχαία μνημεία, τον έπνιξαν στην λησμοσύνη του καιρού.

Κανένας πια δεν μπόρεσε να τους αντισταθεί, από τότε κι ύστερα...

Σπάνια στ' αλήθεια τα έβαζε με τους Φαραώ το Ιερατείο. Στήριζε τον θρόνο, μα και τον κρατούσε υποχείριο. Ένα ποτέ δεν συγχωρούσε: κάθε προσπάθεια να φύγει ο κόσμος απ' την άγνοια. Η δύναμη του ήταν ο αμόρφωτος λαός, και η δύναμη του αυτή μονάχα μ' ένα τρόπο μπορούσε να στεριώσει: τυραννικά, μεθοδικά, να μείνει ο Νους του ανθρώπου γυρισμένος κατά το άγνωστο.

Σαν έσβησε η Αίγυπτος, η υπόλοιπη Ανατολή προχώρησε ακόμα περισσότερο σ' αυτή την κατεύθυνση. Φρικιαστικές είναι οι σελίδες της ιστορίας, όταν διαβάζει κανένας γι' αυτές τις εποχές. Μέσα στην αθλιότητα τους οι Ασιατικοί λαοί βρίσκαν τη δύναμη μονάχα με την άρνηση των όσων δεν μπορούσαν να αποφύγουν. Από τον κόσμο των νεκρών που είχαν καθιδρύσει οι Αιγύπτιοι, τον κόσμο εκείνον όπου οι πεθαμένοι περπάταγαν και μίλαγαν και νήστευαν σα να 'ταν ζωντανοί, πέραν σ' έναν άλλον κόσμο, εκείνον ακριβώς που συμβόλιζε όλη αυτή η Αιγυπτιακή νεκρο­φιλία: το απόκοσμο, το άπιαστο, το ασύλληπτο.

Στις Ινδίες, που είχαν την πνευματική πρωτοπορία στην Ανατολή επί αιώνες, ο κόσμος του Νου κι ο κόσμος της ψυχής είχαν βασικά διαχωριστεί, και όλη η ερμη­νεία του σύμπαντος είχε περιέλθει στην ψυχή.

Ό, τι έπιαναν τα χέρια, ό,τι έβλεπαν τα μάτια, ό,τι άκουγαν τ' αυτιά, το ξέγρα­φαν σαν κάτι μυθικό, φανταστικό, άσχετο με τον κόσμο τούτον. Πέρναγε και χανό­τανε σαν όνειρο, σα σκιά, σαν οπτασία και «πραγματικά» έμενε μονάχα το άπιαστο, το υπέρκοσμο, το καταφύγιο το μοναδικό από την πείνα και τη μιζέρια και την αρ­ρώστια και τη φωτιά και το μαχαίρι και το μαστίγιο.

Ο κόσμος ο εσωτερικός, το «σύμπαν της ψυχής», όπως τον λέει ο Γκαίτε, άμα τον κρατήσεις πέρα απ' την τύρβη της ζωής μπορεί να γίνει αυθύπαρκτος: να φτιά­ξει τους δικούς του νόμους, να καθιδρύσει την δική του σιγουράδα.

Έτσι κι η αλήθεια, στις Ινδίες, χωρίστηκε εντελώς από κάθε τι το εξωτερικό. Τα έξω και τα γύρω ήταν ψευδαίσθηση. Η αλήθεια ήταν θέμα διαθέσεως ψυχικής και σ' ένα τέτοιο κόσμο ούτε τα μάτια χρειάζεται να βλέπουν ούτε ο Νους να αξιολογεί τα ιδωμένα.

Είναι φυσικό πως σε μια τέτοια κατάσταση η μόνη νοητική επίδοση που κάπως μπορούσε ν' ανθίσει ήταν τα Μαθηματικά. Τίποτα δεν είναι πιο ακίνδυνο απ' όλον αυτόν τον ιδεατό κόσμο που δημιουργεί η μαθηματική φαντασία. Τα ανώτερα μαθη­ματικά κινούνται σ' έναν κόσμο τόσο απομακρυσμένο απ' την ανθρώπινη αθλιότη­τα που κανένα ιερατείο δεν σκέφτηκε ποτέ να εμποδίσει την ανάπτυξη τους. Ο Νους ήταν ελεύθερος να δρα κατά βούλησιν σ' αυτήν την περιοχή. «Σε σύγκριση με τους Αιγυπτίους είμαστε παιδαριώδεις Μαθηματικοί», παρατηρεί ο Πλάτων.

Σημαντική ήταν. βέβαια, η προσφορά των Ινδιών σ' αϊτό τον τομέα. Μα το κα­κό είναι πως το μυαλό, όταν το περιορίσεις, αρχίζει να μη μπορεί να λειτουργήσει ούτε στην περιοχή εκείνη όπου αφήνεται ελεύθερο.

Σήμερα, στις Ινδίες κι όπου αλλού επικρατεί ο Βουδισμός, που είναι το μεγάλο προϊόν της Ινδικής σκέψης, το επίκεντρο της πίστης είναι η ματαιότης κάθε προ­σπάθειας και κάθε έρευνας για την ανακάλυψη των μυστικών της φύσης.

Όπως, και στην περίπτωση της Αιγύπτου, έτσι κι εδώ η δύναμη του ιερατείου, των Βραχμάνων, και γενικά της μεγάλης Βουδιστικής ιεραρχίας είναι καταπληκτική.

Πάλι ο ίδιος φαύλος κύκλος: ένας εξαθλιωμένος πληθυσμός, χωρίς καμιάν ελπίδα στα εγκόσμια, και ένα ιερατείο που η δύναμη του είναι δεμένη με την πίστη στην ματαιότητα του απτού και του συγκεκριμένου. Ένας τρόπος υπάρχει για να διατηρηθεί τούτη η δύναμη: η άγνοια, κι αυτή την άγνοια το ιερατείο φτάνει να την ευνοεί ακόμα και στην δική του την περίπτωση.

Στις Ινδίες, το ορατό και το απτό αρχίζει ν' αποκτά αξία, όταν γίνεται άπιαστο και αόρατο.

Να τι συμβαίνει όταν η ανθρωπότης βάζει παρωπίδες...

Είμαστε όντα σύνθετα, - σώμα και ψυχή, πνεύμα και νους. Όταν η προσοχή περιοριστεί σ' ένα απ' αυτά μονάχα και ξεχάσει όλα τ' άλλα, το αποτέλεσμα είναι: ανθρώπινα όντα ελλιπή, υποανάπτυκτα, χωρίς μάτια για να δούνε τα όσα προσφέ­ρει η ζωή και τα όσα κρύβει ο μεγάλος κόσμος γύρω μας.

Τέτοιοι ήταν εκείνοι οι Αρχαίοι κόσμοι, των Αιγυπτίων και των άλλων αρχαίων Ασιατικών πολιτισμών, τον καιρό που ο άνθρωπος απομακρυνόταν όλο και περισ­σότερο από την αλήθεια.

Μα τότε, σε κείνον τον κόσμο, κείνο τον καιρό, κάτι άλλο έγινε.

Φάνηκαν οι Έλληνες...