Mέχρι τώρα νομίζαμε ότι μεγαλώνουμε μόνοι μας και ότι οι ζωτικές αλλαγές εκτυλίσσονται σύμφωνα με τα γνωρίσματα και τις εμπειρίες του καθενός. Όμως οι ερευνητές αρχίζουν να κατανοούν ότι καθώς μεγαλώνουμε μέσα στις σχέσεις μας, αλλάζουμε και βιολογικά για να γίνουμε περισσότερο σαν τους συντρόφους μας, από ό,τι όταν ήμασταν στην αρχή.
«Η γήρανση είναι μία διαδικασία που τα ζευγάρια βιώνουν μαζί», λέει η Shannon Mejia, μεταδιδακτορική ερευνήτρια που ασχολείται με την έρευνα των σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Ann Arbor. «Βρίσκεστε σε ένα κοινό περιβάλλον, εκτιμάτε το περιβάλλον από κοινού και λαμβάνετε αποφάσεις από κοινού». Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, συνδέεστε σωματικά, όχι μόνο συναισθηματικά.
Νιώθετε σαν να ολοκληρώνετε τις προτάσεις του άλλου, αλλά είναι οι μύες και τα κύτταρα σας που λειτουργούν σε συγχρονισμό.
Οι γιατροί τείνουν να αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ως ξεχωριστά άτομα, καθοδηγούμενοι από την ανάγκη να διασφαλίσουν το απόρρητο του ασθενούς. Αλλά όταν γνωρίζουν πληροφορίες σχετικά με την υγεία του συντρόφου του ασθενούς, ενδέχεται να είναι σε θέση να παρέχουν βασικές πληροφορίες για την υγεία του άλλου. Για παράδειγμα, τα σημάδια της μυϊκής εξασθένησης ή το πρόβλημα στα νεφρά σε ένα σύντροφο, μπορεί να υποδεικνύει παρόμοια προβλήματα για τον άλλο.
Εξετάζοντας παντρεμένα ζευγάρια που ήταν μαζί λιγότερο από 20 χρόνια και εκείνα που ήταν μαζί για περισσότερο από πενήντα, η Mejia και οι συνεργάτες της βρήκαν εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ των συντρόφων που έχουν περάσει δεκαετίες μαζί, ειδικά στην νεφρική λειτουργία και στα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, ενδεικτικοί παράγοντες της θνησιμότητας. Οι ερευνητές παρουσίασαν τα συμπεράσματά τους στην ετήσια συνάντηση της “Gerontological Society of America”.
Τα δεδομένα προήλθαν από 1.568 ηλικιωμένα παντρεμένα ζευγάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα ζευγάρια ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου δεδομένων που περιελάμβαναν πληροφορίες σχετικά με το εισόδημά τους και τον πλούτο τους, την απασχόληση, τις οικογενειακές σχέσεις και την υγεία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που βασίζονται σε εξετάσεις αίματος.
Ένας προφανής λόγος για την ομοιότητα με το σύντροφο είναι ότι οι άνθρωποι συχνά επιλέγουν συντρόφους που είναι σαν κι αυτούς, ανθρώπους με την ίδια καταγωγή και με παρόμοια υπόβαθρα. Αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί υπήρχαν περισσότερες ομοιότητες μεταξύ των συντρόφων που είχαν μακροχρόνιες σχέσεις, σε σύγκριση με τους άλλους.
Οι ερευνητές ανέλυσαν την ηλικία, την εκπαίδευση και τη φυλή των ζευγαριών, για να γνωρίσουν περισσότερα για την επιλογή συντρόφου σε σχέση με τις δεκαετίες που έχουν περάσει μαζί. Όταν υπολόγισαν το αποτέλεσμα, διαπίστωσαν ότι οι βιολογικές ομοιότητες συνεχίζονταν, με βάση τους δείκτες των εξετάσεων αίματος.
Ο τρόπος που οι ερευνητές προσεγγίζουν αυτή την ομοιότητα, διατυπώνεται σαν «κάτι που τα ζευγάρια συν-δημιούργησαν» με την πάροδο του χρόνου χωρίς να υπολογίζεται αυτό που τους έφερε κοντά επειδή είχαν κοινά στοιχεία στην αρχή.
Τώρα οι ερευνητές μελετούν τι μπορεί να προκαλεί αυτές τις «συν-δημιουργημένες» βιολογικές ομοιότητες. «Δουλεύουμε πάνω σε μερικά πράγματα», είπαν, «όπως η επίδραση των κοινών εμπειριών των συντρόφων και του μοιράσματος ενός περιβάλλοντος όπου έχουν παρόμοια πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, όπως τη δυνατότητα να περπατήσουν στις γειτονιές τους ή να βρουν άλλους τρόπους για να μείνουν δραστήριοι».
Σε μία παρόμοια μελέτη, η Christiane Hoppmann, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας, στο Βανκούβερ και οι συνεργάτες της διαπίστωσαν ότι, τα πολύχρονα ζευγάρια βιώνουν παρόμοια επίπεδα δυσκολίας με τις καθημερινές εργασίες, όπως στα ψώνια για τα τρόφιμα, στην προετοιμασία για ένα ζεστό γεύμα και στη λήψη φαρμάκων. Βρήκαν τα ίδια αποτελέσματα στην κατάθλιψη και τόσο με την κατάθλιψη όσο και με τις καθημερινές δυσκολίες στις εργασίες, διαπίστωσαν ότι τα ζευγάρια αλλάζουν συγχρονικά, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο.
Βρήκαν επίσης ότι οι συνέπειες αυτές μεταφέρονταν από την ψυχή στο σώμα. Με άλλα λόγια, όταν αυξανόταν η αίσθηση της κατάθλιψης στον ένα σύντροφο, ο άλλος οδηγείτο σε περιορισμούς των καθημερινών εργασιών του.
Οι ερευνητές Hoppmann και Denis Gerstorf, του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου, δείχνουν ότι ένας βασικός παράγοντας εδώ θα μπορούσε να είναι η σωματική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, εάν ένας καταθλιπτικός σύντροφος αρνείται να βγει από το σπίτι, μπορεί και ο άλλος να αισθάνεται υποχρεωμένος να παραμείνει σε αυτό. Όσο περισσότερο και οι δύο παραμένουν σε μία καθιστική ζωή, τόσο πιο ευάλωτοι γίνονται σε μια σειρά από προβλήματα, από την επιδείνωση της κατάθλιψης μέχρι το διαβήτη, που μπορεί να περιορίσει τις καθημερινές τους λειτουργίες.
Αλλά δεν είναι όλες άσχημες οι είδησεις σε αυτές τις μελέτες για τους συντρόφους.
Ο William Chopik, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Michigan State University, έχει βρει αποδεικτικά στοιχεία για τη δύναμη της αισιοδοξίας. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του, μελέτησαν την αισιοδοξία, μαζί με τους περιορισμούς της υγείας και της δραστηριότητας, σε 2.758 ηλικιωμένα ζευγάρια σε ένα εθνικό σύνολο δεδομένων. Οι βαθμολογίες αισιοδοξίας προήλθαν από ένα τεστ που μετρούσε το επίπεδο της συμφωνίας ή της διαφωνίας με δηλώσεις όπως «σε καιρούς αβεβαιότητας, συνήθως αναμένω το καλύτερο».
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε μια περίοδο τεσσάρων ετών, όταν αυξανόταν η αισιοδοξία ενός συντρόφου, ο άλλος σύντροφος βίωνε λιγότερες ασθένειες όπως ο διαβήτης και η αρθρίτιδα, σε σύγκριση με τα άτομα των οποίων οι σύντροφοι δεν είχαν γίνει πιο αισιόδοξοι. Έτσι, «το γεγονός ότι (ο σύζυγός σας) αύξησε την αισιοδοξία του είναι καλό για σας, ακόμη και αν η δική σας αισιοδοξία σας δεν αυξήθηκε», είπε ο Chopik.
Ο ίδιος δεν είναι σίγουρος γιατί συμβαίνει αυτό, υποστηρίζει στη μελέτη του, η οποία παρουσιάζεται επίσης στη συνεδρίαση της Γεροντολογικής Εταιρείας, στην οποία είχαν ληφθεί υπ’ όψιν οι διαφορές ηλικίας, το φύλο και η εκπαίδευση. Ο ίδιος εικάζει ότι οι αισιόδοξοι άνθρωποι είναι πιθανότερο να ζήσουν υγιείς ζωές και να χρησιμοποιήσουν την επιρροή πάνω στους συντρόφους τους για να τους κάνουν να ζήσουν και εκείνοι υγιείς.
Ο Chopik μελετά πώς τα επίπεδα κορτιζόλης των δύο συντρόφων, μιας ορμόνης που σχετίζεται με το στρες, αλλάζουν και συγχρονίζονται μετην πάροδο του χρόνου. Στο επόμενο ερευνητικό του βήμα, σχεδιάζει να συγκρίνει τα ζευγάρια που βρίσκονται μαζί για τουλάχιστον 40 χρόνια με εκείνα που είναι μαζί για λιγότερο από δύο.
Αυτές οι έρευνες για το πώς τα ζευγάρια επηρεάζουν την υγεία μεταξύ τους, είναι σχετικά νέες, ιδιαίτερα η έρευνα για τις βιολογικές αλλαγές, με τους ερευνητές να εξακολουθούν να ψάχνουν για εξηγήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, λένε, οι συνέπειες για την υγειονομική περίθαλψη είναι σαφείς. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε σχέσεις, δεν αντιμετωπίζουν από μόνοι τους χρόνια προβλήματα υγείας. Όταν ο σύζυγος εκδηλώνει ένα πρόβλημα, ο άλλος σύζυγος θα μπορούσε να είναι μέρος της αιτίας ή η λύση του προβλήματος.
«Η γήρανση είναι μία διαδικασία που τα ζευγάρια βιώνουν μαζί», λέει η Shannon Mejia, μεταδιδακτορική ερευνήτρια που ασχολείται με την έρευνα των σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στο Ann Arbor. «Βρίσκεστε σε ένα κοινό περιβάλλον, εκτιμάτε το περιβάλλον από κοινού και λαμβάνετε αποφάσεις από κοινού». Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, συνδέεστε σωματικά, όχι μόνο συναισθηματικά.
Νιώθετε σαν να ολοκληρώνετε τις προτάσεις του άλλου, αλλά είναι οι μύες και τα κύτταρα σας που λειτουργούν σε συγχρονισμό.
Οι γιατροί τείνουν να αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους ως ξεχωριστά άτομα, καθοδηγούμενοι από την ανάγκη να διασφαλίσουν το απόρρητο του ασθενούς. Αλλά όταν γνωρίζουν πληροφορίες σχετικά με την υγεία του συντρόφου του ασθενούς, ενδέχεται να είναι σε θέση να παρέχουν βασικές πληροφορίες για την υγεία του άλλου. Για παράδειγμα, τα σημάδια της μυϊκής εξασθένησης ή το πρόβλημα στα νεφρά σε ένα σύντροφο, μπορεί να υποδεικνύει παρόμοια προβλήματα για τον άλλο.
Εξετάζοντας παντρεμένα ζευγάρια που ήταν μαζί λιγότερο από 20 χρόνια και εκείνα που ήταν μαζί για περισσότερο από πενήντα, η Mejia και οι συνεργάτες της βρήκαν εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ των συντρόφων που έχουν περάσει δεκαετίες μαζί, ειδικά στην νεφρική λειτουργία και στα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, ενδεικτικοί παράγοντες της θνησιμότητας. Οι ερευνητές παρουσίασαν τα συμπεράσματά τους στην ετήσια συνάντηση της “Gerontological Society of America”.
Τα δεδομένα προήλθαν από 1.568 ηλικιωμένα παντρεμένα ζευγάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα ζευγάρια ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου δεδομένων που περιελάμβαναν πληροφορίες σχετικά με το εισόδημά τους και τον πλούτο τους, την απασχόληση, τις οικογενειακές σχέσεις και την υγεία, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που βασίζονται σε εξετάσεις αίματος.
Ένας προφανής λόγος για την ομοιότητα με το σύντροφο είναι ότι οι άνθρωποι συχνά επιλέγουν συντρόφους που είναι σαν κι αυτούς, ανθρώπους με την ίδια καταγωγή και με παρόμοια υπόβαθρα. Αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί υπήρχαν περισσότερες ομοιότητες μεταξύ των συντρόφων που είχαν μακροχρόνιες σχέσεις, σε σύγκριση με τους άλλους.
Οι ερευνητές ανέλυσαν την ηλικία, την εκπαίδευση και τη φυλή των ζευγαριών, για να γνωρίσουν περισσότερα για την επιλογή συντρόφου σε σχέση με τις δεκαετίες που έχουν περάσει μαζί. Όταν υπολόγισαν το αποτέλεσμα, διαπίστωσαν ότι οι βιολογικές ομοιότητες συνεχίζονταν, με βάση τους δείκτες των εξετάσεων αίματος.
Ο τρόπος που οι ερευνητές προσεγγίζουν αυτή την ομοιότητα, διατυπώνεται σαν «κάτι που τα ζευγάρια συν-δημιούργησαν» με την πάροδο του χρόνου χωρίς να υπολογίζεται αυτό που τους έφερε κοντά επειδή είχαν κοινά στοιχεία στην αρχή.
Τώρα οι ερευνητές μελετούν τι μπορεί να προκαλεί αυτές τις «συν-δημιουργημένες» βιολογικές ομοιότητες. «Δουλεύουμε πάνω σε μερικά πράγματα», είπαν, «όπως η επίδραση των κοινών εμπειριών των συντρόφων και του μοιράσματος ενός περιβάλλοντος όπου έχουν παρόμοια πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, όπως τη δυνατότητα να περπατήσουν στις γειτονιές τους ή να βρουν άλλους τρόπους για να μείνουν δραστήριοι».
Σε μία παρόμοια μελέτη, η Christiane Hoppmann, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας, στο Βανκούβερ και οι συνεργάτες της διαπίστωσαν ότι, τα πολύχρονα ζευγάρια βιώνουν παρόμοια επίπεδα δυσκολίας με τις καθημερινές εργασίες, όπως στα ψώνια για τα τρόφιμα, στην προετοιμασία για ένα ζεστό γεύμα και στη λήψη φαρμάκων. Βρήκαν τα ίδια αποτελέσματα στην κατάθλιψη και τόσο με την κατάθλιψη όσο και με τις καθημερινές δυσκολίες στις εργασίες, διαπίστωσαν ότι τα ζευγάρια αλλάζουν συγχρονικά, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο.
Βρήκαν επίσης ότι οι συνέπειες αυτές μεταφέρονταν από την ψυχή στο σώμα. Με άλλα λόγια, όταν αυξανόταν η αίσθηση της κατάθλιψης στον ένα σύντροφο, ο άλλος οδηγείτο σε περιορισμούς των καθημερινών εργασιών του.
Οι ερευνητές Hoppmann και Denis Gerstorf, του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου, δείχνουν ότι ένας βασικός παράγοντας εδώ θα μπορούσε να είναι η σωματική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, εάν ένας καταθλιπτικός σύντροφος αρνείται να βγει από το σπίτι, μπορεί και ο άλλος να αισθάνεται υποχρεωμένος να παραμείνει σε αυτό. Όσο περισσότερο και οι δύο παραμένουν σε μία καθιστική ζωή, τόσο πιο ευάλωτοι γίνονται σε μια σειρά από προβλήματα, από την επιδείνωση της κατάθλιψης μέχρι το διαβήτη, που μπορεί να περιορίσει τις καθημερινές τους λειτουργίες.
Αλλά δεν είναι όλες άσχημες οι είδησεις σε αυτές τις μελέτες για τους συντρόφους.
Ο William Chopik, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Michigan State University, έχει βρει αποδεικτικά στοιχεία για τη δύναμη της αισιοδοξίας. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του, μελέτησαν την αισιοδοξία, μαζί με τους περιορισμούς της υγείας και της δραστηριότητας, σε 2.758 ηλικιωμένα ζευγάρια σε ένα εθνικό σύνολο δεδομένων. Οι βαθμολογίες αισιοδοξίας προήλθαν από ένα τεστ που μετρούσε το επίπεδο της συμφωνίας ή της διαφωνίας με δηλώσεις όπως «σε καιρούς αβεβαιότητας, συνήθως αναμένω το καλύτερο».
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σε μια περίοδο τεσσάρων ετών, όταν αυξανόταν η αισιοδοξία ενός συντρόφου, ο άλλος σύντροφος βίωνε λιγότερες ασθένειες όπως ο διαβήτης και η αρθρίτιδα, σε σύγκριση με τα άτομα των οποίων οι σύντροφοι δεν είχαν γίνει πιο αισιόδοξοι. Έτσι, «το γεγονός ότι (ο σύζυγός σας) αύξησε την αισιοδοξία του είναι καλό για σας, ακόμη και αν η δική σας αισιοδοξία σας δεν αυξήθηκε», είπε ο Chopik.
Ο ίδιος δεν είναι σίγουρος γιατί συμβαίνει αυτό, υποστηρίζει στη μελέτη του, η οποία παρουσιάζεται επίσης στη συνεδρίαση της Γεροντολογικής Εταιρείας, στην οποία είχαν ληφθεί υπ’ όψιν οι διαφορές ηλικίας, το φύλο και η εκπαίδευση. Ο ίδιος εικάζει ότι οι αισιόδοξοι άνθρωποι είναι πιθανότερο να ζήσουν υγιείς ζωές και να χρησιμοποιήσουν την επιρροή πάνω στους συντρόφους τους για να τους κάνουν να ζήσουν και εκείνοι υγιείς.
Ο Chopik μελετά πώς τα επίπεδα κορτιζόλης των δύο συντρόφων, μιας ορμόνης που σχετίζεται με το στρες, αλλάζουν και συγχρονίζονται μετην πάροδο του χρόνου. Στο επόμενο ερευνητικό του βήμα, σχεδιάζει να συγκρίνει τα ζευγάρια που βρίσκονται μαζί για τουλάχιστον 40 χρόνια με εκείνα που είναι μαζί για λιγότερο από δύο.
Αυτές οι έρευνες για το πώς τα ζευγάρια επηρεάζουν την υγεία μεταξύ τους, είναι σχετικά νέες, ιδιαίτερα η έρευνα για τις βιολογικές αλλαγές, με τους ερευνητές να εξακολουθούν να ψάχνουν για εξηγήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, λένε, οι συνέπειες για την υγειονομική περίθαλψη είναι σαφείς. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε σχέσεις, δεν αντιμετωπίζουν από μόνοι τους χρόνια προβλήματα υγείας. Όταν ο σύζυγος εκδηλώνει ένα πρόβλημα, ο άλλος σύζυγος θα μπορούσε να είναι μέρος της αιτίας ή η λύση του προβλήματος.