Oι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως ο Δίας μέσω του Βάκχου προσπάθησε να εισάγει στην ανθρωπότητα το διονυσιακό στοιχείο της πνευματικής διαπότισης, της θείας πλησμονής και της μεταμόρφωσης ή πνευματικής αναγέννησης που οδηγεί στη θέωση.
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν λάτρεις του Βάκχου,
του θεού του κρασιού,
μα δεν γνωρίζουν τα μυστικά του.
Πίνουν, μα δεν καταλαμβάνονται από «ιερή μανία»·
μεθούν, μα δεν μεταμορφώνονται.
O ΒΑΚΧΟΣ είναι ο θεός της μυστηριώδους νύχτας και, αντίθετα από τον Απόλλωνα, είναι θεός του χειμώνα όπου ο σπόρος, ριγμένος βαθιά στη γη, αρχίζει να αναπτύσσεται με τη βοήθεια του υγρού στοιχείου, επαγγελλόμενος σε όλους την άνοιξη. Γι’ αυτό στους Δελφούς το χειμώνα σιγούσε ο Παιάνας, δηλαδή ο ύμνος προς τον Απόλλωνα και έδινε τη θέση του στο Διθύραμβο, τον ύμνο προς το θεό Βάκχο.
Κάθε δυο χρόνια στους Δελφούς γινόταν μια γιορτή προς τιμήν του Βάκχου. Oι Αθηναίες, που ήταν μυημένες στη θρησκεία του θεού αυτού, ξεκινούσαν στα μέσα περίπου του Δεκέμβρη για τους Δελφούς. Έβγαιναν ομαδικά από την πόλη, ντυμένες κατάλληλα και κρατώντας προσφορές και έκαναν πεζή αυτό το μακρινό ταξίδι. Στο δρόμο στεφανώνονταν με κλαδιά κισσού, ή βελανιδιάς, και στα χωριά απ’ όπου περνούσαν χόρευαν και υμνούσαν το θεό.
Στους Δελφούς συναντούσαν και τις γυναίκες της Φωκίδας –γιατί μόνο γυναίκες λάβαιναν μέρος σ’ αυτή την ιεροπραξία– και όλες μαζί προετοίμαζαν τη γιορτή. Καθώς έπεφτε η νύχτα, άναβαν τα δαδιά και ξεχύνονταν στις πλαγιές του Παρνασσού χοροπηδώντας και κραυγάζοντας στα πυκνά δάση. Κάτω από τη χειμωνιάτικη και θαμπή Σελήνη, οι δαιμονισμένοι χτύποι των τυμπάνων και οι ήχοι των αυλών και οι ιαχές των γυναικών δημιουργούσαν μια απόκοσμη ατμόσφαιρα.
Oι Βάκχες, όπως λέγονταν οι ιέρειες του θεού, κρατώντας θύρσους (καλάμια τυλιγμένα με κισσό ή κληματίδες, που στο άκρο τους ήταν σφηνωμένη μια κουκουνάρα) έτρεχαν με ξέπλεκα μαλλιά σαν μανιασμένες ανάμεσα στα δέντρα, κάνοντας λατρευτικές κινήσεις με τα χέρια τους, στα οποία ήταν τυλιγμένα φίδια και καλούσαν το θεό να εμφανιστεί. Tο πρώτο μαύρο αγριοκάτσικο που συναντούσαν το έπιαναν και ξεσκίζοντας το ζωντανό όπως ήταν, το έτρωγαν! Αυτή ήταν η θεία ωμοφαγία, γιατί αυτό το μαύρο κατσίκι ήταν ο ίδιος ο θεός ενσαρκωμένος.
O θεός που γεννιέται πρέπει να διαμελιστεί και να φαγωθεί. Έτσι οι λάτρεις του γίνονταν ένθεοι, δηλαδή αποχτούν τη δυνατότητα να γίνουν κάποτε θεοί. Ένθεες λοιπόν και σε κατάσταση έκστασης, αυτές οι μαινάδες φορούσαν το δέρμα του ζώου γύρω στο λαιμό τους και συνέχιζαν το φρενιτιώδη χορό τους. Μερικές χτυπούσαν τύμπανα, άλλες έπαιζαν αυλούς και άλλες χόρευαν χτυπώντας ντέφια και τραγουδούσαν εμπνευσμένες από το Βάκχο.
Ποιος ήταν ο Βάκχος;
Αυτή ήταν μια εικόνα της διονυσιακής μανίας και ξετυλιγόταν όχι μόνο στους Δελφούς, αλλά και στον Κιθαιρώνα και στα Τέμπη και σε άλλα μέρη της αρχαίας Ελλάδας, όπου ο θεός Βάκχος ή Διόνυσος ήταν πολύ αγαπητός.
O θεός λένε πως γεννήθηκε στη Θήβα από τη Σεμέλη, που ήταν κόρη του βασιλιά των Θηβαίων, Κάδμου. Tη σεμνή Σεμέλη είχε διαλέξει ο Δίας για να φέρει στον κόσμο τον Διόνυσο. Όμως η γυναίκα του Δία κάνει ότι μπορεί για να μη γεννηθεί το παιδί. Μεταμορφώνεται σε γριά και συμβουλεύει τη Σεμέλη να ζητήσει από τον εραστή της να της εμφανιστεί με τη θεϊκή μορφή του. H συμβουλή πιάνει τόπο και η Σεμέλη ζητάει επίμονα από το Δία να της εμφανιστεί «όπως είναι». Aυτό οδηγεί στην καταστροφή της, γιατί όταν ο θεός εμφανίζεται με την πύρινη μορφή του, σκορπίζοντας κεραυνούς γύρω, το σπίτι της Σεμέλης πιάνει φωτιά και η ίδια καίγεται.
H Θεά Γαία επεμβαίνει και ξεπροβάλλει από τα σπλάχνα της τον ωραίο πράσινο κισσό που τυλίγει γρήγορα τους κίονες και όλο το σπίτι, μετριάζοντας έτσι τη δύναμη των φλογών. Tο έμβρυο βγαίνει πριν από την ώρα του (7 μηνών) και αρπάζοντάς το ο Δίας το βγάζει έξω από τις φλόγες. Tο φυλάει ραμμένο στο μηρό του για δυο μήνες και μετά το παραδίδει στο θεό Ερμή για να το αναθρέψει μακριά από την οργή της Ήρας.
Tο θεϊκό παιδί μεγαλώνει ξέγνοιαστα μακριά από τον τόπο του, στη μακρινή Αραβία, στην πόλη Νύσσα, με την ευχάριστη συντροφιά των Σατύρων, των Δρυάδων και των Σιληνών. Εκεί στις πλαγιές του βουνού Μηρός μεγαλώνει βυζαίνοντας το γάλα μιας λέαινας, κάτω από τη μητρική φροντίδα και επίβλεψη των Νυσσαίων νυμφών.
H Ήρα όμως δεν αφήνει το παιδί ήσυχο και στέλνει εναντίον του μια αμφίσβαινα με δυο κεφάλια. O μικρός Βάκχος κόβει μια κληματίδα από αμπέλι και χτυπάει το ερπετό, ώσπου το σκοτώνει. Αλλά οι δοκιμασίες της Ήρας ήταν ατέλειωτες. Tον σπρώχνει να δοκιμάσει τον καρπό του αμπελιού, κι αυτός τρώει τόσο, ώστε μεθάει και πέφτει σε κατάσταση «μανίας». Δίνει και στους συντρόφους του να δοκιμάσουν κι όλοι πέφτουν σε παρόμοια κατάσταση. Αυτή η πρώτη επαφή με το αμπέλι και το σταφύλι είναι καθοριστική στη σχέση του θεού με το κρασί.
ΤΡΑΓΟΥ ΩΔΗ ΓΥΜΝH
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν λάτρεις του Βάκχου,
του θεού του κρασιού,
μα δεν γνωρίζουν τα μυστικά του.
Πίνουν, μα δεν καταλαμβάνονται από «ιερή μανία»·
μεθούν, μα δεν μεταμορφώνονται.
O ΒΑΚΧΟΣ είναι ο θεός της μυστηριώδους νύχτας και, αντίθετα από τον Απόλλωνα, είναι θεός του χειμώνα όπου ο σπόρος, ριγμένος βαθιά στη γη, αρχίζει να αναπτύσσεται με τη βοήθεια του υγρού στοιχείου, επαγγελλόμενος σε όλους την άνοιξη. Γι’ αυτό στους Δελφούς το χειμώνα σιγούσε ο Παιάνας, δηλαδή ο ύμνος προς τον Απόλλωνα και έδινε τη θέση του στο Διθύραμβο, τον ύμνο προς το θεό Βάκχο.
Κάθε δυο χρόνια στους Δελφούς γινόταν μια γιορτή προς τιμήν του Βάκχου. Oι Αθηναίες, που ήταν μυημένες στη θρησκεία του θεού αυτού, ξεκινούσαν στα μέσα περίπου του Δεκέμβρη για τους Δελφούς. Έβγαιναν ομαδικά από την πόλη, ντυμένες κατάλληλα και κρατώντας προσφορές και έκαναν πεζή αυτό το μακρινό ταξίδι. Στο δρόμο στεφανώνονταν με κλαδιά κισσού, ή βελανιδιάς, και στα χωριά απ’ όπου περνούσαν χόρευαν και υμνούσαν το θεό.
Στους Δελφούς συναντούσαν και τις γυναίκες της Φωκίδας –γιατί μόνο γυναίκες λάβαιναν μέρος σ’ αυτή την ιεροπραξία– και όλες μαζί προετοίμαζαν τη γιορτή. Καθώς έπεφτε η νύχτα, άναβαν τα δαδιά και ξεχύνονταν στις πλαγιές του Παρνασσού χοροπηδώντας και κραυγάζοντας στα πυκνά δάση. Κάτω από τη χειμωνιάτικη και θαμπή Σελήνη, οι δαιμονισμένοι χτύποι των τυμπάνων και οι ήχοι των αυλών και οι ιαχές των γυναικών δημιουργούσαν μια απόκοσμη ατμόσφαιρα.
Oι Βάκχες, όπως λέγονταν οι ιέρειες του θεού, κρατώντας θύρσους (καλάμια τυλιγμένα με κισσό ή κληματίδες, που στο άκρο τους ήταν σφηνωμένη μια κουκουνάρα) έτρεχαν με ξέπλεκα μαλλιά σαν μανιασμένες ανάμεσα στα δέντρα, κάνοντας λατρευτικές κινήσεις με τα χέρια τους, στα οποία ήταν τυλιγμένα φίδια και καλούσαν το θεό να εμφανιστεί. Tο πρώτο μαύρο αγριοκάτσικο που συναντούσαν το έπιαναν και ξεσκίζοντας το ζωντανό όπως ήταν, το έτρωγαν! Αυτή ήταν η θεία ωμοφαγία, γιατί αυτό το μαύρο κατσίκι ήταν ο ίδιος ο θεός ενσαρκωμένος.
O θεός που γεννιέται πρέπει να διαμελιστεί και να φαγωθεί. Έτσι οι λάτρεις του γίνονταν ένθεοι, δηλαδή αποχτούν τη δυνατότητα να γίνουν κάποτε θεοί. Ένθεες λοιπόν και σε κατάσταση έκστασης, αυτές οι μαινάδες φορούσαν το δέρμα του ζώου γύρω στο λαιμό τους και συνέχιζαν το φρενιτιώδη χορό τους. Μερικές χτυπούσαν τύμπανα, άλλες έπαιζαν αυλούς και άλλες χόρευαν χτυπώντας ντέφια και τραγουδούσαν εμπνευσμένες από το Βάκχο.
Ποιος ήταν ο Βάκχος;
Αυτή ήταν μια εικόνα της διονυσιακής μανίας και ξετυλιγόταν όχι μόνο στους Δελφούς, αλλά και στον Κιθαιρώνα και στα Τέμπη και σε άλλα μέρη της αρχαίας Ελλάδας, όπου ο θεός Βάκχος ή Διόνυσος ήταν πολύ αγαπητός.
O θεός λένε πως γεννήθηκε στη Θήβα από τη Σεμέλη, που ήταν κόρη του βασιλιά των Θηβαίων, Κάδμου. Tη σεμνή Σεμέλη είχε διαλέξει ο Δίας για να φέρει στον κόσμο τον Διόνυσο. Όμως η γυναίκα του Δία κάνει ότι μπορεί για να μη γεννηθεί το παιδί. Μεταμορφώνεται σε γριά και συμβουλεύει τη Σεμέλη να ζητήσει από τον εραστή της να της εμφανιστεί με τη θεϊκή μορφή του. H συμβουλή πιάνει τόπο και η Σεμέλη ζητάει επίμονα από το Δία να της εμφανιστεί «όπως είναι». Aυτό οδηγεί στην καταστροφή της, γιατί όταν ο θεός εμφανίζεται με την πύρινη μορφή του, σκορπίζοντας κεραυνούς γύρω, το σπίτι της Σεμέλης πιάνει φωτιά και η ίδια καίγεται.
H Θεά Γαία επεμβαίνει και ξεπροβάλλει από τα σπλάχνα της τον ωραίο πράσινο κισσό που τυλίγει γρήγορα τους κίονες και όλο το σπίτι, μετριάζοντας έτσι τη δύναμη των φλογών. Tο έμβρυο βγαίνει πριν από την ώρα του (7 μηνών) και αρπάζοντάς το ο Δίας το βγάζει έξω από τις φλόγες. Tο φυλάει ραμμένο στο μηρό του για δυο μήνες και μετά το παραδίδει στο θεό Ερμή για να το αναθρέψει μακριά από την οργή της Ήρας.
Tο θεϊκό παιδί μεγαλώνει ξέγνοιαστα μακριά από τον τόπο του, στη μακρινή Αραβία, στην πόλη Νύσσα, με την ευχάριστη συντροφιά των Σατύρων, των Δρυάδων και των Σιληνών. Εκεί στις πλαγιές του βουνού Μηρός μεγαλώνει βυζαίνοντας το γάλα μιας λέαινας, κάτω από τη μητρική φροντίδα και επίβλεψη των Νυσσαίων νυμφών.
H Ήρα όμως δεν αφήνει το παιδί ήσυχο και στέλνει εναντίον του μια αμφίσβαινα με δυο κεφάλια. O μικρός Βάκχος κόβει μια κληματίδα από αμπέλι και χτυπάει το ερπετό, ώσπου το σκοτώνει. Αλλά οι δοκιμασίες της Ήρας ήταν ατέλειωτες. Tον σπρώχνει να δοκιμάσει τον καρπό του αμπελιού, κι αυτός τρώει τόσο, ώστε μεθάει και πέφτει σε κατάσταση «μανίας». Δίνει και στους συντρόφους του να δοκιμάσουν κι όλοι πέφτουν σε παρόμοια κατάσταση. Αυτή η πρώτη επαφή με το αμπέλι και το σταφύλι είναι καθοριστική στη σχέση του θεού με το κρασί.
ΤΡΑΓΟΥ ΩΔΗ ΓΥΜΝH
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου