Μια ιστορία μιας γυναίκας, μάνας.
Ήμουν στο τρένο. Ταξίδευα. Δίπλα μου μια κυρία. Μια γυναίκα με θλιμμένο πρόσωπο. Με κοιτούσε επίμονα. «Μοιάζεις στην κόρη μου», μου είπε. Χαμογέλασα… Ήθελε να συζητήσουμε. Το είχε ανάγκη. Με την κουβέντα, κατέληξε να μου διηγείται την ιστορία της. Ήταν σαν να ήθελε να εξομολογηθεί. Να τα πει κάπου για να … «ξαλαφρώσει»:
«Ήμουν πάντα σκληρή με τα παιδιά μου. Ούτε αγκαλιές ούτε χάδια. Κρατούσα μια… απόσταση κι ας πονούσα μέσα μου. Ήθελα να σκληραγωγηθούν. Να είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν τη ζωή, ό, τι κι αν τους συμβεί. Δεν ήθελα να φοβούνται, να δειλιάζουν, να κλαίνε. Δεν ήθελα να… γίνουν σαν κι εμένα!
Ήμουν ένα παιδί πολύ ευαίσθητο. Μέχρι τα 10 μου χρόνια μεγάλωσα σαν πριγκίπισσα. Απολάμβανα την τρυφερότητα και τις φροντίδες των γονιών μου. Μου έδωσαν αγάπη. Πολλή αγάπη! Όμως δεν μου έδωσαν τα εφόδια να αντιμετωπίσω όσα θα συνέβαιναν στη συνέχεια… όταν εκείνοι έφυγαν.
Ο πατέρας μου αρρώστησε. Μέσα σε έξι μήνες πέθανε. Ήταν τόσο ξαφνικό. Μεγάλο σοκ για όλους μας. Κυρίως για τη μάνα μου. Τον επόμενο χρόνο πέθανε κι εκείνη. Από τη στεναχώρια, είπαν. Από τον θάνατο του πατέρα μου κι έπειτα την έβλεπα κάθε μέρα να γίνεται και χειρότερα. Μέχρι που δεν άντεξε. Υπήρχαν φορές που σκεφτόμουν πως ήθελα κι εγώ να λυπηθώ τόσο που να μην αντέξω! Όπως κι εκείνη. Άλλες πάλι ένιωθα ενοχές που άντεξα τον πόνο. Κι εγώ αγαπούσα τον πατέρα, όσο κι η μάνα μου. Και τη μάνα μου ακόμα πιο πολύ… Γιατί δεν πέθανα κι εγώ, λοιπόν;
Μετά τον θάνατο των γονιών μου, την κηδεμονία μου ανέλαβε μια θεία. Ξαδέρφη του πατέρα μου. Ήταν παντρεμένη με δύο παιδιά. «Τυχερή είσαι», μου έλεγε, «αν δεν ήμασταν εμείς θα σε έκλειναν σε ορφανοτροφείο».
Με τον άντρα της δεν είχα μιλήσει ποτέ. Γύριζε στο σπίτι αργά το απόγευμα, έτρωγε και κοιμόταν. Αργότερα, βέβαια, τον γνώρισα καλά… Πολύ καλά…
Ήταν εκείνο το βράδυ που με επισκέφθηκε στο δωμάτιο. Μύριζε ολόκληρος αλκοόλ. Μου έκλεισε το στόμα με το χέρι του και άρχισε να μου βγάζει τα ρούχα. Φοβήθηκα πολύ, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό που θα ακολουθούσε…
Το μαρτύριο μου διήρκεσε περίπου 7 χρόνια. Δεν ερχόταν στο κρεβάτι μου κάθε βράδυ. Ερχόταν όμως συχνά. Και ήταν αρκετό για να μου καταστρέψει την παιδικότητα. Αρκετό για να μου καταστρέψει τη ζωή.
Δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν. Ποιος θα με πίστευε; Η θεία μου θα κατηγορούσε εμένα για ό, τι συνέβη – έτσι έκανε πάντα. Και έπειτα… ντρεπόμουν. Δεν είναι εύκολο για ένα κορίτσι να… ομολογήσει τον βιασμό του…
Έμεινα έγκυος. Δεν το κατάλαβα παρά μόνο όταν η κοιλιά μου άρχισε να φουσκώνει. Παιδί ήμουν! Δεν ήξερα από αυτά! Μόλις το έμαθε η θεία θύμωσε. Μου έλεγε πως δεν σεβάστηκα το σπίτι και την… αγάπη τους. Πως γύριζα με διάφορους άντρες και… να τώρα τα αποτελέσματα! Μα εγώ δεν έβγαινα έξω από το σπίτι. Έβγαινα μόνο αν με έστελνε η θεία για κάποια δουλειά. Κι αμέσως πάλι πίσω! Γιατί αν αργούσα, φώναζε.
Φαίνεται δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε. Ή ίσως δεν ήθελε να καταλάβει…
Έπειτα από αυτό με έδιωξε. Εκείνη το έκανε για να με τιμωρήσει. Μα για μένα αυτή ήταν η απελευθέρωσή μου. Έφευγα μακριά από τον βασανιστή μου. Μακριά από την κόλαση που ζούσα. Δεν είχα πού να πάω. Όμως, όπου και να βρισκόμουν, θα ήταν καλύτερα. Για μερικές εβδομάδες κοιμόμουν στον δρόμο. Δεν είχα άλλη επιλογή. Μια νύχτα με είδε μια κυρία. Ήταν κοντά στα 70. Δεν ξέρω αν ήταν άγγελος ή απλώς ένας άνθρωπος κανονικός σαν όλους τους υπόλοιπους. Μα, από τους ανθρώπους είχα τόσο… φοβηθεί. Μετά από αυτά που είχα ζήσει, δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος που θα ενδιαφερθεί για μένα. Την έλεγαν Αφροδίτη. Με πήρε σπίτι της, με φρόντισε. Κι ένιωσα πάλι αυτή τη θαλπωρή των παιδικών μου χρόνων. Το βλέμμα της είχε την ίδια ζεστασιά, την ίδια τρυφερότητα με της μαμάς μου.
Αν δεν ήταν εκείνη, δεν ξέρω αν τώρα θα ήμουν ζωντανή. Δεν ξέρω αν θα είχαν γεννηθεί τα μωρά μου. Έκανα δίδυμα. Κι η γυναίκα αυτή τα αγάπησε σαν εγγόνια της. Κάθε μέρα μάς έλεγε πως της αλλάξαμε τη ζωή. Της δώσαμε ζωντάνια! Μα εγώ της απαντούσα πως εκείνη μας ΕΔΩΣΕ ζωή! Με τη βοήθειά της κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου. Μόλις πέρασε λίγος καιρός βρήκα δουλειά. Της είπα ότι ήταν πια ώρα να φύγουμε, αφού αρκετά της είχαμε γίνει βάρος. Όμως, εκείνη δεν σήκωνε κουβέντα! Αν φεύγαμε θα ξαναγύριζε πάλι στην άδεια της ζωή. Δεν θα το άντεχε, είπε.
Έτσι, μείναμε. Έδωσε πολλή αγάπη στα παιδιά μου. Περισσότερη από όση έδωσα εγώ. Εγώ δεν μπορούσα. Όχι επειδή δεν τα αγαπούσα. Τα λάτρευα! Μα επειδή φοβόμουν. Ήθελα να μην είναι ευαίσθητα, ήθελα να είναι σκληρά. Για να μπορούν να ανταπεξέλθουν σε όποια δυσκολία. Η Αφροδίτη ήταν μεγάλη. Δεν θα μπορούσε πάντα να τα προστατεύει. Κι εγώ… Αν κάτι συνέβαινε κι έμεναν μόνα τους; Αν δεν μπορούσα να είμαι κοντά τους; Έπρεπε να έχουν εφόδια! Να έχουν θάρρος και δύναμη. Γι’ αυτό, δεν ήμουν όσο τρυφερή θα ήθελα. Δεν τους χάρισα τα χάδια που άξιζαν, ήμουν σκληρή. Ίσως λίγο αυταρχική…
Τώρα, τα χρόνια έχουν περάσει. Τα παιδιά μου είναι μεγάλα πια. Τώρα πια αν και αργά έχω καταλάβει το λάθος μου.
Τα εφόδια που έπρεπε, τα απέκτησαν. Μα, όχι από μένα! Αλλά από την αγάπη της Αφροδίτης! Και δεν ήταν αυτά που είχα εγώ στο μυαλό μου…
Κάποτε κατηγορούσα τους γονείς μου που δεν με σκληραγώγησαν και στο τέλος έμεινα μόνη μου κι ανήμπορη. Τελικά κατάλαβα πως η αγάπη τους ήταν αρκετή. Η αγάπη τους με μεγάλωσε, οι αναμνήσεις που μου έφτιαξαν με κράτησαν δυνατή να συνεχίσω, να ξεφεύγω από τη μαύρη πραγματικότητα που ζούσα. Τα βράδια στο σπίτι της θείας, αλλά και τα βράδια στον δρόμο, σκεφτόμουν τις όμορφες στιγμές μας και δραπέτευα. Και τέλος, η αγάπη της Αφροδίτης με κράτησε στη ζωή, μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω να προσπαθώ! Η αγάπη της Αφροδίτης ανέθρεψε τα παιδιά μου…
Τώρα προσπαθώ να επανορθώσω. Το συζήτησα μαζί τους. Τους τα είπα όλα – ή μάλλον σχεδόν όλα. Δεν άντεχα να τους πω για τον πατέρα τους. Τι να τους πω; Ότι με κακοποιούσε όταν ακόμα ήμουν παιδί; Ότι τον γνώριζα μέσα από τα αισχρά βράδια που με επισκεπτόταν; Πώς τα λένε αυτά τα γεγονότα;
Νομίζω πως με έχουν συγχωρέσει. Έχουν αγάπη μέσα τους. Κι η αγάπη όλα τα γιατρεύει. Όπως γιάτρεψε και τις δικές μου τις πληγές».
Η ιστορία της τελείωσε. Κι είχαμε σχεδόν φτάσει. Μέχρι το τέλος της διαδρομής δεν μπόρεσα να βγάλω άχνα. Δεν ήξερα τι να της πω. Αν έπρεπε να της πω κάτι… Κράτησα μόνο μια φράση. Ίσως συνηθισμένη, ίσως πολύ ρομαντική. Μα είναι αυτή που συνοψίζει τη ζωή της. Τη ζωή όλων μας: «Η αγάπη όλα τα γιατρεύει».
Ήμουν στο τρένο. Ταξίδευα. Δίπλα μου μια κυρία. Μια γυναίκα με θλιμμένο πρόσωπο. Με κοιτούσε επίμονα. «Μοιάζεις στην κόρη μου», μου είπε. Χαμογέλασα… Ήθελε να συζητήσουμε. Το είχε ανάγκη. Με την κουβέντα, κατέληξε να μου διηγείται την ιστορία της. Ήταν σαν να ήθελε να εξομολογηθεί. Να τα πει κάπου για να … «ξαλαφρώσει»:
«Ήμουν πάντα σκληρή με τα παιδιά μου. Ούτε αγκαλιές ούτε χάδια. Κρατούσα μια… απόσταση κι ας πονούσα μέσα μου. Ήθελα να σκληραγωγηθούν. Να είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν τη ζωή, ό, τι κι αν τους συμβεί. Δεν ήθελα να φοβούνται, να δειλιάζουν, να κλαίνε. Δεν ήθελα να… γίνουν σαν κι εμένα!
Ήμουν ένα παιδί πολύ ευαίσθητο. Μέχρι τα 10 μου χρόνια μεγάλωσα σαν πριγκίπισσα. Απολάμβανα την τρυφερότητα και τις φροντίδες των γονιών μου. Μου έδωσαν αγάπη. Πολλή αγάπη! Όμως δεν μου έδωσαν τα εφόδια να αντιμετωπίσω όσα θα συνέβαιναν στη συνέχεια… όταν εκείνοι έφυγαν.
Ο πατέρας μου αρρώστησε. Μέσα σε έξι μήνες πέθανε. Ήταν τόσο ξαφνικό. Μεγάλο σοκ για όλους μας. Κυρίως για τη μάνα μου. Τον επόμενο χρόνο πέθανε κι εκείνη. Από τη στεναχώρια, είπαν. Από τον θάνατο του πατέρα μου κι έπειτα την έβλεπα κάθε μέρα να γίνεται και χειρότερα. Μέχρι που δεν άντεξε. Υπήρχαν φορές που σκεφτόμουν πως ήθελα κι εγώ να λυπηθώ τόσο που να μην αντέξω! Όπως κι εκείνη. Άλλες πάλι ένιωθα ενοχές που άντεξα τον πόνο. Κι εγώ αγαπούσα τον πατέρα, όσο κι η μάνα μου. Και τη μάνα μου ακόμα πιο πολύ… Γιατί δεν πέθανα κι εγώ, λοιπόν;
Μετά τον θάνατο των γονιών μου, την κηδεμονία μου ανέλαβε μια θεία. Ξαδέρφη του πατέρα μου. Ήταν παντρεμένη με δύο παιδιά. «Τυχερή είσαι», μου έλεγε, «αν δεν ήμασταν εμείς θα σε έκλειναν σε ορφανοτροφείο».
Με τον άντρα της δεν είχα μιλήσει ποτέ. Γύριζε στο σπίτι αργά το απόγευμα, έτρωγε και κοιμόταν. Αργότερα, βέβαια, τον γνώρισα καλά… Πολύ καλά…
Ήταν εκείνο το βράδυ που με επισκέφθηκε στο δωμάτιο. Μύριζε ολόκληρος αλκοόλ. Μου έκλεισε το στόμα με το χέρι του και άρχισε να μου βγάζει τα ρούχα. Φοβήθηκα πολύ, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ αυτό που θα ακολουθούσε…
Το μαρτύριο μου διήρκεσε περίπου 7 χρόνια. Δεν ερχόταν στο κρεβάτι μου κάθε βράδυ. Ερχόταν όμως συχνά. Και ήταν αρκετό για να μου καταστρέψει την παιδικότητα. Αρκετό για να μου καταστρέψει τη ζωή.
Δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν. Ποιος θα με πίστευε; Η θεία μου θα κατηγορούσε εμένα για ό, τι συνέβη – έτσι έκανε πάντα. Και έπειτα… ντρεπόμουν. Δεν είναι εύκολο για ένα κορίτσι να… ομολογήσει τον βιασμό του…
Έμεινα έγκυος. Δεν το κατάλαβα παρά μόνο όταν η κοιλιά μου άρχισε να φουσκώνει. Παιδί ήμουν! Δεν ήξερα από αυτά! Μόλις το έμαθε η θεία θύμωσε. Μου έλεγε πως δεν σεβάστηκα το σπίτι και την… αγάπη τους. Πως γύριζα με διάφορους άντρες και… να τώρα τα αποτελέσματα! Μα εγώ δεν έβγαινα έξω από το σπίτι. Έβγαινα μόνο αν με έστελνε η θεία για κάποια δουλειά. Κι αμέσως πάλι πίσω! Γιατί αν αργούσα, φώναζε.
Φαίνεται δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε. Ή ίσως δεν ήθελε να καταλάβει…
Έπειτα από αυτό με έδιωξε. Εκείνη το έκανε για να με τιμωρήσει. Μα για μένα αυτή ήταν η απελευθέρωσή μου. Έφευγα μακριά από τον βασανιστή μου. Μακριά από την κόλαση που ζούσα. Δεν είχα πού να πάω. Όμως, όπου και να βρισκόμουν, θα ήταν καλύτερα. Για μερικές εβδομάδες κοιμόμουν στον δρόμο. Δεν είχα άλλη επιλογή. Μια νύχτα με είδε μια κυρία. Ήταν κοντά στα 70. Δεν ξέρω αν ήταν άγγελος ή απλώς ένας άνθρωπος κανονικός σαν όλους τους υπόλοιπους. Μα, από τους ανθρώπους είχα τόσο… φοβηθεί. Μετά από αυτά που είχα ζήσει, δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος που θα ενδιαφερθεί για μένα. Την έλεγαν Αφροδίτη. Με πήρε σπίτι της, με φρόντισε. Κι ένιωσα πάλι αυτή τη θαλπωρή των παιδικών μου χρόνων. Το βλέμμα της είχε την ίδια ζεστασιά, την ίδια τρυφερότητα με της μαμάς μου.
Αν δεν ήταν εκείνη, δεν ξέρω αν τώρα θα ήμουν ζωντανή. Δεν ξέρω αν θα είχαν γεννηθεί τα μωρά μου. Έκανα δίδυμα. Κι η γυναίκα αυτή τα αγάπησε σαν εγγόνια της. Κάθε μέρα μάς έλεγε πως της αλλάξαμε τη ζωή. Της δώσαμε ζωντάνια! Μα εγώ της απαντούσα πως εκείνη μας ΕΔΩΣΕ ζωή! Με τη βοήθειά της κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου. Μόλις πέρασε λίγος καιρός βρήκα δουλειά. Της είπα ότι ήταν πια ώρα να φύγουμε, αφού αρκετά της είχαμε γίνει βάρος. Όμως, εκείνη δεν σήκωνε κουβέντα! Αν φεύγαμε θα ξαναγύριζε πάλι στην άδεια της ζωή. Δεν θα το άντεχε, είπε.
Έτσι, μείναμε. Έδωσε πολλή αγάπη στα παιδιά μου. Περισσότερη από όση έδωσα εγώ. Εγώ δεν μπορούσα. Όχι επειδή δεν τα αγαπούσα. Τα λάτρευα! Μα επειδή φοβόμουν. Ήθελα να μην είναι ευαίσθητα, ήθελα να είναι σκληρά. Για να μπορούν να ανταπεξέλθουν σε όποια δυσκολία. Η Αφροδίτη ήταν μεγάλη. Δεν θα μπορούσε πάντα να τα προστατεύει. Κι εγώ… Αν κάτι συνέβαινε κι έμεναν μόνα τους; Αν δεν μπορούσα να είμαι κοντά τους; Έπρεπε να έχουν εφόδια! Να έχουν θάρρος και δύναμη. Γι’ αυτό, δεν ήμουν όσο τρυφερή θα ήθελα. Δεν τους χάρισα τα χάδια που άξιζαν, ήμουν σκληρή. Ίσως λίγο αυταρχική…
Τώρα, τα χρόνια έχουν περάσει. Τα παιδιά μου είναι μεγάλα πια. Τώρα πια αν και αργά έχω καταλάβει το λάθος μου.
Τα εφόδια που έπρεπε, τα απέκτησαν. Μα, όχι από μένα! Αλλά από την αγάπη της Αφροδίτης! Και δεν ήταν αυτά που είχα εγώ στο μυαλό μου…
Κάποτε κατηγορούσα τους γονείς μου που δεν με σκληραγώγησαν και στο τέλος έμεινα μόνη μου κι ανήμπορη. Τελικά κατάλαβα πως η αγάπη τους ήταν αρκετή. Η αγάπη τους με μεγάλωσε, οι αναμνήσεις που μου έφτιαξαν με κράτησαν δυνατή να συνεχίσω, να ξεφεύγω από τη μαύρη πραγματικότητα που ζούσα. Τα βράδια στο σπίτι της θείας, αλλά και τα βράδια στον δρόμο, σκεφτόμουν τις όμορφες στιγμές μας και δραπέτευα. Και τέλος, η αγάπη της Αφροδίτης με κράτησε στη ζωή, μου έδωσε τη δύναμη να συνεχίσω να προσπαθώ! Η αγάπη της Αφροδίτης ανέθρεψε τα παιδιά μου…
Τώρα προσπαθώ να επανορθώσω. Το συζήτησα μαζί τους. Τους τα είπα όλα – ή μάλλον σχεδόν όλα. Δεν άντεχα να τους πω για τον πατέρα τους. Τι να τους πω; Ότι με κακοποιούσε όταν ακόμα ήμουν παιδί; Ότι τον γνώριζα μέσα από τα αισχρά βράδια που με επισκεπτόταν; Πώς τα λένε αυτά τα γεγονότα;
Νομίζω πως με έχουν συγχωρέσει. Έχουν αγάπη μέσα τους. Κι η αγάπη όλα τα γιατρεύει. Όπως γιάτρεψε και τις δικές μου τις πληγές».
Η ιστορία της τελείωσε. Κι είχαμε σχεδόν φτάσει. Μέχρι το τέλος της διαδρομής δεν μπόρεσα να βγάλω άχνα. Δεν ήξερα τι να της πω. Αν έπρεπε να της πω κάτι… Κράτησα μόνο μια φράση. Ίσως συνηθισμένη, ίσως πολύ ρομαντική. Μα είναι αυτή που συνοψίζει τη ζωή της. Τη ζωή όλων μας: «Η αγάπη όλα τα γιατρεύει».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου