«Ο άνθρωπος τη νύχτα ανάβει ένα φως για τον εαυτό του και η όραση του σβήνει. Στη διάρκεια της ζωής του, όταν κοιμάται, αγγίζει τον θάνατο, μια και η όραση του έχει σβήσει, ενώ όταν είναι ξύπνιος αγγίζει τον ύπνο»
Πρόκειται για ένα από τα πιο συζητημένα αποσπάσματα. Η αδυναμία ορθής ερμηνείας του οδήγησε πολλούς μελετητές να προτείνουν διάφορες διορθώσεις στο αρχικό κείμενο του Κλήμεντος, οι οποίες όμως ελάχιστα συνέβαλαν στην κατανόηση του, καθ’ ομολογία των ίδιων των «διορθωτών» (Marcovich σ. 244). Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να αναλύσουμε το απόσπασμα ως έχει, με οδηγό την κοσμοθεωρία του Ηράκλειτου.
Στο πρώτο μέρος περιγράφεται η εμπειρία του ύπνου ως προσωρινός θάνατος της συνείδησης, όπου η όραση του κοιμισμένου σβήνει, δηλαδή χάνει την αυτοσυνειδησία του. Μέσα στον ύπνο του ανάβει ένα φως, το φως του ονείρου, το οποίο όμως δεν διαλύει το σκοτάδι της συνειδησιακής νύχτας, αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι θιασωτές των «μαντικών ονείρων: το σβήσιμο της όρασης (αποσβεσθείς όψεις) δεν οδηγεί σε μία πληρέστερη «ενόραση», αλλά στην απώλεια της επαφής με τον εξωτερικό κόσμο και τη συνακόλουθη απόσυρση του κοιμωμένου σ ενα χώρο εντελώς υποκειμενικό όπου δεν έχει καν συνείδηση της ταυτότητας του..
Στο δεύτερο μέρος, η ζωή του ανθρώπου περιγράφεται ως εναλλαγή δύο καταστάσεων: ύπνος και εγρήγορση. Τι κοινό έχουν αυτές οι δύο; Στην διάρκεια του ύπνου, μας λέει ο Ηράκλειτος, ο άνθρωπος αγγίζει το νεκρό, δηλαδή προσεγγίσει την κατάσταση του θανάτου, εφόσον αποκτά την ακινησία και την α-συνειδησία του νεκρού, χωρίς όμως να ταυτίζεται με αυτόν (απόδειξη για το τελευταίο είναι η ύπαρξη του ονείρου, δηλ. του αμυδρού φωτός που δεν υπάρχει στους νεκρούς).
Όταν πάλι είναι ξύπνιος, αγγίζει τον κοιμισμένο, δηλαδή προσεγγίζει την κατάσταση του ύπνου, εφόσον η αντίληψη του για τον κόσμο είναι αποσπασματική και υποκειμενική σαν του κοιμισμένου, χωρίς και πάλι να ταυτίζεται με αυτόν (εφόσον ο τελευταίος δεν έχει καμία επαφή με τον εξωτερικό κόσμο τον αντιληπτό δια των αισθήσεων). Και στις δύο λοιπόν περιπτώσεις, ο άνθρωπος προσεγγίσει τον αμέσως χαμηλότερο βαθμό συνειδητότητας, θα λέγαμε τείνει προς αυτόν, χωρίς όμως να τον φθάνει. Με άλλα λόγια αν ο βαθμός συνειδητότητας του νεκρού είναι 0, του κοιμισμένου 1, του ξύπνιου μόνο ως προς τις αισθήσεις (του κοινου ανθρώπου) 2, και του ξύπνιου ως προς τις αισθήσεις και το νου (δηλαδή του φιλοσόφου) 3, τότε ο κοιμισμένος είναι ως προς τον κοινό ξύπνιο όπως ο νεκρός προς τον κοιμισμένο, και ο κοινός ξύπνιος είναι ως προς το φιλόσοφο όπως ο κοιμισμένος προς τον ξύπνιο.
Η ζωή του ανθρώπου είναι μια συνεχής εναλλαγή των καταστάσεων 1 και 2, μέχρι που να φτάσει στην κατάσταση 0, ενώ ο φιλόσοφος αντίθετα, έχει κατορθώσει – δια του νου και του λόγου- να ανυψωθεί στην κατάσταση 3, και αυτό δίνει νόημα στη ζωή του. (παρ ότι και αυτόν τον περιμένει ο θάνατος), μια και όσο ζει είναι σε θέση να κατανοεί το νόμο της αλληλουχίας των αντιθέτων και της αέναης ροής που διέπει το όλο σύστημα 0-1-2 και κατ επέκταση όλα τα κοσμικά φαινόμενα.
Πρόκειται για ένα από τα πιο συζητημένα αποσπάσματα. Η αδυναμία ορθής ερμηνείας του οδήγησε πολλούς μελετητές να προτείνουν διάφορες διορθώσεις στο αρχικό κείμενο του Κλήμεντος, οι οποίες όμως ελάχιστα συνέβαλαν στην κατανόηση του, καθ’ ομολογία των ίδιων των «διορθωτών» (Marcovich σ. 244). Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να αναλύσουμε το απόσπασμα ως έχει, με οδηγό την κοσμοθεωρία του Ηράκλειτου.
Στο πρώτο μέρος περιγράφεται η εμπειρία του ύπνου ως προσωρινός θάνατος της συνείδησης, όπου η όραση του κοιμισμένου σβήνει, δηλαδή χάνει την αυτοσυνειδησία του. Μέσα στον ύπνο του ανάβει ένα φως, το φως του ονείρου, το οποίο όμως δεν διαλύει το σκοτάδι της συνειδησιακής νύχτας, αντίθετα με όσα υποστηρίζουν οι θιασωτές των «μαντικών ονείρων: το σβήσιμο της όρασης (αποσβεσθείς όψεις) δεν οδηγεί σε μία πληρέστερη «ενόραση», αλλά στην απώλεια της επαφής με τον εξωτερικό κόσμο και τη συνακόλουθη απόσυρση του κοιμωμένου σ ενα χώρο εντελώς υποκειμενικό όπου δεν έχει καν συνείδηση της ταυτότητας του..
Στο δεύτερο μέρος, η ζωή του ανθρώπου περιγράφεται ως εναλλαγή δύο καταστάσεων: ύπνος και εγρήγορση. Τι κοινό έχουν αυτές οι δύο; Στην διάρκεια του ύπνου, μας λέει ο Ηράκλειτος, ο άνθρωπος αγγίζει το νεκρό, δηλαδή προσεγγίσει την κατάσταση του θανάτου, εφόσον αποκτά την ακινησία και την α-συνειδησία του νεκρού, χωρίς όμως να ταυτίζεται με αυτόν (απόδειξη για το τελευταίο είναι η ύπαρξη του ονείρου, δηλ. του αμυδρού φωτός που δεν υπάρχει στους νεκρούς).
Όταν πάλι είναι ξύπνιος, αγγίζει τον κοιμισμένο, δηλαδή προσεγγίζει την κατάσταση του ύπνου, εφόσον η αντίληψη του για τον κόσμο είναι αποσπασματική και υποκειμενική σαν του κοιμισμένου, χωρίς και πάλι να ταυτίζεται με αυτόν (εφόσον ο τελευταίος δεν έχει καμία επαφή με τον εξωτερικό κόσμο τον αντιληπτό δια των αισθήσεων). Και στις δύο λοιπόν περιπτώσεις, ο άνθρωπος προσεγγίσει τον αμέσως χαμηλότερο βαθμό συνειδητότητας, θα λέγαμε τείνει προς αυτόν, χωρίς όμως να τον φθάνει. Με άλλα λόγια αν ο βαθμός συνειδητότητας του νεκρού είναι 0, του κοιμισμένου 1, του ξύπνιου μόνο ως προς τις αισθήσεις (του κοινου ανθρώπου) 2, και του ξύπνιου ως προς τις αισθήσεις και το νου (δηλαδή του φιλοσόφου) 3, τότε ο κοιμισμένος είναι ως προς τον κοινό ξύπνιο όπως ο νεκρός προς τον κοιμισμένο, και ο κοινός ξύπνιος είναι ως προς το φιλόσοφο όπως ο κοιμισμένος προς τον ξύπνιο.
Η ζωή του ανθρώπου είναι μια συνεχής εναλλαγή των καταστάσεων 1 και 2, μέχρι που να φτάσει στην κατάσταση 0, ενώ ο φιλόσοφος αντίθετα, έχει κατορθώσει – δια του νου και του λόγου- να ανυψωθεί στην κατάσταση 3, και αυτό δίνει νόημα στη ζωή του. (παρ ότι και αυτόν τον περιμένει ο θάνατος), μια και όσο ζει είναι σε θέση να κατανοεί το νόμο της αλληλουχίας των αντιθέτων και της αέναης ροής που διέπει το όλο σύστημα 0-1-2 και κατ επέκταση όλα τα κοσμικά φαινόμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου