Αν δεχτούμε ότι ακόμη και ο τόνος της φωνής του εκφωνητή παίζει σπουδαίο επικοινωνιακό ρόλο δίνοντας έμφαση σε μια συγκεκριμένη ειδησεογραφική οπτική, αντιλαμβανόμαστε ότι τα περιθώρια ανάμεσα σ’ αυτό που λέμε είδηση και σχόλιο είναι όχι δυσδιάκριτα, αλλά αξεδιάλυτα. Ο Ουμπέρτο Έκο στο κείμενό του «Η Ψευδαίσθηση της Αλήθειας» είναι κατηγορηματικός: «Η υπόθεση της αντικειμενικότητας αποτελεί μέρος της “ιδεολογίας” της σύγχρονης δημοσιογραφίας, αλλά πρέπει να είναι σαφές ότι πρόκειται ακριβώς για μια “ιδεολογική” σκοπιά» και συνεχίζει:
Γιατί η έννοια του αντικειμενικού, δημοσιογραφικά τουλάχιστον, εμπεριέχει την έννοια της αυθεντίας ή αλλιώς της αδιαπραγμάτευτης αλήθειας, που μόνο ως καθηλωτικός μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει μετατρέποντας την ειδησεογραφική παρουσίαση σε τρόπο πειθούς, δηλαδή μεθοδευμένη χειραγώγηση.
Η κατάρρευση της δημοσιογραφικής αντικειμενικότητας γίνεται από τον Έκο απολύτως ανεπιτήδευτα, θα λέγαμε σαν κάτι αδιαπραγμάτευτα φυσικό, στα όρια του αυτονόητου. Η επιλογή των ειδήσεων που θα προβληθούν «και είναι μοιραίο, γιατί μια εφημερίδα δεν μπορεί να περιλάβει το σύμπαν» είναι μόνο η αφετηρία της αναπόφευκτης υποκειμενικότητας. Με τι κριτήρια θα γίνουν οι επιλογές των ειδήσεων; Ποια θα είναι η σειρά τους; Πόσος χρόνος ή χώρος θα αφιερωθεί σε κάθε είδηση; Αν μιλάμε για εφημερίδα, σε ποια σελίδα θα τοποθετηθεί η είδηση; Αν μιλάμε για τηλεόραση, ποιες ειδήσεις θα περάσουν με μικρά γράμματα από το κάτω μέρος της οθόνης;
Αν δεχτούμε ότι ακόμη και ο τόνος της φωνής του εκφωνητή παίζει σπουδαίο επικοινωνιακό ρόλο δίνοντας έμφαση σε μια συγκεκριμένη ειδησεογραφική οπτική, αντιλαμβανόμαστε ότι τα περιθώρια ανάμεσα σ’ αυτό που λέμε είδηση και σχόλιο είναι όχι δυσδιάκριτα, αλλά αξεδιάλυτα. Φυσικά, η προτεραιότητα των ειδήσεων βασίζεται σε κάποιες σταθερές και δε χρειάζεται να αναλύσουμε ούτε την εγγύτητα, ούτε την επικαιρότητα, ούτε τη σπανιότητα, ούτε τίποτε από όλα αυτά που καθορίζουν τις δημοσιογραφικές επιλογές και που θεωρούνται δεδομένα.
Βέβαια, χωρίς να αναφερόμαστε σε περιπτώσεις διαπλοκής, όχι μόνο δεν είναι κακό να εκφράζει ο δημοσιογράφος την αναπόφευκτη υποκειμενικότητά του, αλλά ως ένα βαθμό ίσως είναι και θεμιτό, αφού μόνο το πρίσμα της υποκειμενικής παρουσίασης – ανάλυσης είναι που εξασφαλίζει αυτό που ονομάζουμε πλουραλισμό στην ενημέρωση: «Ο δημοσιογράφος δεν έχει το χρέος να είναι αντικειμενικός. Έχει το χρέος να παίζει το ρόλο του μάρτυρα. Πρέπει να λέει ό,τι ξέρει και πρέπει (αφού, για παράδειγμα, εκθέσει τις απόψεις και των δυο μερών που έχουν εμπλακεί σε μια διαμάχη) να λέει ποια είναι η δική του γνώμη».
Η συνείδηση – από την πλευρά του κοινού – της δημοσιογραφικής υποκειμενικότητας είναι η απαρχή της δικής του κρίσης. Η λειτουργία της δημοσιογραφίας ως αφετηρία κι όχι ως καταστάλαγμα σκέψης είναι η συμμετοχική ενημέρωση, δηλαδή η ενημέρωση που λειτουργεί συνειδητά ως βάση του προβληματισμού κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την επιβολή που πρέπει να επιτευχθεί με φωνές και τηλεοπτικούς τσαμπουκάδες. Η επίκληση της αντικειμενικότητας, είναι η επίκληση της δεδομένης προσωπικής υπεροχής που εκμηδενίζει όλες τις αντιστάσεις.
Ο έσχατος λαϊκισμός που εξασφαλίζει την παθητικότητα: «Ενάντια σ’ αυτή την ιδεολογία πρέπει να αγωνιστεί η δημοσιογραφία, αν θέλει να είναι δημοκρατική δημοσιογραφία. Δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, το καθήκον του δημοσιογράφου δεν είναι να πείσει τον αναγνώστη ότι αυτός λέει την αλήθεια, αλλά να τον προειδοποιήσει ότι αυτός λέει τη “δική του” αλήθεια. Ότι υπάρχουν όμως κι άλλες».
Το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι μιλούν περισσότερο από όλους τους καλεσμένους ή ότι διακόπτουν επιλεκτικά τους ομιλητές, αποδεικνύει ότι δεν είναι διεκπεραιωτές, αλλά καθοδηγητές της συζήτησης.
Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε ίσως τις πιο ένδοξες στιγμές της δημόσιας τηλεόρασης από δημοσιογραφική άποψη. Σοβαρές ειδήσεις, ελεύθερη έκφραση, καμία προσπάθεια συσκότισης. Θέματα που αφορούν πραγματικά την κοινωνία βρίσκονται σε πρώτο πλάνο από την αφάνεια που ήταν μέχρι τώρα.
Ίσως η καλύτερη τηλεόραση που είδαμε ποτέ και σίγουρα η πραγματική δημόσια τηλεόραση που θα έπρεπε να έχουμε. Το θέμα της αντικειμενικής δημοσιογραφίας στην πολύ υψηλής ποιότητας δημόσια τηλεόραση των τελευταίων ημερών κρίνεται μάλλον άστοχο – έως γελοίο, αφού το να ζητά κανείς αντικειμενικότητα από ανθρώπους που διεκδικούν να μη χάσουν τη δουλειά τους είναι προφανής παραλογισμός.
Οι δημοσιογράφοι της δημόσιας τηλεόρασης δεν έχουν πια καμία ανάγκη επίκλησης του αντικειμενικού, καθώς δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Η μεταβολή της ποιότητας της δημοσιογραφίας της δημόσιας τηλεόρασης από τη μια μέρα στην άλλη έγκειται σε ένα και μοναδικό παράγοντα. Την αποτίναξη οποιασδήποτε άνωθεν επιρροής. Η κατ’ επέκταση απαλλαγή από οποιαδήποτε επίφαση αντικειμενικότητας όχι μόνο δεν συνέβαλε αρνητικά, αλλά έφερε στο φως τις αληθινές διαστάσεις της δημοσιογραφίας.
Η εντιμότητα της δηλωμένα υποκειμενικής γνώμης, που δεν άγεται και φέρεται και που διατηρεί την αξιοπρέπεια της προσωπικής έκθεσης στα γεγονότα όχι μόνο δεν αλλοιώνει την είδηση ή δεν συμβάλλει στη χειραγώγηση κτλ, αλλά εκμηδενίζει όλες τις πιθανότητες εξαπάτησης, αφού καθιστά σαφές ότι εκθέτει υποκειμενικές απόψεις που χρήζουν προσωπικής κριτικής. Η συμφωνία ή διαφωνία είναι απόλυτη ευθύνη του θεατή.
Η μοναδική προϋπόθεση είναι η τιμιότητα της διαμορφωμένης υποκειμενικότητας, που δεν αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση άνωθεν ή προσωπικών συμφερόντων, που είναι δηλαδή απαλλαγμένη από όλες τις σκοπιμότητες (και η διεκδίκηση εργασίας από τους υπαλλήλους της δημόσιας τηλεόρασης δεν συγκαταλέγεται ούτε στις σκοπιμότητες, ούτε στα συμφέροντα), αφού μόνο έτσι ματαιώνεται κάθε διάθεση επιβολής μέσω της δήθεν αντικειμενικότητας.
Κι αν πολλοί ισχυρίζονται ότι η δημόσια τηλεόραση είναι εξ’ ορισμού ανελεύθερη από τις παρεμβάσεις της εκάστοτε εξουσίας, η ιδιωτική δεν είναι καθόλου απαλλαγμένη από παρόμοιες παρεμβάσεις που κινούνται ανάμεσα σε κατασκευαστικές εταιρείες και περίπλοκα οικονομικά συμφέροντα. Κι αν η χρηματοδότηση της δημόσιας τηλεόρασης από το κράτος δημιουργεί σχέσεις; εξάρτησης, τα κρατικοδίαιτα ιδιωτικά κανάλια που αποδεικνύονται ακριβότερα για τον πολίτη και που λειτουργούν με ξεκάθαρη πολιτική ανοχή, αφού επί της ουσίας είναι παράνομα, δεν μπορούν να θεωρούνται απαλλαγμένα από τέτοιες εξαρτήσεις.
Η διαφορά είναι ότι η δημόσια τηλεόραση μπορεί να διεκδικήσει ανεξαρτησία με νομοθετική ρύθμιση που να εξασφαλίζει την αποφυγή οποιασδήποτε πολιτικής παρέμβασης, ενώ τα ιδιωτικά κανάλια προφανώς δεν μπορούν να απαλλαχτούν από τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους. Ο πόλεμος με τις συχνότητες που έρχεται τώρα στην επιφάνεια δεν είναι παρά πόλεμος κυριαρχίας στο τηλεοπτικό τοπίο και η μάχη της τηλεοπτικής επιβολής δεν είναι παρά μάχη συμφερόντων.
Αν δεν ξεκαθαριστούν θεσμικά τα ζητήματα λειτουργίας της τηλεόρασης, τότε η μάχη αυτή θα μαίνεται ανεξέλεγκτα και το ανεξέλεγκτο επιφέρει το δίκιο του ισχυρού. Υπό αυτούς τους όρους, οι στρατευμένα επιβαλλόμενες απόψεις γίνονται αναγκαστικά καθεστώς και η επίκληση της αντικειμενικότητας, από κούφια έννοια, γίνεται επικίνδυνη πρακτική προώθησης ιδεολογημάτων. Ή, για το πούμε απλούστερα, όταν ακούμε για πολλή αντικειμενικότητα, όχι μόνο πρέπει να έχουμε μικρό καλάθι, αλλά να ψάχνουμε και το λάκκο στη φάβα.
«Λέγοντας “ιδεολογική” σκοπιά, θέλω να πω ότι πρόκειται για θεωρητική υπερδομή κατασκευασμένη για να καλύψει άλλα πράγματα» για να ολοκληρώσει: «… επομένως το να μιλάει κανείς για το μύθο της αντικειμενικότητας δε σημαίνει ότι κάνει “ψευδοφιλοσοφικές έρευνες”, αλλά ακριβώς το αντίθετο: σημαίνει ότι καταγγέλλει μια ψευδοφιλοσοφική θεωρία, δηλαδή τον ιδεολογικό μύθο της αντικειμενικότητας».Όμως, η απόρριψη της αντικειμενικότητας στη δημοσιογραφία, ως ψευδοέννοια, δε συνεπάγεται ούτε την κατάργηση της δημοσιογραφικής επικοινωνίας με το κοινό, ούτε την απαξίωση της δημοσιογραφικής εντιμότητας, ούτε – πολύ περισσότερο – την ακύρωση του δημοσιογραφικού καθήκοντος, αλλά την περαιτέρω ανάδειξη της σημασίας της ενημέρωσης, που, ως ξεκάθαρη δημοσιογραφική παρέμβαση, οφείλει να αναπροσαρμοστεί κάτω από τα νέα δεδομένα, τα δεδομένα της ομολογούμενης υποκειμενικότητας.
Γιατί η έννοια του αντικειμενικού, δημοσιογραφικά τουλάχιστον, εμπεριέχει την έννοια της αυθεντίας ή αλλιώς της αδιαπραγμάτευτης αλήθειας, που μόνο ως καθηλωτικός μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει μετατρέποντας την ειδησεογραφική παρουσίαση σε τρόπο πειθούς, δηλαδή μεθοδευμένη χειραγώγηση.
Η κατάρρευση της δημοσιογραφικής αντικειμενικότητας γίνεται από τον Έκο απολύτως ανεπιτήδευτα, θα λέγαμε σαν κάτι αδιαπραγμάτευτα φυσικό, στα όρια του αυτονόητου. Η επιλογή των ειδήσεων που θα προβληθούν «και είναι μοιραίο, γιατί μια εφημερίδα δεν μπορεί να περιλάβει το σύμπαν» είναι μόνο η αφετηρία της αναπόφευκτης υποκειμενικότητας. Με τι κριτήρια θα γίνουν οι επιλογές των ειδήσεων; Ποια θα είναι η σειρά τους; Πόσος χρόνος ή χώρος θα αφιερωθεί σε κάθε είδηση; Αν μιλάμε για εφημερίδα, σε ποια σελίδα θα τοποθετηθεί η είδηση; Αν μιλάμε για τηλεόραση, ποιες ειδήσεις θα περάσουν με μικρά γράμματα από το κάτω μέρος της οθόνης;
Αν δεχτούμε ότι ακόμη και ο τόνος της φωνής του εκφωνητή παίζει σπουδαίο επικοινωνιακό ρόλο δίνοντας έμφαση σε μια συγκεκριμένη ειδησεογραφική οπτική, αντιλαμβανόμαστε ότι τα περιθώρια ανάμεσα σ’ αυτό που λέμε είδηση και σχόλιο είναι όχι δυσδιάκριτα, αλλά αξεδιάλυτα. Φυσικά, η προτεραιότητα των ειδήσεων βασίζεται σε κάποιες σταθερές και δε χρειάζεται να αναλύσουμε ούτε την εγγύτητα, ούτε την επικαιρότητα, ούτε τη σπανιότητα, ούτε τίποτε από όλα αυτά που καθορίζουν τις δημοσιογραφικές επιλογές και που θεωρούνται δεδομένα.
Οι ξεκάθαρα πολιτικές (και κομματικές) προτιμήσεις εφημερίδων και τηλεοπτικών σταθμών, που πληρούν απόλυτα τους κανόνες περί εγγύτητας, σπανιότητας κτλ, είναι η πιο ξεκάθαρη απόδειξη ότι η είδηση δεν αφορά το επικοινωνιακό πλαίσιο μιας ανακοίνωσης – που κι αυτή μπορεί να έχει σαφείς υποκειμενισμούς – αλλά μιας ολόκληρης παρουσίασης, που, τηλεοπτικά τουλάχιστον, παίρνει διαστάσεις δημόσιου θεάματος.Το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι μιλούν περισσότερο από όλους τους καλεσμένους ή ότι διακόπτουν επιλεκτικά τους ομιλητές, αποδεικνύει ότι δεν είναι διεκπεραιωτές, αλλά καθοδηγητές της συζήτησης. Υπό αυτούς τους όρους (χωρίς να συνυπολογίσουμε τις περίεργες κοσμικές συναντήσεις απόλυτης εγκαρδιότητας μεταξύ πολιτικών, επιχειρηματιών των ΜΜΕ και δημοσιογράφων) είναι μάλλον αστείο να μιλάμε για αντικειμενικότητα.
Βέβαια, χωρίς να αναφερόμαστε σε περιπτώσεις διαπλοκής, όχι μόνο δεν είναι κακό να εκφράζει ο δημοσιογράφος την αναπόφευκτη υποκειμενικότητά του, αλλά ως ένα βαθμό ίσως είναι και θεμιτό, αφού μόνο το πρίσμα της υποκειμενικής παρουσίασης – ανάλυσης είναι που εξασφαλίζει αυτό που ονομάζουμε πλουραλισμό στην ενημέρωση: «Ο δημοσιογράφος δεν έχει το χρέος να είναι αντικειμενικός. Έχει το χρέος να παίζει το ρόλο του μάρτυρα. Πρέπει να λέει ό,τι ξέρει και πρέπει (αφού, για παράδειγμα, εκθέσει τις απόψεις και των δυο μερών που έχουν εμπλακεί σε μια διαμάχη) να λέει ποια είναι η δική του γνώμη».
Η συνείδηση – από την πλευρά του κοινού – της δημοσιογραφικής υποκειμενικότητας είναι η απαρχή της δικής του κρίσης. Η λειτουργία της δημοσιογραφίας ως αφετηρία κι όχι ως καταστάλαγμα σκέψης είναι η συμμετοχική ενημέρωση, δηλαδή η ενημέρωση που λειτουργεί συνειδητά ως βάση του προβληματισμού κι αυτό δεν έχει καμία σχέση με την επιβολή που πρέπει να επιτευχθεί με φωνές και τηλεοπτικούς τσαμπουκάδες. Η επίκληση της αντικειμενικότητας, είναι η επίκληση της δεδομένης προσωπικής υπεροχής που εκμηδενίζει όλες τις αντιστάσεις.
Ο έσχατος λαϊκισμός που εξασφαλίζει την παθητικότητα: «Ενάντια σ’ αυτή την ιδεολογία πρέπει να αγωνιστεί η δημοσιογραφία, αν θέλει να είναι δημοκρατική δημοσιογραφία. Δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, το καθήκον του δημοσιογράφου δεν είναι να πείσει τον αναγνώστη ότι αυτός λέει την αλήθεια, αλλά να τον προειδοποιήσει ότι αυτός λέει τη “δική του” αλήθεια. Ότι υπάρχουν όμως κι άλλες».
Το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι μιλούν περισσότερο από όλους τους καλεσμένους ή ότι διακόπτουν επιλεκτικά τους ομιλητές, αποδεικνύει ότι δεν είναι διεκπεραιωτές, αλλά καθοδηγητές της συζήτησης.
Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε ίσως τις πιο ένδοξες στιγμές της δημόσιας τηλεόρασης από δημοσιογραφική άποψη. Σοβαρές ειδήσεις, ελεύθερη έκφραση, καμία προσπάθεια συσκότισης. Θέματα που αφορούν πραγματικά την κοινωνία βρίσκονται σε πρώτο πλάνο από την αφάνεια που ήταν μέχρι τώρα.
Ίσως η καλύτερη τηλεόραση που είδαμε ποτέ και σίγουρα η πραγματική δημόσια τηλεόραση που θα έπρεπε να έχουμε. Το θέμα της αντικειμενικής δημοσιογραφίας στην πολύ υψηλής ποιότητας δημόσια τηλεόραση των τελευταίων ημερών κρίνεται μάλλον άστοχο – έως γελοίο, αφού το να ζητά κανείς αντικειμενικότητα από ανθρώπους που διεκδικούν να μη χάσουν τη δουλειά τους είναι προφανής παραλογισμός.
Οι δημοσιογράφοι της δημόσιας τηλεόρασης δεν έχουν πια καμία ανάγκη επίκλησης του αντικειμενικού, καθώς δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Η μεταβολή της ποιότητας της δημοσιογραφίας της δημόσιας τηλεόρασης από τη μια μέρα στην άλλη έγκειται σε ένα και μοναδικό παράγοντα. Την αποτίναξη οποιασδήποτε άνωθεν επιρροής. Η κατ’ επέκταση απαλλαγή από οποιαδήποτε επίφαση αντικειμενικότητας όχι μόνο δεν συνέβαλε αρνητικά, αλλά έφερε στο φως τις αληθινές διαστάσεις της δημοσιογραφίας.
Η εντιμότητα της δηλωμένα υποκειμενικής γνώμης, που δεν άγεται και φέρεται και που διατηρεί την αξιοπρέπεια της προσωπικής έκθεσης στα γεγονότα όχι μόνο δεν αλλοιώνει την είδηση ή δεν συμβάλλει στη χειραγώγηση κτλ, αλλά εκμηδενίζει όλες τις πιθανότητες εξαπάτησης, αφού καθιστά σαφές ότι εκθέτει υποκειμενικές απόψεις που χρήζουν προσωπικής κριτικής. Η συμφωνία ή διαφωνία είναι απόλυτη ευθύνη του θεατή.
Η μοναδική προϋπόθεση είναι η τιμιότητα της διαμορφωμένης υποκειμενικότητας, που δεν αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση άνωθεν ή προσωπικών συμφερόντων, που είναι δηλαδή απαλλαγμένη από όλες τις σκοπιμότητες (και η διεκδίκηση εργασίας από τους υπαλλήλους της δημόσιας τηλεόρασης δεν συγκαταλέγεται ούτε στις σκοπιμότητες, ούτε στα συμφέροντα), αφού μόνο έτσι ματαιώνεται κάθε διάθεση επιβολής μέσω της δήθεν αντικειμενικότητας.
Κι αν πολλοί ισχυρίζονται ότι η δημόσια τηλεόραση είναι εξ’ ορισμού ανελεύθερη από τις παρεμβάσεις της εκάστοτε εξουσίας, η ιδιωτική δεν είναι καθόλου απαλλαγμένη από παρόμοιες παρεμβάσεις που κινούνται ανάμεσα σε κατασκευαστικές εταιρείες και περίπλοκα οικονομικά συμφέροντα. Κι αν η χρηματοδότηση της δημόσιας τηλεόρασης από το κράτος δημιουργεί σχέσεις; εξάρτησης, τα κρατικοδίαιτα ιδιωτικά κανάλια που αποδεικνύονται ακριβότερα για τον πολίτη και που λειτουργούν με ξεκάθαρη πολιτική ανοχή, αφού επί της ουσίας είναι παράνομα, δεν μπορούν να θεωρούνται απαλλαγμένα από τέτοιες εξαρτήσεις.
Η διαφορά είναι ότι η δημόσια τηλεόραση μπορεί να διεκδικήσει ανεξαρτησία με νομοθετική ρύθμιση που να εξασφαλίζει την αποφυγή οποιασδήποτε πολιτικής παρέμβασης, ενώ τα ιδιωτικά κανάλια προφανώς δεν μπορούν να απαλλαχτούν από τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους. Ο πόλεμος με τις συχνότητες που έρχεται τώρα στην επιφάνεια δεν είναι παρά πόλεμος κυριαρχίας στο τηλεοπτικό τοπίο και η μάχη της τηλεοπτικής επιβολής δεν είναι παρά μάχη συμφερόντων.
Αν δεν ξεκαθαριστούν θεσμικά τα ζητήματα λειτουργίας της τηλεόρασης, τότε η μάχη αυτή θα μαίνεται ανεξέλεγκτα και το ανεξέλεγκτο επιφέρει το δίκιο του ισχυρού. Υπό αυτούς τους όρους, οι στρατευμένα επιβαλλόμενες απόψεις γίνονται αναγκαστικά καθεστώς και η επίκληση της αντικειμενικότητας, από κούφια έννοια, γίνεται επικίνδυνη πρακτική προώθησης ιδεολογημάτων. Ή, για το πούμε απλούστερα, όταν ακούμε για πολλή αντικειμενικότητα, όχι μόνο πρέπει να έχουμε μικρό καλάθι, αλλά να ψάχνουμε και το λάκκο στη φάβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου