Το σπουδαιότερο πράγμα στη ζωή για τον καταθλιπτικό άνθρωπο είναι η αγάπη, η επιθυμία να αγαπάς και να αγαπιέσαι.
Με βάση αυτά τα συναισθήματα καλλιεργεί τις καλύτερες πλευρές του, αλλά και εξαιτίας αυτών έχει συγχρόνως τα μεγαλύτερα προβλήματα. Θα έχει προβλήματα και κρίσεις κυρίως στις σχέσεις του με τους συντρόφους του. Οι εντάσεις, οι φιλονικίες, οι συγκρούσεις στους δεσμούς του τον τυραννούν, του είναι αφόρητες και τον απασχολούν πολύ περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται, διότι κινητοποιούν το φόβο της απώλειας που έχει.
Για τον ίδιο είναι ακατανόητο το γεγονός ότι ακριβώς αυτές οι προσπάθειες για τον άλλο είναι που οδηγούν το δεσμό σε κρίση. Ο άλλος προσπαθεί να ξεφύγει από το στενό κλοιό που του δημιουργεί. Το καταθλιπτικό άτομο αντιδρά τότε με πανικό, με βαθιά κατάθλιψη και, εξαιτίας του φόβου του, μπορεί να χρησιμοποιήσει πιεστικά μέτρα, φτάνοντας μέχρι την απειλή ή και την απόπειρα αυτοκτονίας καμιά φορά. Του είναι δύσκολο να φανταστεί ότι ο σύντροφός του δεν έχει την ίδια ανάγκη προσέγγισης με εκείνον και βιώνει την ανάγκη του συντρόφου του για απόσταση, ως έλλειψη τρυφερότητας ή ως ένδειξη του τέλους της αγάπης του.
Η ικανότητα του να ταυτίζεται με τον άλλο, να αισθάνεται τρυφερότητα και αγάπη για μια άλλη ύπαρξη και να συμμετέχει σε ότι την αφορά, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του καταθλιπτικού ατόμου και από τις ωραιότερες ιδιότητες του. Πρόκειται για ένα σημαντικό στοιχείο κάθε μορφής αγάπης, κάθε μορφής ανθρωπιάς. Η ετοιμότητα ταύτισης με τον άλλο φτάνει σε πολύ ψηλά επίπεδα, όπου χάνονται πλέον τα όρια μεταξύ του Εγώ και του Εσύ.
Είναι μια κατάσταση, που εκφράζει τη νοσταλγία για την πρωταρχική ενότητα, καθώς και την εκστατική τάση των μυστικιστών να ανυψωθούν σε μεταφυσικά στρώματα, όπου δεν υπάρχουν όρια πια και όπου γίνεσαι ένα με το Θείο. Η τάση αυτή ερμηνεύεται κατά πάσα πιθανότητα ως ασυνείδητη ανάγκη να ξαναβρεθεί κανείς στο πιο υψηλό επίπεδο σχέσης, στη δίχως όρια σχέση που έχει κατά την πρώιμη ηλικία με τη μητέρα του.
Ο υγιής άνθρωπος με καταθλιπτικά στοιχεία έχει μεγάλη ικανότητα για αγάπη, αφοσίωση και θυσία, όπως και ικανότητα να βοηθά το σύντροφό του να ξεπερνούν μαζί τις δυσκολίες της ζωής. Μπορεί να προσφέρει τρυφερότητα και ασφάλεια δίχως προϋποθέσεις.
Στο βαθύτερα διαταραγμένο καταθλιπτικό άτομο ο φόβος της απώλειας είναι πιο έντονος και κυριαρχεί στους δεσμούς του παίρνοντας συνήθως δύο μορφές. Στη μία μορφή ο καταθλιπτικός προσπαθεί να ζει μόνο μέσω του άλλου, σε πλήρη ταύτιση μ’ αυτόν. Αυτό πράγματι καθιστά δυνατή τη μέγιστη προσέγγιση, γίνεται ο άλλος, παύει να είναι ένα ξεχωριστό άτομο που ζει μια ξεχωριστή ζωή. Σκέπτεται και αισθάνεται, όπως εκείνος, μαντεύει τις ανάγκες του, τις «διαβάζει στα μάτια του» θα μπορούσαμε να πούμε, οπότε γνωρίζει τι αυτός απορρίπτει και τι τον ενοχλεί και το εξουδετερώνει. Ταυτίζεται με τις ιδέες του και συμφωνεί με κάθε του άποψη. Με λίγα λόγια ζει σαν να ήταν επικίνδυνο να έχει μια διαφορετική σκέψη, μια δική του γνώμη, ένα διαφορετικό γούστο και γενικά να είναι διαφορετικός, να είναι ο εαυτός του, αφού κάθε αντίθεση κινητοποιεί τον ενεδρεύοντα φόβο της απώλειας. Καταλήγει έτσι να δοθεί απόλυτα στο σύντροφό του, να ζει ανιδιοτελώς, δείχνοντας αυταπάρνηση κάτω από το έμβλημα της αγάπης.
Όταν ένα άτομο, παρότι έχει επίγνωση των κινδύνων της αγάπης, τολμά να αγαπά χωρίς να παρεμποδίζει την εξέλιξη του εαυτού του ούτε και του άλλου, τότε μόνο μπορούμε να μιλάμε για πραγματική αγάπη. Διαφορετικά πρόκειται για συναισθήματα που απορρέουν από το φόβο της αυτονομίας και το φόβο της απώλειας.
Μια συνήθης έκφραση που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των καταθλιπτικών, είναι και η εξής: «Τι σε νοιάζει εσένα, αν θέλω εγώ να σ’ αγαπώ». Πρόκειται για μια μεγαλειώδη προσπάθεια να λυτρωθεί κανείς από το φόβο της απώλειας. Ο σύντροφος μπορεί να συμπεριφέρεται όπως θέλει, αυτός τελικά αγαπά το συναίσθημά του περισσότερο από το σύντροφό του και έτσι εξαρτάται πλέον μόνο από τον ίδιο τον εαυτό του και από την προθυμία του να αγαπά.
Δυσκολότερη είναι η άλλη μορφή σχέσης καταθλιπτικών ατόμων, αυτή της πιεστικής και απειλητικής αγάπης, που εμφανίζεται με τη μορφή της υπερπροστασίας, ενώ πρόκειται για ανάγκη εξουσίας και κυριαρχίας, η οποία επίσης πηγάζει από το φόβο της απώλειας. Αν ο καταθλιπτικός δεν καταφέρει μ’ αυτόν τον τρόπο εκείνο που επιθυμεί, τότε χρησιμοποιεί ισχυρότερα μέσα, όπως την απειλή της αυτοκτονίας, με στόχο την ενοχοποίηση του συντρόφου. Αν δεν είναι ούτε αυτό αρκετό, τότε πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη και απόγνωση. Τότε έχουμε μια σχέση που από την πλευρά του καταπιεσμένου συντρόφου συντηρείται μόνο από φόβο, συμπόνια και ενοχές και όπου το μίσος και η επιθυμία θανάτου υποβόσκουν πάντα κάτω από την επιφανειακή ανοχή.
Η συντροφικότητα χρειάζεται οπωσδήποτε μια δημιουργική απόσταση, ώστε να επιτρέπει την ατομική εξέλιξη και στους δύο συντρόφους. Ουσιαστικά δυνατός είναι ένας δεσμός, όταν δεν υπάρχει εξάρτηση μεταξύ των δύο συντρόφων, όταν ο ένας δε γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης του άλλου. Όποιος δεν τολμά να είναι αυτόνομος σύντροφος, απειλείται ακριβώς γι’ αυτό με το φόβο της απώλειας. Διότι η εξάρτηση και ο μειωμένος αυτοσεβασμός τον οδηγεί στον κίνδυνο να χάσει το σεβασμό του άλλου και να προκαλέσει έτσι την απόρριψή του.
Δεν υπάρχουν βέβαια γενικοί κανόνες που να ρυθμίζουν το μέγεθος της ελευθερίας ή της δέσμευσης που χρειάζεται ή αντέχει κανείς. Ο καθένας θα πρέπει να βρίσκει τα δικά του όρια.
Με βάση αυτά τα συναισθήματα καλλιεργεί τις καλύτερες πλευρές του, αλλά και εξαιτίας αυτών έχει συγχρόνως τα μεγαλύτερα προβλήματα. Θα έχει προβλήματα και κρίσεις κυρίως στις σχέσεις του με τους συντρόφους του. Οι εντάσεις, οι φιλονικίες, οι συγκρούσεις στους δεσμούς του τον τυραννούν, του είναι αφόρητες και τον απασχολούν πολύ περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται, διότι κινητοποιούν το φόβο της απώλειας που έχει.
Για τον ίδιο είναι ακατανόητο το γεγονός ότι ακριβώς αυτές οι προσπάθειες για τον άλλο είναι που οδηγούν το δεσμό σε κρίση. Ο άλλος προσπαθεί να ξεφύγει από το στενό κλοιό που του δημιουργεί. Το καταθλιπτικό άτομο αντιδρά τότε με πανικό, με βαθιά κατάθλιψη και, εξαιτίας του φόβου του, μπορεί να χρησιμοποιήσει πιεστικά μέτρα, φτάνοντας μέχρι την απειλή ή και την απόπειρα αυτοκτονίας καμιά φορά. Του είναι δύσκολο να φανταστεί ότι ο σύντροφός του δεν έχει την ίδια ανάγκη προσέγγισης με εκείνον και βιώνει την ανάγκη του συντρόφου του για απόσταση, ως έλλειψη τρυφερότητας ή ως ένδειξη του τέλους της αγάπης του.
Η ικανότητα του να ταυτίζεται με τον άλλο, να αισθάνεται τρυφερότητα και αγάπη για μια άλλη ύπαρξη και να συμμετέχει σε ότι την αφορά, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του καταθλιπτικού ατόμου και από τις ωραιότερες ιδιότητες του. Πρόκειται για ένα σημαντικό στοιχείο κάθε μορφής αγάπης, κάθε μορφής ανθρωπιάς. Η ετοιμότητα ταύτισης με τον άλλο φτάνει σε πολύ ψηλά επίπεδα, όπου χάνονται πλέον τα όρια μεταξύ του Εγώ και του Εσύ.
Είναι μια κατάσταση, που εκφράζει τη νοσταλγία για την πρωταρχική ενότητα, καθώς και την εκστατική τάση των μυστικιστών να ανυψωθούν σε μεταφυσικά στρώματα, όπου δεν υπάρχουν όρια πια και όπου γίνεσαι ένα με το Θείο. Η τάση αυτή ερμηνεύεται κατά πάσα πιθανότητα ως ασυνείδητη ανάγκη να ξαναβρεθεί κανείς στο πιο υψηλό επίπεδο σχέσης, στη δίχως όρια σχέση που έχει κατά την πρώιμη ηλικία με τη μητέρα του.
Ο υγιής άνθρωπος με καταθλιπτικά στοιχεία έχει μεγάλη ικανότητα για αγάπη, αφοσίωση και θυσία, όπως και ικανότητα να βοηθά το σύντροφό του να ξεπερνούν μαζί τις δυσκολίες της ζωής. Μπορεί να προσφέρει τρυφερότητα και ασφάλεια δίχως προϋποθέσεις.
Στο βαθύτερα διαταραγμένο καταθλιπτικό άτομο ο φόβος της απώλειας είναι πιο έντονος και κυριαρχεί στους δεσμούς του παίρνοντας συνήθως δύο μορφές. Στη μία μορφή ο καταθλιπτικός προσπαθεί να ζει μόνο μέσω του άλλου, σε πλήρη ταύτιση μ’ αυτόν. Αυτό πράγματι καθιστά δυνατή τη μέγιστη προσέγγιση, γίνεται ο άλλος, παύει να είναι ένα ξεχωριστό άτομο που ζει μια ξεχωριστή ζωή. Σκέπτεται και αισθάνεται, όπως εκείνος, μαντεύει τις ανάγκες του, τις «διαβάζει στα μάτια του» θα μπορούσαμε να πούμε, οπότε γνωρίζει τι αυτός απορρίπτει και τι τον ενοχλεί και το εξουδετερώνει. Ταυτίζεται με τις ιδέες του και συμφωνεί με κάθε του άποψη. Με λίγα λόγια ζει σαν να ήταν επικίνδυνο να έχει μια διαφορετική σκέψη, μια δική του γνώμη, ένα διαφορετικό γούστο και γενικά να είναι διαφορετικός, να είναι ο εαυτός του, αφού κάθε αντίθεση κινητοποιεί τον ενεδρεύοντα φόβο της απώλειας. Καταλήγει έτσι να δοθεί απόλυτα στο σύντροφό του, να ζει ανιδιοτελώς, δείχνοντας αυταπάρνηση κάτω από το έμβλημα της αγάπης.
Όταν ένα άτομο, παρότι έχει επίγνωση των κινδύνων της αγάπης, τολμά να αγαπά χωρίς να παρεμποδίζει την εξέλιξη του εαυτού του ούτε και του άλλου, τότε μόνο μπορούμε να μιλάμε για πραγματική αγάπη. Διαφορετικά πρόκειται για συναισθήματα που απορρέουν από το φόβο της αυτονομίας και το φόβο της απώλειας.
Μια συνήθης έκφραση που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των καταθλιπτικών, είναι και η εξής: «Τι σε νοιάζει εσένα, αν θέλω εγώ να σ’ αγαπώ». Πρόκειται για μια μεγαλειώδη προσπάθεια να λυτρωθεί κανείς από το φόβο της απώλειας. Ο σύντροφος μπορεί να συμπεριφέρεται όπως θέλει, αυτός τελικά αγαπά το συναίσθημά του περισσότερο από το σύντροφό του και έτσι εξαρτάται πλέον μόνο από τον ίδιο τον εαυτό του και από την προθυμία του να αγαπά.
Δυσκολότερη είναι η άλλη μορφή σχέσης καταθλιπτικών ατόμων, αυτή της πιεστικής και απειλητικής αγάπης, που εμφανίζεται με τη μορφή της υπερπροστασίας, ενώ πρόκειται για ανάγκη εξουσίας και κυριαρχίας, η οποία επίσης πηγάζει από το φόβο της απώλειας. Αν ο καταθλιπτικός δεν καταφέρει μ’ αυτόν τον τρόπο εκείνο που επιθυμεί, τότε χρησιμοποιεί ισχυρότερα μέσα, όπως την απειλή της αυτοκτονίας, με στόχο την ενοχοποίηση του συντρόφου. Αν δεν είναι ούτε αυτό αρκετό, τότε πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη και απόγνωση. Τότε έχουμε μια σχέση που από την πλευρά του καταπιεσμένου συντρόφου συντηρείται μόνο από φόβο, συμπόνια και ενοχές και όπου το μίσος και η επιθυμία θανάτου υποβόσκουν πάντα κάτω από την επιφανειακή ανοχή.
Η συντροφικότητα χρειάζεται οπωσδήποτε μια δημιουργική απόσταση, ώστε να επιτρέπει την ατομική εξέλιξη και στους δύο συντρόφους. Ουσιαστικά δυνατός είναι ένας δεσμός, όταν δεν υπάρχει εξάρτηση μεταξύ των δύο συντρόφων, όταν ο ένας δε γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης του άλλου. Όποιος δεν τολμά να είναι αυτόνομος σύντροφος, απειλείται ακριβώς γι’ αυτό με το φόβο της απώλειας. Διότι η εξάρτηση και ο μειωμένος αυτοσεβασμός τον οδηγεί στον κίνδυνο να χάσει το σεβασμό του άλλου και να προκαλέσει έτσι την απόρριψή του.
Δεν υπάρχουν βέβαια γενικοί κανόνες που να ρυθμίζουν το μέγεθος της ελευθερίας ή της δέσμευσης που χρειάζεται ή αντέχει κανείς. Ο καθένας θα πρέπει να βρίσκει τα δικά του όρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου