Ειπώθηκε ότι η πειθαρχία είναι το κατεξοχήν μέσο για την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Σε τούτο το τμήμα, θα εξετάσουμε τι βρίσκεται πίσω από την πειθαρχία - τι είναι εκείνο που δίνει την ώθηση, την ενέργεια για πειθαρχία. Η δύναμη αυτή, πιστεύω, είναι η αγάπη. ΄Εχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι, επιχειρώντας να εξετάσουμε την αγάπη, θα αρχίσουμε να παίζουμε με ένα μυστήριο. Κατά μια πολύ ουσιαστική έννοια θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε αυτό που είναι αδύνατο να εξεταστεί, και να γνωρίσουμε το μη δυνάμενο να γνωστεί. Η αγάπη είναι πάρα πολύ μεγάλη, πάρα πολύ βαθιά για να μπορέσει ποτέ να κατανοηθεί ή να μετρηθεί ή να περιοριστεί στο πλαίσιο των λέξεων. Δε θα το έγραφα αυτό, αν δεν πίστευα ότι η προσπάθεια αξίζει, όσο όμως κι αν αξίζει, αρχίζω από τη βέβαιη γνώση ότι η απόπειρα θα είναι κατά κάποιον τρόπο ατελής.
΄Ενα αποτέλεσμα της μυστηριώδους φύσης της αγάπης είναι, ότι κανένας δεν έχει ποτέ, όσο γνωρίζω, καταλήξει σ' έναν αληθινά ικανοποιητικό ορισμό της αγάπης. Σε μια προσπάθεια εξήγησης, η αγάπη διαιρέθηκε σε διάφορες κατηγορίες : έρωτας, φιλία, αγάπη΄ τέλεια αγάπη, ατελής αγάπη κ.λπ. Από τη μεριά μου, ωστόσο, τολμώ να δώσω ένα μοναδικό ορισμό της αγάπης, και πάλι με πλήρη επίγνωση ότι πιθανόν σε κάποιο σημείο ή σε κάποια σημεία να είναι ατελής. Ορίζω την αγάπη έτσι : Η θέληση του ανθρώπου να επεκτείνει τον εαυτό του με σκοπό να καλλιεργήσει τη δική του, ή ενός άλλου, πνευματική ανάπτυξη.
Κατ' αρχήν, θα ήθελα να σχολιάσω σύντομα αυτόν τον ορισμό, πριν προχωρήσω σε πιο λεπτομερή ανάλυση. Πρώτον, θα παρατηρήθηκε ίσως ότι πρόκειται για έναν τελεολογικό ορισμό΄ η συμπεριφορά ορίζεται με βάση τον σκοπό ή την επιδίωξη που φαίνεται να υπηρετεί - σ' αυτήν την περίπτωση, την πνευματική ανάπτυξη. Οι επιστήμονες έχουν την τάση να βλέπουν με υποψία τους τελεολογικούς ορισμούς, και ίσως κάνουν το ίδιο και με τούτο τον ορισμό. Ωστόσο, δεν κατέληξα σ' αυτόν μέσω μιας καθαρά τελεολογικής μεθόδου. Αντίθετα, έφτασα στον ορισμό μου μέσα από παρατηρήσεις που έκανα κατά την κλινική εξάσκηση της ψυχιατρικής (που περιλαμβάνει και την αυτοπαρατήρηση), όπου ο ορισμός της αγάπης είναι ένα θέμα μεγάλης σημασίας. Κι αυτό, διότι οι ασθενείς είναι γενικά πελαγωμένοι σε ό,τι αφορά τη φύση της αγάπης.
Για παράδειγμα, ένας δειλός νεαρός μού ανέφερε: «Η μητέρα μου με αγαπούσε τόσο πολύ που δε με άφηνε να πηγαίνω στο σχολείο με το σχολικό λεωφορείο μέχρι και στην τελευταία τάξη του γυμνασίου. Ακόμα και τότε έπρεπε να την παρακαλέσω να με αφήσει να πάω μόνος μου. Νομίζω ότι φοβόταν μην πάθω τίποτα, γι' αυτό με συνόδευε στο σχολείο στον πηγαιμό και στον ερχομό κάθε μέρα, κάτι πολύ κοπιαστικό γι' αυτήν. Μ' αγαπούσε αληθινά η μητέρα μου».
Στη θεραπεία της δειλίας αυτού του ατόμου ήταν ανάγκη, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, να τον πληροφορήσω ότι η μητέρα του μπορεί να είχε παρακινηθεί από κάτι άλλο και όχι από αγάπη, και ότι αυτό που μοιάζει να είναι αγάπη, συχνά δεν είναι καθόλου αγάπη. Η περίπτωση ήταν τόσο πολύ έξω από κάθε σχετική εμπειρία του, ώστε αναγκάστηκα να του απαριθμήσω ένα σωρό παραδείγματα για το τι φαινόταν να είναι πράξεις αγάπης και τι φαινόταν να μην είναι αγάπη.
΄Ενα από τα μεγαλύτερα διακριτικά γνωρίσματα μεταξύ των δύο φαινόταν να είναι ο ενσυνείδητος ή ο ασύνειδος σκοπός στη σκέψη αυτού που αγαπά ή αυτού που δεν αγαπά.
Δεύτερο, ίσως να μου παρατηρηθεί ότι η αγάπη, όπως την όρισα, είναι μια παράδοξα κυκλική διαδικασία. Διότι η διαδικασία της έκτασης του εαυτού είναι μια εξελικτική διαδικασία. ΄Οταν ένας έχει επιτύχει να επεκτείνει τα δικά του όρια, φυσικό είναι να έχει διευρύνει τα πλαίσια της ύπαρξής του. Έτσι η πράξη της αγάπης είναι μια πράξη αυτο-ανέλιξης, ακόμα κι όταν ο σκοπός της πράξης είναι η ανάπτυξη κάποιου άλλου. Εξελισσόμαστε μέσα από την ίδια την προσπάθειά μας να φτάσουμε την εξέλιξη.
Τρίτο, αυτός ο ενιαίος ορισμός της αγάπης περιλαμβάνει τόσο την αγάπη του εαυτού μας όσο και την αγάπη για τον άλλο. Εφόσον είμαι ανθρώπινο ον και εσύ είσαι ανθρώπινο ον, το να αγαπώ τα ανθρώπινα όντα σημαίνει να αγαπώ τον εαυτό μου, όπως και εσένα.
Τέταρτο, η πράξη της επέκτασης των ορίων μας προϋποθέτει προσπάθεια. Επεκτείνουμε τα όριά μας μόνον όταν τα υπερβαίνουμε, και η υπέρβαση των ορίων απαιτεί προσπάθεια. ΄Οταν αγαπάμε κάποιον, η αγάπη μας γίνεται ευκολοαπόδεικτη ή ουσιαστική μόνο με την άσκησή της - με το γεγονός ότι γι' αυτόν τον κάποιον (ή τον εαυτό μας) κάνουμε ένα παραπάνω βήμα ή βαδίζουμε ένα παραπάνω χιλιόμετρο. Η αγάπη δεν είναι χωρίς προσπάθεια. Αντίθετα, η αγάπη απαιτεί μεγάλες προσπάθειες.
Τέλος, κάνοντας χρήση της λέξης «θέληση» επιχείρησα να υπερβώ εννοιολογικά τη διάκριση μεταξύ επιθυμίας και δράσης. Η επιθυμία δεν μετατρέπεται αναγκαστικά σε δράση. Η θέληση είναι επιθυμία αρκετής έντασης ώστε να μετατρέπεται σε δράση. Η επιθυμία να αγαπάς δεν είναι καθαυτή αγάπη. Αγάπη είναι ό,τι κάνει η αγάπη. Αγάπη είναι μια πράξη θέλησης - δηλαδή, και επιδίωξη και δράση. Η θέληση προϋποθέτει εκλογή. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να αγαπάμε. Διαλέγουμε να αγαπάμε. ΄Ασχετα από το πόσο νομίζουμε ότι εμπνεόμαστε από αισθήματα αγάπης, αν στην πραγματικότητα δεν αγαπάμε, αυτό οφείλεται στο ότι έχουμε διαλέξει να μην αγαπάμε, και συνεπώς δεν αγαπάμε παρά τις καλές προθέσεις μας. Από την άλλη μεριά, όποτε πραγματικά μοχθούμε με στόχο την πνευματική ανάπτυξη, το κάνουμε επειδή έχουμε διαλέξει να το κάνουμε. Η εκλογή μας να αγαπάμε έχει γίνει.
΄Ενα αποτέλεσμα της μυστηριώδους φύσης της αγάπης είναι, ότι κανένας δεν έχει ποτέ, όσο γνωρίζω, καταλήξει σ' έναν αληθινά ικανοποιητικό ορισμό της αγάπης. Σε μια προσπάθεια εξήγησης, η αγάπη διαιρέθηκε σε διάφορες κατηγορίες : έρωτας, φιλία, αγάπη΄ τέλεια αγάπη, ατελής αγάπη κ.λπ. Από τη μεριά μου, ωστόσο, τολμώ να δώσω ένα μοναδικό ορισμό της αγάπης, και πάλι με πλήρη επίγνωση ότι πιθανόν σε κάποιο σημείο ή σε κάποια σημεία να είναι ατελής. Ορίζω την αγάπη έτσι : Η θέληση του ανθρώπου να επεκτείνει τον εαυτό του με σκοπό να καλλιεργήσει τη δική του, ή ενός άλλου, πνευματική ανάπτυξη.
Κατ' αρχήν, θα ήθελα να σχολιάσω σύντομα αυτόν τον ορισμό, πριν προχωρήσω σε πιο λεπτομερή ανάλυση. Πρώτον, θα παρατηρήθηκε ίσως ότι πρόκειται για έναν τελεολογικό ορισμό΄ η συμπεριφορά ορίζεται με βάση τον σκοπό ή την επιδίωξη που φαίνεται να υπηρετεί - σ' αυτήν την περίπτωση, την πνευματική ανάπτυξη. Οι επιστήμονες έχουν την τάση να βλέπουν με υποψία τους τελεολογικούς ορισμούς, και ίσως κάνουν το ίδιο και με τούτο τον ορισμό. Ωστόσο, δεν κατέληξα σ' αυτόν μέσω μιας καθαρά τελεολογικής μεθόδου. Αντίθετα, έφτασα στον ορισμό μου μέσα από παρατηρήσεις που έκανα κατά την κλινική εξάσκηση της ψυχιατρικής (που περιλαμβάνει και την αυτοπαρατήρηση), όπου ο ορισμός της αγάπης είναι ένα θέμα μεγάλης σημασίας. Κι αυτό, διότι οι ασθενείς είναι γενικά πελαγωμένοι σε ό,τι αφορά τη φύση της αγάπης.
Για παράδειγμα, ένας δειλός νεαρός μού ανέφερε: «Η μητέρα μου με αγαπούσε τόσο πολύ που δε με άφηνε να πηγαίνω στο σχολείο με το σχολικό λεωφορείο μέχρι και στην τελευταία τάξη του γυμνασίου. Ακόμα και τότε έπρεπε να την παρακαλέσω να με αφήσει να πάω μόνος μου. Νομίζω ότι φοβόταν μην πάθω τίποτα, γι' αυτό με συνόδευε στο σχολείο στον πηγαιμό και στον ερχομό κάθε μέρα, κάτι πολύ κοπιαστικό γι' αυτήν. Μ' αγαπούσε αληθινά η μητέρα μου».
Στη θεραπεία της δειλίας αυτού του ατόμου ήταν ανάγκη, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, να τον πληροφορήσω ότι η μητέρα του μπορεί να είχε παρακινηθεί από κάτι άλλο και όχι από αγάπη, και ότι αυτό που μοιάζει να είναι αγάπη, συχνά δεν είναι καθόλου αγάπη. Η περίπτωση ήταν τόσο πολύ έξω από κάθε σχετική εμπειρία του, ώστε αναγκάστηκα να του απαριθμήσω ένα σωρό παραδείγματα για το τι φαινόταν να είναι πράξεις αγάπης και τι φαινόταν να μην είναι αγάπη.
΄Ενα από τα μεγαλύτερα διακριτικά γνωρίσματα μεταξύ των δύο φαινόταν να είναι ο ενσυνείδητος ή ο ασύνειδος σκοπός στη σκέψη αυτού που αγαπά ή αυτού που δεν αγαπά.
Δεύτερο, ίσως να μου παρατηρηθεί ότι η αγάπη, όπως την όρισα, είναι μια παράδοξα κυκλική διαδικασία. Διότι η διαδικασία της έκτασης του εαυτού είναι μια εξελικτική διαδικασία. ΄Οταν ένας έχει επιτύχει να επεκτείνει τα δικά του όρια, φυσικό είναι να έχει διευρύνει τα πλαίσια της ύπαρξής του. Έτσι η πράξη της αγάπης είναι μια πράξη αυτο-ανέλιξης, ακόμα κι όταν ο σκοπός της πράξης είναι η ανάπτυξη κάποιου άλλου. Εξελισσόμαστε μέσα από την ίδια την προσπάθειά μας να φτάσουμε την εξέλιξη.
Τρίτο, αυτός ο ενιαίος ορισμός της αγάπης περιλαμβάνει τόσο την αγάπη του εαυτού μας όσο και την αγάπη για τον άλλο. Εφόσον είμαι ανθρώπινο ον και εσύ είσαι ανθρώπινο ον, το να αγαπώ τα ανθρώπινα όντα σημαίνει να αγαπώ τον εαυτό μου, όπως και εσένα.
Τέταρτο, η πράξη της επέκτασης των ορίων μας προϋποθέτει προσπάθεια. Επεκτείνουμε τα όριά μας μόνον όταν τα υπερβαίνουμε, και η υπέρβαση των ορίων απαιτεί προσπάθεια. ΄Οταν αγαπάμε κάποιον, η αγάπη μας γίνεται ευκολοαπόδεικτη ή ουσιαστική μόνο με την άσκησή της - με το γεγονός ότι γι' αυτόν τον κάποιον (ή τον εαυτό μας) κάνουμε ένα παραπάνω βήμα ή βαδίζουμε ένα παραπάνω χιλιόμετρο. Η αγάπη δεν είναι χωρίς προσπάθεια. Αντίθετα, η αγάπη απαιτεί μεγάλες προσπάθειες.
Τέλος, κάνοντας χρήση της λέξης «θέληση» επιχείρησα να υπερβώ εννοιολογικά τη διάκριση μεταξύ επιθυμίας και δράσης. Η επιθυμία δεν μετατρέπεται αναγκαστικά σε δράση. Η θέληση είναι επιθυμία αρκετής έντασης ώστε να μετατρέπεται σε δράση. Η επιθυμία να αγαπάς δεν είναι καθαυτή αγάπη. Αγάπη είναι ό,τι κάνει η αγάπη. Αγάπη είναι μια πράξη θέλησης - δηλαδή, και επιδίωξη και δράση. Η θέληση προϋποθέτει εκλογή. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να αγαπάμε. Διαλέγουμε να αγαπάμε. ΄Ασχετα από το πόσο νομίζουμε ότι εμπνεόμαστε από αισθήματα αγάπης, αν στην πραγματικότητα δεν αγαπάμε, αυτό οφείλεται στο ότι έχουμε διαλέξει να μην αγαπάμε, και συνεπώς δεν αγαπάμε παρά τις καλές προθέσεις μας. Από την άλλη μεριά, όποτε πραγματικά μοχθούμε με στόχο την πνευματική ανάπτυξη, το κάνουμε επειδή έχουμε διαλέξει να το κάνουμε. Η εκλογή μας να αγαπάμε έχει γίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου