Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 1946, 8.30 μ.μ. Στο Gibbs Building του King’s College στο Cambridge, στην αίθουσα H3, έχουν ήδη συγκεντρωθεί τα μέλη του MoralScience Club για να ακούσουν τη διάλεξη του επισκέπτη καθηγητή Karl Popper με τίτλο: «Υπάρχουν φιλοσοφικά προβλήματα;»
Ανάμεσα στους περίπου τριάντα παρευρισκόμενους βρίσκεται ο πρόεδρος της λέσχης Ludwig Wittgenstein και ο Bertrand Russell. Το θέμα της διάλεξης ακούγεται μάλλον ακίνδυνο, αλλά ο ασυμπάθητος Popper το έχει προσεκτικά επιλέξει για να προκαλέσει τον αχώνευτο Wittgenstein. Θα τα καταφέρει; (Σιγουράκι!)
Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός, όμως; Οι Wittgenstein και Popper μοιράζονταν κάποια κοινά χαρακτηριστικά: ήταν και οι δύο εβραϊκής καταγωγής (αλλά όχι Εβραίοι στο θρήσκευμα) Βιεννέζοι, εγκαταστημένοι στην Αγγλία· έντονες προσωπικότητες και οι δύο, δύσκολοι άνθρωποι· και φιλόσοφοι. Μέχρι εδώ, όμως, οι ομοιότητες – από κει και πέρα, χαώδεις διαφορές. Ο Wittgenstein ήταν η αδιαμφισβήτητη ιδιοφυΐα τού Trinity College, o απρόθυμος κυρίαρχος της φιλοσοφίας στο Cambridge· ο Popper είχε ταλαιπωρηθεί σχεδόν μία δεκαετία στο Πανεπιστήμιο της Νέας Ζηλανδίας μέχρι να βρει θέση στο LSE. Ο Wittgenstein ήταν ήδη θρύλος, αλλά μόνο στο φιλοσοφικό σινάφι – ο ενήμερος μορφωμένος αναγνώστης τον αγνοούσε· ο Popper, υπό αυτή την έννοια, ήταν αναγνωρισμένος σε ευρύτερη κλίμακα, κυρίως λόγω του τότε πρόσφατου και επιτυχημένου βιβλίου του Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, όπου περνούσε από τη φιλοσοφική μηχανή του κιμά τον Πλάτωνα, τον Hegel και τον Marx, κατηγορώντας τους ως θιασώτες του ολοκληρωτισμού. Οι φιλοσοφικές τους διαφορές ήταν αγεφύρωτες. Ο ένας θεωρούσε ότι ο άλλος δεν έκανε καν φιλοσοφία. Αμοιβαία έχθρα και περιφρόνηση, χωρίς να έχουν συναντηθεί ποτέ. Συναντήθηκαν για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή τους εκείνη την Παρασκευή. Και παραλίγο να έρθουν στα χέρια.
Η αναμέτρησή τους έχει περάσει στη σφαίρα του ακαδημαϊκού μύθου. Οι David Edmonds και John Eidinow έχουν γράψει ολόκληρο βιβλίο[i] όπου διερευνούν ένα συμβάν που δεν κράτησε περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας. Αναφορές σε αυτή την ιστορία υπάρχουν σε δεκάδες βιβλία (των παρισταμένων, και όχι μόνο) και (κυριολεκτικά) εκατοντάδες άρθρα. Η διαδεδομένη εκδοχή, όπως παρατίθεται από τον Popper στην αυτοβιογραφία του[ii], έχει ως εξής:
Ο Popper είχε πάει στη λέσχη αποφασισμένος να βάλει στην πρίζα τον Wittgenstein, ισχυριζόμενος ότι όντως υπάρχουν φιλοσοφικά προβλήματα, γιατί πίστευε ότι ο Wittgenstein αρνιόταν την ύπαρξή τους, μιας και μιλούσε για φιλοσοφικούς γρίφους, συγχύσεις οφειλόμενες στη γλωσσική περιγραφή των δήθεν προβλημάτων. Ο Wittgenstein τον διέκοπτε σχεδόν από την αρχή και σύντομα βρέθηκαν να ανταλλάσσουν επιχειρήματα, σε ζωηρό τόνο, σχετικά με την ύπαρξη ή μη φιλοσοφικών προβλημάτων. (Κανείς από τους δύο δεν ήταν συνηθισμένος να τον διακόπτουν όταν μιλούσε· η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι: στα πρακτικά της λέσχης ο γραμματέας σημείωσε, χωρίς να δίνει λεπτομέρειες, για τα διαμειφθέντα εκείνης της Παρασκευής: «Η συνεδρίαση ήταν ασυνήθιστα φορτισμένη».) Ο Popper έφερε ως παράδειγμα την εγκυρότητα των ηθικών κανόνων. Ο Wittgenstein, ο οποίος έπαιζε διαρκώς με μια μασιά, σηκώθηκε όρθιος και ζήτησε από τον Popper ένα παράδειγμα ηθικού κανόνα. «Να μην απειλείς επισκέπτη καθηγητή με μασιά», απάντησε ο Popper – η ατάκα έμεινε στην ιστορία ως η «αρχή της μασιάς». Ο Wittgenstein έγινε έξαλλος, πέταξε κάτω τη μασιά και εγκατέλειψε πάραυτα την αίθουσα, χτυπώντας πίσω του την πόρτα.
Από την άλλη μεριά, ο Wittgenstein δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα. Λίγο μετά το συμβάν, έγραψε στον παλιό του φοιτητή και πλέον φίλο Rush Rhees: «(…) στην οποία μίλησε ένας γάιδαρος, ο Δρ Popper, από το Λονδίνο. Τόσα γλυκανάλατα σκουπίδια είχα καιρό ν’ ακούσω. Κι εγώ μίλησα πολύ, ως συνήθως». Ως συνήθως. Στο δε κωδικοποιημένο του ημερολόγιο, έγραψε την Κυριακή, δυο μέρες μετά το συμβάν: «Αυτό που μπορεί να πει κανείς για όσους κοροϊδεύουν τις γλωσσολογικές παρατηρήσεις στη φιλοσοφία είναι ότι δεν βλέπουν ότι και αυτοί οι ίδιοι έχουν μπλεχτεί σε βαθιά εννοιολογική σύγχυση». Αυτά τα ολίγα. Από τα στοιχεία προκύπτει αβίαστα ότι ενώ ο Popper έβλεπε στο πρόσωπο του Wittgenstein τον βασικό του εχθρό στη φιλοσοφία, ο Wittgenstein θεωρούσε τον Popper απλώς άχρηστο, όπως σχεδόν τους πάντες.
Παραλλαγές / μαρτυρίες / εικασίες / ερμηνείες
Αυτός είναι ο καμβάς επί του οποίου έχουν κεντηθεί κάμποσες παραλλαγές. Οι Edmonds & Eidinow κάθισαν και διάβασαν όλες τις περιγραφές που μπόρεσαν να βρουν, ενώ ήρθαν και σε επαφή με τους μόλις 9 εν ζωή παρευρισκόμενους, όλοι τους ογδοντάρηδες την εποχή της έρευνας: Sir John Vinelott, δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο· Peter Munz, καθηγητής· Stephen Toulmin, καθηγητής και φιλόσοφος· Peter Geech, καθηγητής, ειδικός στη λογική· Michael Wolff, ιστορικός και καθηγητής· Georg Kreisel, μαθηματικός και φιλόσοφος· Peter-Gray Lucas, καθηγητής και αργότερα επιχειρηματίας· Stephen Plaister, φιλόλογος και δάσκαλος· Wasfi Hizab, γραμματέας της λέσχης και μεταπτυχιακός του Wittgenstein. Όλοι τους λένε την ιστορία λίγο έως πολύ διαφορετικά ο ένας από τον άλλον. Κάποιος άκουσε τον Russell να φωνάζει: «Wittgenstein, άφησε κάτω αυτή τη μασιά τώρα αμέσως!» Κάποιοι άλλοι άκουσαν τον Wittgenstein να λέει στον Russell: «Με παρερμηνεύεις, Russell. Ανέκαθεν με παρερμήνευες» και τον Russell να απαντάει: «Εσύ είσαι που συγχέεις τα πράγματα, Wittgenstein». (Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Russell ήταν, για τους δικούς του λόγους, με το μέρος του Popper.) Άλλος θυμάται τον Wittgenstein να πλησιάζει με άγριες διαθέσεις τον Popper, κρατώντας την πυρακτωμένη μασιά, και οι ψυχραιμότεροι να τον συγκρατούν. Κάποιοι άλλοι λένε ότι ο Wittgenstein σήκωσε τη μασιά στο πλαίσιο ενός επιχειρήματος για την αιτιότητα, λέγοντας: «Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτή τη μασιά». Πολλοί, βέβαια, θυμούνται τον Wittgenstein να πετάει τη μασιά στο πάτωμα και τον ήχο της στα πλακάκια μέσα στην ακαδημαϊκή σιγή. Άλλοι λένε ότι ο Wittgenstein έφυγε αμέσως μετά, έξαλλος και χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Άλλοι λένε ότι έφυγε μετά από λίγο και χωρίς να βροντήξει την πόρτα, κάτι που έκανε άλλωστε συχνά (δηλαδή, να φεύγει στα ξαφνικά βαριεστημένος, όχι να βροντάει πόρτες – πόρτες βροντούσε πάντα, ακόμα και στα καλά του: έτσι τις έκλεινε τις πόρτες ο Μέγας Ιδιόρρυθμος). Γενικά, ό,τι θυμάται ο καθείς, χαίρεται. (Και μιλάμε για κορυφαίους φιλόσοφους και επιστημολόγους, δηλαδή ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στις βάσεις της γνώσης, στην κατανόηση και στην αλήθεια. Τι ειρωνεία!) Οι Πολωνοί έχουν μία ωραία παροιμιώδη έκφραση που ταιριάζει γάντι εδώ: «ο Χ λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυρας».
Το κρίσιμο σημείο (κρίσιμο αν θέλουμε ντε και καλά να βγάλουμε νικητή από τη Μονομαχία στην H3) είναι αν ο Popper είπε τη θρυλική «αρχή της μασιάς» παρουσία του Wittgenstein, όπως έγραψε και ο ίδιος, ή όταν ο Wittgenstein είχε ήδη φύγει, όπως δηλώνουν κατηγορηματικά κάποιοι από τους παρευρισκόμενους. Οι Edmonds & Eidinow καταλήγουν –απολύτως πειστικά– στο συμπέρασμα ότι ο Popper έγραψε ψέματα στην αυτοβιογραφία του: την ατάκα με την οποία υπερηφανευόταν ότι τάπωσε τον Wittgenstein την είπε αφού ο αντίπαλός του είχε ήδη αποχωρήσει. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. (Και μικροπρεπές, πολύ μικροπρεπές.)
Τελικά, τείνω να πιστέψω ότι εκείνη την Παρασκευή στο Moral Science Club έγινε ό,τι γινόταν συνήθως: ο Wittgenstein, γνωστός υπερόπτης, ισχυρογνώμων και αγροίκος, απασφάλισε με αυτά που άκουγε, τα έχωσε κατά το δοκούν και έφυγε αγανακτισμένος. Η μόνη διαφορά ήταν ότι εκείνο το βράδυ τα έβαλε με έναν εξίσου δύστροπο άνθρωπο, ο οποίος, σχεδόν 30 χρόνια αργότερα (και αφού ο έτερος των εμπλεκομένων δεν ζούσε πια), περιέγραψε το συμβάν όπως θα ήθελε να είχε συμβεί.[iii] Δεν αποκλείεται, βέβαια, να είχε πείσει τον εαυτό του ότι τα πράγματα όντως είχαν συμβεί όπως τα περιγράφει. Συμβαίνει.
Η αλήθεια είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτούμε στη μνήμη των ανθρώπων. Η ουσία είναι ότι ούτε ο Popper ούτε ο Wittgenstein κατάφεραν να λύσουν όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα, όπως θα ήθελαν. Σήμερα ο Popper τείνει να ξεχαστεί, σε αντίθεση με τον Wittgenstein, τον οποίο πολλοί θεωρούν, αν όχι τονκορυφαίο, σίγουρα ανάμεσα στους κορυφαίους διανοητές του 20ου αιώνα, αν και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η περί το έργο του ανθούσα «βιομηχανία» έχει από καιρό πάρει έναν δρόμο αδιέξοδο. Αλλά αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία.
-------
[i] David Edmonds & John Eidinow, Wittgenstein’s Poker: The Story of a Ten-minute Argument between Two Great Philosophers (Faber and Faber, 2001). Το συστήνω ως ανάγνωσμα για τους αποφασισμένους – διαβάζεται και σαν αστυνομικό. Έχει εκδοθεί και στα ελληνικά [David Edmonds & John Eidinow, Η Οργή του Βιττγκενστάιν: Η Ιστορία μιας Δεκάλεπτης Αντιπαράθεσης μεταξύ Δύο Σπουδαίων Φιλοσόφων, μετάφραση: Μαργαρίτα Μηλιώρη (Πατάκη, 2004)], αλλά κωλύομαι να το προτείνω γιατί δεν το έχω διαβάσει, άρα δεν έχω άποψη για τη μετάφρασή του.
[ii] Karl Popper, Unended Quest: An Intellectual Autobiography (Library of Living Philosophers, 1974).
[iii] Τραγική ειρωνεία: Γράφει ο ίδιος ο Popper στο Conjectures and Refutations: The Growth of Scientific Knowledge (1963): “As most lawyers know, eyewitnesses often err. (…) If an event suggests some tempting interpretation, then this interpretation, more often than not, is allowed to distort what has actually been seen.”
Ανάμεσα στους περίπου τριάντα παρευρισκόμενους βρίσκεται ο πρόεδρος της λέσχης Ludwig Wittgenstein και ο Bertrand Russell. Το θέμα της διάλεξης ακούγεται μάλλον ακίνδυνο, αλλά ο ασυμπάθητος Popper το έχει προσεκτικά επιλέξει για να προκαλέσει τον αχώνευτο Wittgenstein. Θα τα καταφέρει; (Σιγουράκι!)
Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός, όμως; Οι Wittgenstein και Popper μοιράζονταν κάποια κοινά χαρακτηριστικά: ήταν και οι δύο εβραϊκής καταγωγής (αλλά όχι Εβραίοι στο θρήσκευμα) Βιεννέζοι, εγκαταστημένοι στην Αγγλία· έντονες προσωπικότητες και οι δύο, δύσκολοι άνθρωποι· και φιλόσοφοι. Μέχρι εδώ, όμως, οι ομοιότητες – από κει και πέρα, χαώδεις διαφορές. Ο Wittgenstein ήταν η αδιαμφισβήτητη ιδιοφυΐα τού Trinity College, o απρόθυμος κυρίαρχος της φιλοσοφίας στο Cambridge· ο Popper είχε ταλαιπωρηθεί σχεδόν μία δεκαετία στο Πανεπιστήμιο της Νέας Ζηλανδίας μέχρι να βρει θέση στο LSE. Ο Wittgenstein ήταν ήδη θρύλος, αλλά μόνο στο φιλοσοφικό σινάφι – ο ενήμερος μορφωμένος αναγνώστης τον αγνοούσε· ο Popper, υπό αυτή την έννοια, ήταν αναγνωρισμένος σε ευρύτερη κλίμακα, κυρίως λόγω του τότε πρόσφατου και επιτυχημένου βιβλίου του Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, όπου περνούσε από τη φιλοσοφική μηχανή του κιμά τον Πλάτωνα, τον Hegel και τον Marx, κατηγορώντας τους ως θιασώτες του ολοκληρωτισμού. Οι φιλοσοφικές τους διαφορές ήταν αγεφύρωτες. Ο ένας θεωρούσε ότι ο άλλος δεν έκανε καν φιλοσοφία. Αμοιβαία έχθρα και περιφρόνηση, χωρίς να έχουν συναντηθεί ποτέ. Συναντήθηκαν για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή τους εκείνη την Παρασκευή. Και παραλίγο να έρθουν στα χέρια.
Η αναμέτρησή τους έχει περάσει στη σφαίρα του ακαδημαϊκού μύθου. Οι David Edmonds και John Eidinow έχουν γράψει ολόκληρο βιβλίο[i] όπου διερευνούν ένα συμβάν που δεν κράτησε περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας. Αναφορές σε αυτή την ιστορία υπάρχουν σε δεκάδες βιβλία (των παρισταμένων, και όχι μόνο) και (κυριολεκτικά) εκατοντάδες άρθρα. Η διαδεδομένη εκδοχή, όπως παρατίθεται από τον Popper στην αυτοβιογραφία του[ii], έχει ως εξής:
Ο Popper είχε πάει στη λέσχη αποφασισμένος να βάλει στην πρίζα τον Wittgenstein, ισχυριζόμενος ότι όντως υπάρχουν φιλοσοφικά προβλήματα, γιατί πίστευε ότι ο Wittgenstein αρνιόταν την ύπαρξή τους, μιας και μιλούσε για φιλοσοφικούς γρίφους, συγχύσεις οφειλόμενες στη γλωσσική περιγραφή των δήθεν προβλημάτων. Ο Wittgenstein τον διέκοπτε σχεδόν από την αρχή και σύντομα βρέθηκαν να ανταλλάσσουν επιχειρήματα, σε ζωηρό τόνο, σχετικά με την ύπαρξη ή μη φιλοσοφικών προβλημάτων. (Κανείς από τους δύο δεν ήταν συνηθισμένος να τον διακόπτουν όταν μιλούσε· η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι: στα πρακτικά της λέσχης ο γραμματέας σημείωσε, χωρίς να δίνει λεπτομέρειες, για τα διαμειφθέντα εκείνης της Παρασκευής: «Η συνεδρίαση ήταν ασυνήθιστα φορτισμένη».) Ο Popper έφερε ως παράδειγμα την εγκυρότητα των ηθικών κανόνων. Ο Wittgenstein, ο οποίος έπαιζε διαρκώς με μια μασιά, σηκώθηκε όρθιος και ζήτησε από τον Popper ένα παράδειγμα ηθικού κανόνα. «Να μην απειλείς επισκέπτη καθηγητή με μασιά», απάντησε ο Popper – η ατάκα έμεινε στην ιστορία ως η «αρχή της μασιάς». Ο Wittgenstein έγινε έξαλλος, πέταξε κάτω τη μασιά και εγκατέλειψε πάραυτα την αίθουσα, χτυπώντας πίσω του την πόρτα.
Από την άλλη μεριά, ο Wittgenstein δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα. Λίγο μετά το συμβάν, έγραψε στον παλιό του φοιτητή και πλέον φίλο Rush Rhees: «(…) στην οποία μίλησε ένας γάιδαρος, ο Δρ Popper, από το Λονδίνο. Τόσα γλυκανάλατα σκουπίδια είχα καιρό ν’ ακούσω. Κι εγώ μίλησα πολύ, ως συνήθως». Ως συνήθως. Στο δε κωδικοποιημένο του ημερολόγιο, έγραψε την Κυριακή, δυο μέρες μετά το συμβάν: «Αυτό που μπορεί να πει κανείς για όσους κοροϊδεύουν τις γλωσσολογικές παρατηρήσεις στη φιλοσοφία είναι ότι δεν βλέπουν ότι και αυτοί οι ίδιοι έχουν μπλεχτεί σε βαθιά εννοιολογική σύγχυση». Αυτά τα ολίγα. Από τα στοιχεία προκύπτει αβίαστα ότι ενώ ο Popper έβλεπε στο πρόσωπο του Wittgenstein τον βασικό του εχθρό στη φιλοσοφία, ο Wittgenstein θεωρούσε τον Popper απλώς άχρηστο, όπως σχεδόν τους πάντες.
Παραλλαγές / μαρτυρίες / εικασίες / ερμηνείες
Αυτός είναι ο καμβάς επί του οποίου έχουν κεντηθεί κάμποσες παραλλαγές. Οι Edmonds & Eidinow κάθισαν και διάβασαν όλες τις περιγραφές που μπόρεσαν να βρουν, ενώ ήρθαν και σε επαφή με τους μόλις 9 εν ζωή παρευρισκόμενους, όλοι τους ογδοντάρηδες την εποχή της έρευνας: Sir John Vinelott, δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο· Peter Munz, καθηγητής· Stephen Toulmin, καθηγητής και φιλόσοφος· Peter Geech, καθηγητής, ειδικός στη λογική· Michael Wolff, ιστορικός και καθηγητής· Georg Kreisel, μαθηματικός και φιλόσοφος· Peter-Gray Lucas, καθηγητής και αργότερα επιχειρηματίας· Stephen Plaister, φιλόλογος και δάσκαλος· Wasfi Hizab, γραμματέας της λέσχης και μεταπτυχιακός του Wittgenstein. Όλοι τους λένε την ιστορία λίγο έως πολύ διαφορετικά ο ένας από τον άλλον. Κάποιος άκουσε τον Russell να φωνάζει: «Wittgenstein, άφησε κάτω αυτή τη μασιά τώρα αμέσως!» Κάποιοι άλλοι άκουσαν τον Wittgenstein να λέει στον Russell: «Με παρερμηνεύεις, Russell. Ανέκαθεν με παρερμήνευες» και τον Russell να απαντάει: «Εσύ είσαι που συγχέεις τα πράγματα, Wittgenstein». (Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Russell ήταν, για τους δικούς του λόγους, με το μέρος του Popper.) Άλλος θυμάται τον Wittgenstein να πλησιάζει με άγριες διαθέσεις τον Popper, κρατώντας την πυρακτωμένη μασιά, και οι ψυχραιμότεροι να τον συγκρατούν. Κάποιοι άλλοι λένε ότι ο Wittgenstein σήκωσε τη μασιά στο πλαίσιο ενός επιχειρήματος για την αιτιότητα, λέγοντας: «Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτή τη μασιά». Πολλοί, βέβαια, θυμούνται τον Wittgenstein να πετάει τη μασιά στο πάτωμα και τον ήχο της στα πλακάκια μέσα στην ακαδημαϊκή σιγή. Άλλοι λένε ότι ο Wittgenstein έφυγε αμέσως μετά, έξαλλος και χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Άλλοι λένε ότι έφυγε μετά από λίγο και χωρίς να βροντήξει την πόρτα, κάτι που έκανε άλλωστε συχνά (δηλαδή, να φεύγει στα ξαφνικά βαριεστημένος, όχι να βροντάει πόρτες – πόρτες βροντούσε πάντα, ακόμα και στα καλά του: έτσι τις έκλεινε τις πόρτες ο Μέγας Ιδιόρρυθμος). Γενικά, ό,τι θυμάται ο καθείς, χαίρεται. (Και μιλάμε για κορυφαίους φιλόσοφους και επιστημολόγους, δηλαδή ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στις βάσεις της γνώσης, στην κατανόηση και στην αλήθεια. Τι ειρωνεία!) Οι Πολωνοί έχουν μία ωραία παροιμιώδη έκφραση που ταιριάζει γάντι εδώ: «ο Χ λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυρας».
Το κρίσιμο σημείο (κρίσιμο αν θέλουμε ντε και καλά να βγάλουμε νικητή από τη Μονομαχία στην H3) είναι αν ο Popper είπε τη θρυλική «αρχή της μασιάς» παρουσία του Wittgenstein, όπως έγραψε και ο ίδιος, ή όταν ο Wittgenstein είχε ήδη φύγει, όπως δηλώνουν κατηγορηματικά κάποιοι από τους παρευρισκόμενους. Οι Edmonds & Eidinow καταλήγουν –απολύτως πειστικά– στο συμπέρασμα ότι ο Popper έγραψε ψέματα στην αυτοβιογραφία του: την ατάκα με την οποία υπερηφανευόταν ότι τάπωσε τον Wittgenstein την είπε αφού ο αντίπαλός του είχε ήδη αποχωρήσει. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο. (Και μικροπρεπές, πολύ μικροπρεπές.)
Τελικά, τείνω να πιστέψω ότι εκείνη την Παρασκευή στο Moral Science Club έγινε ό,τι γινόταν συνήθως: ο Wittgenstein, γνωστός υπερόπτης, ισχυρογνώμων και αγροίκος, απασφάλισε με αυτά που άκουγε, τα έχωσε κατά το δοκούν και έφυγε αγανακτισμένος. Η μόνη διαφορά ήταν ότι εκείνο το βράδυ τα έβαλε με έναν εξίσου δύστροπο άνθρωπο, ο οποίος, σχεδόν 30 χρόνια αργότερα (και αφού ο έτερος των εμπλεκομένων δεν ζούσε πια), περιέγραψε το συμβάν όπως θα ήθελε να είχε συμβεί.[iii] Δεν αποκλείεται, βέβαια, να είχε πείσει τον εαυτό του ότι τα πράγματα όντως είχαν συμβεί όπως τα περιγράφει. Συμβαίνει.
Η αλήθεια είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτούμε στη μνήμη των ανθρώπων. Η ουσία είναι ότι ούτε ο Popper ούτε ο Wittgenstein κατάφεραν να λύσουν όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα, όπως θα ήθελαν. Σήμερα ο Popper τείνει να ξεχαστεί, σε αντίθεση με τον Wittgenstein, τον οποίο πολλοί θεωρούν, αν όχι τονκορυφαίο, σίγουρα ανάμεσα στους κορυφαίους διανοητές του 20ου αιώνα, αν και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η περί το έργο του ανθούσα «βιομηχανία» έχει από καιρό πάρει έναν δρόμο αδιέξοδο. Αλλά αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία.
-------
[i] David Edmonds & John Eidinow, Wittgenstein’s Poker: The Story of a Ten-minute Argument between Two Great Philosophers (Faber and Faber, 2001). Το συστήνω ως ανάγνωσμα για τους αποφασισμένους – διαβάζεται και σαν αστυνομικό. Έχει εκδοθεί και στα ελληνικά [David Edmonds & John Eidinow, Η Οργή του Βιττγκενστάιν: Η Ιστορία μιας Δεκάλεπτης Αντιπαράθεσης μεταξύ Δύο Σπουδαίων Φιλοσόφων, μετάφραση: Μαργαρίτα Μηλιώρη (Πατάκη, 2004)], αλλά κωλύομαι να το προτείνω γιατί δεν το έχω διαβάσει, άρα δεν έχω άποψη για τη μετάφρασή του.
[ii] Karl Popper, Unended Quest: An Intellectual Autobiography (Library of Living Philosophers, 1974).
[iii] Τραγική ειρωνεία: Γράφει ο ίδιος ο Popper στο Conjectures and Refutations: The Growth of Scientific Knowledge (1963): “As most lawyers know, eyewitnesses often err. (…) If an event suggests some tempting interpretation, then this interpretation, more often than not, is allowed to distort what has actually been seen.”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου