Ζούσε κάποτε ένας πολύς πλούσιος και ευτυχισμένος βασιλιάς, που ξαφνικά αισθάνθηκε πλήξη και τίποτα δεν μπορούσε να τον ευχαριστήσει πια. Δεν ενδιαφερόταν για το βασίλειό του, τους υπηκόους του και δεν ήθελε φάει κανένα από τα φαγητά που του ετοίμαζαν οι μάγειροι του παλατιού.
Ο σύμβουλος του βασιλιά καλούσε κάθε μέρα στο παλάτι όλους τους ξακουστούς γιατρούς για να βρουν την αρρώστια του. Κανένας όμως δεν μπορούσε να γιατρέψει το βασιλιά. Σκέφτηκε τότε να καλέσει ένα γερό σοφό, που έμενε μακριά από την πόλη και μπορούσε να δίνει λύσεις σ’ όλα τα προβλήματα.
Ο γερο-σοφός ήρθε στο παλάτι, είδε το βασιλιά πολύ αδύνατο κι εξαντλημένο και τον ρώτησε:
«Μήπως, βασιλιά μου, έχεις κάποιο πρόβλημα με το λαό σου;»
«Όχι», απάντησε ο βασιλιάς. «Εμένα δε με νοιάζει για κανέναν».
«Μήπως δουλεύεις πολύ;»
«Όχι, γέροντά μου! Δε με βλέπεις; Είμαι όλη μέρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου.»
«Μήπως επιθύμησες κάτι και δεν το έχεις;» ξαναρώτησε ο γέροντας.
«Ποτέ δε μου έχει συμβεί αυτό», απάντησε ο βασιλιάς. «Ό,τι επιθυμήσω το έχω στη στιγμή.»
Ο γερο-σοφός σκέφτηκε λίγο και μετά συμβούλεψε το βασιλιά να διατάξει τους μάγειρές του να του ζυμώσουν το πιο γλυκό ψωμί.
Οι μάγειρες του παλατιού έψαχναν παντού να βρουν τα πιο αγνά υλικά για να ζυμώσουν το πιο γλυκό ψωμί. Γνήσιο μέλι, φρέσκο γάλα, ψιλή ζάχαρη, αμύγδαλα και καλοκοσκινισμένο αλεύρι.
Ζύμωσαν, έτσι, και ροδόψησαν πολλά καρβέλια ψωμί, που μοσχοβολούσαν σ’ όλο το παλάτι, μα ο βασιλιάς δεν μπορούσε να φάει ούτε μια μπουκιά ψωμί.
Τότε ο σύμβουλος του βασιλιά έστειλε τους στρατιώτες να βρουν το γερο-σοφό και να τον τιμωρήσουν αν δεν έβρισκε κάποια άλλη λύση.
Ο γερο-σοφός ήρθε πάλι στο παλάτι και είπε στο βασιλιά:
« Πάμε μαζί στην καλύβα μου, κι αν σε τρεις μέρες δε σου φτιάξω το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου, μπορείς να με τιμωρήσεις όπως εσύ θέλεις.»
Ο βασιλιάς τότε πήρε την απόφαση ν’ ακολουθήσει το γερο- σοφό στην καλύβα του. Ντύθηκε φτωχικά σαν το γέρο και ξεκίνησαν. Περπάτησαν μαζί ώρες πολλές ασταμάτητα ώσπου να φτάσουν στην καλύβα.
Όταν έφτασαν, ο γερο-σοφός είπε στο βασιλιά:
«Πάρε, παιδί μου, το μεγάλο μου δρεπάνι και πήγαινε στο χωράφι να θερίσεις το στάρι μου, γιατί εγώ είμαι πια γέρος και ανήμπορος.»
Ο βασιλιάς υπάκουσε το γέρο και θέρισε όλη τη μεριά κάτω από τον καυτό ήλιο.
Το βράδυ, όταν τελείωσε τη δουλειά, γύρισε στην καλύβα και, κουρασμένος όπως ήταν, καληνύχτισε το γέρο κι έπεσε για ύπνο.
Κανένας από τους δυο δεν έκανε κουβέντα για φαγητό.
Πρωί-πρωί, ο βασιλιάς ξύπνησε ξεκούραστος και με όρεξη για δουλειά. Ο γέρος ευχαριστημένος του είπε:
«Μπράβο, παλικάρι μου, χθες δούλεψες σκληρά. Σήμερα πήγαινε να κουβαλήσεις τα δεμάτια στο αλώνι να τα αλωνίσουμε.»
Ο βασιλιάς υπάκουσε πάλι στις εντολές του γερο-σοφού και τελείωσε μέχρι το βράδυ όλη τη δουλειά.
Το βράδυ όμως που γύρισε στην καλύβα αισθάνθηκε για πρώτη φορά πείνα!
Αλλά ο γερο-σοφός του είπε πάλι ευχαριστημένος:
«Καλά τα κατάφερες και σήμερα παιδί μου! Πάμε τώρα να κοιμηθούμε γιατί αύριο μας περιμένει πολλή δουλειά.»
Έτσι ο βασιλιάς ντράπηκε να του ζητήσει φαγητό και κοιμήθηκαν για δεύτερη βραδιά κουρασμένοι και νηστικοί.
Τ’ άλλο πρωί, ο γέρος βρήκε κι άλλη δουλειά για το βασιλιά:
«Πάρε σήμερα, παιδί μου», του είπε, «τα σακιά με το σιτάρι, πήγαινέ τα στο μύλο να τα αλέσεις και σαν τελειώσεις φέρε το αλεύρι στην καλύβα.»
Μέχρι το μεσημέρι ο βασιλιάς είχε τελειώσει τη δουλειά, αλλά αισθανόταν μια τρομερή πείνα.
«Γέρο, πεινάω!» είπε ο βασιλιάς μόλις γύρισε στην καλύβα.
Ο γερο-σοφός του ζήτησε ν’ ανάψει το φούρνο και άρχισε να ζυμώνει το ψωμί.
Τρεις φορές ο βασιλιάς φώναξε «πεινάω!» και ο γέρος τον παρακάλεσε να κάνει υπομονή μέχρι να πλάσει, να φουρνίσει και να ψήσει τα καρβέλια.
Μετά από λίγη ώρα, μια μυρωδιά από φρεσκοψημένο ψωμί γαργάλησε τη μύτη του βασιλιά.
Και… είχε τόσο μεγάλη πείνα,
που άρπαξε ένα ζεστό καρβέλι ψωμί και άρχισε να το τρώει με λαιμαργία.
«Γέρο, μπράβο σου!» φώναξε ενθουσιασμένος ο βασιλιάς. «Κατάφερες να μου φτιάξεις το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!»
Ο γερο-σοφός εξήγησε τότε στο βασιλιά ότι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου είναι αυτό που φτιάχνουμε μόνοι μας, αφού δουλέψουμε σκληρά και κουραστούμε, γι’ αυτό και το απολαμβάνουμε μ’ ευχαρίστηση.
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς γύρισε με χαρά στο παλάτι του και ρίχτηκε στη δουλειά.
Ενδιαφερόταν για το λαό του και γύριζε όλες τις γειτονιές του βασιλείου του, κάνοντας μεγάλα έργα.
Ο σύμβουλος του βασιλιά καλούσε κάθε μέρα στο παλάτι όλους τους ξακουστούς γιατρούς για να βρουν την αρρώστια του. Κανένας όμως δεν μπορούσε να γιατρέψει το βασιλιά. Σκέφτηκε τότε να καλέσει ένα γερό σοφό, που έμενε μακριά από την πόλη και μπορούσε να δίνει λύσεις σ’ όλα τα προβλήματα.
Ο γερο-σοφός ήρθε στο παλάτι, είδε το βασιλιά πολύ αδύνατο κι εξαντλημένο και τον ρώτησε:
«Μήπως, βασιλιά μου, έχεις κάποιο πρόβλημα με το λαό σου;»
«Όχι», απάντησε ο βασιλιάς. «Εμένα δε με νοιάζει για κανέναν».
«Μήπως δουλεύεις πολύ;»
«Όχι, γέροντά μου! Δε με βλέπεις; Είμαι όλη μέρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου.»
«Μήπως επιθύμησες κάτι και δεν το έχεις;» ξαναρώτησε ο γέροντας.
«Ποτέ δε μου έχει συμβεί αυτό», απάντησε ο βασιλιάς. «Ό,τι επιθυμήσω το έχω στη στιγμή.»
Ο γερο-σοφός σκέφτηκε λίγο και μετά συμβούλεψε το βασιλιά να διατάξει τους μάγειρές του να του ζυμώσουν το πιο γλυκό ψωμί.
Οι μάγειρες του παλατιού έψαχναν παντού να βρουν τα πιο αγνά υλικά για να ζυμώσουν το πιο γλυκό ψωμί. Γνήσιο μέλι, φρέσκο γάλα, ψιλή ζάχαρη, αμύγδαλα και καλοκοσκινισμένο αλεύρι.
Ζύμωσαν, έτσι, και ροδόψησαν πολλά καρβέλια ψωμί, που μοσχοβολούσαν σ’ όλο το παλάτι, μα ο βασιλιάς δεν μπορούσε να φάει ούτε μια μπουκιά ψωμί.
Τότε ο σύμβουλος του βασιλιά έστειλε τους στρατιώτες να βρουν το γερο-σοφό και να τον τιμωρήσουν αν δεν έβρισκε κάποια άλλη λύση.
Ο γερο-σοφός ήρθε πάλι στο παλάτι και είπε στο βασιλιά:
« Πάμε μαζί στην καλύβα μου, κι αν σε τρεις μέρες δε σου φτιάξω το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου, μπορείς να με τιμωρήσεις όπως εσύ θέλεις.»
Ο βασιλιάς τότε πήρε την απόφαση ν’ ακολουθήσει το γερο- σοφό στην καλύβα του. Ντύθηκε φτωχικά σαν το γέρο και ξεκίνησαν. Περπάτησαν μαζί ώρες πολλές ασταμάτητα ώσπου να φτάσουν στην καλύβα.
Όταν έφτασαν, ο γερο-σοφός είπε στο βασιλιά:
«Πάρε, παιδί μου, το μεγάλο μου δρεπάνι και πήγαινε στο χωράφι να θερίσεις το στάρι μου, γιατί εγώ είμαι πια γέρος και ανήμπορος.»
Ο βασιλιάς υπάκουσε το γέρο και θέρισε όλη τη μεριά κάτω από τον καυτό ήλιο.
Το βράδυ, όταν τελείωσε τη δουλειά, γύρισε στην καλύβα και, κουρασμένος όπως ήταν, καληνύχτισε το γέρο κι έπεσε για ύπνο.
Κανένας από τους δυο δεν έκανε κουβέντα για φαγητό.
Πρωί-πρωί, ο βασιλιάς ξύπνησε ξεκούραστος και με όρεξη για δουλειά. Ο γέρος ευχαριστημένος του είπε:
«Μπράβο, παλικάρι μου, χθες δούλεψες σκληρά. Σήμερα πήγαινε να κουβαλήσεις τα δεμάτια στο αλώνι να τα αλωνίσουμε.»
Ο βασιλιάς υπάκουσε πάλι στις εντολές του γερο-σοφού και τελείωσε μέχρι το βράδυ όλη τη δουλειά.
Το βράδυ όμως που γύρισε στην καλύβα αισθάνθηκε για πρώτη φορά πείνα!
Αλλά ο γερο-σοφός του είπε πάλι ευχαριστημένος:
«Καλά τα κατάφερες και σήμερα παιδί μου! Πάμε τώρα να κοιμηθούμε γιατί αύριο μας περιμένει πολλή δουλειά.»
Έτσι ο βασιλιάς ντράπηκε να του ζητήσει φαγητό και κοιμήθηκαν για δεύτερη βραδιά κουρασμένοι και νηστικοί.
Τ’ άλλο πρωί, ο γέρος βρήκε κι άλλη δουλειά για το βασιλιά:
«Πάρε σήμερα, παιδί μου», του είπε, «τα σακιά με το σιτάρι, πήγαινέ τα στο μύλο να τα αλέσεις και σαν τελειώσεις φέρε το αλεύρι στην καλύβα.»
Μέχρι το μεσημέρι ο βασιλιάς είχε τελειώσει τη δουλειά, αλλά αισθανόταν μια τρομερή πείνα.
«Γέρο, πεινάω!» είπε ο βασιλιάς μόλις γύρισε στην καλύβα.
Ο γερο-σοφός του ζήτησε ν’ ανάψει το φούρνο και άρχισε να ζυμώνει το ψωμί.
Τρεις φορές ο βασιλιάς φώναξε «πεινάω!» και ο γέρος τον παρακάλεσε να κάνει υπομονή μέχρι να πλάσει, να φουρνίσει και να ψήσει τα καρβέλια.
Μετά από λίγη ώρα, μια μυρωδιά από φρεσκοψημένο ψωμί γαργάλησε τη μύτη του βασιλιά.
Και… είχε τόσο μεγάλη πείνα,
που άρπαξε ένα ζεστό καρβέλι ψωμί και άρχισε να το τρώει με λαιμαργία.
«Γέρο, μπράβο σου!» φώναξε ενθουσιασμένος ο βασιλιάς. «Κατάφερες να μου φτιάξεις το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!»
Ο γερο-σοφός εξήγησε τότε στο βασιλιά ότι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου είναι αυτό που φτιάχνουμε μόνοι μας, αφού δουλέψουμε σκληρά και κουραστούμε, γι’ αυτό και το απολαμβάνουμε μ’ ευχαρίστηση.
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς γύρισε με χαρά στο παλάτι του και ρίχτηκε στη δουλειά.
Ενδιαφερόταν για το λαό του και γύριζε όλες τις γειτονιές του βασιλείου του, κάνοντας μεγάλα έργα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου