Όλοι μας έχουμε βέβαια νιώσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι η αυτοσυγκέντρωση.
Πιάνεις να διαβάσεις ένα βιβλίο, θες να προσηλωθείς, και το μυαλό σου όλο ξεφεύγει, εξωτερικοί ή εσωτερικοί ερεθισμοί – φαινομενικά – άσχετοι, οι πιο απρόσκλητοι συνειρμοί κατακλύζουν τη σκέψη κάθε λίγο, κι ο νους σου σαν υπερκινητικός σπουργίτης πετάει μακριά από τις τυπωμένες σελίδες που θες να διαβάσεις. Πρέπει να φτάσεις σε πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα του βιβλίου για να καταφέρουν να σε απορροφήσουν και να τους αφιερωθείς απερίσπαστα.
Ύστερα, πάλι τα ίδια. Ο σπουργίτης νους να ξεφεύγει, να τον κυνηγάς, να τον γυρίζεις για λίγο πίσω, με το ζόρι να τον συγκρατείς εκεί όπου πρέπει, για ελάχιστα. Ειδικά όταν, μαθητές, διαβάζαμε τα αδιάφορα μαθήματα, η ταλαιπωρία ήταν συνεχής.
Και δε συμβαίνει τούτο το κυνηγητό μόνο όταν διαβάζουμε. Σε ένα σωρό απασχολήσεις που απαιτούν την προσοχή μας συμβαίνει. Η δυσκολία μάλιστα συγκέντρωσης, όταν παραγίνεται, θεωρείται παθολογική αδυναμία και καταφεύγει κανείς σε θεραπείες, ασκήσεις του νου, ακόμη και σε λήψη φαρμάκων.
Η σχέση του ανθρώπου με το «τώρα» είναι μια σχέση δύσκολη, δύσκαμπτη και περίπλοκη, σχέση πνευματικής κατάστασης. Υπάρχουν περιπτώσεις που καταντά βαριά προβληματική. Ο νους μας τείνει να θυμάται ή να ονειρεύεται. Να πηγαίνει δηλαδή στο παρελθόν ή να τρέχει στο μέλλον. Σε ένα μέλλον φανταστικό, μια και παντοτινά παραμένει απρόβλεπτο, αλλά και σε ένα παρελθόν συχνά και εν πολλοίς φανταστικό, τουλάχιστον παραλλαγμένο με τρόπους ποικίλους, κριτήρια διάφορα και ασυναίσθητους σκοπούς. Η αλήθεια όμως είναι παρούσα, ευπρόσιτη στο «τώρα». Η πραγματικότητα είναι μόνο εδώ και σ’ εμένα εδώ.
Στις συναντήσεις δύο ερωτευμένων πλασμάτων ο χρόνος γι’ αυτούς, κατά θαυμαστό τρόπο, γίνεται «τώρα». Ερωτευμένων με τον αληθινό έρωτα τον καθολικό, τον αμοιβαίο, της κοινής υπηρεσίας, της συνεννόησης και όχι της παρανόησης, τον πραγματικό έρωτα για δύο, όχι τον φανταστικό του έρημου ενός. Περνούν μαζί, αβίαστα και φυσικά, χωρίς προσπάθεια, χωρίς ίσως ούτε συναίσθηση, στο εκστατικό «τώρα» που τους απορροφά τη χωριστή, διαιρεμένη ζωή και τον χωριστό άλλο χρόνο. Είναι η ένωση, που δεν μπορεί παρά να είναι ένωση και με το «νυν». Κι αν εκείνες τις στιγμές ορκίζονται ο ένας στον άλλον «για πάντα», το εννοούν, ένα τέτοιο «τώρα» που τους χαρίστηκε δεν μπορεί παρά να είναι και «πάντα». Πρόκειται για μια από τις πιο συνταρακτικές εμπειρίες της ψυχής και του σώματος, αδύνατο να λησμονηθεί αν κάποτε βιώθηκε, διότι πρόκειται για εμπειρία Παραδείσου.
Ακόμη και ένα παρελθόν ζήτημα, πατώντας στο «τώρα» θα το κρίνουμε σωστότερα. Αλλά το «τώρα» δεν ασκηθήκαμε να το βιώνουμε. Ίσως από δειλία, ίσως από αδράνεια, από οκνηρία, ίσως γιατί το αληθινό είναι σπαρταριστό και ανεξέλεγκτο. Ίσως γιατί μας έμαθαν να κυνηγούμε αγχωδώς τα αυριανά, τα κοσμικά και τα τριτεύοντα. Κι εμείς μάθαμε να ασφαλιζόμαστε όταν ελέγχουμε ένα περασμένο παρελθόν ή ένα άφθαστο, ανυπόστατο μέλλον. Δεν είναι κάτι μπροστά μας, βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μας. Και μέσα στο κεφάλι μας, εξουσιαστές, συγγραφείς και σκηνοθέτες σεναρίων μας είμαστε μόνο εμείς. Έτσι νομίζουμε τουλάχιστον. Μονάχα όμως οι άνθρωποι που μπορούν να συγκεντρώνονται στο «τώρα» μαθαίνουν, είναι σε θέση να ακούνε και να καταλαβαίνουν τους άλλους, και, το σημαντικό θυμούνται ύστερα καθαρότερα ό,τι έγινε.
Η συγκέντρωση στο «εδώ και τώρα» ενισχύει τη μνήμη. Προσέξτε πως οι περισσότεροι από όσους με τα χρόνια εμφανίζουν προβλήματα μνήμης είναι συνήθως από τους χαρακτήρες που δε βγαίνουν εύκολα από τον εαυτούλη τους, που ζουν εγκλωβισμένοι μέσα στο κεφάλι τους, που πνίγονται όλη τη ζωή τους από άγχος να προλάβουν κάτι συνήθως ασήμαντο, που δεν έχουν ευχέρεια αληθινής επικοινωνίας με άλλους, που δε νοιάζονται για κάτι τέτοιο. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχαν ποτέ καλή επαφή με την πραγματικότητα. Γερνώντας λοιπόν είναι επόμενο να απομακρύνονται όλο και περισσότερο. Ο εγκέφαλος θέλει τη συνεργασία μας, δεν είναι κάτι παντελώς ανεξάρτητο από τη βούλησή μας.
Η επαφή μας με το «τώρα» είναι η επαφή μας με την αρχή της πραγματικότητας, με τον αυθεντικό εαυτό, με ό,τι είναι όντως ον, όντως γνήσιο. Μόνο όταν είσαι μέσα στο «τώρα» και το αισθάνεσαι, όντως είσαι. Πουθενά αλλού. Αλλού είσαι το φάντασμά σου και το όραμά σου. Πώς να συμφιλιωθείς μαζί τους; Τα κυνηγάς κι εκείνα γλιστρούν, αφού στο «τώρα» δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν πουθενά!
Πιάνεις να διαβάσεις ένα βιβλίο, θες να προσηλωθείς, και το μυαλό σου όλο ξεφεύγει, εξωτερικοί ή εσωτερικοί ερεθισμοί – φαινομενικά – άσχετοι, οι πιο απρόσκλητοι συνειρμοί κατακλύζουν τη σκέψη κάθε λίγο, κι ο νους σου σαν υπερκινητικός σπουργίτης πετάει μακριά από τις τυπωμένες σελίδες που θες να διαβάσεις. Πρέπει να φτάσεις σε πολύ ενδιαφέροντα αποσπάσματα του βιβλίου για να καταφέρουν να σε απορροφήσουν και να τους αφιερωθείς απερίσπαστα.
Ύστερα, πάλι τα ίδια. Ο σπουργίτης νους να ξεφεύγει, να τον κυνηγάς, να τον γυρίζεις για λίγο πίσω, με το ζόρι να τον συγκρατείς εκεί όπου πρέπει, για ελάχιστα. Ειδικά όταν, μαθητές, διαβάζαμε τα αδιάφορα μαθήματα, η ταλαιπωρία ήταν συνεχής.
Και δε συμβαίνει τούτο το κυνηγητό μόνο όταν διαβάζουμε. Σε ένα σωρό απασχολήσεις που απαιτούν την προσοχή μας συμβαίνει. Η δυσκολία μάλιστα συγκέντρωσης, όταν παραγίνεται, θεωρείται παθολογική αδυναμία και καταφεύγει κανείς σε θεραπείες, ασκήσεις του νου, ακόμη και σε λήψη φαρμάκων.
Η σχέση του ανθρώπου με το «τώρα» είναι μια σχέση δύσκολη, δύσκαμπτη και περίπλοκη, σχέση πνευματικής κατάστασης. Υπάρχουν περιπτώσεις που καταντά βαριά προβληματική. Ο νους μας τείνει να θυμάται ή να ονειρεύεται. Να πηγαίνει δηλαδή στο παρελθόν ή να τρέχει στο μέλλον. Σε ένα μέλλον φανταστικό, μια και παντοτινά παραμένει απρόβλεπτο, αλλά και σε ένα παρελθόν συχνά και εν πολλοίς φανταστικό, τουλάχιστον παραλλαγμένο με τρόπους ποικίλους, κριτήρια διάφορα και ασυναίσθητους σκοπούς. Η αλήθεια όμως είναι παρούσα, ευπρόσιτη στο «τώρα». Η πραγματικότητα είναι μόνο εδώ και σ’ εμένα εδώ.
Στις συναντήσεις δύο ερωτευμένων πλασμάτων ο χρόνος γι’ αυτούς, κατά θαυμαστό τρόπο, γίνεται «τώρα». Ερωτευμένων με τον αληθινό έρωτα τον καθολικό, τον αμοιβαίο, της κοινής υπηρεσίας, της συνεννόησης και όχι της παρανόησης, τον πραγματικό έρωτα για δύο, όχι τον φανταστικό του έρημου ενός. Περνούν μαζί, αβίαστα και φυσικά, χωρίς προσπάθεια, χωρίς ίσως ούτε συναίσθηση, στο εκστατικό «τώρα» που τους απορροφά τη χωριστή, διαιρεμένη ζωή και τον χωριστό άλλο χρόνο. Είναι η ένωση, που δεν μπορεί παρά να είναι ένωση και με το «νυν». Κι αν εκείνες τις στιγμές ορκίζονται ο ένας στον άλλον «για πάντα», το εννοούν, ένα τέτοιο «τώρα» που τους χαρίστηκε δεν μπορεί παρά να είναι και «πάντα». Πρόκειται για μια από τις πιο συνταρακτικές εμπειρίες της ψυχής και του σώματος, αδύνατο να λησμονηθεί αν κάποτε βιώθηκε, διότι πρόκειται για εμπειρία Παραδείσου.
Ακόμη και ένα παρελθόν ζήτημα, πατώντας στο «τώρα» θα το κρίνουμε σωστότερα. Αλλά το «τώρα» δεν ασκηθήκαμε να το βιώνουμε. Ίσως από δειλία, ίσως από αδράνεια, από οκνηρία, ίσως γιατί το αληθινό είναι σπαρταριστό και ανεξέλεγκτο. Ίσως γιατί μας έμαθαν να κυνηγούμε αγχωδώς τα αυριανά, τα κοσμικά και τα τριτεύοντα. Κι εμείς μάθαμε να ασφαλιζόμαστε όταν ελέγχουμε ένα περασμένο παρελθόν ή ένα άφθαστο, ανυπόστατο μέλλον. Δεν είναι κάτι μπροστά μας, βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μας. Και μέσα στο κεφάλι μας, εξουσιαστές, συγγραφείς και σκηνοθέτες σεναρίων μας είμαστε μόνο εμείς. Έτσι νομίζουμε τουλάχιστον. Μονάχα όμως οι άνθρωποι που μπορούν να συγκεντρώνονται στο «τώρα» μαθαίνουν, είναι σε θέση να ακούνε και να καταλαβαίνουν τους άλλους, και, το σημαντικό θυμούνται ύστερα καθαρότερα ό,τι έγινε.
Η συγκέντρωση στο «εδώ και τώρα» ενισχύει τη μνήμη. Προσέξτε πως οι περισσότεροι από όσους με τα χρόνια εμφανίζουν προβλήματα μνήμης είναι συνήθως από τους χαρακτήρες που δε βγαίνουν εύκολα από τον εαυτούλη τους, που ζουν εγκλωβισμένοι μέσα στο κεφάλι τους, που πνίγονται όλη τη ζωή τους από άγχος να προλάβουν κάτι συνήθως ασήμαντο, που δεν έχουν ευχέρεια αληθινής επικοινωνίας με άλλους, που δε νοιάζονται για κάτι τέτοιο. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχαν ποτέ καλή επαφή με την πραγματικότητα. Γερνώντας λοιπόν είναι επόμενο να απομακρύνονται όλο και περισσότερο. Ο εγκέφαλος θέλει τη συνεργασία μας, δεν είναι κάτι παντελώς ανεξάρτητο από τη βούλησή μας.
Η επαφή μας με το «τώρα» είναι η επαφή μας με την αρχή της πραγματικότητας, με τον αυθεντικό εαυτό, με ό,τι είναι όντως ον, όντως γνήσιο. Μόνο όταν είσαι μέσα στο «τώρα» και το αισθάνεσαι, όντως είσαι. Πουθενά αλλού. Αλλού είσαι το φάντασμά σου και το όραμά σου. Πώς να συμφιλιωθείς μαζί τους; Τα κυνηγάς κι εκείνα γλιστρούν, αφού στο «τώρα» δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν πουθενά!