Η ζωή είναι ένας αγώνας δρόμου. Τρέχουμε να προλάβουμε υποχρεώσεις, συναντήσεις, στόχους, όνειρα κι έπειτα όταν τα χρόνια έχουν περάσει προσπαθούμε να τρέξουμε με όση δύναμη μπορεί να υπάρξει σ’ αυτό το σύμπαν προς τα πίσω· να ξαναζήσουμε, να σβήσουμε, να μεταμορφώσουμε, να πλάσουμε τον καιρό διαφορετικά. Οι χαρές, οι λύπες, οι ενθουσιασμοί κι οι απογοητεύσεις θα μοιάζουν με μια χαώδη θολούρα που θα προσπαθούμε μάταια να αγγίξουμε. Το κακό είναι ότι ο πόνος θα είναι αυτός που θα έχει μεγαλύτερη ένταση στις αναπολήσεις και αυτό που θέλω εγώ όταν θα είμαι μεγάλη και γεμάτη εμπειρίες είναι να έχω πονέσει για πράγματα που το άξιζαν.
Υπάρχουν πολλές καταστάσεις που μπορούν να φέρουν δάκρυα στα μάτια και άλλες τόσες αναμνήσεις που να μας κάνουν να βρίζουμε τον ηλίθιο εαυτό μας για τις λάθος επιλογές. Μία κατεστραμμένη φιλία, μια αποτυχημένη σχέση, απραγματοποίητοι έρωτες, όνειρα που έμειναν στο ράφι και βήματα που δεν έγιναν ποτέ. «Γιατί», «Κι αν», «Μα πώς» γεμίζουν το μυαλό και το στομάχι σφίγγεται, γραπώνεται, περιμένοντας μια ανακούφιση που δε θα έρθει. Αυτά απλώς ξεχνιούνται και θάβονται προσωρινά, προσπερνούνται στο επόμενο καφέ, στο επόμενο χαμόγελο. Όμως, θα είναι εκεί κρυμμένα και την επόμενη φορά που θα σκεφτούμε πως βρήκαμε τον δρόμο για την ευτυχία, όταν θα τολμήσουμε να ελπίσουμε και να δοκιμάσουμε, θα γεμίσουν το πέρασμα και θα μείνουμε ανήμποροι, θα σκύψουμε το κεφάλι και θα γυρίσουμε πίσω απ’ όπου ήρθαμε, φυλακισμένοι από τους δικούς μας φόβους σε μία μετριότητα που δε μας ικανοποιεί.
Ο πόνος δεν είναι εύκολος να αντιμετωπιστεί, δεν είναι απλό ούτε καν το να τον κοιτάξουμε στα μάτια. Όταν ο πρώτος σου αληθινός -κι όχι πλατωνικός πια- έρωτας δε βρίσκει αντίκρισμα, όταν το σφίξιμο του στομαχιού στις αναμνήσεις είναι οδυνηρό, πώς μπορείς να ανοιχτείς ξανά σε κάποιον; Πώς μπορείς να αφεθείς και πιθανότατα να πληγωθείς και πάλι; Εγώ τουλάχιστον το απέφευγα για αρκετό καιρό με μια κουτσή δικαιολογία που αργότερα φάνηκε πως κρατούσε πατερίτσες. Πώς να εμπιστευτείς ξανά τις ανθρώπινες σχέσεις, την τύχη σου, τις πιθανότητες; Με τι όπλα να παλέψεις να διώξεις τους φόβους από το πέρασμα;
Το ερώτημα είναι, μας αξίζει πράγματι μια ζωή μέτρια των προσδοκιών μας;
Μία ζωή όπου δεν τολμάμε; Αν δεν παίξουμε, ναι, δε θα χάσουμε, όμως δε θα έχουμε και την ευκαιρία να κερδίσουμε. Ασφαλώς και μπορεί να γίνει το πρώτο, όμως και το να σταθούμε στο «ψηλότερο βάθρο» είναι το ίδιο πιθανό και τόσο πιο επιβραβευτικό. Το ιδανικό είναι να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους και τα γεγονότα για τα οποία αξίζει να διακινδυνεύσουμε, ώστε αν τελικά πονέσουμε, να μη νιώσουμε αποτυχημένοι και να βλέπουμε μόνο γκρεμό και ρέμα. Όταν τολμάμε, κάνουμε βήματα μπροστά κι βλέπουμε πως οι φόβοι δεν κλείνουν πια τον δρόμο της προσωπικής ευτυχίας, αλλά στέκονται δίπλα μας φύλακες.
Είναι σημαντικό να ακονίσουμε την κριτική μας άποψη, να ξέρουμε πότε οι φόβοι μάς ελέγχουν και πότε συνεργαζόμαστε σαν ομάδα. Είναι βασικό, να γνωρίζουμε πότε αξίζει να ρισκάρουμε και να ξεπεράσουμε τις αναστολές από το παρελθόν και πότε είναι δίκαιες οι αμφιβολίες μας.
Το θέμα είναι ότι σχεδόν τα πάντα μπορούν να μας πληγώσουν. Το ζήτημα είναι να αναγνωρίζουμε το για τι αξίζει να υποφέρουμε και όταν το βρούμε να στοχεύσουμε στο φεγγάρι και όπου μας πάει. Διαφορετικά, θα μείνουμε στο έδαφος και δε θα νιώσουμε ποτέ πλήρως ικανοποιημένοι. Ακόμα και να προσπαθήσουμε και να αποτύχουμε, θα ξέρουμε πως κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να πετύχουμε το καλύτερο για εμάς. Και τα γεράματα θα μας βρουν λιγότερο μουρτζούφληδες και απογοητευμένους.
Υπάρχουν πολλές καταστάσεις που μπορούν να φέρουν δάκρυα στα μάτια και άλλες τόσες αναμνήσεις που να μας κάνουν να βρίζουμε τον ηλίθιο εαυτό μας για τις λάθος επιλογές. Μία κατεστραμμένη φιλία, μια αποτυχημένη σχέση, απραγματοποίητοι έρωτες, όνειρα που έμειναν στο ράφι και βήματα που δεν έγιναν ποτέ. «Γιατί», «Κι αν», «Μα πώς» γεμίζουν το μυαλό και το στομάχι σφίγγεται, γραπώνεται, περιμένοντας μια ανακούφιση που δε θα έρθει. Αυτά απλώς ξεχνιούνται και θάβονται προσωρινά, προσπερνούνται στο επόμενο καφέ, στο επόμενο χαμόγελο. Όμως, θα είναι εκεί κρυμμένα και την επόμενη φορά που θα σκεφτούμε πως βρήκαμε τον δρόμο για την ευτυχία, όταν θα τολμήσουμε να ελπίσουμε και να δοκιμάσουμε, θα γεμίσουν το πέρασμα και θα μείνουμε ανήμποροι, θα σκύψουμε το κεφάλι και θα γυρίσουμε πίσω απ’ όπου ήρθαμε, φυλακισμένοι από τους δικούς μας φόβους σε μία μετριότητα που δε μας ικανοποιεί.
Ο πόνος δεν είναι εύκολος να αντιμετωπιστεί, δεν είναι απλό ούτε καν το να τον κοιτάξουμε στα μάτια. Όταν ο πρώτος σου αληθινός -κι όχι πλατωνικός πια- έρωτας δε βρίσκει αντίκρισμα, όταν το σφίξιμο του στομαχιού στις αναμνήσεις είναι οδυνηρό, πώς μπορείς να ανοιχτείς ξανά σε κάποιον; Πώς μπορείς να αφεθείς και πιθανότατα να πληγωθείς και πάλι; Εγώ τουλάχιστον το απέφευγα για αρκετό καιρό με μια κουτσή δικαιολογία που αργότερα φάνηκε πως κρατούσε πατερίτσες. Πώς να εμπιστευτείς ξανά τις ανθρώπινες σχέσεις, την τύχη σου, τις πιθανότητες; Με τι όπλα να παλέψεις να διώξεις τους φόβους από το πέρασμα;
Το ερώτημα είναι, μας αξίζει πράγματι μια ζωή μέτρια των προσδοκιών μας;
Μία ζωή όπου δεν τολμάμε; Αν δεν παίξουμε, ναι, δε θα χάσουμε, όμως δε θα έχουμε και την ευκαιρία να κερδίσουμε. Ασφαλώς και μπορεί να γίνει το πρώτο, όμως και το να σταθούμε στο «ψηλότερο βάθρο» είναι το ίδιο πιθανό και τόσο πιο επιβραβευτικό. Το ιδανικό είναι να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τους ανθρώπους και τα γεγονότα για τα οποία αξίζει να διακινδυνεύσουμε, ώστε αν τελικά πονέσουμε, να μη νιώσουμε αποτυχημένοι και να βλέπουμε μόνο γκρεμό και ρέμα. Όταν τολμάμε, κάνουμε βήματα μπροστά κι βλέπουμε πως οι φόβοι δεν κλείνουν πια τον δρόμο της προσωπικής ευτυχίας, αλλά στέκονται δίπλα μας φύλακες.
Είναι σημαντικό να ακονίσουμε την κριτική μας άποψη, να ξέρουμε πότε οι φόβοι μάς ελέγχουν και πότε συνεργαζόμαστε σαν ομάδα. Είναι βασικό, να γνωρίζουμε πότε αξίζει να ρισκάρουμε και να ξεπεράσουμε τις αναστολές από το παρελθόν και πότε είναι δίκαιες οι αμφιβολίες μας.
Το θέμα είναι ότι σχεδόν τα πάντα μπορούν να μας πληγώσουν. Το ζήτημα είναι να αναγνωρίζουμε το για τι αξίζει να υποφέρουμε και όταν το βρούμε να στοχεύσουμε στο φεγγάρι και όπου μας πάει. Διαφορετικά, θα μείνουμε στο έδαφος και δε θα νιώσουμε ποτέ πλήρως ικανοποιημένοι. Ακόμα και να προσπαθήσουμε και να αποτύχουμε, θα ξέρουμε πως κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να πετύχουμε το καλύτερο για εμάς. Και τα γεράματα θα μας βρουν λιγότερο μουρτζούφληδες και απογοητευμένους.