Και να που εφτασα σε μια ηλικια που τα πραγματα ολα μετρανε αλλιως. Εχουν αλλες διαστασεις, αλλα μεγεθη, αλλες ερμηνειες. Αυτα που χρωματιζουν πια τη ζωη δεν ειναι για μια ωρα αναγκης, δε χαιδευουν ψευτικα, δεν αγοραζονται, δεν πωλουνται. Και κυριως δεν δανειζονται. Μπορουν να χαριστουν ως πολυτιμα δωρα, γιατι ειναι οι στιγμες πλεον μετρησιμες. Και ως πανακριβα δωρα, με τα χρονια αποκτουν αλλη αξια, καμια φορα και αμυθητη...
Εφτασα πια σε μια ηλικια που οι σχεσεις εχουν βαθος μα δεν βαραινουν τη ψυχη. Αφησα προ πολλου πισω τη ρηχοτητα, την επιφανεια, το λουστρο και το φαινεσθαι. Ετσι κι αλλιως απορριπτεα, ποτέ δικα μου μα ωστοσο γνωριμα...
Ακομα και ο καφες δεν εχει την εννοια μιας ξεπετας, μια υποχρεωση κι εξω απο τη πορτα. Ειναι αναγκη. Ειναι θελω. Θελω να ακουμπησω λιγο τη ψυχη μου στο φλυτζανι. Θελω να στη δειξω και θελω να τη δεις. Θελω να ρουφηξω το τσιγαρο μου και να παρω και τη θλιψη σου αν μπορω. Το προβλημα σου. Τη στεναχωρια σου. Δεν ειναι πια «για πες, τι αλλα...». Δεν ειναι ο χρονος μου αυτος. Δεν ειμαι εγω. Δεν θα με βρεις ποτε ξανα εκει...
Εφτασα σε μια ηλικια που μπορω, επειδη αντεχω, να εκτιμησω και να απορριψω, χωρις να γδαρω πια τη ψυχη μου. Γιατι δε σηκωνει αλλες γρατζουνιες. Κι αν επετρεψα να αφησουν καποιοι τις νυχιες τους πανω της, δεν ηταν ελαφροτητα, ουτε αγνοια. Συνειδητη επιλογη υπηρξε επειδη δεν μπορεις να επιστρεψεις τη ψυχη σου αθικτη. Ατσαλακωτη. Αχρησιμοποιητη. Δεν γινεται. Μα δεν μπορεις να την ταλαιπωρεις και αιωνια...
Εφτασα σε μια ηλικια που αναπνεω. Το κερδισα το δικαιωμα. Επειδη εζησα χρονια χωρις ανασα. Μα τωρα μπορω και αναπνεω βαθια, χαλαρωτικα. Δεν μου ειναι πλεον δυσκολο στην εκπνοη να σε εκπνευσω σαν αχρηστο καπνο, τελειωμενο... Δεν μου ειναι δυσκολο τιποτα πια, μονο που μου τελειωσαν οι ευκαιριες κι αλλες δεν εχω να δωσω...
Εφτασα πια σε μια ηλικια που οι σχεσεις εχουν βαθος μα δεν βαραινουν τη ψυχη. Αφησα προ πολλου πισω τη ρηχοτητα, την επιφανεια, το λουστρο και το φαινεσθαι. Ετσι κι αλλιως απορριπτεα, ποτέ δικα μου μα ωστοσο γνωριμα...
Ακομα και ο καφες δεν εχει την εννοια μιας ξεπετας, μια υποχρεωση κι εξω απο τη πορτα. Ειναι αναγκη. Ειναι θελω. Θελω να ακουμπησω λιγο τη ψυχη μου στο φλυτζανι. Θελω να στη δειξω και θελω να τη δεις. Θελω να ρουφηξω το τσιγαρο μου και να παρω και τη θλιψη σου αν μπορω. Το προβλημα σου. Τη στεναχωρια σου. Δεν ειναι πια «για πες, τι αλλα...». Δεν ειναι ο χρονος μου αυτος. Δεν ειμαι εγω. Δεν θα με βρεις ποτε ξανα εκει...
Εφτασα σε μια ηλικια που μπορω, επειδη αντεχω, να εκτιμησω και να απορριψω, χωρις να γδαρω πια τη ψυχη μου. Γιατι δε σηκωνει αλλες γρατζουνιες. Κι αν επετρεψα να αφησουν καποιοι τις νυχιες τους πανω της, δεν ηταν ελαφροτητα, ουτε αγνοια. Συνειδητη επιλογη υπηρξε επειδη δεν μπορεις να επιστρεψεις τη ψυχη σου αθικτη. Ατσαλακωτη. Αχρησιμοποιητη. Δεν γινεται. Μα δεν μπορεις να την ταλαιπωρεις και αιωνια...
Εφτασα σε μια ηλικια που αναπνεω. Το κερδισα το δικαιωμα. Επειδη εζησα χρονια χωρις ανασα. Μα τωρα μπορω και αναπνεω βαθια, χαλαρωτικα. Δεν μου ειναι πλεον δυσκολο στην εκπνοη να σε εκπνευσω σαν αχρηστο καπνο, τελειωμενο... Δεν μου ειναι δυσκολο τιποτα πια, μονο που μου τελειωσαν οι ευκαιριες κι αλλες δεν εχω να δωσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου