Ο εαυτός (το Εγώ) διαμορφώνεται μέσα από τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, κυρίως με τα μέλη της οικογένειας κατά την περίοδο της ανατροφής. Μέσα από αυτές τις σχέσεις διαμορφώνεται η αυτοεικόνα και οι πεποιθήσεις γύρω από την αξία του εαυτού, που επηρεάζουν το κατά πόσο αισθάνεται κανείς αποδεκτός από τους άλλους. Η αποδοχή από τους άλλους, με τη σειρά της, επηρεάζει το αίσθημα του ανήκειν και την κοινωνικότητα.
Το ερώτημα "πώς νομίζω (ή πώς πιστεύω, πώς υποθέτω, πώς σκέφτομαι) ότι με βλέπουν οι άλλοι", έχει έναν ιδιαίτερα αποκαλυπτικό και, εν δυνάμει, θεραπευτικό χαρακτήρα. Σε όλη μας τη ζωή ερχόμαστε σε επαφή με άλλους ανθρώπους. Για να εργαστούμε κάπου, για να δημιουργήσουμε φιλικές ή συντροφικές σχέσεις και γενικά για να οργανώσουμε τη ζωή μας, πρέπει να συναναστραφούμε με άλλους. Αν κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με άλλους, ο νους μας αναπαράγει αρνητικές σκέψεις γύρω από τον εαυτό, τότε θα εμφανίζονται τα αντίστοιχα συμπτώματα του φόβου, του άγχους, της ντροπής ή της ενοχής, κάτι που θα δυσχεραίνει πολύ την κοινωνικοποίησή μας σε όλα τα επίπεδα.
Αν ένας νους έχει προγραμματιστεί να πιστεύει ότι στην αλληλεπίδραση με άλλους, αυτό που βλέπουν οι άλλοι είναι η εικόνα ενός κατώτερου, ανεπαρκούς, κακού ή προβληματικού ατόμου, τότε αναπτύσσει διάφορους μηχανισμούς προσαρμογής ή αποφυγής, για να αποφύγει να αποκαλύψει κάποιες πτυχές του εαυτού που έχει κρίνει προηγουμένως ως μειονεκτικές. Στην αντίθετη περίπτωση, αν ένας νους δεν δημιουργεί αρνητικές σκέψεις γύρω από τον εαυτό, τότε οι αλληλεπιδράσεις με τους άλλους θα είναι εύκολες και δεν θα εμπεριέχουν αμυντικούς ή άλλους μηχανισμούς.
Το πώς νομίζουμε ότι μας βλέπουν οι άλλοι, αποκαλύπτει το περιεχόμενο του μηχανισμού της προβολής. Η προβολή είναι ουσιαστικά οι σκέψεις που προβάλλει ένας νους προς τα έξω (στους άλλους), χρωματίζοντας τον κόσμο με τα χρώματα της ψυχής. Αν ο εαυτός βάλλεται από σκέψεις αυτοαμφισβήτησης, αναξιότητας, αυτοαπόρριψης, κατωτερότητας και άλλες παρόμοιες, διαμορφώνεται η εντύπωση ότι και οι άλλοι μας βλέπουν έτσι. Είναι όμως αυτό αλήθεια; Πώς ξέρουμε τι βλέπουν οι άλλοι σε εμάς;
Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι πολύ απλή: οι άλλοι βλέπουν ένα σώμα. Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι πιο κρίσιμο: εμείς τι βλέπουμε στους άλλους; Βλέπουμε μόνο σώματα, ή βλέπουμε τις προβολές του νου μας, δηλαδή κριτικές, ταυτότητες, χαρακτηρισμούς, ρόλους και επίθετα; Όταν βλέπουμε άλλους ανθρώπους, βλέπουμε σώματα, ή πιστεύουμε ότι ξέρουμε τι "τύπος" είναι ο άλλος, κρίνοντας από τα ρούχα που φοράει, τη στάση του σώματος, τον τρόπο που μιλάει, και άλλα χαρακτηριστικά;
Οι άνθρωποι που υποφέρουν περισσότερο από το φόβο της κριτικής, είναι αυτοί που κρίνουν τους άλλους. Κάποιος που δεν ασχολείται με το να κρίνει και να κατατάσσει τους ανθρώπους σε κατηγορίες ("αυτός είναι έτσι, ο άλλος είναι αλλιώς"), δεν τον απασχολεί και πολύ για το πώς μπορεί να τον βλέπουν οι άλλοι.
Αυτή είναι και η πραγματική σημασία της ρήσης "μην κρίνεις για να μην κριθείς". Δεν είναι ότι θα κριθείς από κάποιον άλλον, αλλά θα κριθείς από τον ίδιο σου τον νου που θα σε κρίνει όπως κρίνει και τους άλλους. Είναι σαν να στρέφεται το όπλο σου εναντίον σου. Για να απελευθερωθεί κανείς από τις σκέψεις γύρω από τον εαυτό και πώς αυτός γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, πρέπει να κατανοήσει ότι μπορεί να αλληλεπιδρά με τους άλλους χωρίς να "οπλοφορεί". Μόνο όταν κάποιος απαλλαγεί από την πεποίθηση που λέει ότι για να είσαι εντάξει πρέπει να προσέχεις και να αμύνεσαι, τότε θα αρχίσει να κινείται ελεύθερα μέσα στον κόσμο, χωρίς να τον απασχολούν σκέψεις γύρω από τον εαυτό του.
Αν λοιπόν εμφανίζονται δυσκολίες στην αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους, ας αναρωτηθούμε και ας απαντήσουμε ειλικρινά στο ερώτημα: πώς νομίζω ότι με βλέπουν οι άλλοι; Τι νομίζω ότι σκέφτονται όταν με βλέπουν (είτε για πρώτη φορά -οι άγνωστοι- είτε για πολλοστή -οι γνωστοί-); Και επίσης, πώς βλέπω εγώ τους άλλους; Τους "στολίζω" με ονόματα, χαρακτηρισμούς και ταυτότητες, ή βλέπω σώματα που λειτουργούν; Όποιες και αν είναι οι απαντήσεις, πρέπει να τις αναγνωρίσουμε ως τα προϊόντα του προγραμματισμένου νου και όχι ως αντικειμενικές ή απαράλλαχτες αλήθειες. Το μέσο που θα μας επιτρέψει να παρατηρήσουμε τον νου μας καθώς αυτός θα δραστηριοποιείται την ώρα της αλληλεπίδρασής μας με τους άλλους, είναι η επίγνωση.
Το ερώτημα "πώς νομίζω (ή πώς πιστεύω, πώς υποθέτω, πώς σκέφτομαι) ότι με βλέπουν οι άλλοι", έχει έναν ιδιαίτερα αποκαλυπτικό και, εν δυνάμει, θεραπευτικό χαρακτήρα. Σε όλη μας τη ζωή ερχόμαστε σε επαφή με άλλους ανθρώπους. Για να εργαστούμε κάπου, για να δημιουργήσουμε φιλικές ή συντροφικές σχέσεις και γενικά για να οργανώσουμε τη ζωή μας, πρέπει να συναναστραφούμε με άλλους. Αν κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με άλλους, ο νους μας αναπαράγει αρνητικές σκέψεις γύρω από τον εαυτό, τότε θα εμφανίζονται τα αντίστοιχα συμπτώματα του φόβου, του άγχους, της ντροπής ή της ενοχής, κάτι που θα δυσχεραίνει πολύ την κοινωνικοποίησή μας σε όλα τα επίπεδα.
Αν ένας νους έχει προγραμματιστεί να πιστεύει ότι στην αλληλεπίδραση με άλλους, αυτό που βλέπουν οι άλλοι είναι η εικόνα ενός κατώτερου, ανεπαρκούς, κακού ή προβληματικού ατόμου, τότε αναπτύσσει διάφορους μηχανισμούς προσαρμογής ή αποφυγής, για να αποφύγει να αποκαλύψει κάποιες πτυχές του εαυτού που έχει κρίνει προηγουμένως ως μειονεκτικές. Στην αντίθετη περίπτωση, αν ένας νους δεν δημιουργεί αρνητικές σκέψεις γύρω από τον εαυτό, τότε οι αλληλεπιδράσεις με τους άλλους θα είναι εύκολες και δεν θα εμπεριέχουν αμυντικούς ή άλλους μηχανισμούς.
Το πώς νομίζουμε ότι μας βλέπουν οι άλλοι, αποκαλύπτει το περιεχόμενο του μηχανισμού της προβολής. Η προβολή είναι ουσιαστικά οι σκέψεις που προβάλλει ένας νους προς τα έξω (στους άλλους), χρωματίζοντας τον κόσμο με τα χρώματα της ψυχής. Αν ο εαυτός βάλλεται από σκέψεις αυτοαμφισβήτησης, αναξιότητας, αυτοαπόρριψης, κατωτερότητας και άλλες παρόμοιες, διαμορφώνεται η εντύπωση ότι και οι άλλοι μας βλέπουν έτσι. Είναι όμως αυτό αλήθεια; Πώς ξέρουμε τι βλέπουν οι άλλοι σε εμάς;
Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι πολύ απλή: οι άλλοι βλέπουν ένα σώμα. Το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι πιο κρίσιμο: εμείς τι βλέπουμε στους άλλους; Βλέπουμε μόνο σώματα, ή βλέπουμε τις προβολές του νου μας, δηλαδή κριτικές, ταυτότητες, χαρακτηρισμούς, ρόλους και επίθετα; Όταν βλέπουμε άλλους ανθρώπους, βλέπουμε σώματα, ή πιστεύουμε ότι ξέρουμε τι "τύπος" είναι ο άλλος, κρίνοντας από τα ρούχα που φοράει, τη στάση του σώματος, τον τρόπο που μιλάει, και άλλα χαρακτηριστικά;
Οι άνθρωποι που υποφέρουν περισσότερο από το φόβο της κριτικής, είναι αυτοί που κρίνουν τους άλλους. Κάποιος που δεν ασχολείται με το να κρίνει και να κατατάσσει τους ανθρώπους σε κατηγορίες ("αυτός είναι έτσι, ο άλλος είναι αλλιώς"), δεν τον απασχολεί και πολύ για το πώς μπορεί να τον βλέπουν οι άλλοι.
Αυτή είναι και η πραγματική σημασία της ρήσης "μην κρίνεις για να μην κριθείς". Δεν είναι ότι θα κριθείς από κάποιον άλλον, αλλά θα κριθείς από τον ίδιο σου τον νου που θα σε κρίνει όπως κρίνει και τους άλλους. Είναι σαν να στρέφεται το όπλο σου εναντίον σου. Για να απελευθερωθεί κανείς από τις σκέψεις γύρω από τον εαυτό και πώς αυτός γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, πρέπει να κατανοήσει ότι μπορεί να αλληλεπιδρά με τους άλλους χωρίς να "οπλοφορεί". Μόνο όταν κάποιος απαλλαγεί από την πεποίθηση που λέει ότι για να είσαι εντάξει πρέπει να προσέχεις και να αμύνεσαι, τότε θα αρχίσει να κινείται ελεύθερα μέσα στον κόσμο, χωρίς να τον απασχολούν σκέψεις γύρω από τον εαυτό του.
Αν λοιπόν εμφανίζονται δυσκολίες στην αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους, ας αναρωτηθούμε και ας απαντήσουμε ειλικρινά στο ερώτημα: πώς νομίζω ότι με βλέπουν οι άλλοι; Τι νομίζω ότι σκέφτονται όταν με βλέπουν (είτε για πρώτη φορά -οι άγνωστοι- είτε για πολλοστή -οι γνωστοί-); Και επίσης, πώς βλέπω εγώ τους άλλους; Τους "στολίζω" με ονόματα, χαρακτηρισμούς και ταυτότητες, ή βλέπω σώματα που λειτουργούν; Όποιες και αν είναι οι απαντήσεις, πρέπει να τις αναγνωρίσουμε ως τα προϊόντα του προγραμματισμένου νου και όχι ως αντικειμενικές ή απαράλλαχτες αλήθειες. Το μέσο που θα μας επιτρέψει να παρατηρήσουμε τον νου μας καθώς αυτός θα δραστηριοποιείται την ώρα της αλληλεπίδρασής μας με τους άλλους, είναι η επίγνωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου