Μπορεί κανείς να δεχτεί να εγχειρήσει τα μάτια του, αλλά όχι να καλλιεργήσει και το βλέμμα του.
Η άγνοια έγινε οργή. Και η οργή οδηγεί πάντοτε στην απόλυτη τύφλωση τού βλέμματος.
Η έλλειψη επαρκών γνώσεων προκαλεί συνήθως, στον άνθρωπο που νιώθει αυτό το κενό, συναισθήματα άλλοτε πικρίας, άλλοτε λύπης και, στην καλύτερη περίπτωση, ταπεινότητας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια στοιχειώδη ευφυΐα και έναν σεβασμό απέναντι στην ίδια τη γνώση σαν αξία. Η αυτονόητη συνέπεια είναι ο άνθρωπος αυτός να σέβεται εκείνον που διαθέτει την επάρκεια που ο ίδιος στερείται και, πάλι στην καλύτερη περίπτωση, να επιθυμεί διακαώς την κάλυψη των κενών τής γνώσης του.
Όλα αυτά είναι λογικά και δεδομένα μέχρις ότου προσεγγίσουμε τον τομέα τής τέχνης, οπόταν όλα τα παραπάνω ανατρέπονται. Εδώ ο στερημένος γνώσεων νιώθει πριν από όλα ότι η περιοχή τής τέχνης έχει εφευρεθεί (γύρευε από ποιους σκοτεινούς κύκλους) με στόχο να μειωθεί αυτός τόσο κοινωνικά όσο και πνευματικά. Έρχεται με άλλα λόγια η τέχνη να αντικαταστήσει στον τομέα των ανισοτήτων την αριστοκρατία ή, αργότερα, τα πλούτη, σαν μοχλός ταξικών διακρίσεων.
Για κάποιον που έκανε δρόμο πολύ και ανάλογη προσπάθεια όλο τον προπερασμένο αιώνα για να καταργήσει τις αριστοκρατικές προθέσεις των ονομάτων και άλλον τόσο δρόμο και αγώνες κατά τον περασμένο αιώνα για να αναδιανείμει τα πλούτη, δεν μπορεί να έρχεται η τέχνη σε τούτο τον αιώνα να τον υποβαθμίζει ξανά. Η στοιχειώδης πια ευφυΐα δεν είναι αρκετή για να τον προστατεύσει. Και η περίσσια ευφυΐα είναι γνωστόν ότι σπανίζει.
Η συνήθης και όχι πλέον αυτονόητη, αντίδραση στην παραπάνω περίπτωση είναι εκείνος που στερείται τη γνώση να μην σέβεται εκείνον που την κατέχει, αλλά, υπογείως πάντοτε, να τον φθονεί και, φανερά συνήθως, να τον ανταγωνίζεται και να τον υπονομεύει. Όσο για την κάλυψη των κενών τής γνώσης του, ούτε λόγος, αφού αυτή η προσπάθεια προϋποθέτει αναγνώριση τής ανεπάρκειάς του.
Πέραν των άλλων ακόμα και ο αδαής είναι έτοιμος να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη εκπαιδευτική πορεία, αρκεί αυτή να μοιάζει με τις διαδικασίες που ήδη γνωρίζει και να του εξασφαλίζει στο τέλος τη σωστή συνταγή και συνάμα την επίσημη βεβαίωση των γνώσεων. Επειδή, όμως, ακόμα και ο αδαής αντιλαμβάνεται ότι η καλλιτεχνική καλλιέργεια είναι διαρκής, ατέρμων, αβέβαιη και δεν αποδεικνύεται με πτυχία ούτε εξασφαλίζεται με συνταγές, προτιμά είτε να εκμεταλλευτεί αυτή την ιδιαιτερότητα προσποιούμενος ότι κατέχει την απαραίτητη γνώση, είτε να αμφισβητεί πλήρως την οποιαδήποτε ανάγκη μιας τέτοιας γνώσης.
Τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα όταν προσεγγίσουμε το πεδίο τής φωτογραφίας και τού κινηματογράφου. Έχει γίνει συνήθεια τις τέχνες αυτές να τις αποκαλούμε νεότερες, μολονότι στον χώρο τής τέχνης ο όρος αυτός δεν έχει σταθερή θέση γιατί το κυρίαρχο ρεύμα τείνει συνεχώς να ανακαλύπτει και νέες, δηλαδή ακόμα νεότερες τέχνες, που θα τις υποκαταστήσουν. Οι τέχνες όμως αυτές (σαν νέες ή νεότερες) δεν έχουν το προνόμιο τού σεβασμού που βγαίνει από τα βάθη των χρόνων.
Ενώ από την άλλη πλευρά παρέχουν την ψευδαίσθηση τής εξοικείωσης μέσα από την καθημερινή τους παρουσία σε όλους τους χώρους τής κοινωνίας, ιδιωτικούς και δημόσιους.
Αλλά πάνω από όλα στηρίζονται στην πιο αξιόπιστη αίσθησή μας, την όραση. Αν ο λαός σαν έσχατη έκφραση δυσπιστίας «δεν πιστεύει τα μάτια του», πώς είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να παραδεχτεί κάτι τέτοιο ο θεατής μιας καλλιτεχνικής φωτογραφίας ή ταινίας, όταν αυτό θα σήμαινε εκτός των άλλων και παραδοχή άγνοιας;
Εκεί η λύπη δίνει τη θέση της στην οργή. Η ευφυΐα εξαφανίζεται και η επιθυμία για κάλυψη των κενών ούτε καν αντιμετωπίζεται. Μπορεί κανείς να δεχτεί να εγχειρήσει τα μάτια του, αλλά όχι να καλλιεργήσει και το βλέμμα του. Η άγνοια έγινε οργή. Και η οργή οδηγεί πάντοτε στην απόλυτη τύφλωση τού βλέμματος.
Η μόνη παρατήρηση που ίσως θα βοηθούσε εκείνον που έχει μπλεχτεί στον φαύλο κύκλο τής άγνοιας και τής οργής είναι ότι προϋπόθεση να βλέπει κανείς με διαύγεια είναι η ταπεινοφροσύνη και η τελευταία έρχεται με την όλο και βαθύτερη γνώση. Τότε ίσως μπορεί κανείς να κατακτήσει και την απόλαυση μια και η απόλυτη γνώση είναι έτσι κι αλλιώς ανέφικτη.
Η άγνοια έγινε οργή. Και η οργή οδηγεί πάντοτε στην απόλυτη τύφλωση τού βλέμματος.
Η έλλειψη επαρκών γνώσεων προκαλεί συνήθως, στον άνθρωπο που νιώθει αυτό το κενό, συναισθήματα άλλοτε πικρίας, άλλοτε λύπης και, στην καλύτερη περίπτωση, ταπεινότητας. Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια στοιχειώδη ευφυΐα και έναν σεβασμό απέναντι στην ίδια τη γνώση σαν αξία. Η αυτονόητη συνέπεια είναι ο άνθρωπος αυτός να σέβεται εκείνον που διαθέτει την επάρκεια που ο ίδιος στερείται και, πάλι στην καλύτερη περίπτωση, να επιθυμεί διακαώς την κάλυψη των κενών τής γνώσης του.
Όλα αυτά είναι λογικά και δεδομένα μέχρις ότου προσεγγίσουμε τον τομέα τής τέχνης, οπόταν όλα τα παραπάνω ανατρέπονται. Εδώ ο στερημένος γνώσεων νιώθει πριν από όλα ότι η περιοχή τής τέχνης έχει εφευρεθεί (γύρευε από ποιους σκοτεινούς κύκλους) με στόχο να μειωθεί αυτός τόσο κοινωνικά όσο και πνευματικά. Έρχεται με άλλα λόγια η τέχνη να αντικαταστήσει στον τομέα των ανισοτήτων την αριστοκρατία ή, αργότερα, τα πλούτη, σαν μοχλός ταξικών διακρίσεων.
Για κάποιον που έκανε δρόμο πολύ και ανάλογη προσπάθεια όλο τον προπερασμένο αιώνα για να καταργήσει τις αριστοκρατικές προθέσεις των ονομάτων και άλλον τόσο δρόμο και αγώνες κατά τον περασμένο αιώνα για να αναδιανείμει τα πλούτη, δεν μπορεί να έρχεται η τέχνη σε τούτο τον αιώνα να τον υποβαθμίζει ξανά. Η στοιχειώδης πια ευφυΐα δεν είναι αρκετή για να τον προστατεύσει. Και η περίσσια ευφυΐα είναι γνωστόν ότι σπανίζει.
Η συνήθης και όχι πλέον αυτονόητη, αντίδραση στην παραπάνω περίπτωση είναι εκείνος που στερείται τη γνώση να μην σέβεται εκείνον που την κατέχει, αλλά, υπογείως πάντοτε, να τον φθονεί και, φανερά συνήθως, να τον ανταγωνίζεται και να τον υπονομεύει. Όσο για την κάλυψη των κενών τής γνώσης του, ούτε λόγος, αφού αυτή η προσπάθεια προϋποθέτει αναγνώριση τής ανεπάρκειάς του.
Πέραν των άλλων ακόμα και ο αδαής είναι έτοιμος να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη εκπαιδευτική πορεία, αρκεί αυτή να μοιάζει με τις διαδικασίες που ήδη γνωρίζει και να του εξασφαλίζει στο τέλος τη σωστή συνταγή και συνάμα την επίσημη βεβαίωση των γνώσεων. Επειδή, όμως, ακόμα και ο αδαής αντιλαμβάνεται ότι η καλλιτεχνική καλλιέργεια είναι διαρκής, ατέρμων, αβέβαιη και δεν αποδεικνύεται με πτυχία ούτε εξασφαλίζεται με συνταγές, προτιμά είτε να εκμεταλλευτεί αυτή την ιδιαιτερότητα προσποιούμενος ότι κατέχει την απαραίτητη γνώση, είτε να αμφισβητεί πλήρως την οποιαδήποτε ανάγκη μιας τέτοιας γνώσης.
Τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα όταν προσεγγίσουμε το πεδίο τής φωτογραφίας και τού κινηματογράφου. Έχει γίνει συνήθεια τις τέχνες αυτές να τις αποκαλούμε νεότερες, μολονότι στον χώρο τής τέχνης ο όρος αυτός δεν έχει σταθερή θέση γιατί το κυρίαρχο ρεύμα τείνει συνεχώς να ανακαλύπτει και νέες, δηλαδή ακόμα νεότερες τέχνες, που θα τις υποκαταστήσουν. Οι τέχνες όμως αυτές (σαν νέες ή νεότερες) δεν έχουν το προνόμιο τού σεβασμού που βγαίνει από τα βάθη των χρόνων.
Ενώ από την άλλη πλευρά παρέχουν την ψευδαίσθηση τής εξοικείωσης μέσα από την καθημερινή τους παρουσία σε όλους τους χώρους τής κοινωνίας, ιδιωτικούς και δημόσιους.
Αλλά πάνω από όλα στηρίζονται στην πιο αξιόπιστη αίσθησή μας, την όραση. Αν ο λαός σαν έσχατη έκφραση δυσπιστίας «δεν πιστεύει τα μάτια του», πώς είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να παραδεχτεί κάτι τέτοιο ο θεατής μιας καλλιτεχνικής φωτογραφίας ή ταινίας, όταν αυτό θα σήμαινε εκτός των άλλων και παραδοχή άγνοιας;
Εκεί η λύπη δίνει τη θέση της στην οργή. Η ευφυΐα εξαφανίζεται και η επιθυμία για κάλυψη των κενών ούτε καν αντιμετωπίζεται. Μπορεί κανείς να δεχτεί να εγχειρήσει τα μάτια του, αλλά όχι να καλλιεργήσει και το βλέμμα του. Η άγνοια έγινε οργή. Και η οργή οδηγεί πάντοτε στην απόλυτη τύφλωση τού βλέμματος.
Η μόνη παρατήρηση που ίσως θα βοηθούσε εκείνον που έχει μπλεχτεί στον φαύλο κύκλο τής άγνοιας και τής οργής είναι ότι προϋπόθεση να βλέπει κανείς με διαύγεια είναι η ταπεινοφροσύνη και η τελευταία έρχεται με την όλο και βαθύτερη γνώση. Τότε ίσως μπορεί κανείς να κατακτήσει και την απόλαυση μια και η απόλυτη γνώση είναι έτσι κι αλλιώς ανέφικτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου