Πρόκειται μάλλον για την πιο παράξενη αλλά και για την ελκυστικότερη από τις μορφές που αναφέρονται ως προσωκρατικοί. Και σίγουρα κανείς τους δεν είχε θεαματικότερο τέλος. Όπως επισημαίνει ο Πλούταρχος, με την αποχώρηση του Εμπεδοκλή η φιλοσοφία βρέθηκε σε αναταραχή, κυκλοφορούν δε άφθονες ιστορίες για τη μεταμόρφωσή του σε θεό.
Ο Εμπεδοκλής έγραφε δύο έμμετρα έργα, εκτενή κάποτε μα όχι πια, τα Περί φύσεως και Καθαρμοί. Έλεγε πως ήταν «άφθαρτος θεός, όχι πια θνητός». Ο Διογένης τον περιγράφει να φοράει πανάκριβη πορφύρα με χρυσαφένιο ζωνάρι, μπρούντζινα σανδάλια και δάφνινο «στέμμα δελφικό». Είχε πυκνά μαλλιά, κρατούσε πάντοτε μπαστούνι και διέθετε ακολουθία ολόκληρη από νεαρούς που τον φρόντιζαν. Μας φέρνει στο νου κάτι από μάγο, από ιερέα, μα και από τσαρλατάνο. Πάντως δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται ριζοσπάστης στις πολιτικές του θέσεις και ταυτιζόταν με τη δημοκρατία. Λέγεται, μάλιστα, ότι έπεισε τους συμπολίτες του στον Ακράγαντα της Σικελίας να καταργήσουν τους διαχωρισμούς και να καλλιεργήσουν την πολιτειακή ισότητα.
Σ’ ένα από τα εκτενέστερα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου του ο θάνατος αναφέρεται ως «μέγας εκδικητής». Σύμφωνα με το θρύλο, κάποτε κράτησε ζωντανή επί τριάντα μέρες μια γυναίκα που δεν ανάσαινε ούτε είχε σφυγμό. Ο Αέτιος του αποδίδει την άποψη ότι ο ύπνος ήταν απόρροια της ψύξης του αίματος και ότι ο θάνατος επέρχεται όταν αυτό χάσει εντελώς τη θερμότητα του. Αφού λοιπόν η ζέστη είναι ο φορέας της ζωής, το καλύτερο μέρος για να τερματίσει ο Εμπεδοκλής την αναζήτηση της αθανασίας ήταν η φωτιά ενός ηφαιστείου. Κι όπως ιστορούν, φόρεσε τα καλά του και ρίχτηκε εκούσια στην Αίτνα, επιβεβαιώνοντας τις φήμες ότι είχε θεϊκή υπόσταση. Η αλήθεια όμως διαπιστώθηκε αργότερα, όταν στην πλαγιά του ηφαιστείου βρέθηκε to ένα από τα μπρούντζινα σανδάλια του που είχαν φτύσει έξω οι φλόγες.
Υπάρχουν και άλλες ιστορίες για το θάνατο του Εμπεδοκλή, όχι τόσο συναρπαστικές: λένε πως έφυγε από τη Σικελία για την Ελλάδα και δε γύρισε ποτέ, ότι έσπασε το γοφό του πηγαίνοντας σε μια γιορτή και πέθανε από κάποια επακόλουθη αρρώστια, ότι γλίστρησε στη θάλασσα και πνίγηκε λόγω γηρατειών.
Το ότι στο πρόσωπό του συνδυάζονταν η μυστικιστική ύβρις και ο πολιτικός ριζοσπαστισμός ώθησε περίπου είκοσι δύο αιώνες αργότερα -στον απόηχο του ενθουσιασμού ανάσταση- το σπουδαίο Γερμανό φιλόσοφο και ποιητή Φρίντριχ Χαίλντερλιν να γράψει το έμμετρο δράμα Ο θάνατος του Εμπεδοκλή. Η εξαιρετική αυτή σύγχρονη τραγωδία γράφτηκε σε τρεις διαφορετικές εκδοχές στα τέλη της δεκαετίας του 1790, έμεινε όμως ημιτελής και δεν εκτιμήθηκε όσο της άρμοζε. Ο Χαίλντερλιν αποκαλεί «μεθυσμένο με θεό» τον Εμπεδοκλή και του αναγνωρίζει σαφώς ότι ήταν θρησκευτικός μεταρρυθμιστής και πολιτικός επαναστάτης. Ο θάνατος «στην ύψιστη πυρά», όπως την αποκαλεί ο Χαίλντερλιν, γίνεται αντιληπτός ως θυσία στη φύση και ως παραδοχή ότι υπάρχει μια δύναμη ανώτερη από την ανθρώπινη ελευθερία: η ειμαρμένη.
Ο Εμπεδοκλής περιγράφεται πάντοτε ως φυσιογνωμία σοβαρή και αρχοντική, πράγμα που αρκούσε στο Λουκιανό για να τον κάνει ρεζίλι στους Νεκρικούς Διαλόγους, όπου τον δείχνει να κατεβαίνει στον Άδη «μισοκαμένος από την Αίτνα». Όταν ο κυνικός Μένιππος τον ρωτάει τι τον ώθησε να βουτήξει στον κρατήρα, εκείνος αποκρίνεται: «Μια μελαγχολία». Πράγμα που προκαλεί την έκρηξη του Μένιππου:
Όχι! Ματαιοδοξία ήταν· κι έπαρση· και μπόλικη ανοησία· αυτά σ’ έκαψαν ολόκληρο, απ’ την κορφή ως τα νύχια - και καλά σου έκαναν!