Η Alice Miller αναφέρει πως πολύ συχνά οι αναγνώστες της, της εκμυστηρεύονταν πως, όταν τολμούσαν να πάρουν σαφή και αδιαπραγμάτευτη θέση υπέρ των παιδιών, αντιμετώπιζαν εχθρότητα.
Αυτό γιατί η στάση τους θέτει υπό αμφισβήτηση ένα σύστημα που για τους περισσότερους ανθρώπους συνιστά ένα οικείο πλαίσιο αναφοράς. Κάθε καινούργια πληροφορία μπορεί να προκαλέσει έντονο εκνευρισμό και ανασφάλεια στους άλλους και εξ αιτίας της μπορεί να καταφύγουν ασυναίσθητα σε απειλητικές κινήσεις που προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό στις προσπάθειες εκφοβισμού εκ μέρους γονέων που προσπαθούν να συνετίσουν το παιδί τους. Συμβαίνει λοιπόν το πρόσωπο-γνώστης να υφίσταται συχνά την οδυνηρή εμπειρία απόρριψης, όπως κάποτε απέρριπταν το παιδί οι γονείς του.
Έτσι, η αποδοκιμασία που εισπράττουν οι υποστηρικτές των παιδιών μπορεί να φτάσει κάποιες φορές στα όρια της καταδίκης και των προγραφών. Αλλά οι υποστηρικτές των παιδιών δεν έχουν την ανάγκη κάποιου ισχυρού θεσμού για να προστατευθούν από την αποπομπή. Η δύναμη τους έγκειται στη γνώση των νόμων που ισχύουν για την παιδική ηλικία, οι συνέπειες των οποίων είναι ελέγξιμες. Εδώ και αρκετά χρόνια οι έρευνες σχετικά με τον εγκέφαλο και την νευρολογία των βρεφών επιβεβαιώνουν την ισχύ των ισχυρισμών των θυμάτων και των θεραπευτών τους.
Ο εγκέφαλος του παιδιού δεν έχει πλήρως διαμορφωθεί όταν γεννιέται· δομείται μέσα στα πρώτα τρία χρόνια της ζωής του. Τα μηνύματα που δέχεται ο εγκέφαλος τα πρώτα αυτά χρόνια τον σημαδεύουν κατά κανόνα εντονότερα από οποιαδήποτε μεταγενέστερη πληροφορία. Η επιρροή της μητέρας ή ενδεχομένως άλλων προσώπων με τον ίδιο ρόλο σχετικά με τον τρόπο που πρέπει το παιδί να αισθάνεται και να ενεργεί μπορεί να διατηρηθεί ανεμπόδιστη για δεκαετίες. Για παράδειγμα, σήμερα δεν ακούμε κανέναν να υποστηρίζει πως πρέπει να βασανίζουμε, να υποτιμούμε, να εξαπατούμε τα παιδιά μας ή να τους λέμε ψέματα, πράγμα που δεν ακούγαμε ούτε στην παιδική μας ηλικία. Ακούγαμε όμως συνεχώς ότι το ξύλο μας έκανε καλό και συνεπώς θα έκανε καλό και σε άλλους. Αυτά ήταν τα λόγια που μας εμφύσησαν όταν ήμασταν μικρά παιδιά, όταν μας έδιναν σκαμπίλια ή ξύλο.
Η Alice Miller λέει σε κάθε μητέρα : «Μην απελπίζεσαι αν κάποια φορά το χέρι σου ξέφυγε, είχες η ίδια αυτή την οδυνηρή εμπειρία πολύ νωρίς, αυτό συμβαίνει σχεδόν ασυνείδητα και συνήθως ένα τέτοιο λάθος μπορείς να το διορθώσεις όταν το αναγνωρίζεις και το παραδέχεσαι. Μην πεις όμως ποτέ στα παιδιά σου ότι το έκανες για το καλό τους, γιατί τότε ενθαρρύνεις την αποβλάκωση και τον καλυμμένο σαδισμό».
Τα αποτελέσματα ερευνών για τον εγκέφαλο επιβεβαιώνουν όσα προσπάθησαν να αναδειχτούν από πολλές πλευρές με την επίκληση των εννοιών «απώθηση», «διάψευση», και «μηχανισμός διαχωρισμού» των πρώτων συναισθημάτων. Ήδη πολλοί συγγραφείς τονίζουν την αναγκαιότητα της πρώιμης σύνδεσης του παιδιού με ένα πρόσωπο αναφοράς για τη δημιουργία της νοημοσύνης. O Daniel Goleman μιλάει μεν ακόμα για συναισθηματική νοημοσύνη αλλά η Kathatina Zimmer και άλλοι επιστήμονες διευκρινίζουν ότι δεν υπάρχει κάποια ειδική συναισθηματική νοημοσύνη και πως η διαμόρφωση της νοημοσύνης ως τέτοιας είναι συνδεδεμένη με τα συναισθήματα της πρώιμης παιδικής ηλικίας.
Αυτό μεταξύ άλλων εξηγεί γιατί η ανάγκη της απώθησης του πόνου στην παιδική ηλικία οδηγεί όχι μόνο στη διάψευση της προσωπικής ιστορίας αλλά και γενικότερα στην άρνηση του παιδικού πόνου και, εξ αυτού του λόγου, σε σημαντικές ανεπάρκειες της διανοητικής ικανότητας. Αυτή η ανικανότητα ευαισθητοποίησης εκφράζεται για παράδειγμα στην επιδοκιμασία της σωματικής τιμωρίας για εκπαιδευτικούς λόγους όπως και στην επιδοκιμασία της περιτομής (ανδρών και γυναικών). Η έλλειψη μιας καλής σχέσης με τη μητέρα ή το υποκατάστατο της πρόσωπο στο ξεκίνημα της ζωής σε συνδυασμό με κακομεταχείριση στην οποία συγκαταλέγεται και το ξύλο με εκπαιδευτική πρόθεση προκαλεί αναισθησία και νοητικούς φραγμούς.
Από τις ανακοινώσεις γνωστών ερευνητών που έχουν ασχοληθεί με τον εγκέφαλο, όπως των Joseph LeDoux, Debra Niehoff, Candace B. Pert, Daniel L. Schacter, Robert M.Sapolsky και άλλων, προκύπτει ότι πολύ πρώιμες ανεπάρκειες στην επικοινωνία του παιδιού με τα πρόσωπα αναφοράς του μπορούν να οδηγήσουν σε ανεπάρκειες του εγκεφάλου. Το ίδιο συμβαίνει όταν το παιδί τρώει ξύλο ή υφίσταται κάποιου άλλου είδους κακομεταχείριση, επειδή σε καταστάσεις στρες καταστρέφονται νευρώνες που έχουν μόλις αναπτυχθεί ή οι συνδέσεις τους. Αυτό εξάλλου μπορεί να συμβεί ακόμα και όταν προκαλείται ένα έντονο ερέθισμα στο έμβρυο, όπως για παράδειγμα το πολύωρο άκουσμα μουσικής, «ώστε να γεννηθεί ένας Μότσαρτ», όπως συνιστά μια ισπανική σχολή γονέων. Το παιδί χρειάζεται τον δικό του ρυθμό στα ερεθίσματα και καμία εξωτερική, τεχνική πίεση, ώστε ο εγκέφαλος του να μπορεί να αναπτυχθεί ελεύθερα.
Τέλος, υπάρχει ομοφωνία ως προς το ότι τα πρώιμα συναισθήματα αφήνουν ίχνη στο σώμα, κωδικοποιούνται ως πληροφορίες, οι οποίες επηρεάζουν σε μεγαλύτερη ηλικία τον τρόπο που αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε και ενεργούμε, αλλά παραμένουν απροσπέλαστα στο συνειδητό, λογικό νου μας.
Αυτό γιατί η στάση τους θέτει υπό αμφισβήτηση ένα σύστημα που για τους περισσότερους ανθρώπους συνιστά ένα οικείο πλαίσιο αναφοράς. Κάθε καινούργια πληροφορία μπορεί να προκαλέσει έντονο εκνευρισμό και ανασφάλεια στους άλλους και εξ αιτίας της μπορεί να καταφύγουν ασυναίσθητα σε απειλητικές κινήσεις που προσομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό στις προσπάθειες εκφοβισμού εκ μέρους γονέων που προσπαθούν να συνετίσουν το παιδί τους. Συμβαίνει λοιπόν το πρόσωπο-γνώστης να υφίσταται συχνά την οδυνηρή εμπειρία απόρριψης, όπως κάποτε απέρριπταν το παιδί οι γονείς του.
Έτσι, η αποδοκιμασία που εισπράττουν οι υποστηρικτές των παιδιών μπορεί να φτάσει κάποιες φορές στα όρια της καταδίκης και των προγραφών. Αλλά οι υποστηρικτές των παιδιών δεν έχουν την ανάγκη κάποιου ισχυρού θεσμού για να προστατευθούν από την αποπομπή. Η δύναμη τους έγκειται στη γνώση των νόμων που ισχύουν για την παιδική ηλικία, οι συνέπειες των οποίων είναι ελέγξιμες. Εδώ και αρκετά χρόνια οι έρευνες σχετικά με τον εγκέφαλο και την νευρολογία των βρεφών επιβεβαιώνουν την ισχύ των ισχυρισμών των θυμάτων και των θεραπευτών τους.
Ο εγκέφαλος του παιδιού δεν έχει πλήρως διαμορφωθεί όταν γεννιέται· δομείται μέσα στα πρώτα τρία χρόνια της ζωής του. Τα μηνύματα που δέχεται ο εγκέφαλος τα πρώτα αυτά χρόνια τον σημαδεύουν κατά κανόνα εντονότερα από οποιαδήποτε μεταγενέστερη πληροφορία. Η επιρροή της μητέρας ή ενδεχομένως άλλων προσώπων με τον ίδιο ρόλο σχετικά με τον τρόπο που πρέπει το παιδί να αισθάνεται και να ενεργεί μπορεί να διατηρηθεί ανεμπόδιστη για δεκαετίες. Για παράδειγμα, σήμερα δεν ακούμε κανέναν να υποστηρίζει πως πρέπει να βασανίζουμε, να υποτιμούμε, να εξαπατούμε τα παιδιά μας ή να τους λέμε ψέματα, πράγμα που δεν ακούγαμε ούτε στην παιδική μας ηλικία. Ακούγαμε όμως συνεχώς ότι το ξύλο μας έκανε καλό και συνεπώς θα έκανε καλό και σε άλλους. Αυτά ήταν τα λόγια που μας εμφύσησαν όταν ήμασταν μικρά παιδιά, όταν μας έδιναν σκαμπίλια ή ξύλο.
Η Alice Miller λέει σε κάθε μητέρα : «Μην απελπίζεσαι αν κάποια φορά το χέρι σου ξέφυγε, είχες η ίδια αυτή την οδυνηρή εμπειρία πολύ νωρίς, αυτό συμβαίνει σχεδόν ασυνείδητα και συνήθως ένα τέτοιο λάθος μπορείς να το διορθώσεις όταν το αναγνωρίζεις και το παραδέχεσαι. Μην πεις όμως ποτέ στα παιδιά σου ότι το έκανες για το καλό τους, γιατί τότε ενθαρρύνεις την αποβλάκωση και τον καλυμμένο σαδισμό».
Τα αποτελέσματα ερευνών για τον εγκέφαλο επιβεβαιώνουν όσα προσπάθησαν να αναδειχτούν από πολλές πλευρές με την επίκληση των εννοιών «απώθηση», «διάψευση», και «μηχανισμός διαχωρισμού» των πρώτων συναισθημάτων. Ήδη πολλοί συγγραφείς τονίζουν την αναγκαιότητα της πρώιμης σύνδεσης του παιδιού με ένα πρόσωπο αναφοράς για τη δημιουργία της νοημοσύνης. O Daniel Goleman μιλάει μεν ακόμα για συναισθηματική νοημοσύνη αλλά η Kathatina Zimmer και άλλοι επιστήμονες διευκρινίζουν ότι δεν υπάρχει κάποια ειδική συναισθηματική νοημοσύνη και πως η διαμόρφωση της νοημοσύνης ως τέτοιας είναι συνδεδεμένη με τα συναισθήματα της πρώιμης παιδικής ηλικίας.
Αυτό μεταξύ άλλων εξηγεί γιατί η ανάγκη της απώθησης του πόνου στην παιδική ηλικία οδηγεί όχι μόνο στη διάψευση της προσωπικής ιστορίας αλλά και γενικότερα στην άρνηση του παιδικού πόνου και, εξ αυτού του λόγου, σε σημαντικές ανεπάρκειες της διανοητικής ικανότητας. Αυτή η ανικανότητα ευαισθητοποίησης εκφράζεται για παράδειγμα στην επιδοκιμασία της σωματικής τιμωρίας για εκπαιδευτικούς λόγους όπως και στην επιδοκιμασία της περιτομής (ανδρών και γυναικών). Η έλλειψη μιας καλής σχέσης με τη μητέρα ή το υποκατάστατο της πρόσωπο στο ξεκίνημα της ζωής σε συνδυασμό με κακομεταχείριση στην οποία συγκαταλέγεται και το ξύλο με εκπαιδευτική πρόθεση προκαλεί αναισθησία και νοητικούς φραγμούς.
Από τις ανακοινώσεις γνωστών ερευνητών που έχουν ασχοληθεί με τον εγκέφαλο, όπως των Joseph LeDoux, Debra Niehoff, Candace B. Pert, Daniel L. Schacter, Robert M.Sapolsky και άλλων, προκύπτει ότι πολύ πρώιμες ανεπάρκειες στην επικοινωνία του παιδιού με τα πρόσωπα αναφοράς του μπορούν να οδηγήσουν σε ανεπάρκειες του εγκεφάλου. Το ίδιο συμβαίνει όταν το παιδί τρώει ξύλο ή υφίσταται κάποιου άλλου είδους κακομεταχείριση, επειδή σε καταστάσεις στρες καταστρέφονται νευρώνες που έχουν μόλις αναπτυχθεί ή οι συνδέσεις τους. Αυτό εξάλλου μπορεί να συμβεί ακόμα και όταν προκαλείται ένα έντονο ερέθισμα στο έμβρυο, όπως για παράδειγμα το πολύωρο άκουσμα μουσικής, «ώστε να γεννηθεί ένας Μότσαρτ», όπως συνιστά μια ισπανική σχολή γονέων. Το παιδί χρειάζεται τον δικό του ρυθμό στα ερεθίσματα και καμία εξωτερική, τεχνική πίεση, ώστε ο εγκέφαλος του να μπορεί να αναπτυχθεί ελεύθερα.
Τέλος, υπάρχει ομοφωνία ως προς το ότι τα πρώιμα συναισθήματα αφήνουν ίχνη στο σώμα, κωδικοποιούνται ως πληροφορίες, οι οποίες επηρεάζουν σε μεγαλύτερη ηλικία τον τρόπο που αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε και ενεργούμε, αλλά παραμένουν απροσπέλαστα στο συνειδητό, λογικό νου μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου