Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Ζηλεύω…

Από τα αρχαιότερα συναισθήματα είναι η ζήλια. Η ζήλια είναι παιδί της βιολογίας καθώς – ενίοτε – μας αναγκάζει να βελτιωθούμε ή να μηχανορραφήσουμε για να επιβιώσουμε αλλά και παιδί της σύγκρισης καθώς τη βιώνουμε όταν οι άνθρωποι συγκρινόμαστε με κάποιον και, στο μυαλό μας, χάνουμε αυτή τη σύγκριση.

Γεννιέται λίγο αφού γεννηθούμε και αποτελεί ασυνείδητο και αόρατο μέτρο. Συγκεκριμένα, η σύλληψή της ζήλιας γίνεται γύρω στο δεύτερο χρόνο της ζωής μας και από εκεί και πέρα, προοδευτικά, αναπτύσσεται.

Για να γίνει πιο κατανοητό, οραματιστείτε τη σύγκριση στην οποία, ασυνείδητα, μπαίνουμε οι άνθρωποι σαν μία πλάστιγγα. Στο ένα άκρο είμαστε εμείς ενώ στο άλλο ο άλλος. Φανταστείτε τώρα τη ζήλια να ανεβαίνει στο τάσι το οποίο είναι ο άλλος με αποτέλεσμα η πλάστιγγα να γέρνει προς αυτόν. Στην ουσία, λοιπόν, αν και δικό μας αδερφό συναίσθημα η ζήλια ενεργεί εναντίον μας. Ακριβώς όπως ένας ανεξέλεγκτος αδερφός στον οποίο χρειάζεται να επιβάλλουμε όρια. Όσο τρέφεται, λοιπόν, αυτός ο αόρατος αδερφός τόσο μεγαλώνει και τόσο μεγαλύτερο κομμάτι καταλαμβάνει μέσα μας. Πότε, όμως, περνάει την “εφηβεία” της η ζήλια και πότε ξεκινά να είναι το περισσότερο εμφανής;

Αφού, προηγουμένως, αναφέραμε ότι η ζήλια γεννάται με ένα χρόνο διαφορά από εμάς ήρθε η ώρα να μάθουμε και το γιατί… Ο πρώτος χρόνος της ζωής μας μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ο πλέον ναρκισσιστικός. Η έννοια του ναρκισσισμού έχει να κάνει με την ιδέα της μοναδικότητας για τον βρεφικό εαυτό αφού η πιο σημαντική φιγούρα της ζωής κάποιου – η μητέρα – υπηρετεί κάθε του ανάγκη. Στο τέλος του πρώτου χρόνου ζωής μέχρι και την αρχή του δεύτερου το βρέφος ξεκινά να εξερευνά περισσότερο το χώρο στον οποίο φιλοξενείται μέσω της νεοσύστατης δυνατότητάς του να μπουσουλάει. Είναι η εποχή που η επικοινωνία με κάποιον δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την οπτική επαφή αλλά περνάει και στην διεκδικητική αφή.

Σε αυτό το στάδιο, λοιπόν, το βρέφος καθώς ανακαλύπτει ότι υπάρχουν περισσότερες από μία οδοί επικοινωνίας ανακαλύπτει ότι και η μητέρα είναι μοιραζόμενη ανάμεσα από άλλα πρόσωπα – βασική αρχή πίσω από το κοινωνικό συναίσθημα. Αυτή η συνειδητοποίηση, όμως, μέλλει να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με την ναρκισσιστική πεποίθηση που διατηρούσε μέχρι τώρα… Φανταστείτε ότι δημιουργείται ένα κλάσμα του οποίου αριθμητής και διαιρετέος είναι το ναρκισσιστικό στοιχείο ενώ παρανομαστής και διαιρέτης το νεοσύστατο κοινωνικό συναίσθημα. Όσο πιο σταθερή ήταν στις εκκλήσεις του τον πρώτο χρόνο της ζωή του, η μητέρα, τόσο μικρότερη η ναρκισσιστική αντίσταση και τόσο πιο μεγάλη η κοινωνική επιρροή. Το αποτέλεσμα της διαίρεσης αυτής, όντας πάντα ατελές, αφήνει υπόλοιπο τη ζήλια!

Αναλόγως αν θα είναι μεγάλο ή μικρό, το υπόλοιπο αυτό αναφύεται στην επιφάνεια όταν κάποιος σημαντικός για εμάς έχει καλύτερη αντίδραση σε κάποιον άλλο από ό,τι σε εμάς τους ίδιους. Αφού, όμως, η ζήλια, ομολογουμένως, δεν μας προσφέρει τίποτα και ίσα ίσα μας υποσκάπτει γιατί τη διατηρούμε; Για τον ίδιο λόγο που τρέφουμε και συντηρούμε κάθε τι αρνητικό… Για το λεγόμενο δευτερογενές όφελος! Και αυτό δεν είναι άλλο από το ότι η ζήλια μπορεί να χαρακτηριστεί ως το μυστικό της νεότητας καθώς μας γυρνάει, ασυνείδητα, στην ηλικία των τριών ετών! Την ηλικία, δηλαδή, που ανθίζει περνώντας την “εφηβεία” της όταν ο η γονική φιγούρα του αντίθετου φύλου διεκδικείται – τρόπον τινά – ερωτικά από εμάς τους ίδιους και από τον σύντροφό της και έτερο γονέα μας.

Όταν, λοιπόν, χρόνια αργότερα, η σύντροφος κάποιου κοιτάξει λάγνα κάποιον άλλο άνδρα και ο πρώτος το αντιληφθεί ξεκινά η σύγκριση… Ο άλλος τότε στο μυαλό γιγαντώνεται και μεταμορφώνεται στον παντοδύναμο πατέρα. Τον πατέρα που στην ηλικία των τριών και όταν κοιτάξαμε πρώτη φορά ερωτικά τη μητρική φιγούρα μάς έκοψε τα φτερά βιαίως. Το οιδιπόδειο στάδιο, λοιπόν, επιδρά καταλυτικά στη ζήλια λειτουργώντας πότε ως μεγεθυντικός φακός της και πότε ως υποκοριστικό της. Τι κρύβεται, όμως, πραγματικά πίσω από τη ζήλια;

Μα φυσικά ο φόβος. Ο πολυτάλαντος, στις μεταμφιέσεις, φόβος, ο οποίος σχεδόν πάντα έρχεται προσωπιδοφόρος. Ο φόβος αυτός έχει να κάνει με την απόρριψη και εν γένει με την εγκατάλειψη από πρόσωπα τα οποία θεωρούμε σημαντικά. Είναι ο ίδιος, ακριβώς, φόβος που μας κατέτρεχε όταν στον πρώτο χρόνο της ζωής μας η επιβίωσή μας εξαρτιόταν από την απόκριση της μητέρας. Κάποιος, λοιπόν, που βίωσε την απουσία εκείνης ή μία αμφίθυμη συμπεριφορά της μέλλει και να συνεχίσει να διέπεται από το ίδιο αίσθημα αδυναμίας και εγκατάλειψης εάν σε κάθε δεδομένη ευκαιρία η σύντροφός του δεν μετατρέπεται σε “ιδανική μητέρα” αποδεικνύοντάς του ότι είναι απίκο και αποκλειστικά για εκείνον.

Κλείνοντας, καλό είναι να αναφέρουμε που “κοιμάται” η ζήλια όταν δεν δρα. Κοιμάται στο κομμάτι που έχουμε κρατήσει για τον εαυτό μας και συγκεκριμένα στο κομμάτι που έχει να κάνει με την αυτοεκτίμηση. Εκεί δεσμεύει όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο έως ότου παραγκωνίσει εντελώς την αγάπη που έχει κάποιος για τον εαυτό του και τον καταστήσει έρμαιό της. Στην προσπάθειά της αυτή, η μεγαλύτερη παγίδα της ζήλιας είναι η εκλογίκευση· η παρανόηση ότι είναι απλά η ακραία έκφραση του ενδιαφέροντος. Όσο και να ζηλεύει, όμως, κάποιος και να το εκλογικεύει, εσφαλμένα, ως ενδιαφέρον το μόνο που καταφέρνει είναι να αναβιώνει μία κακή σχέση με τη μητέρα… Κι όταν η σύντροφος γίνει μητέρα τότε εκείνος, μοιραία, γίνεται ανοριακό παιδί…