Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Ιούλιος Καίσαρ - η διάβαση του Ρουβίκωνα

Ιούλιος ΚαίσαρΕνόσω το 51 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ  περιόδευε στις νεοκατακτηθείσες επαρχίες της Γαλατίας, στην Ρώμη βρισκόταν σε εξέλιξη πολιτικό χάος. Οι Οptimates (Συντηρητικοί) αμφισβητούσαν τον ίδιο και τις κατακτήσεις του (θεωρούσαν μεγάλο μέρος της εκστρατείας του ως αδικαιολόγητη και παράνομη) αναζητώντας ευκαιρία να τον καθαιρέσουν. Όμως αυτές οι κατακτήσεις όχι μόνο απέφεραν μεγάλο αριθμό δούλων, αλλά έφεραν τόσο μεγάλο πλούτο στη Ρώμη, ώστε η τιμή του χρυσού στην πραγματικότητα μειώθηκε έως και 1/4 της αξίας του πριν από τους πολέμους.
 
Παρόλο που οι κοινοί άνθρωποι ελάχιστα επηρεάσθηκαν και εξακολουθούσαν να αγαπούν τον Καίσαρα, οι Οptimates είχαν υποστεί απώλειες από την υποτίμηση του χρυσού, στρεφόμενοι εναντίον του. Αυτό ωστόσο ήταν μόνο ένα μικρό κομμάτι του παζλ. Η αρχική πολιτική του Καίσαρα το 59 π.Χ. όχι μόνο ανέτρεπε τα συμφέροντα των Optimates, αλλά προωθούσε μια Populares (Λαϊκή) ατζέντα που έκανε την ζωή δύσκολη στους συντηρητικούς και στην ουσία απέρριπτε το ισχύον δίκαιο και τα πολιτικά έθιμα. Τέτοιες ενέργειες όμως ήσαν αποσταθεροποιητικές και επικίνδυνες για την «υγεία» του Ρεπουμπλικανικού συστήματος.
 
Οι Optimates ήθελαν να ασκήσουν δίωξη στον Καίσαρα για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής παράνομου πολέμου στην Γερμανία τον οποίον δεν είχε εγκρίνει η Γερουσία, καθότι όπως υποστήριξαν η προστασία της Αλπικής (Cisalpine) και Ναρβονικής (Narbonensis) Γαλατίας δεν απαιτούσε τον πόλεμο που διεξήγαγε ο Καίσαρ στο μεγαλύτερο τμήμα της Γαλατίας. Η δίωξη του Καίσαρα, ασχέτως αν στόχος ήταν ο θάνατος, η εξορία, ή απλά ο συμβολικός περιορισμός της δύναμής του, θα εμπόδιζε την υλοποίηση της Λαϊκής ατζέντας την οποία προωθούσε το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Τα έτη 50 και 49 π.Χ. ήταν καθοριστικά, διότι κατά τη διάρκεια αυτών, έληγε το Καισαρικό «Ιmperium», ή αλλιώς η ασυλία από την ποινική δίωξη. Ο Καίσαρ επιθυμούσε διακαώς να θέσει υποψηφιότητα για Ύπατος, με σκοπό να μεταβεί από το ανθυπατικό Imperium, που του χορηγήθηκε λόγω της εκστρατείας του στην Γαλατία, σε εκείνο του Υπάτου.
Εκείνη την χρονική στιγμή όμως ο Γάϊος Πομπήιος…….πιθανόν ο μόνος που ήταν σε θέση να εξομαλύνει την κατάσταση……….είχε σαφώς ταχθεί με τους Οptimates και ο φθόνος για την επιτυχία και την προσπάθεια του Καίσαρα να αποκτήσει εξουσία στην Σύγκλητο, υπερίσχυσε έναντι των προσωπικών σχέσεων. Ο νόμος Pompeia De Magistratibus που ψηφίστηκε, όταν ήταν Ύπατος ο Πομπήιος, υποχρέωνε τον εκάστοτε υποψήφιο να βρίσκεται στην Ρώμη όταν διεκδικούσε κάποιο αξίωμα και φυσικά, δεν μπορούσε κάποιος να φέρει τις λεγεώνες του στην Ρώμη για λόγους προστασίας. Ο Μάρκος Κλαύδιος Μάρκελλος, Ύπατος για το 51 π.Χ., προσπάθησε να ανακαλέσει τον Καίσαρα από την διοίκηση πριν την πραγματική νομική λήξη και το 50 π.Χ., ο εξάδελφός του Γάϊος Κλαύδιος Μάρκελλος προσπάθησε το ίδιο. Η μόνη ελπίδα του Καίσαρα στη Ρώμη από νομική άποψη, ήταν η παρέμβαση της Συνέλευσης των Πληβείων, η οποία κατάφερε να ασκήσει βέτο σε οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδόμησης του Καίσαρα.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε σε αδιέξοδο, με καμία πλευρά να είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει από τις απόψεις της. Το 50 π.Χ. εξελέγησαν περισσότεροι Optimates αξιωματούχοι, αλλά ο Καίσαρας και πάλι κατάφερε να παραμείνει αλώβητος. Ο λεγάτος του Μάρκος Αντώνιος εξελέγη Τριβούνος για το ίδιο έτος, όπως επίσης και ο πρώην αντίπαλος, Γάϊος Σκριβόνιος Κούριος, οι οποίοι πληρώθηκαν αδρά προκειμένου να υποστηρίξουν τον Καίσαρα. Το 49 π.Χ. προέκυψε ακόμη ένα πολιτικό πρόσκομμα στον Καίσαρα, αλλά ο χρόνος τελείωνε. Ήδη, το φθινόπωρο του 50 π.Χ., σε μια προσπάθεια να αποδυναμωθεί ο Καίσαρ, η Γερουσία ζήτησε από τον ίδιο και τον Πομπήιο να εγκαταλείψουν από μια λεγεώνα έκαστος (ο Πομπήιος είχε τα στρατεύματά του στην Ισπανία) προκειμένου να ενισχυθεί η ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας έναντι της Παρθίας. Με μια έξυπνη κίνηση, η Γερουσία αποδυνάμωνε τον Καίσαρα κατά δύο λεγεώνες, μια δική του και μια που του είχε δανείσει ο Πομπήιος αρκετά χρόνια νωρίτερα κατά τη διάρκεια της Γαλατικής εξέγερσης. Ο Καίσαρας είχε μείνει με οκτώ λεγεώνες, ενώ οι λεγεώνες που έδωσε ουδέποτε εστάλησαν στην Παρθία, αλλά παρέμειναν στην Ιταλία και δόθηκαν στον Πομπήιο, σε μια ευφυή κίνηση που ενίσχυσε τον Πομπήιο, ενώ αποδυνάμωσε τον Καίσαρα.
Μέχρι τα τέλη του 50 π.Χ., ο Ύπατος Μάρκελλος Κούριος έκανε πολλές προσπάθειες να εξουδετερώσει τους Τριβούνους του Καίσαρα και επέτρεψε να περάσουν ορισμένα μέτρα αντι Καισαρικής πολιτικής. Ο Κούριος όμως ανέτρεψε τους κανόνες όταν επέβαλλε μια μοναδική ψηφοφορία στην Γερουσία. Την 1η Δεκεμβρίου του 50 π.Χ., πρότεινε μια κίνηση που θα μπορούσε να αναγκάσει τόσο τον Πομπήιο, όσο και τον Καίσαρα ταυτόχρονα να καταθέσουν το αξίωμά τους και η πρόταση ψηφίστηκε με 370 ψήφους υπέρ και 22 κατά. Αν και η ψηφοφορία της Γερουσίας κατεδείκνυε ότι γινόταν προσπάθεια να αποφευχθεί ο εμφύλιος πόλεμος, εντούτοις το μίσος, ή / και η πολιτική φόβου έναντι του Καίσαρα δεν ήταν δυνατόν να κατευνασθεί. Την επόμενη ημέρα, πριν καν το μέτρο γνωστοποιηθεί στον Καίσαρα, οι Ύπατοι Γάϊος Κλαύδιος Μάρκελλος και Λεύκιος Κορνήλιος Λέντουλους Κρούς αγνόησαν την ψηφοφορία της Γερουσίας.
Με μια ανεκδιήγητη πράξη, σε μια εποχή γεμάτη πολιτικές παρανομίες & ίντριγκες, οι Ύπατοι διέταξαν τον Πομπήιο να αναλάβει την διοίκηση των τοπικών λεγεώνων και να ενισχύσει την άμυνα της Ρώμης έναντι του Καίσαρα. Ο λαός της Ρώμης (μέσω των Τριβούνων) ακόμη και η Γερουσία αγνοήθηκαν, αν και είναι βέβαιο ότι οι Οptimates έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Σίγουρα φοβούμενος το χειρότερο, ο Κικέρων προσπάθησε να εξουδετερώσει το μέτρο και να αποτρέψει αυτό που φαινόταν να οδηγεί σε εμφύλιο πόλεμο. Συναντήθηκε με τον Πομπήιο και προσπάθησε να τον επηρεάσει για μια συμβιβαστική λύση, αλλά ο Πομπήιος αρνήθηκε, ενώ ο Καίσαρ ανέμενε στην Γαλατία.
Παρόλο που ο Καίσαρ βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση έναντι της Ρώμης, λόγω της δύναμης του στρατού του και την συνέχιση της πολιτικής του ατζέντας, η Γερουσία φέρει μερίδιο ευθύνης για την προσπάθεια εξώθησης της κατάστασης σε ακραίες ενέργειες. Οι επιλογές του ενώπιον αυτών των εξελίξεων ήσαν είτε να παραδοθεί οικειοθελώς και να αντιμετωπίσει διώξεις (αν και το αποτέλεσμα των εν λόγω διώξεων ήταν αμφίβολο, διότι ο διέθετε υποστήριξη και χρήματα) ή να πάει στον πόλεμο. Ο Καίσαρ έχοντας σαφώς υπέρμετρη φιλοδοξία και ευρισκόμενος αντιμέτωπος με την προσωπική καταστροφή και ατίμωση, έναντι της πιθανής καταστροφής που ένας εμφύλιος πόλεμος θα μπορούσε να προκαλέσει στο Ρωμαϊκό κράτος, επέλεξε προφανώς την δική του δικαίωση από αυτήν της αιώνιας πόλης.
Παρά το γεγονός αυτό, άρχισε να συμπεριφέρεται πολύ διαλλακτικά, ίσως προσπαθώντας να ανιχνεύσει την κατάσταση. Αφού ουσιαστικά του είχε κηρυχθεί πόλεμος από την Γερουσία, επιχείρησε μια συμβιβαστική λύση. Πρώτα ζήτησε να του επιτραπεί να διατηρήσει την θέση του κυβερνήτη στην Αλπική Γαλατία και δύο λεγεώνες, ή την Ιλλυρική περιοχή και μόνο μία λεγεώνα, μέχρι τη στιγμή που θα εκλεγόταν Ύπατος και επέστρεφε στην Ρώμη χωρίς τον φόβο της δίωξης. Η Γερουσία δεν αντέδρασε στην πρόταση, παρότι προβληματίσθηκε έντονα.
Χωρίς να λάβει απάντηση, ο Καίσαρ αποφάσισε να προτείνει το ίδιο μέτρο που είχε ήδη περάσει από τη Γερουσία μόλις ένα μήνα νωρίτερα, όταν ο Κούριους, στα τέλη Δεκεμβρίου, υποστήριξε ότι τόσο ο Καίσαρας, όσο και ο Πομπήιος αποδεσμεύσουν τους στρατούς τους ταυτόχρονα. Αυτή τη φορά όμως υπήρξε μεγάλη συζήτηση και η Γερουσία διχάσθηκε σχετικά με το θέμα, διότι είτε ορισμένα μέλη της Γερουσίας δεν επιθυμούσαν πραγματικά την ειρήνη, όντας διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν πόλεμο για να νικήσουν τον Καίσαρα, ή ήσαν τόσο αφελείς να πιστεύουν ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να αποφευχθεί απειλώντας τον Καίσαρα και ελπίζοντας ότι ο Πομπήιος θα τον νικούσε.
Την 1 Ιαν 49 π.Χ. και τις επόμενες ημέρες, η Γερουσία απέρριψε την τελική πρόταση ειρήνης του Καίσαρα και τον ανακήρυξε Hostis (δημόσιο εχθρό). Αυτός έπρεπε να αποποιηθεί του αξιώματος (δηλ. να αποδεσμεύσει τον στρατό του) εντελώς ή να αντιμετωπίσει τον πόλεμο. Οι Τριβούνοι προσπάθησαν να εμποδίσουν την απόφαση μέσω του λαού για άλλη μια φορά, αλλά αυτή τη φορά η Γερουσία ήταν αποφασισμένη και αγνόησε τους Τριβούνους χρησιμοποιώντας σωματική βία για να σταματήσει τις αντιρρήσεις τους. Περί την 10 Ιανουαρίου 49 π.Χ., ο Καίσαρας ενημερώθηκε για την όλη κατάσταση και βάδισε νότια με την ΧΙΙΙ λεγεώνα από την Ραβέννα προς το νότιο όριο των συνόρων της Αλπικής Γαλατίας. Πιθανότατα έφτασε γύρω στις 11 Ιανουαρίου και σταμάτησε στα σύνορα στην βόρεια όχθη ενός μικρού ποταμού, ονόματι Ρουβίκωνα.
Ο Καίσαρα μελέτησε ενδελεχώς την όλη κατάσταση πριν λάβει την μοιραία απόφαση. Αρχικά δοκίμασε την αφοσίωση των ανδρών του (είχε μαζί του μόνο την 13η λεγεώνα) κατόπιν εκφώνησε μια συνταρακτική ομιλία επισημαίνοντας τις αδικίες που γίνονται σ’ αυτόν (και τους Τριβούνους). Κατόπιν αφού διαπίστωσε την πίστη – αφοσίωση των ανδρών του πρόσθεσε:
«Ακόμη και τώρα μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Αλλά από τη στιγμή που θα διαβούμε αυτήν την μικρή γέφυρα, τον λόγο έχουν τα ξίφη». Κατόπιν φέρεται να ψέλλισε την διάσημη φράση, από το έργο του ποιητή Μενάνδρου, «Alea iacta est (ο κύβος ερρίφθη)». Στην συνέχεια διέσχισε τον Ρουβίκωνα και εισέβαλε επίσημα στην Ιταλία, ξεκινώντας έτσι τον εμφύλιο πόλεμο, καταλαμβάνοντας σε σύντομο χρονικό διάστημα αρκετές βόρειες πόλεις. Όταν είδηση ​​έφτασε στην Ρώμη την 17 Ιανουαρίου, ο Πομπήιος, η ελπίδα των Ρεπουμπλικανών, είχε μείνει χωρίς τον κύριο στρατό του που ήταν ακόμη στην Ισπανία και η βάση του ήταν στις ανατολικές επαρχίες. Παρά το γεγονός ότι διέθετε δύο λεγεώνες, έναντι μίας του Καίσαρα, οι Γαλατικές λεγεώνες του Καίσαρα ήταν καθ’ οδόν για να τον ενισχύσουν και έτσι ο Πομπήιος και οι αντιπολιτευόμενοι Optimates δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν αμέσως τη Ρώμη και να παραδώσουν την Ιταλία στον Καίσαρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου