Ο ρόλος του λόγου
Ο ρόλος του γονιού δεν είναι να καθορίζει τον ρυθμό των αναγκών του παιδιού του, πρέπει να το βοηθά να γίνει αυτόνομο.
Το σώμα μας βρίσκεται σε μία συνεχή κατάσταση μεταβαλλόμενης ισορροπίας, ενώ το ίδιο φθείρεται μέχρι που οι λειτουργίες του πάψουν. Καθημερινώς επέρχονται αλλαγές, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιες λειτουργίες επαναλαμβάνονται. Συνεπώς, οι ανάγκες είναι πάντοτε οι ίδιες,γεγονός το οποίο είναι «θανατηφόρο» για το πνεύμα, το οποίο επιθυμεί. Ο άνθρωπος βρίσκεται μεταξύ δύο βασικών δυνάμεων: των ενστίκτων του θανάτου, τα οποία απειλούν όχι μόνο το άτομο, αλλά και το υποκείμενό του και, των ενστίκτων της ζωής, τα οποία διαφυλάττουν την επιβίωση όπως του ατόμου, έτσι και του υποκειμένου του.
Ενώ η ανάγκη είναι κάτι, το οποίο επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα, η επιθυμία είναι πάντοτε κάτι καινούργιο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν πρέπει να ικανοποιούνται όλες τις επιθυμίες του υποκειμένου. Αυτό που πρέπει ο γονιός να κάνει, είναι να στηρίζει λεκτικά το υποκείμενο, όταν εκφράζει τις επιθυμίες του, χωρίς να το μεταπείθει ή κρίνει.Η διαπαιδαγώγηση πρέπει να έχει ως στόχο την στήριξη της επιθυμίας του παιδιού για κάτι καινούργιο. Επιθυμία, η οποία ικανοποιείται επανειλημμένως, μετατρέπεται σε ανάγκη, η οποία επιβάλλει την επανάληψη και, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από το ένστικτο του θανάτου. Η αληθινή επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί πλήρως. Εάν ικανοποιηθεί, τότε σημαίνει πως ποτέ δεν ήταν αληθινή.
Για παράδειγμα, τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από καραμέλες. Μέσω αυτού του αντικειμένου, το παιδί ζητά αγάπη και σημασία. Εάν ο γονιός, αντί να του το αγοράσει, αρχίσει να του μιλάει γι΄ αυτό, για το χρώμα, τη γεύση, το μέγεθός του, ακόμη και να του ζητήσει να το ζωγραφίσει, τότε η προσοχή του παιδιού σταδιακά θα αποσπάται από το πραγματικό αντικείμενο και θα μετατίθεται στη σφαίρα της δημιουργικής φαντασίας. Αν το παιδί επιμένει, τότε ο γονιός θα μπορούσε να του πει: «λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σου το αγοράσω, παρ’ όλα αυτά εσύ έχεις το κάθε δικαίωμα να το επιθυμείς». Το παιδί έχει ανάγκη να νοιώσει, πως ο γονιός κατανοεί τις επιθυμίες του, παρόλο που δεν μπορεί να του τις ικανοποιήσει όλες. Να ζούμε σημαίνει να υποδεικνύουμε με λέξεις αυτά που επιθυμούμε.
Μ΄ αυτόν τον τρόπο ο γονιός βοηθά το παιδί του να γίνει αυτόνομο και να φροντίζει μονάχο του τον εαυτό του. Η αυτομέριμνα ξεκινά από πολύ νωρίς, πριν ακόμη αυτό μάθει να περπατά. Ξεκινά με την επεξεργασία ξένων σωμάτων μέσω του στόματος, είτε διότι έχει ζωτική ανάγκη από αυτά, είτε διότι θέλει να τα εξερευνήσει. Αυτό έχει να κάνει όπως με την ανάγκη, έτσι και με την επιθυμία.
Ο ρόλος του γονιού δεν είναι να καθορίζει τον ρυθμό των αναγκών του παιδιού του, αλλά να βρίσκεται στη διάθεσή τους, ανάλογα με τον δικό του προσωπικό ρυθμό. Για παράδειγμα, του προσφέρει φαγητό, όταν αυτό εκδηλώσει την ανάγκη για φαγητό. Θα ήταν διαστροφικό, αν κάποιος γονιός ανάγκαζε το παιδί του να φάει, όταν αυτός αποφασίσει, χωρίς να τον νοιάζει αν το ίδιο πεινά ή όχι. Ακόμη χειρότερα θα ήταν, αν ο γονιός στην προσπάθειά του να ταΐσει το παιδί του, το απειλούσε πως θα δεν θα το αγαπά πια, ή θα το τιμωρήσει. Ο λόγος που κάποιο παιδί αρνείται να φάει, ακόμη και όταν πεινά, είναι ακριβώς αυτή η επίμονη προσπάθεια των γονιών να το ταΐσουν, όποτε και όσο αυτοί θελήσουν. Το παιδί, παρ’ όλα αυτά, έχει απόλυτα δίκιο, διότι «ξέρει», πως δεν είναι δικός του ο ρόλος να ικανοποιεί τις επιθυμίες των γονιών του. Οι γονείς πρέπει να ικανοποιούν τις δικές τους επιθυμίες και ανάγκες μεταξύ τους και, όχι δια μέσου των παιδιών τους.
Όταν τα λόγια του γονιού ακολουθούν την πορεία της επιθυμίας του παιδιού – επιθυμία η οποία είναι σημαδεμένη από την απαγόρευση και, η οποία βοηθά το παιδί να ωριμάσει – το παιδί αισθάνεται την κατανόηση του γονιού του. Οι απαγορεύσεις δίνουν αξία στην επιθυμία του παιδιού, επιθυμία η οποία φτάνει πιο μακριά από μια στιγμιαία ικανοποίηση.
Εκφράζοντας την επιθυμία του, το παιδί δίνει τη δυνατότητα στους γονείς του να επικοινωνήσουν μαζί του, μέσω του λόγου, να του αποκαλύψουν τον κόσμο, κόσμο των ιδεών, της γλώσσας, των λέξεων, κόσμο των υποσχέσεων για κάποια μελλοντική ικανοποίηση. Η στιγμιαία ικανοποίηση θέτει την επιθυμία στο επίπεδο της ανάγκης, κάτι το οποίο εμποδίζει το παιδί να διεισδύσει μέσα στον πολιτισμό, ο οποίος είναι γλώσσα, ιδέα, επινόηση ενός εκλιπόντος αντικειμένου.
Ο ρόλος του γονιού δεν είναι να καθορίζει τον ρυθμό των αναγκών του παιδιού του, πρέπει να το βοηθά να γίνει αυτόνομο.
Το σώμα μας βρίσκεται σε μία συνεχή κατάσταση μεταβαλλόμενης ισορροπίας, ενώ το ίδιο φθείρεται μέχρι που οι λειτουργίες του πάψουν. Καθημερινώς επέρχονται αλλαγές, ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιες λειτουργίες επαναλαμβάνονται. Συνεπώς, οι ανάγκες είναι πάντοτε οι ίδιες,γεγονός το οποίο είναι «θανατηφόρο» για το πνεύμα, το οποίο επιθυμεί. Ο άνθρωπος βρίσκεται μεταξύ δύο βασικών δυνάμεων: των ενστίκτων του θανάτου, τα οποία απειλούν όχι μόνο το άτομο, αλλά και το υποκείμενό του και, των ενστίκτων της ζωής, τα οποία διαφυλάττουν την επιβίωση όπως του ατόμου, έτσι και του υποκειμένου του.
Ενώ η ανάγκη είναι κάτι, το οποίο επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα, η επιθυμία είναι πάντοτε κάτι καινούργιο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν πρέπει να ικανοποιούνται όλες τις επιθυμίες του υποκειμένου. Αυτό που πρέπει ο γονιός να κάνει, είναι να στηρίζει λεκτικά το υποκείμενο, όταν εκφράζει τις επιθυμίες του, χωρίς να το μεταπείθει ή κρίνει.Η διαπαιδαγώγηση πρέπει να έχει ως στόχο την στήριξη της επιθυμίας του παιδιού για κάτι καινούργιο. Επιθυμία, η οποία ικανοποιείται επανειλημμένως, μετατρέπεται σε ανάγκη, η οποία επιβάλλει την επανάληψη και, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από το ένστικτο του θανάτου. Η αληθινή επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί πλήρως. Εάν ικανοποιηθεί, τότε σημαίνει πως ποτέ δεν ήταν αληθινή.
Για παράδειγμα, τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από καραμέλες. Μέσω αυτού του αντικειμένου, το παιδί ζητά αγάπη και σημασία. Εάν ο γονιός, αντί να του το αγοράσει, αρχίσει να του μιλάει γι΄ αυτό, για το χρώμα, τη γεύση, το μέγεθός του, ακόμη και να του ζητήσει να το ζωγραφίσει, τότε η προσοχή του παιδιού σταδιακά θα αποσπάται από το πραγματικό αντικείμενο και θα μετατίθεται στη σφαίρα της δημιουργικής φαντασίας. Αν το παιδί επιμένει, τότε ο γονιός θα μπορούσε να του πει: «λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σου το αγοράσω, παρ’ όλα αυτά εσύ έχεις το κάθε δικαίωμα να το επιθυμείς». Το παιδί έχει ανάγκη να νοιώσει, πως ο γονιός κατανοεί τις επιθυμίες του, παρόλο που δεν μπορεί να του τις ικανοποιήσει όλες. Να ζούμε σημαίνει να υποδεικνύουμε με λέξεις αυτά που επιθυμούμε.
Μ΄ αυτόν τον τρόπο ο γονιός βοηθά το παιδί του να γίνει αυτόνομο και να φροντίζει μονάχο του τον εαυτό του. Η αυτομέριμνα ξεκινά από πολύ νωρίς, πριν ακόμη αυτό μάθει να περπατά. Ξεκινά με την επεξεργασία ξένων σωμάτων μέσω του στόματος, είτε διότι έχει ζωτική ανάγκη από αυτά, είτε διότι θέλει να τα εξερευνήσει. Αυτό έχει να κάνει όπως με την ανάγκη, έτσι και με την επιθυμία.
Ο ρόλος του γονιού δεν είναι να καθορίζει τον ρυθμό των αναγκών του παιδιού του, αλλά να βρίσκεται στη διάθεσή τους, ανάλογα με τον δικό του προσωπικό ρυθμό. Για παράδειγμα, του προσφέρει φαγητό, όταν αυτό εκδηλώσει την ανάγκη για φαγητό. Θα ήταν διαστροφικό, αν κάποιος γονιός ανάγκαζε το παιδί του να φάει, όταν αυτός αποφασίσει, χωρίς να τον νοιάζει αν το ίδιο πεινά ή όχι. Ακόμη χειρότερα θα ήταν, αν ο γονιός στην προσπάθειά του να ταΐσει το παιδί του, το απειλούσε πως θα δεν θα το αγαπά πια, ή θα το τιμωρήσει. Ο λόγος που κάποιο παιδί αρνείται να φάει, ακόμη και όταν πεινά, είναι ακριβώς αυτή η επίμονη προσπάθεια των γονιών να το ταΐσουν, όποτε και όσο αυτοί θελήσουν. Το παιδί, παρ’ όλα αυτά, έχει απόλυτα δίκιο, διότι «ξέρει», πως δεν είναι δικός του ο ρόλος να ικανοποιεί τις επιθυμίες των γονιών του. Οι γονείς πρέπει να ικανοποιούν τις δικές τους επιθυμίες και ανάγκες μεταξύ τους και, όχι δια μέσου των παιδιών τους.
Όταν τα λόγια του γονιού ακολουθούν την πορεία της επιθυμίας του παιδιού – επιθυμία η οποία είναι σημαδεμένη από την απαγόρευση και, η οποία βοηθά το παιδί να ωριμάσει – το παιδί αισθάνεται την κατανόηση του γονιού του. Οι απαγορεύσεις δίνουν αξία στην επιθυμία του παιδιού, επιθυμία η οποία φτάνει πιο μακριά από μια στιγμιαία ικανοποίηση.
Εκφράζοντας την επιθυμία του, το παιδί δίνει τη δυνατότητα στους γονείς του να επικοινωνήσουν μαζί του, μέσω του λόγου, να του αποκαλύψουν τον κόσμο, κόσμο των ιδεών, της γλώσσας, των λέξεων, κόσμο των υποσχέσεων για κάποια μελλοντική ικανοποίηση. Η στιγμιαία ικανοποίηση θέτει την επιθυμία στο επίπεδο της ανάγκης, κάτι το οποίο εμποδίζει το παιδί να διεισδύσει μέσα στον πολιτισμό, ο οποίος είναι γλώσσα, ιδέα, επινόηση ενός εκλιπόντος αντικειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου