Μια αγαπημένη ιστορία που την αναφέρουν διάφοροι Ρωμαίοι συγγραφείς έχει να κάνει με το σκλάβο Ανδροκλή και ένα ασυνήθιστα μεγάλο και δυνατό λιοντάρι.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο συγγραφέα, Γέλλιο, ο Ανδροκλής είχε ξεφύγει από το διοικητή της επαρχίας της Αφρικής και είχε κρυφτεί μέσα σε μια σπηλιά στην άγρια φύση όταν ξαφνικά μπήκε στην κρυψώνα του ένα λιοντάρι. Το μεγαλοπρεπές ζώο ήταν τραυματισμένο. Είχε μπει ένα αγκάθι στο πόδι του και το έδειξε στο σκλάβο.
Ο Ανδροκλής έβγαλε το αγκάθι και έδεσε το τραύμα. Το ζώο συνδέθηκε μαζί του. Το λιοντάρι έφερνε τα θηράματά του στη σπηλιά και μοίραζαν στη μέση το κρέας. Έζησαν έτσι μαζί στη σπηλιά για τρία χρόνια μέχρι που ο Ανδροκλής κουράστηκε με αυτή τη ζωή και έφυγε.
Δυστυχώς όμως γρήγορα τον έπιασαν και τον έστειλαν στη Ρώμη, στους αγώνες των μονομάχων. Περίπου την ίδια εποχή ένας κυνηγός είχε πιάσει το λιοντάρι, που το έστειλαν και αυτό στη Ρώμη. Ήρθε η μέρα που ο Ανδροκλής βγήκε στην αρένα. Στεκόταν εκεί τρέμοντας και περίμενε το φρικτό του τέλος. Όταν όμως άφησαν ελεύθερο στην αρένα το λιοντάρι συνέβη κάτι αναπάντεχο.
Κουνώντας χαρούμενα την ουρά του το ζώο πλησίασε τον Ανδροκλή και άρχισε να γλείφει τα χέρια και τα πόδια του που είχαν σχεδόν παραλύσει από τον τρόμο. Εκείνος αναγνώρισε το λιοντάρι και άρχισαν να χαιρετιούνται σαν παλιοί φίλοι.
Το κοινό είχε μείνει άναυδο. Ο αυτοκράτορας Καλιγούλας φώναξε τον Ανδροκλή και του ζήτησε εξηγήσεις. Όταν άκουσε την ιστορία έδωσε αμνηστία και στο λιοντάρι και στο σκλάβο.
Από εκείνη την ημέρα και μετά έβλεπαν συχνά στους δρόμους της Ρώμης τον Ανδροκλή να πηγαίνει βόλτα το λιοντάρι του, κρατώντας το από ένα λεπτό λουρί. Οι άνθρωποι χάριζαν σε εκείνον χρήματα και στο λιοντάρι λουλούδια.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο συγγραφέα, Γέλλιο, ο Ανδροκλής είχε ξεφύγει από το διοικητή της επαρχίας της Αφρικής και είχε κρυφτεί μέσα σε μια σπηλιά στην άγρια φύση όταν ξαφνικά μπήκε στην κρυψώνα του ένα λιοντάρι. Το μεγαλοπρεπές ζώο ήταν τραυματισμένο. Είχε μπει ένα αγκάθι στο πόδι του και το έδειξε στο σκλάβο.
Ο Ανδροκλής έβγαλε το αγκάθι και έδεσε το τραύμα. Το ζώο συνδέθηκε μαζί του. Το λιοντάρι έφερνε τα θηράματά του στη σπηλιά και μοίραζαν στη μέση το κρέας. Έζησαν έτσι μαζί στη σπηλιά για τρία χρόνια μέχρι που ο Ανδροκλής κουράστηκε με αυτή τη ζωή και έφυγε.
Δυστυχώς όμως γρήγορα τον έπιασαν και τον έστειλαν στη Ρώμη, στους αγώνες των μονομάχων. Περίπου την ίδια εποχή ένας κυνηγός είχε πιάσει το λιοντάρι, που το έστειλαν και αυτό στη Ρώμη. Ήρθε η μέρα που ο Ανδροκλής βγήκε στην αρένα. Στεκόταν εκεί τρέμοντας και περίμενε το φρικτό του τέλος. Όταν όμως άφησαν ελεύθερο στην αρένα το λιοντάρι συνέβη κάτι αναπάντεχο.
Κουνώντας χαρούμενα την ουρά του το ζώο πλησίασε τον Ανδροκλή και άρχισε να γλείφει τα χέρια και τα πόδια του που είχαν σχεδόν παραλύσει από τον τρόμο. Εκείνος αναγνώρισε το λιοντάρι και άρχισαν να χαιρετιούνται σαν παλιοί φίλοι.
Το κοινό είχε μείνει άναυδο. Ο αυτοκράτορας Καλιγούλας φώναξε τον Ανδροκλή και του ζήτησε εξηγήσεις. Όταν άκουσε την ιστορία έδωσε αμνηστία και στο λιοντάρι και στο σκλάβο.
Από εκείνη την ημέρα και μετά έβλεπαν συχνά στους δρόμους της Ρώμης τον Ανδροκλή να πηγαίνει βόλτα το λιοντάρι του, κρατώντας το από ένα λεπτό λουρί. Οι άνθρωποι χάριζαν σε εκείνον χρήματα και στο λιοντάρι λουλούδια.