Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΤΕΣ ΜΥΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΜΟΥ

283.troilos-Munich-1436 Η λέξη καθαρμός εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τίτλος συγγράμματος του Εμπεδοκλή, και μάλιστα στον πληθυντικό αριθμό. Το διδακτικό αυτό ποίημα[63], κεντρικό θέμα του οποίου είναι η ανθρώπινη ψυχή, συνάπτεται με την πυθαγορική διδασκαλία σχετικά με τη μετενσάρκωση της ψυχής σε συνεχώς νέες μορφές (117), με τη σύνδεση ενοχής και τιμωρίας (115), με τις μακρές περιόδους κάθαρσης και εξαγνισμού και με τις βαθμίδες εξέλιξης προς κάτι ανώτερο (146 κ.ε.).[64] Οπωσδήποτε ο καθαρμός προϋποθέτει ένα μίασμα που, όπως έδειξε ο Parker, μπορεί να αποτελεί μεταφυσική έκφραση της κοινωνικής ρήξης, που προκαλεί, λ.χ., η διάπραξη ενός φόνου, και ιδιαίτερα της ρήξης μεταξύ δύο γενών.

Πάντως, ως πρακτική τελετουργική, σε περιπτώσεις επαφής με το ιερό, σε μεταβατικές ή κρίσιμες καταστάσεις και για την κοινωνική επανένταξη, είναι παλαιότατη.

Καθαρμός λοιπόν επιβάλλεται πριν από τις σπονδές, τις θυσίες, την προσευχή, τη μύηση, την προσωπική αφιέρωση, τη χρησμοδότηση, τόσο σε αυτόν που δίνει χρησμό όσο και σε αυτόν που τον δέχεται. Επιβάλλεται δηλαδή πριν από την επαφή με το ιερό, όπως λ.χ. ο Ευχίδας που, πριν να φέρει τη νέα φωτιά από τον βωμό των Δελφών στις Πλαταιές, καθαρίστηκε στο σώμα, ραντίστηκε με αγιασμό και φόρεσε δάφνινο στεφάνι (Πλoύτ. Αριστ. 20, 4). Επιβάλλεται ακόμη μετά από λοιμό, φόνο (Απόλλων, Ορέστης, Οιδίπους, Δαναΐδες, Ηρακλής), που ήταν και η πιο δύσκολη περίπτωση, παραφροσύνη (Μελάμπους – Προιτίδες), σεξουαλική επαφή[65]. Τέλος, επιβάλλεται πριν από τον γάμο και στον θάνατο.

Τα μέσα καθαρμού ήταν το νερό, το θυμίαμα, η φωτιά, το αίμα, το χώμα (σε ορισμένα μυστήρια ο μυούμενος αλειφόταν με ένα μείγμα πηλού και πίτουρων), το κάνιστρο των δημητριακών με την παλινδρομική κίνηση πάνω από το κεφάλι του μυουμένου και τον αέρα που ξεσηκώνει, η σκίλλα, δηλαδή το κρεμμύδι που ξεφλουδίζεται, μέχρι που δεν μένει τίποτε, η εκδίωξη (του πιο άσχημου ή φτωχού, του ξένου, του βασιλιά, της πιο εκλεκτής παρθένου), ή η ρίψη στη θάλασσα. Μεταγενέστερες παρατηρήσεις επισημαίνουν ότι τα μέσα αυτά συμπεριλαμβάνουν τα τέσσερα στοιχεία (Serv. Verg. Aen. ad 6.741).

Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο καθαρμός με το νερό, κυρίως πόσιμο, σπανιότερα θαλασσινό, προηγείται κάθε άλλου μέσου, όταν δεν αποτελεί το μόνο μέσο ή αυτοδύναμη σκηνή μέσα σε ένα ευρύτερο τελετουργικό. Θα παρακολουθήσουμε ξεχωριστά διάφορες περιπτώσεις.

63 Ο Διογένης Λαέρτιος παραδίδει ότι το ποίημα είχε έκταση περί τους 5.000 στίχους (VIII, 77), γραμμένους σε δακτυλικό εξάμετρο, από τους οποίους σώζονται λιγότερο από το ένα πέμπτο.

64 Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα εξηγούνται οι εμπεδόκλειοι κανόνες καθαρμού και ζωής, όπως είναι λ.χ. η απαγόρευση της κρεοφαγίας (128, 127, 139).

65 Για το θέμα του καθαρμού πριν και μετά τη σεξουαλική επαφή βλ. Ηρόδ. 1.198 και 2.64· Αριστοφ., Λυσ., 911-913.

Καθαρμός και τελετουργία

Στα ομηρικά έπη συχνές είναι οι σκηνές καθαρμού πριν από την προσευχή, τη σπονδή, τη θυσία. Στην Ιλιάδα κυριαρχούν οι αναφορές που αφορούν στο λουτρό νεκρών και ακολουθούν οι αναφορές στον καθαρμό πριν τη σπονδή, την προσευχή και τη θυσία. Στην Οδύσσεια υπάρχει μία μόνο αναφορά σε πλύσιμο νεκρού, όταν ο Ερμής κατεβάζει τις ψυχές των μνηστήρων στον Άδη και ο Αγαμέμνων συνομιλεί με την ψυχή του Αχιλλέα, οπότε και του αναφέρει τη μάχη που έδωσαν για να πάρουν το σώμα του που στη συνέχεια έπλυναν (Οδ. ω, 45). Κυριαρχούν οι αναφορές στην καθαριότητα, το λούσιμο και το πλύσιμο των χεριών πριν το φαγητό (α, 138-140, 148. δ 49-56. η 177-178. θ 442-443. κ 362-373. ο 135-136. ρ 87-93. ψ 157-167. ω 360-366)[66], ενώ στην Ιλιάδα το πλύσιμο είναι συνυφασμένο και με τη σπονδή, την προσευχή, τον όρκο, τη θυσία (Γ 268-270. Ι, 171-178. Κ 569-579. Ω 299-307). O Ησίοδος, από την πλευρά του, εφιστά την προσοχή να μην προσφέρει κανείς σπονδές στον Δία και στους άλλους θεούς «με τα χέρια άνιφτα» (Έργα, 724-726). Ο μεγάλος αριθμός των υδριοφόρων μορφών και των μικρών πήλινων υδριών στο μικρό ιερό της Δήμητρας στη ΒΑ περιοχή της αρχαίας Πέλλας είναι ενδεικτικός μιας τελετής εξαγνισμού των προσκυνητών, με τη χρησιμοποίηση νερού που θα μεταφερόταν με υδρίες στην περιοχή του ιερού.

Αναγκαίος είναι ο καθαρμός των χεριών στο περιρραντήριο πριν από την είσοδο στον ναό και πριν από τη θυσία, τόσο αυτού που την τελεί[67] όσο και των συμμετεχόντων, και μάλιστα στην πρώτη της φάση (άρχεσθαι). Η περιφορά του κάνιστρου με τις προσφορές και του δοχείου με το νερό σηματοδοτεί την οριοθέτηση του ιερού στον τόπο της θυσίας αλλά και τη συγκρότηση μιας κοινότητας που αποδέχεται συγκεκριμένους κανόνες με τον σχηματισμό ενός κύκλου που εγκλείει το ζώο και τους συμμετέχοντες. Οι πιστοί ρίχνουν στα χέρια τους νερό από το δοχείο, ενώ η εξαγνιστική δύναμη της φωτιάς συνδυάζεται με του νερού, καθώς ένα κούτσουρο από τη φωτιά βυθίζεται στο νερό και με αυτό ραντίζεται το Ιερό, ο βωμός, οι συμμετέχοντες.[68] Με το νερό του δοχείου ραντίζεται και το ζώο, η απότομη αντίδραση του οποίου εκλαμβάνεται ως συναίνεση για τη θυσία. Κάποιες φορές ο εξαγνισμός του ζώου γινόταν σε ιδιαίτερη πηγή.

66 Στην Οδύσσεια υπάρχουν έξι τυποποιημένες περιγραφές λουτρού. Με εξαίρεση το λουτρό στο ψ 135-167 σε όλες τις άλλες ακολουθεί ευωχία (Foley 1990, σ. 257).

67 Αισχ., Πέρσαι, 201-204.

68 Το νερό αυτό ονομάζεται χέρνιψ (Αθήναιος, ΙΧ, 409 b), είναι αγιασμένο (Αισχ., Ευμεν., 655-56· Σοφ.., Οιδ. Τ., 240· Ευρ., Ορ., 1602) και απαγορεύεται να δίδεται στους μιασμένους (Δημ., π. Λεπτ., 158· Σοφ.., Οιδ. Τ., 240).

Καθαρμός στη γέννηση, τον γάμο, τον θάνατο

Καθαρμός με νερό επιβάλλεται ακόμη σε σημαντικές, και ακραίες, στιγμές στη ζωή του ανθρώπου: στη γέννηση, τον γάμο, τον θάνατο.
Στις πηγές ανευρίσκονται πληροφορίες για το λουτρό των εξής θεών αμέσως μετά τη γέννησή τους: του Απόλλωνα, της Άρτεμης, του Ερμή, του Δία, του Διόνυσου.

Για τον Απόλλωνα ο ομηρικός ύμνος παραδίδει ότι θεαί λόον ὓδατι καλῷ ἁγνῶς καὶ καθαρῶς (120-121) στα νερά του ποταμού Ινωπού στη Δήλο, λέει ο Καλλίμαχος (4ος Ύμνος, στ. 6).

Στη βρύση Κισσούσα των Θηβών, όπου οι παραμάνες έλουσαν τον Διόνυσο μόλις γεννήθηκε, το νερό έχει το χρώμα του κρασιού, είναι λαμπερό, καθαρό, όμορφο στη γεύση (Πλούτ. Λύσ. 28).

Ο ποταμός Γορτύνιος, όπου έλουσαν τον Δία μετά τη γέννησή του, μετονομάστηκε σε Λούσιο (Παυσ. 8.2), ενώ Νύμφες έλουσαν τον Ερμή στις τρεις κρήνες των ορέων των Φενεατών στην Αρκαδία, τα Τρίκρηνα, οι οποίες θεωρούνται ιερές (ό.π., 16.1) -ίσως γι” αυτό στον ομηρικό ύμνο ο Ερμής λέγεται νεόλλουτος (Ι, 241).

Αλλά και ο τρόπος της γέννησης της Αφροδίτης από τη θάλασσα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως το πρώτο μπάνιο της θεάς.

Δεν πρόκειται βέβαια για ένα λουτρό που αφορά μόνο στους θεούς. Όμως οι σχετικοί με αυτό θεογονικοί μύθοι αποτελούν μιαν ένδειξη ότι το πρώτο λουτρό του ανθρώπου, που αφορά στη φυσική καθαριότητα, αποτελεί και «τον πρώτο θρησκευτικό καθαρμό του»[69]. Σε άλλες βέβαια περιπτώσεις, το πρώτο αυτό λουτρό αποτελεί πραγματικά μια «τελετουργία διάβασης» στο δικαίωμα στη ζωή και στην κοινωνική ένταξη των παιδιών, καθώς με αυτό δοκιμάζεται η υγεία των νεογέννητων και η παραμονή τους στη ζωή. Στη Σπάρτη λ.χ. το πρώτο λουτρό γινόταν με κρασί· από την αντίδραση του παιδιού σε αυτό κρινόταν αν θα παρέμενε στη ζωή ή αν θα ριχνόταν στους αποθέτας του Ταΰγετου (Παυσ. Λυκ., 16). Ο Αριστοτέλης επίσης αναφέρει ότι τα παιδιά θα πρέπει να συνηθίζουν στο ψύχος, και γι” αυτό σε πολλούς βαρβαρικούς λαούς επικρατεί η συνήθεια […] να βυθίζουν τα νεογέννητα σε ψυχρά νερά (Πολ. Ε. 15, 1336a).

Μεγάλη σημασία στις προετοιμασίες του γάμου είχε το μύρωμα της νύφης και του γαμπρού, ενώ στα έθιμα του γάμου περιλαμβάνεται και ένα τελετουργικό λουτρό για τη νύφη την ίδια την ημέρα του γάμου με νερό από ιδιαίτερη πηγή ή ποτάμι, λ.χ. από την πηγή Καλλιρόη στην Αθήνα (Θουκ. Β, 15, 3)[70], τον Ισμηνό στη Θήβα (Ευρ., Φοίν. 347-8), τον Σκάμανδρο στην Τροία (Αισχ., Επιστολαί 10, 3).

Οι πληροφορίες από τις πηγές μας επιτρέπουν δύο συμπεράσματα: Πρώτον, το λουτρό αφορά στη γονιμότητα, αν λάβει κανείς υπόψη του και τις αντιλήψεις για τη σημασία του νερού στην καρποφορία. Ο Θεόφραστος λ.χ. σημειώνει: ἑνιαχοῦ φασὶ τὶ ὓδωρ παιδογόνον εἷναι γυναιξίν, ὣσπερ καὶ ἐν Θεσπιαῖς (Ιστ. Φυτ. ix 8, 10), ενώ ο Ευστάθιος, σε σχόλιό του στο Ψ 141 τηςΙλιάδας, επισημαίνει: κουροτρόφοι ἐνομίζοντο οἱ ποταμοὶ διὰ τὴν ὑγρότητα καθὴ καὶ ὁ ἣλιος Ἀπόλλων διὰ θερμότητα· και: τὸ λουτρὸν ἐκ τοῦ ποταμοῦ τοῖς νυμφίοις ἐκομίζετο, οἰωνιζομένοις τὸ γόνιμον[71]. Ανεξάρτητα από την ορθότητα της ιδέας στο συγκεκριμένο σημείο της Ιλιάδας, το σχόλιο απηχεί δοξασίες βαθιά ριζωμένες. Ο Αισχίνης παραδίδει ότι σύμφωνα με νόμο οι μελλόνυμφες της Τροίας έπρεπε να λουστούν στα νερά του Σκάμανδρου. Επρόκειτο για τελετή δημόσιου χαρακτήρα, αφού οι συγγενείς και ο υπόλοιπος κόσμος παρακολουθούσαν από μακριά «όπως επιτρέπει ο νόμος». Στη διάρκεια του λουτρού αυτού οι κοπέλες πρόφεραν ιερά λόγια: «Πάρε, Σκάμανδρε, την παρθενιά μου» (Αισχ., Επιστολαί 10, 3). Ακόμη και η μαρτυρία του Παυσανία (7.22.11) ότι τα κοπάδια που έπιναν από τον ποταμό Χάραδρο, πιο κάτω από το ιερό της Τρικλαρίας Αρτέμιδος κοντά στην πόλη των Πατρών, γεννούσαν την άνοιξη αρσενικά, επιτείνει την ερμηνεία του γονιμοποιού λουτρού. Εξάλλου, στη θεά Άρτεμη οι κοπέλες αφιέρωναν τα παιδικά παιχνίδια τους πριν από τον γάμο.

Παρόμοιο τελετουργικό λουτρό προετοιμαζόταν και για τους νέους την ημέρα του γάμου τους: Η ευμετάβλητη Τύχη σας έδωσε «Κήρες» (πνεύματα θανάτου) για νύφες, και σ” εμένα τη δυστυχισμένη δάκρυα για τα λουτρά σας, λέγει η Μεγάρα για τους γιους της που θα σκοτώσει ο πατέρας τους Ηρακλής σε κρίση τρέλας (Ευρ., Ηρακλής 480-82). Πάντως, ο Ησίοδος επισημαίνει ότι ένας άνδρας δεν πρέπει να λούζεται μέσα σε νερό που λούστηκε γυναίκα, γιατί θάρθει και δω η τιμωρία, αργά βέβαια αλλά φοβερή (Έργα και Ημέραι 753-755).

Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι το νερό από συγκεκριμένη πηγή δίνει συνέχεια στη γενιά. Πρόκειται για άποψη που τη βρίσκουμε στον Ησίοδο (Θεογονία 346-348), στην αφήγηση για το γένος του Ωκεανού: Και γέννησε [η Τηθύς] την ιερή γενιά των θυγατέρων του· αυτές με τη βοήθεια του αφέντη Απόλλωνα και των Ποταμών αντρώνουνε τους νέους στη γη και τέτοια από το Δία την κλήραν έχουνε. Αλλά και όσα λέει η Ιοκάστη στη συνάντησή της με τον Πολυνείκη στις Φοίνισσες του Ευριπίδη για τον γάμο που έκανε με την Αργεία, την κόρη του βασιλιά του Άργους Άδραστου (337- 349), προσφέρουν μια καλή πληροφορία για το προγαμιαίο λουτρό των νέων, ενώ τα λόγια της επιδέχονται και μια πολιτική ανάγνωση για τη σημασία της καταγωγής της νύφης και του γάμου:

Άκουσα, γιε μου, για τους γάμους σου

και πως παιδιά σε ξένα σπίτια χαίρεσαι.

Σε ξένους δίνεις τις φροντίδες σου.

Αβάσταγα για τη μητέρα σου είναι τούτα

και για του Λάιου τη γενιά.

Παντρειά ξενικιά, κακορίζικη.

Κι εγώ δεν άναψα στον γάμο σου

λαμπάδες, όπως συνηθιέται και ταιριάζει

σε μάνα ευτυχισμένη.

Και το ποτάμι του Ισμηνού

δε παραστάθηκε στου γάμου τις γιορτές,

να σε λουτροστολίσει.

Μέσα στη Θήβα δεν αντήχησε

το δέξιμο της νύφης.

Θυμίζουμε, ακόμη, ότι πάμπολλες είναι οι γενεαλογίες ηρώων από ποταμούς και ότι μια τέτοια καταγωγή εγγυόταν γενναιότητα. Θα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα:

Ο Αστεροπαίος από την εύφορη Παιονία (Φ 154), πριν συγκρουστεί με τον Αχιλλέα, δήλωσε: κατάγομαι απ” τον Αξιόν, πλατύρροο ποτάμι (Φ 157). Και όταν ο Αχιλλέας τον καταβάλλει, του λέει:

Ήταν βαρύ με του Διός του μεγαλοδυνάμου,

αν και ποταμογέννητος, τα τέκνα να παλαίσης.

Αν από μέγαν ποταμόν εσύ γενοκρατιέσαι,

στην γενεάν καυχώμ” εγώ του υπέρτατου Δία.

(Φ 184-187)

Και λίγο παρακάτω:

και ως είναι ο Ζευς των ποταμών, που στα πελάγη ρέουν

ανώτερος, ανώτεροι γεννούντ” οι απόγονοί του.

Μέγαν κοντά σου ποταμόν έχεις και συμβοηθόν σου

αν ημπορούσεν, αλλά ποιος μετριέται με τον Δία;

Που μήτε ο μέγας προς αυτόν συγκρίνεται Αχελώος,

μήτ” η ορμή του Ωκεανού με το βαθύ του ρεύμα

απ” όπου όλες οι θάλασσες και οι ποταμοί πηγάζουν

και όλες οι βρύσες εις την γην και τα βαθιά πηγάδια·

τρέμει και αυτός τον κεραυνόν του φοβερού Κρονίδου,

όταν βροντά τρομακτικά από τα ουράνια κάτω.

(Φ 190-199)

Κι ακόμη: Σύζυγος του Μιλήτου, του οικιστή της ομώνυμης πόλης στα παράλια της Μικράς Ασίας, είναι η Ειδοθόη, κόρη του ποταμού Εύρυτου, ή η Κυάνη, κόρη του ποταμού Μαίανδρου. Εύρυτος όμως, που σημαίνει καλλίρροος, είναι ο ίδιος ο ποταμός Μαίανδρος, είναι ένα επίθετο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο οικιστής της πολιτείας δεν είναι γιος αλλά γαμπρός του αρχέγονου ποταμού της περιοχής.

69 Ginouvès 1962, σ. 236.

70 Την εποχή του Θουκυδίδη η πηγή ονομαζόταν Εννεάκρουνος από το σχήμα που έδωσαν σε αυτήν οι Πεισιστρατίδες

71 Ο Απόλλων λατρεύεται και ως θεός κουροτρόφος, κουρίδιος και γενέτωρ στη Δήλο, κούρεος στην Τέω.


Καθαρμός θεαινών

Την πρώτη μέρα προετοιμασίας για τον γάμο στο σπίτι της νύφης τελούνταν θυσίες εξαγνιστικές και προσφορές στις παρθένες θεές, καθώς και στην Αφροδίτη και την Ήρα. Πρόκειται για θεότητες που οι μύθοι αφενός τις συνδέουν με λουτρό πριν ή μετά από έναν ιερό γάμο, και οι τελετουργίες αφετέρου με τον καθαρμό του αγάλματός τους, ενώ τα ιερά τους αναφέρονται συχνά σε σχέση με πηγές.

Η Αφροδίτη, για παράδειγμα, μετά το πάθημά της να πιαστεί με τον Άρη σε αόρατα δεσμά από τον Ήφαιστο,
κατά την Κύπρο πήγε […]
Κι οι χάρες σαν την έλουσαν και μυρωδιές ουράνιες
την άλειψαν, που στους θεούς τους αθανάτους πρέπουν
κι ολόμορφα τη στόλισαν, και να τη βλέπης θάμα (Οδ., 377-381).
Θυμίζουμε ότι το 340 π.Χ. ο Πραξιτέλης δημιούργησε για το ιερό της Κνίδου το άγαλμα της γυμνής Αφροδίτης που την παρουσίαζε έτοιμη να πλυθεί, ενώ είναι γνωστή και η σχέση της με τη θάλασσα, τόσο αναφορικά με τη γέννησή της όσο και ως προστάτρια των ναυτικών[72]. Επιπλέον, το άγαλμά της οδηγείται με πομπή για καθαρμό στην πρώτη μέρα του Απριλίου στη γιορτή των Βενεραλίων, ενώ στη συνέχεια πλένονται και οι ίδιες οι γυναίκες φορώντας στεφάνι από κλαδιά μυρτιάς -το πιθανότερο είναι ότι οι γυναίκες μιμούνταν το λουτρό της Αφροδίτης για να έχουν τα ερωτικά κέρδη που αυτή είχε.[73]

Η Ήρα, από την άλλη, πριν από την ένωσή της με τον Δία στα βουνά της Ίδης, το σώμα της το χαριτοπλασμένο / με αμβροσίαν όμορφα καθάρισε και αλείφθη / λάδι άφθαρτο γλυκύτατο με μύρα ευωδιασμένο (Ιλ., 170-172). Στο Ηραίον κοντά στις Μυκήνες υπάρχει ρυάκι που λέγεται Ελευθέριον που τα νάματά του χρησιμοποιούν οι ιέρειες για καθαρτικές τελετές και για όσες θυσίες είναι απόρρητες (Παυσ. 2.17.1).[74] Για την ίδια θεά ο Παυσανίας παραδίδει τα εξής: Η Ναυπλία διαθέτει και λιμάνι καθώς και μια πηγή που λέγεται Κάναθος. Λένε οι Αργείοι πως η Ήρα ύστερα από ένα λουτρό σε αυτήν κάθε χρόνο ξαναγίνεται παρθένος. Αυτό είναι ένα απόρρητο βέβαια που το λένε σε μυστική ιεροτελεστία προς τιμήν της Ήρας (2.38.2-3).[75] Η Σάμος, όπου ήδη κατά το 800 π.Χ. οικοδομήθηκε κοντά στον βωμό ο μεγάλος ναός της Ήρας, ονομαζόταν Παρθενίη και ο ποταμός Ίμβρασος κοντά στο Ιερό Παρθένιος[76], ενώ στην Ερμιόνη ετιμάτο η Ήρα Παρθένος.[77] Στις Πλαταιές, τέλος, τελούνταν κάθε επτά χρόνια τα Μικρά Δαίδαλα για τη συμφιλίωση του Δία και της Ήρας, στη διάρκεια των οποίων το άγαλμα πλενόταν στον Ασωπό. Στη συνέχεια το τοποθετούσαν σε άμαξα μαζί με μια γυναίκα που έπαιζε τον ρόλο της νύφης και με πομπή αυστηρά οργανωμένη κατευθύνονται στον Κιθαιρώνα. (Εικ. 137, 138)

Στην Ιφιγένεια εν Ταύροις του Ευριπίδη, η Ιφιγένεια μηχανεύεται τέχνασμα για να μπορέσει ο Ορέστης να πάρει το άγαλμα της Άρτεμης από την Ταυρίδα και να το πάει στην Αττική, να γλιτώσει από τη θυσία -οι Σκύθες θυσίαζαν στη θεά κάθε ξένο- και να καταφέρουν όλοι μαζί -Ορέστης, Πυλάδης, Ιφιγένεια- να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Θα προφασιστεί στον Θόαντα ότι τα υποψήφια θύματα είναι μολυσμένα και, επειδή άγγιξαν το άγαλμα της θεάς με τα χέρια τους, πρέπει να εξαγνιστούν και να πλυθεί στη θάλασσα και το άγαλμα της θεάς (1033-1040). Η Υψιπύλη θα σώσει τον πατέρα της Θόαντα από τη σφαγή στο νησί της Λήμνου -οι γυναίκες έσφαξαν όλους τους άνδρες- ντύνοντάς τον με τα κοσμήματα του αγάλματος του Διόνυσου και οδηγώντας τον το πρωί στη θάλασσα σαν να ήταν ο θεός, τον οποίο ήθελε να εξαγνίσει από τις σφαγές της νύχτας. Ο Παυσανίας επίσης παραδίδει ένα τελετουργικό που τελείται στη Σικυώνα: νέοι πηγαίνουν στον ποταμό Σύθα και, αφού φέρουν τα αγάλματα της Αρτέμιδος και του Απόλλωνα στο ιερό της Πειθούς που βρίσκεται στην αγορά, τα μεταφέρουν αμέσως στον ναό του Απόλλωνα που επίσης βρίσκεται στην αγορά. Το τελετουργικό αυτό γίνεται σε ανάμνηση των επτά νέων και νεανίδων που έστειλαν οι Σικυώνιοι στον Σύθα ως ικέτες για να πείσουν τους δύο θεούς που είχαν φύγει για την Κρήτη μετά τους καθαρμούς τους για τον φόνο του Πύθωνα να επανέλθουν στην ακρόπολη, γιατί μετά την αναχώρησή τους έπεσε αρρώστια στην περιοχή της Αιγιαλείας (Β, 7, 7-8). Σημειώνουμε ακόμη ότι η θεά έχει τα επίθετα θερμία και θερμαία. Λουτρό ξοάνου της Αρτέμιδος αναφέρεται από την παράδοση ότι τελούνταν στην Άγκυρα: «οὒσης δὲ συνηθείας αὐτοῖς ἐν τῇ πλησίον λίμνῃ κατά ἒτος λούειν τὰ ξόανα [της Αρτέμιδος και της Αθηνάς]».[78] Το ίδιο εικάζεται ότι συνέβαινε στη δεξαμενή της μαρίνας της Σάνης στη Χαλκιδική.[79] Εξάλλου, παραδίδονται νυχτερινές λατρείες της θεάς στην Πάτρα προς τιμήν της Αρτέμιδος Παγκλαρίας, πιθανόν στο Λάφριο της Καλυδώνας, στην Έφεσο, προφανώς οργιαστικού περιεχομένου υπό το φως των λυχναριών και μόνο για γυναίκες, καθώς η θεά λατρευόταν ως προστάτιδα του γυναικείου φύλου, του γάμου, του τοκετού, των νεογέννητων.[80]

Αθήνα και Άργος υποστήριζαν ότι το Παλλάδιο της Τροίας βρισκόταν στην κατοχή τους. Και στις δύο πόλεις τελούνταν εορτές στις οποίες περιλαμβανόταν και ο καθαρμός του αγάλματος. Στο Άργος το άγαλμα της θεάς Αθηνάς, μαζί με την ασπίδα του Διομήδη, μεταφερόταν από ιερέα σε άμαξα για να το πλύνουν στον ποταμό Ίναχο (Καλλίμαχος, Ύμνος 5), ενώ παρόμοια ετήσια πομπή των εφήβων προς τη θάλασσα, όπου συνόδευαν το Παλλάδιο, και επιστροφή στο Ιερό της γινόταν και στην Αθήνα. Σε μιαν άλλη γιορτή, τα Πλυντήρια που εορτάζονταν αποκλειστικά στην Αθήνα στο τέλος περίπου του μήνα Θαργηλιώνα (συμπίπτει με τα μέσα Ιουνίου), νεαρές κοπέλες και γυναίκες, οι πλυντρίδες ή λουτρίδες, έγδυναν το αρχαίο ξόανο της πολιούχου, το έπλεναν και στη συνέχεια το έντυναν πάλι. Εκείνη η ημέρα θεωρούνταν αποφράς.[81]

Ποιο όμως ήταν το έναυσμα γι” αυτό το τελετουργικό στις δύο πόλεις; Οι πηγές μας προμηθεύουν με τις κατάλληλες πληροφορίες. Ο μύθος λοιπόν λέει ότι στην εκστρατεία των Επτά επί Θήβας η Αθηνά συνόδεψε τον Τυδέα που είχε σταλεί από τον στρατό των Αργείων για να διαπραγματευτεί με τον Ετεοκλή και του έδωσε τις κατάλληλες για την περίσταση συμβουλές. Τον οδήγησε ακόμη στον ναό της στη Θήβα, για να δει την Ισμήνη σε ερωτικές περιπτύξεις με τον Περικλύμενο και να τη σφάξει. Έφερε μάλιστα φάρμακο από τον Όλυμπο για να του υγιάνει τις πληγές από τα τραύματα στη μάχη και να του χαρίσει την αθανασία. Όταν όμως είδε τον ευνοούμενό της να σπάει το κεφάλι του εχθρού του, του Μελάνιππου, και να του ρουφάει το μυαλό, ο αποτροπιασμός της ήταν τόσος που εγκατέλειψε τον Τυδέα στις πληγές του και τον άφησε να πεθάνει αβοήθητος. Τότε ήταν που η θεά κατέβηκε από τη Θήβα στην Αθήνα και εκεί λούστηκε στα νερά του Ιλισού, για να ξανανιώσει καθαρή. Όσο για το γεγονός ότι την ίδια πορεία ακολουθούσε και η ασπίδα του Διομήδη, νομίζουμε ότι αυτό εξηγείται από το γεγονός πως η Αθηνά ό,τι δεν θέλησε να κάνει για τον Τυδέα το έκανε για τον γιο του Διομήδη βοηθώντας τον στον Τρωικό πόλεμο -ως και στο άρμα του ανέβηκε πάνοπλη, ενώ με την όραση που του χάρισε τον έκανε να διακρίνει ως και τους θεούς μέσα στη μάχη.[82]

Πάντως, οι αφηγήσεις αυτές δίνουν μια καλή εξήγηση γιατί το Παλλάδιο τοποθετούνταν σε δικαστήρια που δίκαζαν εγκλήματα όπως η ανθρωποκτονία. Ο ένοχος τιμωρούνταν με εξορία, μπορούσε όμως να ξαναγυρίσει ύστερα από καθαρτήριες τελετές. Εξορία, εξαγνισμός, επιστροφή αποτελούσαν μιαν επανάληψη της πορείας του αγάλματος προς τη θάλασσα όπου καθαριζόταν. Εξάλλου, και το ίδιο το Παλλάδιο στην Τροία, όταν έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, χρειάστηκε να το μεταφέρουν στην Ελλάδα ύστερα από υπόδειξη του Κάλχα, να το εξαγνίσουν και να γυρίσουν με καινούριες δυνάμεις σε μια στιγμή που οι Τρώες δεν θα τους περίμεναν πια. Τι όμως προκάλεσε την ανάγκη εξαγνισμού του αγάλματος;

Από τη στιγμή που ο Διομήδης και ο Οδυσσέας σκότωσαν τους φύλακες του ναού της Αθηνάς στην Τροία και άρπαξαν με τα αιματοβαμμένα χέρια τους το άγαλμα μολύνοντάς το, η Αθηνά θύμωσε και έπαψε να προστατεύει τους Αχαιούς. Το ξόανο, μόλις το έφεραν στο αχαϊκό στρατόπεδο, αναπήδησε τρεις φορές, η θεά έσεισε το ακόντιο και την ασπίδα της, έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα και έβγαλε φωτιές από τα μάτια του. Οι κακοσημαδιές αυτές προκάλεσαν τον χρησμό του Κάλχα για τον εξαγνισμό του αγάλματος. Τότε ήταν που έφτιαξαν τον Δούρειο Ίππο, αφιέρωμα στην Αθηνά για να μαλακώσει τον θυμό της. Αυτό το άλογο θα έπαιρνε τη θέση του Παλλάδιου μέσα στην πόλη της Τροίας, για να προστατεύει αυτό την πόλη. Η άλωση της Τροίας έμοιαζε πλέον αναπόφευκτη, είτε οι Τρώες αποφάσιζαν να καταστρέψουν το ξύλινο άλογο, οπότε θα επέσειαν τον θυμό της Αθηνάς, είτε βάζοντάς το μέσα στην πόλη τους και καταστρέφοντας τα τείχη τους, προκειμένου να χωρέσει το υπερμέγεθες αφιέρωμα, οπότε δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις της εφόδου των Αχαιών.

Σύμφωνα με τους μύθους, Αθηνά και Άρτεμη, μαζί με την Κόρη, θεότητες που μοιράζονται την παρθενία, υφαίνουν όλες μαζί τον πέπλο για τον Δία στην περιοχή της Έννας της Σικελίας όπου έγινε η αρπαγή της Κόρης και όπου τα γιούλια και τα άλλα λούλουδα που μοσχοβολούν παραμένουν θαλερά όλον τον χρόνο κατά τρόπο θαυμαστό (Διόδ. Σ., 5.3.3). Μοιράζονται, επίσης, τη Σικελία, παίρνοντας η καθεμιά ένα κομμάτι που χαρακτηρίζεται από την παρουσία πηγών.

Εκτός όμως από τις θεές που αναφέραμε, στέκεται μια άλλη κατηγορία θεοτήτων της βλάστησης, κατεξοχήν μητέρες, που δέχονται και αυτές καθαρμούς. Η Δήμητρα λούστηκε στα νερά του ποταμού Λάδωνα μετά την ανεπιθύμητη επαφή της με τον Ποσειδώνα και όταν είχε καταπραΰνει την οργή της· γι” αυτό και οι Αρκάδες της προσέδωσαν το προσωνύμιο Λουσία. O Παυσανίας μάλιστα αναφέρει ότι μετά την πόλη Θάλπουσα στην Αρκαδία ο Λάδων κατεβαίνει προς το ιερό της Δήμητρας στο Όγκιο και ότι μέσα στον ναό υπάρχουν δύο αγάλματα της θεάς, της Ερινύας και της Λουσίας με ύψος έξι πόδια (8.25.5-7). Εδώ το λουτρό συνοδεύεται από μιαν αλλαγή, μιαν αναγέννηση που σηματοδοτείται από ένα νέο όνομα. Αυτή είναι η περίπτωση και της Ινώς -θεότητα που εκλαμβάνεται ως θαλασσινή, καταρχάς όμως θεότητα της βλάστησης- η οποία, σε κατάσταση μανίας, έπεσε στη θάλασσα με τον γιο της Μελικέρτη και μετονομάστηκε σε Λευκοθέα. Πιο συγκεκριμένα:

Η Ινώ συνδέεται με τον μύθο του Φρίξου και της Έλλης ως δεύτερη σύζυγος του Αθάμαντα. Είναι υπεύθυνη για τον λιμό στον Ορχομενό και για τον θάνατο του Φρίξου (Απολλ., Α, ΙΧ, 1-2). Σε κατάσταση μανίας ο Αθάμας σκότωσε τον μεγαλύτερο γιο τους Λέανδρο. Η Ινώ δραπέτευσε προς τη θάλασσα με τον μικρότερο, τον Μελικέρτη και η παράδοση λέει ότι έπεσε από έναν από τους βράχους «που υψώνονται στο στενό της οδού [Ισθμός]» που ονομάζεται Μολουρίδα. Τον γιο της τον έβγαλε στη στεριά ένα δελφίνι, οπότε και μετονομάστηκε σε Παλαίμονα (με νόμο του Σίσυφου καθιερώθηκαν τα Ίσθμια προς τιμήν του) κι εκείνη σε Λευκοθέα.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή για την Ινώ, κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας, ο Δίας εμπιστεύτηκε τον Διόνυσο στον Ερμή που παρέδωσε το βρέφος στον Αθάμαντα και την Ινώ για να το αναθρέψουν σαν κορίτσι. Η Ήρα θύμωσε και τους πήρε το λογικό. Ο Αθάμας κυνήγησε σαν ελάφι τον Λέαρχο, ενώ η Ινώ έριξε σε πυρωμένο καζάνι τον Μελικέρτη[83]. Ύστερα, κρατώντας το λεβέτι με το νεκρό παιδί έπεσε στον βυθό. Αλλά η χύτρα μπορεί να είναι το εργαλείο μιας τελετής ανάστασης και ανανέωσης, όπως η Μήδεια επανέφερε τη νεότητα στον Αίσονα μέσα σε αυτήν ή όπως ο διαμελισμένος Πέλοπας ξαναζωντάνεψε από την Κλωθώ ή τη Ρέα (Πινδ., Ολ., 1. 37-40). Το ίδιο και η πτώση στη θάλασσα και η αλλαγή του ονόματος αποκαλύπτουν μια γονιμοποιό τελετή, ανανεωτική των δυνάμεων αναπαραγωγής, ή τελετή καθαρμού. Εξάλλου, σε γιορτές προς τιμή της Ινώς το άγαλμά της ρίχνεται στη θάλασσα για να καθαριστεί και αναδύεται ως Λευκοθέα. Θα πρέπει λοιπόν ο μύθος να ήταν η αφηγηματική απόδοση του τελετουργικού της ρίψης του αγάλματος της θεότητας της βλάστησης, προκειμένου να ανανεωθεί από τα πολυκύμαντα νερά και να επιστρέψει με καινούριες δυνάμεις.

Ακόμη και ο μύθος για το πλύσιμο και τον εξαγνισμό της Ρέας στα νερά του ποταμού Λύμαιου μετά τη γέννηση του Δία μπορεί να αναγνωσθεί στο πλαίσιο που υφάνθηκε.

Να προσθέσουμε ένα ακόμη στοιχείο στο θέμα: επιγραφή στην Κω καθόριζε ότι, αν το ιερό μολυνθεί από νεκρό, η ιέρεια έπρεπε να μεταφέρει την κουροτρόφο θεά στη θάλασσα για να την πλύνει εκεί και να αποκατασταθεί η διαφορά θείου και θνητού.

Αντίστοιχη με την καθαρτική και αναγεννητική ρίψη του αγάλματος στο νερό είναι και η «σκηνοθετική» γραμμή στο τελετουργικό της θεραπείας του ασθενούς με την κατάβασή του σε πηγές. Στόχος αυτής της κατάβασης είναι να δοθεί η εντύπωση στον ασθενή ότι κατεβαίνει στα έγκατα της γης για να αντλήσει από εκεί καινούρια ζωτικότητα. Η ανανέωση του ασθενούς είναι σωματική και ψυχική και από αυτή την άποψη η ιατρική των ναών είναι συνολική.[84]

Τι είδους θεότητες είναι αυτές που εμπλέκονται σε γαμήλια λουτρά ή που το άγαλμά τους υφίσταται τελετουργικό καθαρμό με τη μετακίνηση του ακίνητου; Πρόκειται για θεότητες που, ακόμη κι όταν είναι παρθένες, διατηρούν μιαν ιδιότυπη σχέση με τη σεξουαλικότητα. Η Αθηνά ήταν ταυτόχρονα παρθένος και μητέρα από τον Ήφαιστο του πρώτου βασιλιά της Αθήνας, του Εριχθόνιου-Ερεχθέα. Η Άρτεμη, η κατ” εξοχήν παρθένα θεά, συνδέεται με «ένα παράξενα ερωτικό, προκλητικό ιδανικό», γράφει ο Burkert.[85] Η ονομασία νύμφη που της αποδίδεται χαρακτηρίζει θεότητες των πηγών, των ανθέων και των σπηλαίων που είναι αγνές, άθικτες, παρθένες. Νύμφες όμως χαρακτηρίζονται οι νέες γυναίκες στην πρώτη ερωτική σχέση τους, που σαν μελλόνυμφες της προσφέρουν τα κοριτσίστικα ρούχα και τα παιχνίδια τους. Τα κορίτσια στην ενηλικίωσή τους σχημάτιζαν χορευτικές ομάδες σε εορτές κυρίως προς τιμή της Αρτέμιδος, και αυτές οι γιορτές ήταν μια καλή ευκαιρία για τους νεαρούς να κάνουν γνωριμίες με κοπέλες (Πλούτ. Γυν. αρετ. 254a). Αλλά και στις Καρυές της Λακωνίας, τόπος αφιερωμένος στην Αρτέμιδα και τις Νύμφες, υπάρχει άγαλμα της Καρυάτιδος Αρτέμιδος στην ύπαιθρο, όπου κάθε χρόνο οι παρθένες των Λακεδαιμονίων στήνουν πανηγύρι και χορεύουν ένα είδος τοπικού χορού (Παυσ. 3.10.7). Ο «χορός της Αρτέμιδος» γίνεται αφορμή να ενωθεί ο Ερμής με μια χορεύτρια (Ιλ. Π183), οι Διόσκουροι να αρπάξουν τις Λευκιππίδες, ο Θησέας την Ελένη. Οι μύθοι παραδίδουν ενώσεις όχι ακριβώς με την ίδια τη θεά αλλά με κοπέλες από τη συνοδεία της που κάποιες φορές τιμωρούνται από τη θεά για την απώλεια της παρθενιάς τους. Από την άλλη όμως, η Άρτεμη είναι γνωστή από την αγγειογραφία ως πότνια θηρών, κυρίαρχη θεότητα στο σύνολο της φύσης, μια δυνάμει μητέρα θεά.

Η Ήρα πάλι διατηρεί μιαν ιδιότυπη σχέση με τη μητρότητα: αν και σύζυγος του Δία, τα παιδιά που γεννά είναι δευτερεύουσες μορφές, ενώ ο Άρης θεωρείται από τον Δία ἒχθιστος από όλα τα παιδιά του (εξίσου αλλά διαφορετικά ιδιότυπη είναι η μητρότητα της Δήμητρας, συνδεδεμένη με την Κόρη, πριν και μετά την αρπαγή της από τον Πλούτωνα). Από την άλλη, ο Αλκαίος την αποκαλεί πάντων γενέθλα (απ. 129.7), γη δηλαδή που παράγει τα πάντα. Επιπλέον, σύμφωνα με μια παράδοση την Ήρα ανέθρεψαν οι Ώρες και όχι οι κόρες του ποταμού Αστερίωνα, γεγονός που αποδεικνύει τη σχέση της θεάς με τον ετήσιο κύκλο της σοδειάς και τη λατρεία της ως θεάς της γονιμότητας. Γιατί όμως παρθένος η μόνη γυναίκα που κάθεται δίπλα στον Δία ως νόμιμη σύζυγός του; Την απάντηση μπορούμε πάλι να την πάρουμε από τον Όμηρο, ο οποίος αναφέρεται στο σμίξιμο του Δία και της Ήρας πριν από τους γάμους τους, κρυφά από τους γονείς τους (Ξ, 296), οπότε, όταν έγινε επίσημα ο γάμος, η Ήρα έπρεπε να ξαναγίνει παρθένος (σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη (5.72) η ερωτική ένωσή τους πριν από τον γάμο τους έγινε στην Κνωσό δίπλα στον Τερενό ποταμό). Πρόκειται λοιπόν για ένα λουτρό ανανεωτικό των δυνάμεων της θεάς, μια τελετή προφανώς αγροτικού χαρακτήρα για τη δύναμη της γης να ανανεώνεται κάθε φορά.

Από την άλλη, η Δήμητρα είναι κατεξοχήν μητέρα, ενώ η Αφροδίτη, πριν πάρει τις συγκεκριμένες ιδιότητες ως κόρη του Δία στο Ολυμπιακό Πάνθεο, ήταν κόρη του Ουρανού, παλαιότερη δηλαδή του Δία. Αλλά και ως κόρη του Δία και της Διώνης λατρευόταν στη Δωδώνη μαζί με τη μητέρα της. Δήμητρα και Κόρη, Αφροδίτη και Διώνη είναι δυάδες θεών, στις οποίες η κόρη είναι η ανανεωμένη μάνα.

Μέσα σε αυτόν τον κύκλο των γυναικείων θεοτήτων που συνδέονται με τελετουργικά λουτρά υπάρχουν και εξαιρέσεις. Η μία περίπτωση αφορά στο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία. Ο Παυσανίας παραδίδει ότι στην Ολυμπία οι «Φαιδρυνταί» (έτσι ονομάζονταν οι απόγονοι του Φειδία) πήραν ως προνόμιο από τους Ηλείους να καθαρίζουν το άγαλμα του Δία «από τον ρύπο που επικάθηται», αφού προηγηθεί θυσία στην Εργάνη (5.14,5) -εργάνη είναι ένα από τα επίθετα της Αθηνάς. Η άλλη περίπτωση αφορά στον ντόπιο θεό των Ηλείων Σωσίπολι, ο οποίος λατρευόταν στο ιερό της Ειλείθυιας στην Ολυμπία, στον λόφο του Κρόνου, στο εσωτερικό του οποίου απαγορευόταν να μπει οποιοσδήποτε εκτός από την ιέρεια της θεάς, που εδώ επονομάζεται Ολυμπία, και αυτή με καλυμμένο το κεφάλι και το πρόσωπο με λευκό πέπλο. Η ιέρεια εκλέγεται κάθε χρόνο για να υπηρετεί τη θεά, ζει στην αγνότητα, φέρνει νερό για το λουτρό του θεού και του παραθέτει πλακούντα ζυμωμένο με μέλι.[86]

Η Πηνελόπη, όταν μιλά για τις κόρες του Πανδάρου, αναφέρει τις τρεις θεές, την Ήρα, την Αφροδίτη, την Άρτεμη, σαν εκείνες που συνέβαλαν στο μεγάλωμα, την ανατροφή, την εξωτερική εμφάνιση, τον γάμο των κοριτσιών. Ο Πλούταρχος, πάλι, σημειώνει ότι οι νεόνυμφοι είχαν ανάγκη τον τέλειο Δία, την τέλεια Ήρα, την Αφροδίτη, την Πειθώ και προπάντων την Άρτεμη, την οποία επικαλούνται οι γυναίκες όταν τις πιάνουν οι ωδίνες του τοκετού και στην διάρκεια του ίδιου του τοκετού.[87]Εξάλλου, κοντά στα νερά του Βαφύρα, ποταμού κοντά στο Δίον, και πάνω σε πανάρχαιες πηγές λατρευόταν η Άρτεμη ως θεά του τοκετού. Στην Ολυμπία λατρευόταν με ιερό στις εκβολές του Αλφειού και με το όνομα Άρτεμη Αλφειωτία. Συχνά λατρευόταν ως Ποταμία, Λιμνάτις ή Λιμναία και Ελεία: «Ιερά Αρτέμιδος πηγαί ναμάτων και κοίλαι νάπαι και ανθηροί λειμώνες» (Μάξιμος Τύριος 38.8). Όσο για τις εκβολές του Αλφειού είναι γεμάτες ιερά Αρτέμιδος, Αφροδίτης και Νυμφών (Στράβων 8.343). Οι θεές γονιμότητας της φύσης δεν είχαν ανάγκη από την ύπαρξη ναού. Η λατρεία γινόταν στην ύπαιθρο, όπου αρκούσε ένα ξόανο ή άγαλμα δίπλα στην πηγή ή στα κλαδιά ενός θάμνου ή δέντρου.

Για μια ακόμη φορά μπαίνει το ερώτημα: γιατί την Άρτεμη;

Η Άρτεμη ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο επίγαμων παρθένων, και αυτό προφανώς αντανακλά την υποχρέωση της κοπέλας να απαρνηθεί την παρθενική της ιδιότητα με τον γάμο -στην Άρτεμη αφιέρωναν οι κοπέλες τα παιδικά τους παιχνίδια πριν από τον γάμο-, υποχρέωση που κάποιες φορές έπαιρνε τελετουργική μορφή: η μελλόνυμφη θυσίαζε στην Άρτεμη ένα ζώο που αποτελούσε υποκατάστατό της. Ο θάνατος της μελλόνυμφης, που στην τελετουργία είναι συμβολικός, εκφράζεται στον μύθο ως πραγματικός, εκφράζει δηλαδή με ακραία, βίαιη μορφή την ένταση και τις αντιφάσεις τις οποίες κρατά υπό έλεγχο η τελετουργία[88]. Είναι γεγονός ότι η Άρτεμη «σκοτώνει» γυναίκες κάθε ηλικίας ή γυναίκες εύχονται να τις οδηγήσει στον θάνατο με τις σαϊτιές της (μητέρα της Ανδρομάχης, Ζ 428· μητέρα του Οδυσσέα, λ 172· Πηνελόπη, υ 61-63, 79· Αριάδνη, λ 325· κόρη του Ίσανδρου, Ζ 204-205…).

Ποιο λοιπόν είναι το νόημα αυτών των μύθων και των τελετουργιών; Προτού επιχειρήσουμε να δώσουμε μιαν απάντηση στο ερώτημα, θα προσθέσουμε ένα ακόμη στοιχείο. Υπάρχουν κάποιες θεές που, όταν κάποιοι θνητοί τις βλέπουν να παίρνουν το λουτρό τους, χάνουν τη ζωή τους ή τυφλώνονται.

Ο γιος του Απόλλωνα Ερύμανθος τυφλώθηκε από την Αφροδίτη, γιατί είδε τη θεά γυμνή να λούζεται μετά την ένωσή της με τον Άδωνη. Για να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του, ο Απόλλωνας μεταμορφώθηκε σε αγριογούρουνο και σκότωσε τον Άδωνη με ένα χτύπημα της οπλής του.[89] Την όρασή του έχασε και ο Τειρεσίας, όταν ξάφνιασε την Αθηνά την ώρα που έκαμνε μπάνιο με τη μητέρα του, τη νύμφη Χαρικλώ, στην Ιπποκρήνη του Ελικώνα.[90] Με τη ζωή του πλήρωσε ο Ακταίωνας τη σύμπτωση να βρεθεί σε ρεματιά του Κιθαιρώνα την ώρα που η Άρτεμη λουζόταν γυμνή μαζί με τις συνοδούς της.[91] Οι τρεις θεές, Αφροδίτη, Αθηνά, Άρτεμη,[92] εμπλέκονται, όπως είδαμε, σε υδάτινα τελετουργικά -εξάλλου και η γέννησή τους γίνεται σευδάτινα περιβάλλοντα. Ποια όμως μπορεί να είναι η σημασία αυτής της τιμωρίας; Ποια σχέση μπορούμε να βρούμε στη στιγμή της τιμωρίας -ένα λουτρό-, με τη στιγμή της γέννησης της Αφροδίτης που πάντα κρύβεται πίσω από ένα ένδυμα που κρατούν Νύμφες. Ή με την Αφροδίτη του Πραξιτέλη που δείχνει τη γυμνή θεά να κρύβει με το χέρι της το αιδοίο, το οποίο όμως κάλλιστα θα μπορούσε να το δει ο πιστός αν τριγυρνούσε το άγαλμα έτσι όπως αυτό ήταν τοποθετημένο σε χώρο κυκλικό; Από την απαγόρευση και την τιμωρία στη θέαση του μυστικού της γέννησης, περνούμε στην ημιαποκάλυψη πριν την τελική απογύμνωση. Το μυστήριο της ζωής ήταν καλά κρυμμένο και δεν μπορούσε να το δει κανείς χωρίς να τιμωρηθεί ή χωρίς προηγουμένως να μυηθεί.

Ο Burkert υποστηρίζει ότι η ερμηνεία ως εξαγνισμού, νυφικού λουτρού, γαμήλιας τελετής δεν είναι διαφωτιστική και υποστηρίζει ότι η κίνηση του ακίνητου, δηλαδή του αγάλματος, γινόταν «σε κατάσταση ανάγκης, μέσω της οποίας εδραιώνεται με μεγαλύτερη ασφάλεια ο θεσμός, η τάξη της κανονικής ζωής, όταν κατόπιν η θεά επιστρέφει εξαγνισμένη στον παλαιό οίκο της»[93]. Θα συμφωνήσουμε με τον μεγάλο θρησκειολόγο, αλλά δεν βρίσκουμε τον λόγο να μην τα συνδέσουμε και με τη γονιμότητα και τη συνέχεια της γενιάς. Tο νερό αποκαλείται θηλύτατον, και από την άλλη δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς την παρουσία του νερού σε διάφορες γνωστές θεϊκές ιερογαμίες και να μην συσχετίσει το λουτρό των μελλονύμφων με τη γονιμότητα. Ο γάμος του πατέρα Ουρανού με τη Μεγάλη Μητέρα Γη έγινε κατά τη διάρκεια καταιγίδας (Αισχ. απ. 44, 1-5) και η ερωτική ένωση του Δία και της Ήρας στην κορυφή της Ίδης μέσα σε ένα χρυσό σύννεφο, από το οποίο έπεφταν στη γη χρυσές σταγόνες (Ιλ., Ξ, 292-351).[94] Από την άλλη στη λήξη της τελετής των Ελευσινίων Μυστηρίων γέμιζαν κρατήρες προφανώς με νερό και τους άδειαζαν τον ένα στην ανατολή, τον άλλον προς τη δύση φωνάζοντας στον ουρανό βρέξε και προς τη γη σύλλαβε. Πρόκειται για τελετουργικό με σαφή γονιμοποιητικό χαρακτήρα, στα πλαίσια μιας γιορτής με κύριες σκηνές τον ιερό γάμο της Δήμητρας με τον Δία[95] αλλά και τις σπονδές στους νεκρούς.

Επίσης, σε τελετουργίες για την επίκληση βροχής φαίνεται ότι παραπέμπει και ο μύθος της αρπαγής της εγγονής του Μίνωα και της Πασιφάης Απημοσύνης από τον Ερμή. Ο θεός ερωτεύτηκε το κορίτσι, αλλά αυτή συνέχεια του ξεγλιστρούσε. Για να την πιάσει, ο θεός έστρωσε φρεσκοδαρμένα τομάρια στον δρόμο απ” όπου θα περνούσε η κοπέλα κουβαλώντας νερό. Η κοπέλα γλίστρησε και ο Ερμής την έπιασε. Αυτός ο μύθος παραπέμπει στον αρχέγονο μύθο του κατακλυσμού, που έχει συνδεθεί με τελετουργίες για τη σπορά και την αρχή του νέου χρόνου, του ετήσιου κύκλου των εργασιών της κοινότητας.[96]

Το ίδιο και ο μύθος για τη γέννηση του Ωρίωνα. Σύμφωνα με αυτόν, ο Υριέας, ιδρυτής της βοιωτικής Υρίας (πάνω από την Αυλίδα), υποδέχεται μια μέρα τους θεούς Δία, Ποσειδώνα, Ερμή, οι οποίοι, για να τον ανταμείψουν για τη φιλοξενία του, του ανακοινώνουν ότι θα πραγματοποιήσουν μια του επιθυμία. Ο Υριέας ζήτησε να γίνει πατέρας και τότε οι τρεις θεοί τον διέταξαν να γδάρει ένα βόδι, στο δέρμα του οποίου ουρούν· στη συνέχεια το θάβουν κάτω από τη γη. Σε εννέα μήνες γεννήθηκε ένα αγόρι που ο Υριέας ονόμασε Ωρίωνα σε ανάμνηση της προέλευσής του.[97]

Θεωρούμε λοιπόν, συμφωνώντας με τη Lilly Kahil, ότι τα τελετουργικά αυτά βασίζονται σε ένα υπόστρωμα δοξασιών πλατιά διαδεδομένων που έχουν αγροτικό χαρακτήρα.[98] Ή, για να το πούμε με τα λόγια του Mircea Eliade:

Το νερό είναι φορέας σπερμάτων. Και η γη μεταφέρει σπέρματα, αλλά στη γη καθετί δίνει γρήγορα καρπό. Οι λανθάνουσες δυνάμεις και τα σπέρματα μένουν μερικές φορές για πολλούς κύκλους μέσα στο νερό πριν κατορθώσουν να εκδηλωθούν […]. Τα νερά βρίσκονται στην αρχή και στο τέλος κάθε κοσμικού γεγονότος […] Κάθε εκδήλωση συντελείται πάνω από τα νερά και επανέρχεται στο αρχέγονο Χάος μέσα από ένα ιστορικό ή κοσμικό κατακλυσμό. Κάθε ζωτική εκδήλωση επιτελείται χάρη στην καρπερότητα της γης· κάθε μορφή γεννιέται από αυτή ζωντανή και σε αυτή επιστρέφει, τη στιγμή που η ζωή που της έχει προσδιοριστεί έχει εξαντληθεί· επιστρέφει για να ξαναγεννηθεί· πριν όμως ξαναγεννηθεί, πρέπει να αναπαυθεί, να εξαγνιστεί, να ανανεωθεί. […] η ζωντανή σαν είδος μορφή δεν εξαφανίζεται ποτέ κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας που τα νερά παρέχουν στη γη.[99]

72 Σουέρεφ – Μήττα 2001, σ. 529-545.

73 Οβ., Fastes IV, 136-139· Πλούτ. Νουμ. 19, 2.

74 Ο Ησύχιος παραδίδει ότι κόραι αἱ λουτρά κομίζουσαι τῇ Ἣρᾳ ονομάζονται Ἡρεσίδες.

75 Η πηγή αυτή συμπεριλήφθηκε στη χριστιανική εποχή στον ιερό χώρο του μοναστηριού που είναι αφιερωμένο στη Θεοτόκο, με την ονομασία Ζωοδόχος Πηγή.

76 ΑΜ 55 (1930) 28-32· Reuther 1957, σ. 46.

77 Burkert 1983, σ. 287-288.

78 Μαρτυρολόγιο του Αγίου Θεοδοσίου στο Nilsson 1906, σ. 255-6, σημ. 1.

79 Βοκοτοπούλου (1993).

80 Ό.π., σ. 184.

81 Ξεν. Ελληνικά I, 4, 12.

82 Όμ., Ιλ. Δ 382-400, Ε 1-909, Κ 272-525.

83 Αυτή την εκδοχή του μύθου παρουσιάζει ο Ευριπίδης στη Μήδεια (1279-1289), ενώ είναι γνωστό ότι ο Ευριπίδης έγραψε και την τραγωδία Ινώ.

84 Ginouvès, 1994.

85 Burkert 1993, σ. 320.

86 Παυσ. 6.20.2-6.

87 Πλούτ. Ηθ. 264Β. Είναι μία από τις πιθανές εκδοχές που ο Πλούταρχος αναφέρει, για τον οποίο ανάβουν στους γάμους τους ρωμαϊκούς πέντε λαμπάδες. Πρβ. Λιβάνιος 5, 27-9. Για τον ρόλο των θεών (ιδίως της Αφροδίτης) στον γάμο βλ. Seaford 1987, σ. 116-7, 127· για παραστάσεις γάμων στα αγγεία Sutton 1981, σ. 166-7.

88 Seaford 1987, σ. 106-8· τ.ί., 1988, σ. 124-5.

89 Πτολ., Ηφ. 1.

90 Όμ., Ιλ. Ζ 160, Ο 328. Ησ., Θεογ. 6. Καλλίμαχος, Ύμνος V, 57 κ.ε. Απολλόδ. ΙΙΙ, 6.7 και ΙΙ, 39. Οβ., Μεταμορφώσεις 5.256-63. Στράβων 8.6.21, 9.2.25.

91 Παυσ. 9.2..3 (ο Παυσανίας είδε την πηγή της Αρτέμιδος στον αρχαίο δρόμο από τα Μέγαρα στις Πλαταιές μέσω του Κιθαιρώνα)· Οβ., Μετ. ΙΙΙ, 155 κ.ε.· Απολλόδ. 3.4.4. Υγ., Μύθοι 180, 181 και 247· Στησίχορος, Αποσπάσματα 68· Διόδ. Σ., IV, 81, 3.4 και 82.4.

92 Σε αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε και τη Δάφνη.

93 Burkert 1993, σ. 289.

94 Πρβ. και την άποψη του Αναξαγόρα ότι ο αέρας περιέχει σπέρματα από όλα τα πράγματα και ότι αυτά τα σπέρματα, πέφτοντας στη γη με τη βροχή, γεννούν τα φυτά (Θεόφρ., Περὶ φυτῶν ἱστορίαι ΙΙΙ, 1, 4).

95 Ο Πλούταρχος παραδίδει ότι, καθώς οι νεόνυμφοι όδευαν προς το νυφικό κρεβάτι, η ιέρεια της Δήμητρας εφάρμοζε τον προγονικό (πάτριον) θεσμό (Ηθ. 138 Β).

96 Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να «διαβάσουμε» τον μύθο σύμφωνα με τον οποίο οι Μούσες, κατά τη διάρκεια της πορείας τους υπό βροχή από τον Ελικώνα στον Παρνασσό, βρήκαν κατάλυμα στο παλάτι του βασιλιά Πυρηνέα στη Δαυλίδα, ο οποίος πρόσφερε φιλοξενία, με απώτερο σκοπό να τις βιάσει (Οβ., Μεταμ. 5.275 κ.ε.)

97 Υγ., Μύθοι 195. Ευστ., Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα Α 403.23. Παρθένιος, Ερωτικά Παθήματα 20. Οβ., Ημερολόγιο V 499 και 535. Σχ. του Ομ., Σ 488. Ομ., λ 310.

98 Kahil 1994, σ. 217-223.

99 Eliade 1981, σ. 243.


Καθαρμός και θάνατος

Ο καθαρμός με το νερό είναι συνυφασμένος και με την άλλη ακραία στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, τον θάνατο.

Είναι γνωστό ότι καθήκον των γυναικών της οικογένειας ήταν να πλύνουν το σώμα του νεκρού. Για παράδειγμα, η Εκάβη, όταν έμαθε τον χαμό της Πολυξένης, γύρισε σε μια βάγια της γριά και της λέει:

κι εσύ […] μια σταμνούλα πάρε,

στο γιαλό βύθα την, φερ” την γεμάτη,

το στερνό λούσιμο απ” εμέ να λάβει η κόρη,

η νύφη η ανύμφευτη κι η απάρθενη παρθένα.

(Ευρ. Εκάβη 609-614)

Ο Οιδίποδας, όταν έρχεται η στιγμή του θανάτου του,

βγάζει

τα καταλερωμένα του τα ρούχα

και κράζοντας τις κόρες του ζητάει

για καθαρμό και για χοές να φέρουν

τρεχούμενο νερό. Και κείνες τρέξαν

στης καλλίχλωρης Δήμητρας το λόφο

αντίκρυ, κι ό,τι ζήτησε ο γονιός τους

το φέρανε κι αμέσως τόνε λούσαν

και τον έντυσαν κατά τη συνήθεια.

(Σοφ. Οιδ. στον Κολ. 1599-1603)
Η Αντιγόνη ζητά να πλύνει τον Πολυνείκη, ο Κρέων από την Ιοκάστη να πλύνει τον νεκρό του γιο (Ευρ., Φοίν. 1667, 1319), ο Αχιλλέας παραγγέλνει στις δούλες να λούσουν και να χρίσουν τον νεκρό Έκτορα (Ιλ., Ω 580, 588). Σας έλουσα, σας στόλισα με «αγνό λουτρό», λέει η Αντιγόνη στους νεκρούς της (Σοφ. Αντ.901, 1201). Το ίδιο λέει και η Ηλέκτρα για τον νεκρό πατέρα της – λουτροῖς σ” ἐκόσμησα (Σοφ. Ηλέκτρα 1139). Σε κάποιες περιπτώσεις, το έργο αναλαμβάνουν άνδρες -τον Πάτροκλο οι σύντροφοί του (Ιλ., Σ 343, 350)- ή θεοί -ο ίδιος ο Απόλλωνας έλουσε τον Σαρπηδόνα στου ποταμού τα ρεύματα ύστερα από εντολή του Δία (Ιλ. Π 669, 679). Ο Σωκράτης, πριν πάρει το κώνειο, πλύθηκε μόνος του για να απαλλάξει τις γυναίκες (Φαίδων, 115a-116a-b)· το ίδιο και η Άλκηστη που καθάρθηκε με νερό ποταμίσιο, στόλισε τους βωμούς με κλαδιά μυρτιάς και αποχαιρέτησε το νυφικό κρεβάτι (Ευρ., Άλκ. 159-160). Όταν ο Αίας δηλώνει (654-5) ότι σκοπεύει να εξαγνιστεί με νερό, εκ πρώτης όψεως αναφέρεται σε απλό εξαγνισμό, μάλλον όμως εννοεί το νεκρικό λουτρό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι στον Σοφοκλή η λέξη λουτρά αναφέρεται πάντα (με μία εξαίρεση) στις νεκρικές χοές ή στο λουτρό του νεκρού. Ο Οιδίποδας στον Οιδ. Κολ. δέχεται νεκρικά λουτρά όντας ακόμη ζωντανός (1599, 1602).

Όταν στη ραψωδία Ζ η Ανδρομάχη επέστρεψε, με υπόδειξη του Έκτορα στο σπίτι τους, κίνησε το μοιρολόγι ανάμεσα στις θεραπαινίδες, «κι έκλαιγαν τον Έκτορα ζωντανό μες στο σπίτι του, / γιατί δεν έλπιζαν πια να τον δουν να γυρίζει ζωντανός από τον πόλεμο» (499-502). Στη ραψωδία Χ, την ώρα που η Ανδρομάχη άκουσε τις κραυγές που την έκαναν να ορμήσει έξω από το σπίτι σαν μαινάδα και να τρέξει στο τείχος, καθόταν στον αργαλειό της υφαίνοντας δίπλακα, και είχε πει στις βάγιες να ετοιμάζουν λουτρό να λουστεί ο Έκτορας όταν θα γύριζε από τη μάχη (Χ 440-444). Οι δραστηριότητες αυτές σε συνδυασμό με το μοιρολόγι νωρίτερα παραπέμπουν σε συνήθεις ασχολίες των γυναικών σε περίπτωση θανάτου: οι γυναίκες του σπιτιού, ιδίως η σύζυγος, ύφαιναν το σάβανο και έλουζαν τον νεκρό.

Το λουτρό του νεκρού είναι καθήκον κυρίως της γυναίκας του, όπως και η περιστολή (νεκροστολισμός) και η στέψη του νεκρού, και αποτελεί έκφραση αγάπης που έχει σκοπό να μετριάσει την ωμότητα του θανάτου και να επιβάλει ευταξία στη φυσική διαδικασία της αποσύνθεσης.[100] Το λουτρό όμως δεν περιορίζεται στο πλύσιμο του νεκρού αλλά και του τάφου του, είτε πρόκειται για δημόσιες ταφές είτε για ιδιωτικές. Ο άρχοντας της πόλης των Πλαταιών, στο ετήσιο μνημόσυνο για τους νεκρούς της ομώνυμης μάχης στους περσικούς πολέμους, «παίρνει νερό από τη βρύση, ραντίζει ο ίδιος τις στήλες των τάφων και τις αλείφει με μύρο» (Πλούτ. Αριστ. 21).[101] Στις ιδιωτικές ταφές οι συγγενείς χύνουν νερό στον τάφο και μιλούν για το λουτρό των νεκρών, ιδίως των άγαμων που ο μόνος γάμος που θα γιόρταζαν θα ήταν με τον Άδη· ο θάνατος του Πατρόκλου παραβάλλεται με τον θάνατο ενός νυμφίου (Ψ 223) -ο γάμος ήταν μια σπουδαία κοινωνική λειτουργία και το τελετουργικό του έπρεπε να διατηρηθεί ακόμη και στην περίπτωση του θανάτου. Κατά τον Δημοσθένη οι τάφοι των άγαμων νέων αναγνωρίζονταν από ένα αγγείο που το ονομάζει λουτροφόρο (Προς Λεωχ. 18. 30), ενώ οι στάχτες του νεκρού τοποθετούνται μέσα σε υδρίες[102]. Λουτροφόρος όμως λεγόταν για τον Παυσανία η παρθένος ιέρεια της Αφροδίτης στη Σικυώνα (2.10.4), ενώ γνωστή είναι από την αγγειογραφία η παρθένος που μεταφέρει το νερό με το δοχείο πάνω στο κεφάλι, η υδριαφόρος. «Είναι πιθανή μια πιο γενική χρήση της ονομασίας λουτροφόρος: ένα αγγείο για τα λουτρά, το νερό για το λούσιμο»[103], είτε πρόκειται για τον μελλόνυμφο είτε για τον άγαμο νεκρό.[104] Συνηθισμένες, εξάλλου, είναι η απεικόνιση νεκρικών σκηνών σε λουτροφόρους. (Εικ. 139, 140)

Οπωσδήποτε το νερό έχει ιδιαίτερη σημασία για τους νεκρούς που είναι πάντα διψασμένοι, γι” αυτό και οι προσφορές προς αυτούς είναι υγρές: μέλι, κρασί, νερό, γάλα, λάδι. Η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα:
άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος

και χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,

μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,

τρίτο νερό, και με λευκό πασπάλισέ τα αλεύρι.

(Οδ. κ 517-520)
Και ο Οδυσσέας θα επαναλάβει τη διαδικασία στην αφήγηση που κάνει στο παλάτι του Αλκίνοου:

Τράβηξα τότε απ” το μηρί το μυτερό σπαθί μου

κι άνοιξα λάκκο, ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος

κι έχυσα γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,

μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,

τρίτο νερό, και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι.

(Οδ. λ 24-28)

Κρατάω εδώ καθάριο άσπρο γάλα

αρμεγμένο από άζευχτη ιερή αγελάδα

και μέλι ολόξανθο, από μέλισσα δουλεύτρα

και κατακάθαρο νερό πηγής παρθένας

λέει η βασίλισσα στους Πέρσες του Αισχύλου (610-613). Στο άλσος των Ευμενίδων ο Οιδίποδας θα πρέπει να προσφέρει χοές στις Ευμενίδες με νερό που θα φέρει από αστείρευτη πηγή, να στεφανώσει κρατήρες που βρίσκονται στο Ιερό με νιόκοπο μαλλί νεαρής αρνάδας και να τους γεμίσει με νερό και μέλι, κρασί μη βάλεις, υποδεικνύουν στον Οιδίποδα, να αδειάσει νερό καθάριο τρεις φορές απ” το καθένα κι όλο από τον τρίτο προς τη δύση, ενώ ο ίδιος στρέφει στην ανατολή, να σκορπίσει κλαδιά ελιάς εκεί που η γη δέχθηκε τη χοή, να προσευχηθεί και να αναχωρήσει χωρίς να κοιτάξει πίσω (Σοφ. Οιδ. Κ. 466-492). Στην Αίγυπτο, αλλά και στη Ρώμη, υπάρχει σε επιγραφές η στερεότυπη φράση είθε ο Όσιρις να σου δώσει το δροσερό νερό, και είναι γνωστό ότι η λατρεία του Όσιρι συνδέεται με τους νεκρούς[105]. Εξάλλου, και οι τόποι διάβασης των νεκρών είναι υγροί, ενώ η Ίσις λέει στον Λούκιο Απουλήιο:
Και όταν θα έχεις συμπληρώσει τον κύκλο της ζωής σου και κατέβεις στον κάτω κόσμο, θα με βρεις στον υπόγειο θάλαμο να λάμπω στο σκοτάδι του Αχέροντα και να βασιλεύω στα ενδότατα τμήματα του Στυγός …[106]

Ο καθαρμός με το νερό είναι απαραίτητη προϋπόθεση και για τη μετά θάνατο ζωή. Πολλοί άνθρωποι, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, φαντάζονται ότι κάποιου είδους μυήσεις και καθαρμοί θα βοηθήσουν. Πιστεύουν ότι, αφού εξαγνισθούν, θα εξακολουθούν να διασκεδάζουν και να χορεύουν στον Άδη, σε τόπους γεμάτους λαμπρότητα, καθαρό αέρα και φως (Οὐδέ ζῆν, 1105b). Αντίθετα, οι μη μυημένοι μεταφέρουν στον Άδη νερό με κόσκινο σε έναν τρύπιο πίθο, όπως δείχνει η αγγειογραφία (πίθος των Δαναΐδων). Είναι εξάλλου γνωστό ότι ο νεκρός περνά από την Αχερουσία λίμνη για να κατέβει στον κάτω κόσμο και ότι με την άφιξή του ο νεκρός πίνει από το νερό της Λήθης, λησμονώντας όσα γνώρισε στη γη. Αντίθετα, για τους ορφικούς ο νεκρός πίνει από τη λίμνη της Μνημοσύνης εξασφαλίζοντας μια «βακχική» ζωή μετά θάνατον.

Ο καθαρμός όμως δεν αφορά μόνο στον ίδιο τον νεκρό αλλά και στο σπίτι του και σε όσους θα συμμετάσχουν στο πένθος με οποιονδήποτε τρόπο. Μια επιγραφή από το δεύτερο μισό 5ου αιώνα π.Χ. από την Ιουλίδα της Κέας (ανοιχτά των ακτών της Αττικής) δίνει πληροφορίες για τις ταφές, διασώζοντας πολύ αρχαιότερες νομικές διατάξεις, επηρεασμένες ίσως από τη σολώνεια νομοθεσία.[107] Ανάμεσα στα άλλα αναγράφεται και το εξής: Απαγορεύεται να χύνουν νερό έξω από το σπίτι. Την επομένη, όμως, της ταφής (τρίτη μετά τον θάνατο) ένας ελεύθερος άνδρας πρέπει να εξαγνίσει το σπίτι πρώτα με θαλασσινό νερό -θαλασσινό γιατί είναι λιγότερο ευπρόσβλητο από μολύνσεις- και έπειτα, αφού σκορπίσει χώμα, με γλυκό νερό. Μετά τον εξαγνισμό μπορεί να γίνει θυσία στους εφέστιους θεούς. Σε όλη τη διάρκεια του πένθους ένα αγγείο τοποθετείται έξω από την πόρτα του σπιτιού του νεκρού, προειδοποίηση για το μίασμα, γεμάτο με νερό. Καθένας που επισκεπτόταν το σπίτι κατά την έξοδό του εξαγνιζόταν από αυτό.
Ὁπότε τις ἀποθάνοι, πρὸ τῶν πυλῶν γάστρας πληροῦντες ὓδατος ἐτίθεσαν καὶ κλάδους δάφνης, ἳνα οἱ ἐξιόντες περιρραίνοντο· ἐκάλουν δὲ τὰ τοιαῦτα ὂστρακα Δωριεῖς μὲν κύμβαλα, Αθηναῖοι δὲ ἀρδάνια.

(Σχόλιο στους στ. 98-99 από την Άλκηστη του Ευριπίδη)
Στο Γάμβρειον (κοντά στην Πέργαμο) ταφικές διατάξεις καταγράφηκαν τον 3ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με αυτές ο επόπτης των γυναικών (γυναικονόμος) προσεύχεται κατά τους καθαρμούς πριν από τα Θεσμοφόρια, για την ευδαιμονία των γυναικών που τηρούν τους κανόνες και για την κακοδαιμονία όσων τους παραβαίνουν. Οι ασεβείς προς τους κανόνες γυναίκες απαγορεύεται να συμμετέχουν στις θυσίες προς τους θεούς για δέκα χρόνια.[108]

Ποια όμως ήταν η απαρχή αυτών των τελετουργικών στην Αθήνα; Είναι πολύ πιθανό ότι ανάγονται στον Επιμενίδη τον Κρήτα, ο οποίος στη διάρκεια μιας εσωτερικής κρίσης στην Αθήνα, που εκδηλώθηκε με διχόνοια και βιαιοπραγίες εκ μέρους και των δύο πλευρών, κλήθηκε στην πόλη. Ο Επιμενίδης εισήγαγε ορισμένους τελετουργικούς κανόνες με τους οποίους ανάγκαζε τους Αθηναίους να είναι πιο συγκρατημένοι στις εκδηλώσεις πένθους, ώστε να μην προκαλείται ανταποδοτική βία.[109]Εισήγαγε θυσίες στις νεκρώσιμες τελετουργίες και κατήργησε τις έντονες, τραχείς, βαρβαρικές εκδηλώσεις πένθους από την πλευρά των γυναικών:

καὶ γὰρ εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένθη πρᾳοτέρους, θυσίας τινὰς εὐθὺς ἀναμείξας πρὸς τὰ κήδη, καὶ τὸ σκληρὸν ἀφελὼν καὶ τὸ βαρβαρικόν, ᾧ συνείχοντο πρότερον αἱ πλεῖσται γυναῖκες. (Πλούτ. Ηθ. 12.8-9)

Το σημαντικότερο όμως, όπως επισημαίνει ο Πλούταρχος, είναι ότι καθιέρωσε στην πόλη εξαγνισμούς και καθαρμούς και επέβαλε την ανέγερση θρησκευτικών κτισμάτων, καλλιεργώντας την υπακοή στο δίκαιο και την κλίση στην ομοψυχία:

τὸ δὲ μέγιστον· ἱλασμοῖς τισι καὶ καθαρμοῖς καὶ ἱδρύσεσι κατοργιάσας[110] καὶ καθοσιώσας τὴν πόλιν, ὑπήκοον τοῦ δικαίου καὶ μᾶλλον εὐπειθῆ πρὸς ὁμόνοιαν κατέστησε.(Πλούτ. Ηθ. 12.9 -10)[111]

Δεν υπάρχει πηγή που να μην είναι ιερή, σημειώνει ο γραμματικός του 4ου αι. μ.Χ. Σέρβιος (Ad Ae. VII, 84), ενώ οι κατ” εξοχήν ιεροί ποταμοί ήταν αυτοί οι οποίοι είχαν τις εκβολές τους στη θάλασσα. Ο Ησίοδος παραγγέλνει ότι δεν πρέπει κανείς να κολυμπά στο βγάλμα των ποταμών που χύνονται στη θάλασσα μήτε στις πηγές … γιατί δεν είναι τούτο προς καλού του ούτε εκεί να κατουρά (Έργα και Ημέραι 757-759). Διάχυτη ήταν η αντίληψη ότι μέσα στις λεκάνες είναι επιτρεπτό το καθαρό. Για μια ρωγμή στην Ολυμπία έλεγαν ότι εκεί διέρρευσαν τα νερά του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα· εκεί πρέπει να έχυναν και το νερό που έφερναν. Αντίστοιχα, στην ιερή πολιτεία της Συρίας ο Δευκαλίωνας έστησε πάνω από το χάσμα που κατάπιε τα νερά του κατακλυσμού ιερό για την Ήρα και εκεί τελείται το εξής τελετουργικό: Δυο φορές τον χρόνο φέρνουν από τη θάλασσα νερό στον ναό […] που το χύνουν πρώτα μέσα στον ναό και ύστερα πέφτει στο χάσμα… (Λουκ., Περί της Συρίας Θεάς, 13). Στους Δελφούς η πηγή Κασσοτίς έρρεε μέσα στο ίδιο το Ιερό του Απόλλωνα, ενώ η Κασταλία πήγαζε από ένα άνοιγμα του βράχου εκεί κοντά. Πάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών το πιο σημαντικό στοιχείο λατρείας ήταν η «θάλασσα», μια μικρή ποσότητα αλμυρού νερού σε ένα κοίλωμα του βράχου (συμβολισμός του βάθους). Αλλά οι λεκάνες, τα κοιλώματα, τα σπήλαια, αποτελούν και τη δίοδο για τον κάτω κόσμο ή προς τον πάνω κόσμο. Για παράδειγμα, στα λιβάδια της Έννας που βρίσκεται στη μέση της Σικελίας, γι” αυτό και μερικοί το αποκαλούν “ομφαλό” της Σικελίας, υπάρχουν εκεί κοντά άλση και γύρω τους έλη και ένα μεγάλο σπήλαιο με ένα χάσμα που κατεβαίνει βαθιά στη γη και βλέπει κατά τον βορρά. Μέσα από αυτό, λένε οι μύθοι, ανέβηκε ο Πλούτων με το άρμα του και άρπαξε την Κόρη (Διόδ. Σ., 5.3.3). Αλλά και οι δεξαμενές για τον καθαρμό είναι φτιαγμένες χαμηλά. Για παράδειγμα, στα ανάκτορα της Κνωσσού οι δεξαμενές καθαρμών βρίσκονται χαμηλότερα από το επίπεδο των γύρω δωματίων. Είναι χωρισμένες με μια σειρά κιόνων και η πρόσβαση γίνεται με μια σκάλα. Στο Άργος, στο εσωτερικό ενός μεγάλου ναού τροφοδοτούμενου από ένα υδραγωγείο -μετατράπηκε σε Σεράπειον-Ασκληπιείον γύρω στο 100 π.Χ.- υπήρχε άφθονο νερό, το καθαρτήριο, που ήταν εγκλωβισμένο στην κρύπτη κάτω από το ιερό, και προοριζόταν για τους ιερείς, και το θεραπευτικό στη στέρνα της αυλής για τους πιστούς.[112] O Παυσανίας παραδίδει ότι η ανάβαση στο ναό του Ασκληπιού στην Πέργαμο προϋπέθετε λουτρό κάτω στον ποταμό Κάικο (5.13.3).

Πολλά ιερά έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες πηγές και πηγάδια -στην Ιλιάδα υπάρχει μια αναφορά στη βρύση κοντά στους βωμούς της Αυλίδας (Β, 305-307)- κυρίως όσα ανήκουν στις γυναικείες θεότητες που είναι συνδεδεμένες με το λουτρό, δηλαδή σε όλες τις Ολύμπιες θεές πλην της Εστίας. Από την πλευρά των αρσενικών θεοτήτων το υγρό στοιχείο είναι κυρίαρχο στα ιερά του Απόλλωνα, του μαντικού θεού που κατέλαβε τη θέση της Γης στο μαντείο των Δελφών[113]· του Ποσειδώνα που είναι θεότητα διττή, χθόνια και θαλασσινή, όπως φανερώνεται από τα επίθετα που του αποδίδονται -Πελάγιος και Πελαγαίος αλλά και Γαίης Κινητήρ, Γαιήοχος, Μοχλευτήρ, Σεισίχθων, Δαμασίχθων, Ελασίχθων, Ενοσίγαιος κτλ., σύζυγος της Δας, της Γης, συγκυρίαρχος των Δελφών μαζί της πριν από την έλευση του Απόλλωνα, σύζυγος της Δήμητρας, αλλά και θεοτήτων θαλασσινών, της Αμφιτρίτης και της Αλίας/Λευκοθέας, γνωστός ήδη από τις πινακίδες της Κνωσού και της Πύλου· του παλαιότατου θεού Διόνυσου με την ιδιότυπη σχέση με την αθανασία και το υγρό στοιχείο που καθιστά δυνατή τη μετάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλον -υγρό στοιχείο και θάλασσα θεωρούνται γενικά ο προθάλαμος των νεκρών
100 Το φονικό λουτρό που ετοιμάζει η Κλυταιμήστρα για τον Αγαμέμνονα που μόλις έχει επιστρέψει από την Τροία εξομοιώνεται παραδόξως με το τελετουργικό λουτρό που η στοργική σύζυγος προσφέρει στον ήδη νεκρό άνδρα της. Αλλά και το λουτρό που ζήτησε η Ανδρομάχη να ετοιμάσουν οι θεράπαινες για τον Έκτορα όταν θα γυρνούσε από τη μάχη, αποδεικνύεται νεκρικό, καθώς ο Έκτορας σκοτώνεται (Χ 442-446).

101 Σύμφωνα με το τελετουργικό, ο άρχοντας, που εκείνη την ημέρα ντύνεται με κόκκινο χιτώνα ενώ όλες τις άλλες μέρες με λευκό, παίρνει μια στάμνα από το αρχειοφυλάκιο και πηγαίνει στην πόλη περνώντας μέσα από την πόλη.

102 Σε λουκανικό κουδουνόσχημο κρατήρα (360-350 π.Χ. ) του ζωγράφου του Sydney παρουσιάζεται ο Ορέστης να φέρνει στην Ηλέκτρα, που στέκεται δεξιά του, την υδρία που δήθεν περιέχει τη στάχτη του. Αριστερά του ο πιστός Πυλάδης (Βιέννη Kunsthistorisches Museum, 689 – SK 95,69). (Εικ. 73)

103 Kurtz – Boardmann 1994, σ. 142.

104 Βλ. επίνητρο ερυθρόμορφης τεχνικής (430-420 π.Χ.) του Ζωγράφου της Ερέτριας με θέμα τον γάμο ή τον επικείμενο θάνατο της Άλκηστης.

105 Burkert 1994, σ. 42 και σημ. 75 όπου και βιβλιογραφική τεκμηρίωση.

106 Ό.π. σ. 43.

107 Sokolowski 1969, σ. 188-191· Prott – Ziehen 1896, σ. 261-262· Norden 1939, σ. 255-57· Αλεξίου 2002, σ. 15· Parker 1983, σ. 34. Πβ. Ηρακλείδη τον Ποντικό FHG(M✓ller) 2.215.

108 Sokolowski 1955, σ. 46-48.

109 Ο Seaford έδειξε ότι ο θάνατος και οι εκδηλώσεις πένθους προς τιμή του νεκρού, ειδικά αν ο θάνατός του ήταν προϊόν βίας, λειτουργούσαν αφενός ενοποιητικά προς τα μέλη του οίκου στον οποίο ανήκε ο νεκρός, ενισχύοντας τους δεσμούς αλληλεγγύης, αφετέρου όμως η δημόσια επίδειξη του πένθους προκαλούσε κινητοποιήσεις εναντίον του οίκου στον οποίο ανήκε ο φονιάς (Seaford, 2003, 133-304).

110 Κατοργιάζειν = μυώ τελετουργικά στα μυστήρια.

111 Βλ. και Αριστοτ. Αθ. Πολ. 1· Διογ. Λαέρτ. 1.110. Το πρώτο σωζόμενο τμήμα της Αθηναίων Πολιτείας συνδέει τον εξαγνισμό της Αθήνας από τον Επιμενίδη με την εξορία των Αλκμαιωνιδών, νεκρών και ζωντανών. Πρβλ. Rhodes 1981, σ. 84.

112 Aupert 1994, σ. 193-200.

113 Ο Ησίοδος περιγράφει τη Γη σαν προφήτισσα (Θεογονία 626, 891).
Καθαρμός από φόνους και παράνοια

Μια ακόμη περίπτωση καθαρμού με νερό είναι μετά από φόνο ή σε παραφροσύνη που κάποιες φορές οδηγεί σε φόνο.

Όταν οι Προιτίδες παραφρόνησαν με παρέμβαση της Ήρας, του Διόνυσου ή της Αθηνάς, ο μάντης Μελάμποδας «με μυστικές θυσίες και καθαρμούς τις κατέβασε [από ένα σπήλαιο στα Αροάνια όρη] σ” ένα μέρος που ονομάζεται Λουσοί […] και τις θεράπευσε από την τρέλα σ” ένα ιερό της Αρτέμιδος», (Παυσ. 8.18.7) ρίχνοντας βότανα στην πηγή όπου αυτές πήγαν να πιουν νερό.[114] Όσα αντικείμενα χρησιμοποίησε για τον εξαγνισμό τους τα πέταξε στον ποταμό Άνιγρο.

Πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις καθαρμού είναι των Μαινάδων και του Ορέστη, των πρώτων από τον φόνο του Ορφέα, του δεύτερου από της μητέρας του. Οι φόνοι ήταν τόσο επαχθείς που ο ποταμός Ελικών, όπου οι Μαινάδες προσπάθησαν να καθαριστούν από το αίμα του Ορφέα μετά τον φόνο του στο Δίον, εξαφανίστηκε κάτω από το έδαφος και βγήκε στην επιφάνεια πιο μακριά με άλλα όνομα.

Οι στίχοι του Αισχύλου στις Χοηφόρες «Και τα ποτάμια αν θα “σμιγαν / όλα τους σ” ένα τρέξιμο / μάταια τα χέρια θα “πλεναν / τα που λερώνει φονικό» (72-74) φανερώνουν τη δυσκολία να γίνει καθαρμός σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή του Ορέστη, που έγινε με διάφορα μέσα. Πιο συγκεκριμένα: Όταν ο Ορέστης έφτασε στην Τροιζήνα, τιμωρημένος από τον Απόλλωνα με ένα χρόνο εξορία, αφού παρέμεινε αρκετές μέρες σε σκηνή μπροστά από το ιερό του θεού, καθάρθηκε από τους Τροιζήνιους με νερό από την πηγή τους Ιπποκρήνη πάνω στον Ιερό Βράχο· μόνο τότε του επέτρεψαν να μπαίνει στα σπίτια τους.[115] Ωστόσο, επειδή το έγκλημα ήταν βαρύ, χρειάστηκε να επιχειρηθεί καθαρμός και με άλλους τρόπους, μέχρι που αποφάνθηκε και ο Άρειος Πάγος για την τελική αθώωσή του.

Την ίδια αντίληψη εκφράζει και ο Εξάγγελος στον Οιδίποδα Τ. του Σοφοκλή, ότι δηλαδή όλα τα νερά των ποταμών Φάση και Ίστρου δεν θα ήταν αρκετά για να καθάρουν το σπίτι των Λαβδακιδών -Οἶμαι γὰρ οὔτ᾽ ἂν Ἴστρον οὔτε Φᾶσιν ἂν / νίψαι καθαρμῷ τήνδε τὴν στέγην (στ. 1227-1228). Ίστρος και Φάσις ήταν ο ποταμός Δούναβης και ένα ποτάμι στην Κολχίδα που θεωρούνταν το όριο Ευρώπης και Ασίας. Τον καθαρμό του τελικά επιδίωξε ο Οιδίποδας στην Οιδιπόδια κρήνη στη Θήβα για τον θάνατο του Λάιου.[116] Ο Απόλλωνας για τον φόνο του Πύθωνα καθάρθηκε και στα θεσσαλικά Τέμπη, ενώ οι Δαναΐδες, που είχαν καταχώσει τα κεφάλια των συζύγων τους στην πηγή Λέρνα, καθάρθηκαν από τον Ερμή και την Αθηνά ύστερα από διαταγή του Δία. Η πράξη του Λεύκιου Κατιλίνα να σκοτώσει αντίπαλο του Σύλλα (78 π.Χ.) και στη συνέχεια να πλύνει τα χέρια του στο περιρραντήριο του θεού Απόλλωνα θυμίζει την πράξη του Πόντιου Πιλάτου -τῷ δὲ περιρραντηρίῳ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐγγὺς ὄντι προσελθὼν ἀπενίψατο τὰς χεῖρας. (Πλούτ. Σύλλας 32)

Ο βασιλιάς Πρίαμος εξάγνισε τη βασίλισσα των Αμαζόνων, όταν εκείνη άθελά της σκότωσε τη συμπατριώτισσά της, Ιππολύτη (Απολλόδ.Επιτομή 5.1 κ.ε.).

Γνωρίζουμε, τέλος, ορισμένες περιπτώσεις όπου κάποιος, σε κρίση τρέλας, πέφτει στα νερά ενός ποταμού, που μετονομάζεται παίρνοντας συνήθως το όνομα του πνιγμένου. Αυτή είναι η περίπτωση του ποταμού Καρμάνορα που μετονομάστηκε σε Αλιάκμονα (και αργότερα σε Ίναχο), του Εύηνου που πριν την αυτοκτονία του βασιλιά Εύηνου της Αιτωλίας ονομαζόταν Λυκόρμας, του Τάναη που πριν αυτοκτονήσει ο ομώνυμος ήρωας ονομαζόταν Αμαζόνιος.
114 Καλλίμ., Ύμνοι 3.237. Βακχυλ. 10.92 κ.ε. Οβ., Μεταμορφώσεις 15.325 κ.ε.

115 Παυσ. 2.31.4. και 31.8-9. Αισχύλ., Ευμενίδες 235 και 445.

116 Παυσ. 9.18.5-6.

Η απαγόρευση του λουτρού

Σε αρκετές περιπτώσεις, το λουτρό απαγορεύεται, και αυτό αποτελεί μιαν αντίθεση προς την καθημερινότητα και προς ένα μελλοντικό λουτρό καθαρμού. Η επίταση της «βρομιάς» και η βίωσή της συνιστούν στην ουσία προετοιμασία για το καθαρτικό λουτρό. Η σωματική λειτουργία του καθαρμού προετοιμάζει για την ψυχική κάθαρση που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την επαφή με το ιερό ή την κοινωνική επανένταξη -ό,τι συμβαίνει με την αρχαία τραγωδία, όπου ο θεατής καθαίρεται από τα παθήματα μέσω των έντονων συναισθημάτων που βιώνει στη διάρκεια της παράστασής τους. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, στους ιερείς κατά την περίοδο της αγνείας, της προετοιμασία δηλαδή για τη γιορτή, ή σε περίπτωση θανάτου. Η Εκάβη, για παράδειγμα, και ο Πρίαμος καλύπτονται με λάσπη και στάχτη (Ιλ. Χ 395-415)[117], ο Ορέστης[118] και ο Αχιλλέας, οργισμένος αυτός από τον θάνατο του Πάτροκλου (Σ 22-25, Ψ 35-47), αρνούνται να πλυθούν. Εδώ, η σωματική ακαθαρσία εκφράζει εξωτερικά τον βαθύ εσωτερικό πόνο. Στο ιερό της Κραναίας Αθηνάς στην Ελάτεια υπήρχαν ειδικοί λουτήρες (ασάμινθοι) για το αγόρι που για μια πενταετία αναλάμβανε το αξίωμα του ιερέα (Παυσ. 10.34.8). Στο ιερό της Υμνίας Αρτέμιδος στον Ορχομενό, οι ιερείς απέχουν από τη σεξουαλική ζωή και τα λουτρά (Παυσ. 8.13.1). Το ίδιο και οι Σελλοί, οι ιερείς του μαντείου της Δωδώνης, οι οποίοι έμεναν «άλουτοι» και κοιμόντουσαν στη γη, για να βρίσκονται σε διαρκή επαφή μαζί της και να αντλούν από αυτή τη δύναμή τους (Ιλ., Π 233-235).

117 Παρόμοια και οι Αιγύπτιοι και οι Σκύθες (Ηρόδ. 2.85 και 4.73 αντίστοιχα).

118 Ευρ., Ορ., στ. 41.

Ο καθαρμός στη μαντεία και τα μυστήρια

Το νερό λοιπόν αποτελεί και πάλι το μέσο «διάβασης» προς το ιερό, ένα μέσο «μανίας», για να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις του Πλάτωνα, που μπορεί να είναι μαντική ή ποιητική. Αλλά βέβαια η επαφή με το θεϊκό στοιχείο δεν είναι άμοιρη κινδύνων.

Νερό από ιδιαίτερες πηγές δίνουν έμπνευση στους ποιητές, αν και στην ελληνική γραμματεία μόνον ο Πίνδαρος αναφέρει ότι η πόση από ιερές πηγές -την Ιπποκρήνη ή την Αρέθουσα- οδηγούσε στην έμπνευση, ενώ αντίθετα στη ρωμαϊκή είναι κοινός τόπος (Λουτρήτιος, Ι, 927-928. IV, 2-3).[119] Στον Ελικώνα, όπου από το χτύπημα της οπλής του Πήγασου ανέβλυσε νερό στην Ιπποκρήνη, ο ποιητής μπορούσε να συναντήσει εκείνες που θα του χάριζαν την έμπνευση (Ησ., Θεογ. 6). Ο Καλλίμαχος πάλι, διεκδικώντας πρόσβαση στο ανάβλυσμα της καθαρότερης έμπνευσης, δεν πίνει νερό από δημόσια κρήνη.

Η προφήτισσα στους Δελφούς, μόλις πιει από τ” αγίασμα, γίνεται στη στιγμή θεόπνευστη και χρησμοδοτεί σ” εκείνους που πάνε στο μαντείο (Λουκ., Ερμότ. 60).[120] Στις όχθες του Κλάρου λάλον πιόντες ὓδωρ / μεμηνότες βοῶσιν (Ανακρεόντεια 12 (11), 5-8), ενώ στον Κιθαιρώνα πάλαι ἐκ τοῦ φρέατος … ἐμαντεύοντο πίνοντες (Παυσ. 9.2.1). Ο ιερός χώρος του Τροφωνείου χωρίζεται από την πόλη της Λεβάδειας από τον ποταμό Έρκυνα, όπου καθαίρονταν όσοι επρόκειτο να ζητήσουν χρησμό. Διηγούνται ότι, καθώς έπαιζε η κόρη του Τροφώνιου Έρκυνα, και θεσπίστρια της λατρείας της Ευρώπης Δήμητρας, με την Κόρη της Δήμητρας, της έφυγε μια χήνα που κρατούσε στην αγκαλιά και η οποία μπήκε μέσα σε ένα σπήλαιο. Η κοπέλα την ακολούθησε και μετακινώντας μια πέτρα για να την πιάσει ανέβλυσε το νερό της πηγής του ποταμού που γι” αυτό ονομάστηκε Έρκυνας. Όσοι επιθυμούσαν χρησμό, παρέμεναν αρκετές μέρες στο ιερό άλσος σε ένα κτίριο αφιερωμένο στον Αγαθό Δαίμονα και την Αγαθή Τύχη, κάνοντας λουτρά στα κρύα νερά της Έρκυνας και τρώγοντας το κρέας των κριαριών που θυσιάζονταν. Αν οι θυσίες ήταν ευνοϊκές, τότε δύο δεκατριάχρονα αγόρια που ονομάζονταν Ερμαί, τον έπλεναν και τον άλειφαν με λάδι στις πηγές του ποταμού. Ύστερα οι ιερείς του έδιναν να πιει από το νερό της Λήθης για να λησμονήσει όσα είχε στο μυαλό του. Μόνο τότε τον κατέβαζαν στο μαντείο και όταν επιστρέψει του δίνουν να πιει από το νερό της Μνημοσύνης, για να θυμηθεί όσα είδε και όσα άκουσε.[121] Γενικά πάντως προηγείται λουτρό γι” αυτόν που θα δεχθεί χρησμό.[122] Εξάλλου, ο Απόλλωνας δίδαξε την προφητική τέχνη στον Μελάμποδα στις όχθες του ποταμού Αλφειού.[123]

Ο καθαρμός με το νερό ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε μυστήριο. Ο πρώτος βαθμός μύησης στα μυστήρια της Σαμοθράκης για τους Μεγάλους Θεούς περιλάμβανε την αναπαράσταση ενός ιερού γάμου -σε ανάμνηση του γάμου του Ουρανού και της Γης, του Ωκεανού και της Τηθύος, του Δία και της Ήρας, του Κάδμου και της Αρμονίας- και αποσκοπούσε στη σωτηρία των ναυτικών και των ανθρώπων που διέσχιζαν θάλασσα, αλλά και γενικότερα τη σωτηρία από κάθε «τρικυμία» (λ.χ. των χρεών). Ο καθαρμός ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να παρακολουθήσει ο μύστης τα δρώμενα που περιλάμβαναν προφανώς τρεις πράξεις: αρπαγή, αναζήτηση, γάμος. Την τρίτη ημέρα των Μεγάλων Μυστηρίων της Ελευσίνας, οι μύστες έκαμναν όλοι μαζί το λουτρό τους στη θάλασσα κοντά στην Αθήνα (στο σημερινό Φάληρο), ακολουθώντας την εντολή άλαδε μύσται. Θυμίζουμε ότι πρόκειται για γιορτή με κύριες σκηνές τον ιερό γάμο της Δήμητρας με τον Δία και τις σπονδές στους νεκρούς.

Ο Δημοσθένης στον Περί Στεφάνου λόγο του δίνει πληροφορίες για τη σαβαζιακή μύηση. Εκεί εμπαίζει τον Αισχίνη, που νέος βοηθούσε τη μητέρα του στα σαβαζιακά τελέσματά της. Ο Δημοσθένης αναφέρεται σε διαβάσματα από ιερά βιβλία και σε νυχτερινούς καθαρμούς, λουτρά με αγιόνερο, άλειμμα με πυλό και πίτυρα, άγγιγμα της ιερής «νεβρίδας» και όλα αυτά με την ιερότητα που συνοδεύει τις τελετές του γάμου:

ἀνὴρ δὲ γενόμενος τῇ μητρὶ τελούσῃ τὰς βίβλους ἀνεγίγνωσκες καὶ τἄλλα συνεσκευωροῦ, τὴν μὲν νύκτα νεβρίζων καὶ κρατηρίζων καὶ καθαίρων τοὺς τελουμένους καὶ ἀπομάττων τῷ πηλῷ καὶ τοῖς πιτύροις, καὶ ἀνιστὰς ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ κελεύων λέγειν «ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον,» […] (Περί Στεφ. 259).

Τον 4ο αι. ο Πλάτων μνημονεύει ένα είδος χορού στο οποίο οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν σε Νύμφες, Πάνες, σιληνούς και σατύρους, προκειμένου να τελέσουν ορισμένους καθαρμούς και μυήσεις (τελετάς)[124]. Εξάλλου, ο καθαρμός ήταν απαραίτητος στον ορφισμό[125] και τον πυθαγορισμό[126], που υποστήριζαν τη μετενσάρκωση και την αθανασία της ψυχής, αν αυτή διατηρηθεί αγνή. Οι καθαρμοί αποτελούσαν μια εσωτερική προετοιμασία για την εισαγωγή σε ένα νέο θρησκευτικό επίπεδο και για την αναγέννηση σε μια νέα ζωή. Καθαρμός και θάνατος εξομοιώνονται με τον καθαρμό και τον θάνατο της μύησης. Όμως το μυστηριακό λιμάνι είναι ένα αληθινό λιμάνι[127].

119 Για το θέμα της έμπνευσης από νερό και κρασί βλ. το άρθρο του Crowther 1979.

120 Πρβ. Ευρ., Φοίν., 222-225. Ενδιαφέρον είναι το σχόλιο για τον στίχο 224: Κασταλία …, εἰς ἣν λέγουσι τὰς ἱεροδούλους παρθένους λούεσθαι, μελλούσας θεοπρόπιον φθέγγεσθαι παρά τῷ τρίποδι. Βλ. και Ευσ., Ευαγγ. Προπαρ., V, 28 και Παυσ. 10.24.7.

121 Παυσ. 9.39.2-14.

122 Ο Παυσανίας περιγράφει όλη τη διαδικασία που χρειάζεται να περάσει κανείς για να δεχθεί χρησμό στο μαντείο του Τροφωνίου. Όχι μόνο χρειάζεται να πλυθεί κανείς στον ποταμό Έρκυνα αλλά και να πιει από δύο πηγές, της Λήθης και της Μνημοσύνης, που του επιτρέπουν να θυμάται όσα χρειάζεται (9.35. 5-14).

123 Απολλόδ. 1.9.11. Όμ., Οδ. ο 225.

124 Νόμ. 815c. Στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα οι λέξη τελεταὶ σημαίνουν μυήσεις (Seaford 1981, σ. 253· Versnel 1990, σ. 150-1).

Νερό στα ιερά

Η σημασία του νερού στον καθαρμό φαίνεται και από το γεγονός ότι τα ιερά ιδρύονται κοντά σε πηγές ή υδάτινες λεκάνες ή οφείλουν τη δημιουργία τους σε υπερφυσική ενέργεια. Θα αναφερθούμε σε ορισμένες περιπτώσεις:
Στον λόφο πάνω από τον ποταμό Ευρώτα είχε ιδρυθεί το ιερό του Μενέλαου και της Ελένης. Το ιερό αυτό ιδρύθηκε τον 5ο αι. π.Χ. πάνω από τον ιερό χώρο όπου από τη μυκηναϊκή εποχή λατρευόταν το βασιλικό ζεύγος (Παυσ. 3.19.9. Απολλόδ.Επιτομή 6.29.
Λεβήν ονομαζόταν θερμή πηγή με ιαματικό νερό, όπου ιδρύθηκε το πιο φημισμένο από τα ιερά του θεού στην Κρήτη (στο Λιβυκό πέλαγος νότια της Γόρτυνας). Εδώ λατρεύονταν επίσης η Υγεία, η Περσεφόνη και οι Νύμφες του Αχελώου.
Από τον ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα μια ιδιαίτερη πόρτα οδηγούσε στην πηγή (Παυσ. 8.47.4), ενώ οι Συβαρίτες λένε πως υπάρχει ναός και ιερό στον ξεροπόταμον Κράθιν (Ηρ. 5, 45).
Το Ηραίο του Άργους είχε τη δική του πηγή στους πρόποδες του λόφου, όπου τελούνταν εξαγνισμοί και μυστικές θυσίες προς τιμή της θεάς (Παυσ. 2.17.1· 13.3· 17.1-2· 5.17.1. Στρ. 9.2.36).
Νυχτερινές τελετές ενιαύσιες προς τιμήν του Διόνυσου παραδίδει ο Παυσανίας ότι τελούνταν στη λίμνη Αλκυονία στην Κορινθία, για την οποία οι Αργείοι λένε ότι υπήρξε η δίοδος για τον Διόνυσο προς τον Άδη, ώστε να φέρει πίσω τη μητέρα του Σεμέλη. Σε αυτή τη λίμνη τελούνταν κάθε χρόνο μυστικές τελετές σε ανάμνηση της καθόδου του Διόνυσου στον Άδη. (Παυσ. 2.37.5)
Κοντά στο Γύθειο υπάρχει λίμνη στο όνομα του Ποσειδώνα και κοντά στη λίμνη ναός και άγαλμα του θεού (Παυσ. 3.21.5).
Κύφαντα ονομαζόταν ο τόπος (βλέπει στο Μυρτώο πέλαγος), όπου η Αταλάντη, εξαντλημένη από τη δίψα στη διάρκεια ενός κυνηγιού, χτυπά με το δόρυ της ένα βράχο από τον οποίο αναβλύζει μία πηγή δίπλα από την ιερή σπηλιά του Ασκληπιού. (Παυσ. 3.24.2)
Στην Αλίφειρα, δίπλα στον βωμό του Λεχεάτη Δία, υπήρχε κρήνη που λεγόταν Τριτωνίδα (Παυσ. 8.26.6).
Στο ιερό άλσος γύρω από τον ναό του Νεμείου Διός βρίσκεται πηγή που ονομάζεται Αδράστεια. Εκεί σταμάτησαν οι συμμετέχοντες στην εκστρατεία εναντίον των Θηβών που είχε οργανώσει ο Άδραστος, για να προμηθευτούν νερό. Εκεί συνάντησαν την Υψιπύλη της Λήμνου που υπηρετούσε ως σκλάβα τον βασιλιά Λυκούργο της Νεμέας και τροφός του γιου του Οφέλτη. Εκείνη, για να οδηγήσει τους Αργείους στη μόνη πηγή που δεν είχε ξεράνει ο Διόνυσος στην προσπάθειά του να δυσχεράνει την πορεία τους, άφησε το παιδί κάτω στα χόρτα. Σύμφωνα με χρησμό το παιδί θα πέθαινε αν το άφηναν κάτω, προτού περπατήσει. Πράγματι, ο Οφέλτης πεθαίνει από δάγκωμα φιδιού. Οι επτά αρχηγοί κηδεύουν τον μελλοντικό βασιλιά και καθιερώνουν προς τιμήν του τα Νέμεα. (Απολλόδ. 3.6.4· Παυσ. 2.15.2-3). Για την καθιέρωση επιτάφιων αγώνων με συναγωγό λειτουργία βλ. Seaford, σ. 133-304.
Σχεδόν όλες οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ως τόπο διεξαγωγής της Γιγαντομαχίας την Παλλήνη στην Κασσάνδρα (Απολλόδ. 1.4.1). Όμως ο Παυσανίας παραδίδει την αρκαδική εκδοχή του μύθου και διηγείται ότι κοντά στον Αλφειό (βόρεια της Μεγαλόπολης) είδε τα ερείπια της πόλης Τραπεζούς, κοντά στην οποία υπάρχει τοποθεσία με το όνομα Βάθος, όπου οι Αρκάδες τελούσαν εκεί κάθε δεύτερη χρονιά μυστήρια προς τιμή των Μεγάλων Θεαινών και προσέφεραν εκεί θυσίες στις αστραπές, στις θύελλες, στις βροντές. Εκεί υπήρχε πηγή με την ονομασία Ολυμπιάδα από την οποία τη μία χρονιά ανάβλυζε νερό και την άλλη όχι. Κοντά της ανάβλυζε φωτιά. (Παυσ. 8.29.1)
Στην Κόρινθο η Άρτεμη σκότωσε άθελά της τον Κεγχρέα, γιο της Πειρήνης. Η μάνα, λόγω των δακρύων που έχυσε θρηνώντας τον χαμό του γιου της, μετατράπηκε τελικά σε πηγή κοντά στην οποία υπάρχει ιερός περίβολος του Απόλλωνα με άγαλμά του.[132] Στην πηγή αυτή κατάφερε ο Βελλεροφόντης να πιάσει τον Πήγασο, την ώρα που έπινε νερό. Στρ. 8.6.21. Παυσ. 2.4.1 και 5.1. Πίνδ., Ολ. ΧΙΙΙ, 62 κ.ε. Την πηγή αυτή χάρισε ο Ασωπός στον Σίσυφο ως αντάλλαγμα για να του αποκαλύψει τον τόπο διαμονής της κόρης του Αίγινας ύστερα από την απαγωγή της από τον Δία. (Παυσ. 2.5.1)
Κρήνη στην Κόρινθο ονομάστηκε της Γλαύκης, γιατί σε αυτήν έπεσε η κορίνθια πριγκίπισσα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να απαλλαχτεί από το κάψιμο που της προκαλούσε το πέπλο που της έστειλε η Μήδεια για τους γάμους της με τον Ιάσονα.[135]
Λίγο μακρύτερα από την πεδιάδα του Μαραθώνα παραδίδει ο Παυσανίας ότι υπήρχε όρος του Πανός και σπήλαιο αξιοθέατο. Η είσοδός του είναι στενή και όσοι μπαίνουν συναντούν διαμερίσματα και λουτρό και το λεγόμενον ποίμνιο του Πανός, πέτρες που μοιάζουν με κατσίκες (1.32.7).
Κοντά στο ιερό του Διόνυσου στους Κυναιθείς, γένος των Αρκάδων, υπάρχει θαυματουργή πηγή που για τις θεραπευτικές της ιδιότητες ονομάζεται Άλυσσος (Παυσ. 8.19,3).
Στη συμβολή των ποταμών Λύμαξ και Νέδα, δώδεκα, περίπου στάδια πάνω από τη Φιγαλία, υπήρχε το ιερό της Ευρυνόμης «σεβαστό από τα παλιά χρόνια και δυσπρόσιτο εξαιτίας της τραχύτητας του εδάφους», που άνοιγε μία φορά τον χρόνο, οπότε και προσφέρονταν θυσίες από την πολιτεία και από τους ιδιώτες. (Παυσ. 8.41.4-6)
Μια πηγή είναι επίσης συνδεδεμένη με το ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα. Γνωρίζουμε ότι μετά την αρπαγή της Κόρης η Δήμητρα την αναζητούσε νύχτα και μέρα σε όλη τη γη με αναμμένα δαδιά στα χέρια. Με τη μορφή θνητής γυναίκας έφθασε στην Ελευσίνα και κάθισε σε μια πέτρα, που από εκείνη ονομάστηκε Αγέλαστη, κοντά σε ένα πηγάδι που ονομαζόταν Καλλίχορο. Το πηγάδι αυτό ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές μέσα στον ναό της Δήμητρας. Ο ομηρικός ύμνος προς τη Δήμητρα παραδίδει πάλι ότι η θεά κάθισε στο πηγάδι των Παρθένων στον ίσκιο μιας ελιάς (στ. 99-100). Παρακάτω όμως αναφέρει ότι η Δήμητρα ζήτησε από τους Ελευσίνιους να της κτίσουν βωμό στο πηγάδι το Καλλίχορο (στ. 270-272), εκεί όπου έστηναν χορό οι γυναίκες. Σύμφωνα με τον Παυσανία, πρόκειται για δύο διαφορετικά πηγάδια σε απόσταση μεταξύ τους. Το πηγάδι των Παρθένων ή των Ανθέων ήταν στην άκρη της Ελευσίνας, στον δρόμο προς τα Μέγαρα.
Πηγή με θαλασσινό νερό δημιουργήθηκε στην Ακρόπολη, όταν ο Ποσειδώνας χτύπησε το έδαφος στον αγώνα διεκδίκησης της πόλης των Αθηνών με την Αθηνά. Το Ερέχθειο κατασκευάστηκε για να στεγάσει το πηγάδι με το θαλασσινό νερό του Ποσειδώνα και την ιερή ελιά της Αθηνάς.[137]
Στην κρήνη του ιερού του Ασκληπιού στην Αθήνα, ο Άρης σκότωσε τον γιο του Ποσειδώνα Αλιρρόθιο, επειδή είχε προσπαθήσει να βιάσει την κόρη του Αλκίππη από την κόρη του βασιλιά των Αθηνών Κέκροπα.[138]
Σε ρωγμή κοντά στο ιερό της Γαίας είδε ο Δευκαλίων να εξαφανίζονται από μία ρωγμή τα τελευταία νερά του κατακλυσμού (δίπλα σε αυτό το ιερό κατασκεύασε τον αρχικό ιερό του Ολυμπίου Διός). Σε αυτήν κάθε χρόνο πιστοί έριχναν πίτες σιταριού με μέλι. (Παυσ. 1.18.7-9)
Στους Δελφούς υπήρχε η Κασταλία πηγή. Σύμφωνα με τους μύθους η Κασταλία ήταν μια νέα από τους Δελφούς που την ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας. Ο θεός την κυνήγησε και αυτή έπεσε στην πηγή που από τότε πήρε το όνομά της και αφιερώθηκε στον θεό. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές η Κασταλία ήταν κόρη του Αχελώου και γυναίκα του βασιλιά Δέλφου. Απέκτησε μαζί του ένα γιο, τον Καστάλιο, που έγινε βασιλιάς στη χώρα των Δελφών μετά τον θάνατο του πατέρα του. Στην πηγή αυτή με διάφορα μέσα οι θεοί αποκάλυπταν τη βούλησή τους και κατηύθυναν τις ενέργειες των θνητών. Ο Πίνδαρος λοιπόν υποστηρίζει ότι στην πηγή εμφανίστηκε σε όνειρο του Πελία η ψυχή του Φρίξου και τον παρακίνησε να φέρει πίσω το χρυσόμαλλο δέρας. (Πίνδ.,Πυθιον. ΙV, 163). Στην πηγή αυτή πήγαιναν για καθαρμό οι ιερείς του μαντείου και η Πυθία, πριν μπουν στον ιερό χώρο ή στον ναό για θυσίες και για άλλες τελετές. (Παυσ. 10.8.9· Πίνδ., Fr. 52f)
Στο Αμφιαράειο, λίγο πιο κάτω από τον Ωρωπό, ιερό, μαντείο και θεραπευτήριο αφιερωμένο στον ήρωα Αμφιάραο, αφού τον κατάπιε η γη (βλ. Ισμηνός), μετατράπηκε σε θεό που έβγαινε στην επιφάνεια από την ιερή πηγή του χώρου, όπου θεμελίωσε και την ονειρομαντεία (Παυσ. 1.34. Στρ. 9.1.22).
Στη Θήβα υπήρχε η κρήνη της Δίρκης που ονομάστηκε από την ίδια. Ήταν σύζυγος του βασιλιά Λύκου. Μαζί φυλάκισαν και κακοποίησαν την Αντιόπη, μητέρα των διδύμων Αμφίονα και Ζήθου, αφού πρώτα την υποχρέωσαν να αφήσει τα παιδιά έκθετα στον Κιθαιρώνα. Για να εκδικηθούν, οι δύο νέοι σκοτώνουν τον Λύκο, δένουν τη Δίρκη σε ταύρο που την κομματιάζει και ύστερα ρίχνουν το σώμα της στην πηγή που θα πάρει το όνομά της[141]. Στην κρήνη αυτή θα σταματήσει η αγελάδα την οποία είχε ακολουθήσει από τους Δελφούς ο Κάδμος. Στο σημείο αυτό, σύμφωνα με χρησμό που είχε πάρει, θα ίδρυε την Καδμεία. (Απολλόδ. 3.4.1. Νόννος 4.348 κ.ε. Παυσ. 9.5.2-3, 11.5, 12.1-2)
Στη Βοιωτία ο Απόλλωνας φτάνει από τη Δήλο στην πηγή Τιλφούσα, ψάχνοντας ένας μέρος για να ιδρύσει το μαντείο του. Η πηγή, που είχε ήδη ένα μαντείο, τον εξαπατά στέλνοντάς τον στον Παρνασσό, όπου γνώριζε ότι θα τον περίμενε ο δράκος Πύθωνας, φύλακας της πηγής του ιερού της Γαίας στους Δελφούς. Ο Απόλλωνας αντιλαμβάνεται την παγίδα στους Δελφούς, σκοτώνει τον δράκο και ύστερα επιστρέφει στην πηγή, σταματά τη ροή του νερού της με μια βροχή από βράχια και κατασκεύασε δίπλα ένα βωμό. Ο μύθος του Απόλλωνα και της Τιλφούσας αναφέρεται μόνο στους Ομηρικούς Ύμνους (ΙΙΙ, 244 και 375 κ.ε.)[143], ενώ σύμφωνα με άλλες εκδοχές ο θεός, τέσσερις μέρες μετά τη γέννησή του, πήγε κατευθείαν στους Δελφούς, σκότωσε τον Πύθωνα και ίδρυσε το ιερό του. Η πηγή Τιλφούσα είναι περισσότερο γνωστή ως ο τόπος όπου πέθανε ο Τειρεσίας (Στρ. ΙΧ, 411).
Στην Καλυδώνα υπάρχει πηγή που ονομάζεται της Καλλιρόης. Εκεί η κόρη που είχε αυτό το όνομα έδωσε τέλος στη ζωή της και από αυτήν ονομάστηκε η πηγή. Ο Παυσανίας παραδίδει ότι την Καλλιρόη ποθούσε ο ιερέας του Διόνυσου Κόρησος, τον οποίο εκείνη μισούσε πολύ. Ο ιερέας προσέτρεξε στον θεό του και εκείνος ενέβαλλε μανία στους Καλυδώνιους και έσπειρε τον θάνατο. Χρησμός από τη Δωδώνη υπέδειξε ότι η οργή του Διόνυσου θα καταπαύσει όταν ο Κόρησος θυσιάσει την Καλιρρόη ή όποιον άλλον θα δεχόταν να θυσιαστεί στη θέση της. Ο ιερέας, αγαπώντας βαθιά την κόρη, αυτοθυσιάστηκε και εκείνη έκοψε τον λαιμό της δίπλα στην πηγή. (Παυσ. 7.21.1-5)
Στη θέση «Τριφυλλώνες», νότια της Πέλλας, βρέθηκε λίθινη βάση αναθήματος (β” μισό του 4ου αι. π.Χ.), αφιερωμένη στις Μούσες από τον Ναυσίμαχο, κάτι που υποδηλώνει τοπίο «ειδυλλιακό με πλούσια βλάστηση και νερά, που τροφοδοτούνταν από την τότε αέναη πηγή των «Λουτρών». [Εκεί βρέθηκε] αναθηματικό ανάγλυφο του 2ου αι. π.Χ. με παράσταση Νυμφώ, που δείχνει ότι εδώ υπήρχε ένα Νυμφαίον, δηλαδή ιερό των Νυμφών και πιθανότατα του συντρόφου τους ποιμενικού θεού Πάνα, δίπλα σε πηγή ή σε κάποιο κρηναίο οικοδόμημα. […] βρέθηκαν […] 4,5 χιλιάδες περίπου αρχαία νομίσματα […] που δείχνουν ότι η πηγή θεωρούνταν ιερή. […] Μέχρι τη δεκαετία του ’70 […] κοπέλες ως άλλες νύμφες και νεράιδες απολάμβαναν τη δροσιά και τη γονιμότητα της πλούσιας πηγής».[145]

132 «Η πηγή διακοσμείται από λευκό μάρμαρο και διαθέτει κλειστούς χώρους σαν σπηλιές, απ” όπου το νερό διοχετεύεται σε υπαίθρια κρήνη. Το νερό αυτό πίνεται ευχάριστα» (Παυσ. 2.3.2-3).

135 Παυσ. 2.3.6. Απολλόδ. 1.9.28. Διόδ. Σ. 4.54-55. Ευρ.. Μήδεια. Οβ., Μεταμορφώσεις 7.395. Υγ., Μύθοι 25. Σενέκας, Μήδεια 885-889.

137 Παυσ. 1.24.3, 26.5-6, 27.2. Απολλόδ. 3.14.1. Ηρ. 8.55. Στρ. 9.1.16.Υγίνος, Μύθοι 174. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις 70 κ.ε.

138 Παυσ. 1.28.5 και 21.4. Απολλόδ. 3.14.2. Ευρ. Ιφ. Τ. 945 κ.ε.

141 Απολλόδ. 3.45.5. Παυσ. 9.25.3.

143 Όχι μακριά από την πηγή Τιλφούσα -εκεί έφταναν τα νερά της λίμνης Κωπαΐδας- εντοπίστηκαν τα θεμέλια ενός αρχαίου ιερού του Απόλλωνα.

145 Χρυσοστόμου 1995.

125 Πλ., Κρατύλος 400b-c.

126 Ειδικότερα για τον τελευταίο ο Διογένης Λαέρτιος (VIII, 33) γράφει: τὴν δ᾽ ἁγνείαν εἶναι διὰ καθαρμῶν καὶ λουτρῶν καὶ περιρραντηρίων καὶ διὰ τοῦ καθαρεύειν ἀπό τε κήδους καὶ λεχοῦς καὶ μιάσματος παντὸς.

127 Σοφ., Αίας 682-3.
Η σημασία του καθαρμού
Ποια είναι τελικά η σημασία του καθαρμού; Ησίοδος, Επίχαρμος, Πλάτωνας, Ευριπίδης δίνουν την ηθική διάσταση του καθαρμού:

Ποτέ να μην περάσεις με τα πόδια σου το νάμα τ” ομορφόρροο των αέναων ποταμών προτού με το βλέμμα γυρισμένο κατά τα ωραία νάματα προσευχηθείς και πλύνεις τα χέρια σου με το πολυλαχτάριστο τ” άσπρο νερό. Όποιος περάσει ποτάμι με τη συνείδησή του ακάθαρτη και με τα χέρια του άνιφτα, προκαλεί την αγανάκτηση των θεών και αυτοί θα του δώσουν συμφορές κατόπιν.

(Ησ., Έργα και Ημέραι, 737-741)

Καθαρόν ἂν τὸν νοῦν ἒχῃς, ἃπαν τὸ σῶμα καθαρός εἶ.

(Κλ. Αλ., Στρωμ. VII, 4).
O Πλάτωνας υποστήριξε ότι «ακάθαρτος είναι όποιος έχει κακή ψυχή» (Νόμοι 716 e), ενώ οι τραγικοί επεσήμαναν ότι η καθαριότητα των χεριών δεν επαρκεί για τον καθαρμό της ψυχής -ο Ορέστης λέει: ἁγνός γάρ εἰμί χεῖρας, / ἀλλ” οὐ τάς φρένας(Ευρ., Ορ., 1602-1604). Αυτό θυμίζει το χριστιανικό: ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ.

Η ερμηνεία που δίνει ο Burkert για τους καθαρμούς γενικά, ότι δηλαδή πρόκειται για τελετουργικά που διασφαλίζουν τον κύκλο των καθαρμένων, δηλαδή των πολιτών που αποδέχονται τους κοινωνικούς κανόνες, από ένα «χαοτικό “εκτός’» Burkert 2003, σ. 176, αποτελεί ένα μόνο κομμάτι. Οι καθαρμοί με το νερό θεωρούνται από τους αρχαιότερους -«οι εξαγνισμοί της ελευσίνιας λατρείας έρχονται από την Κρήτη, όπου αρχικά ανήκαν στη μινωική θρησκεία», γράφει ο René Ginouvès[148], και όχι μόνο της ελευσίνιας θα συμπληρώναμε, θυμίζοντας τον Επιμενίδη τον Κρήτα.

Εκείνο που εμείς διαπιστώσαμε είναι ότι συνυφαίνονται αφενός με θεότητες χθόνιες, ή που παίρνουν τη θέση χθόνιων θεοτήτων, όπως ο Απόλλων στους Δελφούς (και το μαντείο του Τροφωνίου έχει χθόνιο χαρακτήρα). αφετέρου με θεότητες που εξασφαλίζουν είτε τη γονιμότητα είτε τη μετά θάνατο ζωή.[149] Αν η κλασική εποχή κράτησε το πιο ορθολογικό κομμάτι των καθαρμών, το λουτρό ξεπερνά τη λειτουργία του καθαρμού και μας συνδέει με την προσπάθεια του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τον θάνατο με τελετές που επιβεβαιώνουν τη ζωή τόσο σε αυτό τον κόσμο όσο και μετά θάνατο.
Ποια μπορεί να είναι η σχέση του καθαρμού με την αριστοτελική κάθαρση στην τραγωδία; Η άποψη για τη γένεση της τραγωδίας στο πλαίσιο των θρήνων της διονυσιακής λατρείας και της ηρωολατρείας υπονοεί πιθανή συνέχεια μεταξύ λατρείας και τραγωδίας και στην εμπειρία της κάθαρσης που δοκιμάζουν οι θεατές στην τραγωδία (πάντα σύμφωνα με τον Αριστοτέλη) και στη λατρεία οι συμμετέχοντες.[150] Εξάλλου, τόσο η τραγωδία όσο και οι καθαρμοί κυρίως πριν από τη μύηση στα μυστήρια αλλά και η θυσία προκαλούν ἒλεον καὶ φόβον. Ο Burkert επιχειρηματολόγησε πειστικά για τη σπουδαιότητα της θυσίας στη γένεση της τραγωδίας (1966, 116-20). Ο Αριστοτέλης μάλιστα είχε συλλάβει την τραγική κάθαρση ως κάτι το επωφελές για τη δημοκρατική πόλιν.[152]

148 Ginouvès 1962,σ. 381, σημ. 9.

149 Εξίσου χθόνιος είναι ο γιατρός θεός Ασκληπιός με ιερά σε νερά και τελετουργικά λουτρά και με σύμβολο το χθόνιο φίδι. Ο Ηρακλής από την άλλη, το όνομα του οποίου φέρουν πολλές πηγές, αποτελεί την εγγύηση για τη συνέχεια της ζωής.

150 Τόμσον 1983, κεφ. 19. Croissant 1932.

152 Salkever 1986.
Το τέλος της αρχαίας θρησκείας

Όταν πλέον επικράτησε η νέα θρησκεία, το τέλος της παλαιάς δηλώνεται ως εξής:

Σεσίγηται γοῦν ἡ Κασταλίας πηγὴ καὶ Κολοφῶνος ἄλλη πηγή, καὶ τὰ ἄλλα ὁμοίως τέθνηκε νάματα μαντικὰ (Κλ. Αλεξ., Προτρ., ΙΙ, 11, 10).

Παρόμοια ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός γράφει:

Οὐκ ἔτι φθέγγεται δρῦς· οὐκ ἔτι λέβης μαντεύεται· οὐκ ἔτι Πυθία πληροῦται, οὐκ οἶδ᾽ ὧντινων, πλὴν μύθων καὶ ληρημάτων. Πάλιν ἡ Κασταλία σεσίγηται, καὶ σιγᾷ, καὶ ὕδωρ ἐστὶν οὐ μαντευόμενον, ἀλλὰ γελώμενον· πάλιν ἀνδριὰς ἄφωνος ὁ Ἀπόλλων, πάλιν ἡ Δάφνη φυτόν ἐστιν μύθῳ θρηνούμενον· (Κατά Ιουλιανού ΙΙ,35)

Tελετές που τελούνταν στην Αγορά της Αθήνας

Στα ιερά της Αγοράς τελούνταν θυσίες από ιδιώτες και οργανώσεις. Λίγα ιερά βέβαια αποτελούσαν τόπο σημαντικών θρησκευτικών εορτών, καθώς το κύριο θρησκευτικό κέντρο της πόλης ήταν η Ακρόπολη και η ζώνη που εκτείνεται μπροστά στη νότια κλιτύ του ιερού βράχου. Λόγω όμως της κεντρικότητας της θέσης της Αγοράς στην αθηναϊκή τοπογραφία, λόγω του συμβολισμού της ως καρδιάς της πόλης, αλλά και για πρακτικούς λόγους, η Αγορά ήταν επίσης θέατρο ποικίλων δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια εορτών των οποίων η κορύφωση λάμβανε χώρα αλλού.

Οι σημαντικότερες τελετές που τελούνταν στην Αγορά της Αθήνας είναι οι εξής:
1. Εορτή προς τιμήν του Ηφαίστου και λαμπαδηδρομία
Τα Ηφαίστεια τελούνταν στο ιερό του θεού. Η ημερομηνία της εορτής στο αθηναϊκό ημερολόγιο είναι άγνωστη. Πιθανόν να λάμβανε χώρα κατά τον τελευταίο μήνα της άνοιξης, το Μουνιχιώνα (μέσα Απριλίου-μέσα Μαΐου). Κύρια πηγή γνώσης για την εορτή αποτελεί μια αποσπασματική επιγραφή του 422 π.Χ., που αφορά την αναδιοργάνωσή της.
Οι σημαντικότερες εκδηλώσεις που σχετίζονται με την εορτή αυτή είναι οι διθυραμβικοί χοροί προς τιμήν του θεού, η λαμπαδηδρομία και η πομπή προς το ιερό, που κορυφωνόταν με τη θυσία μεγάλου αριθμού αιγοειδών. Η θέση της συγκεκριμένης αγωνιστικής τελετής στην εορτή δικαιολογείται από το ρόλο του Ηφαίστου ως θεότητας της φωτιάς.
2. Τελετές κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων
Η εορτή των Παναθηναίων τελούνταν κατά τη διάρκεια του Εκατομβαιώνα, πρώτου μήνα του αθηναϊκού ημερολογίου, το καλοκαίρι (μέσα Ιουλίου-μέσα Αυγούστου). Η πομπή τελούνταν στις 28 του μήνα, ημέρα των γενεθλίων της θεάς. Κάθε τέσσερα χρόνια όμως, ξεκινώντας από την αναδιοργάνωση της εορτής το 566 π.Χ. από τον επώνυμο άρχοντα Ιπποκλείδη, τελούνταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα τα Μεγάλα Παναθήναια, που περιλάμβαναν τότε θρησκευτικές τελετουργίες και αθλητικούς αγώνες.
Η εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων αφορά ιδιαίτερα την Αγορά της Αθήνας, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της πομπής διέτρεχε το εμπορικό και διοικητικό κέντρο της πόλης, μέσω της λεγόμενης Παναθηναϊκής Οδού. Επιπροσθέτως, μια σειρά αθλητικών και μουσικών αγώνων, καθώς και δευτερεύοντα επεισόδια κατά τη διάρκεια της πομπής αφορούν κτήρια και σημεία της Αγοράς. Ταυτόχρονα, πρόκειται με ασφάλεια για το πλέον μαρτυρημένο θρησκευτικό γεγονός που συνδέεται με την Αγορά, αλλά και την καλύτερα γνωστή εορτή του αθηναϊκού κράτους. Στοιχεία για την εορτή είναι γνωστά από την Αρχαϊκή ως τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Η εορτή αποκτά ιδιαίτερη λαμπρότητα κατά τη διάρκεια της αρχής των γιων του Πεισιστράτου, και ιδιαίτερα του Ιππάρχου (527-514 π.Χ.), και αργότερα την περίοδο του Περικλή, που ως αθλοθέτης το 442 π.Χ. έχτισε το Ωδείο. Την ίδια περίπου εποχή η παναθηναϊκή πομπή απεικονίστηκε στην ιωνική ζωφόρο του Παρθενώνα. Ιδιαίτερη λαμπρότητα όμως είχε η εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων και κατά την Ελληνιστική περίοδο, με τη συμμετοχή ακόμη και βασιλέων από τα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής.
Η διάρκεια της εορτής είναι άγνωστη. Με βάση τις τελετές και τους διάφορους αγώνες, πρέπει να υπολογίσει κανείς τουλάχιστον τρεις ημέρες. Κατά πάσα πιθανότητα όμως χρειαζόταν μία ολόκληρη εβδομάδα για την ολοκλήρωση όλων των αγωνισμάτων. Σε πρόσφατη μελέτη υποστηρίχθηκε ότι η εορτή με τα μεθεόρτια πρέπει να κρατούσε 8 ημέρες, από τις 23 ως τις 30 του μήνα, διάστημα κατά το οποίο η εκκλησία του δήμου δε φαίνεται να συνεδριάζει. Το 2ο αι. μ.Χ., σύμφωνα με το ρήτορα Αίλιο Αριστείδη, η διάρκεια της εορτής ήταν τετραήμερη. Μήνες πριν, η πόλη έστελνε σε όλες τις ελληνικές πόλεις της Ελλάδας, της Ασίας και της Ιταλίας, ειδικούς αγγελιαφόρους, τους σπονδοφόρους, για να καλέσουν τους Έλληνες να συμμετάσχουν. Στην Ελληνιστική περίοδο, οι αγγελιαφόροι ταξίδευαν ως τον Περσικό κόλπο και τη Βόρεια Αφρική.
Η εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, όπως και κάθε άλλη μεγάλη εορτή, περιλάμβανε την πομπή, που κατέληγε στο ιερό της θεάς και στη θυσία εκατοντάδων σφαγίων. Σημαντικό στοιχείο της πομπής όμως ήταν και η περιφορά του πέπλου ως την Ακρόπολη, όπου και έντυνε το ξόανο της θεάς που φυλασσόταν στο Ερέχθειο. Το φόρεμα της θεάς ήταν έτσι και αλλιώς ένα μοναδικό, εξαιρετικό αντικείμενο, που ύφαιναν οι εργαστίναι (εργάτριες), οι οποίες ανήκαν στις αριστοκρατικότερες οικογένειες της πόλης. Το υφάδι στηνόταν από τις ιέρειες και τις αρρηφόρους εννέα μήνες πριν, κατά τη διάρκεια της εορτής των Χαλκείων. Ο μάλλινος πέπλος ήταν ιστορημένος, δηλαδή διακοσμημένος, με θέματα από τη γιγαντομαχία (μάχη Γιγάντων και ολύμπιων θεών για την εξουσία), και ιδιαίτερα τη μάχη της Αθηνάς με τον Εγκέλαδο. Είχε ζωηρά χρώματα (μπλε και κίτρινο αναφέρουν οι πηγές) και αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού. Κάθε τέσσερα χρόνια ανανεωνόταν. Με την κατασκευή του κολοσσιαίου αγάλματος της θεάς, ο πέπλος απέκτησε τεράστιες διαστάσεις και πήρε θέση ιστίου ενός μεγάλου πλοίου τοποθετημένου σε ρόδες, με πλήρωμα ιερείς και ιέρειες με χρυσά και πολύχρωμα στεφάνια. Το άρμα-πλοίο συρόταν από το Δίπυλο ως το Ελευσίνιο. Σε εκείνο το σημείο ο πέπλος κατέβαινε και μεταφερόταν στα χέρια ως το ιερό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, ενώ το άρμα-πλοίο φυλασσόταν στον Άρειο Πάγο, όπου το είδε ο Παυσανίας καθ’ οδόν προς την Ακρόπολη. Η τελετή αυτή μαρτυρείται στον 4ο αι. π.Χ. και πιθανόν να μην αποτελούσε τμήμα των κλασικών Παναθηναίων.
Στο κέντρο της ζωφόρου του Παρθενώνα, πάνω από την ανατολική είσοδο του ναού, απεικονίζεται ένα σύμπλεγμα πέντε μορφών: δύο μικρά κορίτσια προσεγγίζουν από τα αριστερά μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, που συνήθως ταυτίζεται με την ιέρεια της Αθηνάς. Κάθε κορίτσι έχει στο κεφάλι του ένα σκαμνί και πάνω του ένα μαξιλάρι. Πλάτη με πλάτη με τη θεά, ένας γενειοφόρος άνδρας διπλώνει με τη συνεργασία ενός υπηρέτη το μεγάλου μεγέθους ύφασμα του πέπλου.
Τα Μεγάλα Παναθήναια ήταν η καλύτερη ευκαιρία για την πόλη της Αθήνας να επιδείξει το μεγαλείο της. Ολόκληρο το σώμα των κατοίκων της, πολίτες, γυναίκες και μέτοικοι, όλων των ηλικιών, αλλά και αγήματα των συμμάχων πόλεων, συμμετείχαν στην πομπή, απολαμβάνοντας διακριτούς ρόλους.
Την οργάνωση της εορτής αναλάμβαναν οι αθλοθέται, δέκα τον αριθμό. Η θητεία τους διαρκούσε 4 χρόνια, αλλά δεν είχαν καμία άλλη αρμοδιότητα. Επιλέγονταν με κλήρο, ένας από κάθε φυλή. Ο ρόλος τους ήταν να οργανώσουν την πομπή, τους μουσικούς, γυμνικούς και ιππικούς αγώνες, να κανονίσουν τα σχετικά με την κατασκευή του πέπλου και των επάθλων και να τα προσφέρουν. Δειπνούσαν δημοσία δαπάνη στη Θόλο, αρχίζοντας τις τελικές προετοιμασίες από την 4η ημέρα του μήνα.
Η πομπή κατευθυνόταν από τις εσχατιές της πόλης στο θρησκευτικό της κέντρο. Σημείο εκκίνησης, ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο, ήταν η περιοχή του Κεραμεικού εκτός του τείχους της Αθήνας, ενώ κατά τον 5ο αι. π.Χ. οι συμμετέχοντες στην πομπή συγκεντρώνονταν στο λεγόμενο Πομπείο, όπου φυλάσσονταν και τα ιδιαίτερα εμβλήματα και αντικείμενα που ήταν απαραίτητα για την εκπλήρωση των διαφόρων τελετουργιών προς τιμήν της θεάς. Η πομπή εισερχόταν στην Αγορά από τη βορειοδυτική γωνία και κατόπιν έστριβε προς τα Ν-ΝΑ, διασχίζοντας το φαρδύ δρόμο (10-20 μ.) που είναι γνωστός ως Παναθηναϊκή Οδός, ως την Ακρόπολη. Η Παναθηναϊκή Οδός πλακοστρώθηκε μόλις τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Επικεφαλής της πομπής τοποθετούνταν μαζί με τους ιερείς, οι κανηφόροι, κόρες από τις πλέον αριστοκρατικές οικογένειες, οι οποίες κουβαλούσαν στην κεφαλή το λεγόμενο κανούν, ένα καλάθι με προσφορές από σπόρους και κλαδιά. Πίσω τους περπατούσαν οι διφροφόροι, κρατώντας σκαμνιά και παρασόλια, πιθανότατα για να υπηρετούν τις κανηφόρους κατά τη διάρκεια της πομπής. Οι κανηφόροι πρέπει να ήταν ιδιαίτερα φροντισμένες, με πλούσια ενδύματα και πολύτιμα κοσμήματα. Την εποχή του Λυκούργου το αθηναϊκό κράτος παρείχε χρυσά κοσμήματα σε 100 κανηφόρους.
Στις πρώτες θέσεις της πομπής τοποθετούνταν τιμητικά και οι εργαστίνες. Επιγραφές αναφέρουν ότι μπορεί να εργάζονταν ως και 100 γυναίκες το χρόνο για την κατασκευή του πέπλου της θεάς, αν και στη ζωφόρο του Παρθενώνα, η ομάδα αυτή αντιπροσωπεύεται από τέσσερις κόρες που βαδίζουν με άδεια χέρια. Πλάι τους συναντά κανείς κόρες που κρατούν αγγεία, καθώς και ένα λιβανιστήρι, εξαρτήματα απαραίτητα για τη θυσία.
Η ζωφόρος του Παρθενώνα τονίζει ιδιαίτερα την παρουσία των νέων έφιππων Αθηναίων και των γενειοφόρων πάνοπλων ανδρών πάνω σε τέθριππα άρματα. Κατά τη διάρκεια της πομπής, στο κέντρο της Αγοράς, έδιναν μια ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη παράσταση, κατεβαίνοντας από το άρμα που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η άσκηση ονομάζεται αποβατικός αγών και οι συμμετέχοντες αποβάτες. Εναλλακτικά έχει προταθεί η άποψη ότι οι αποβάτες απλώς συνδύαζαν τη μεταφορά με άρμα με τον ένοπλο δρόμο, δηλαδή σε κάποιο σημείο της διαδρομής (στο Ελευσίνιο) κατέβαιναν από το άρμα και συνέχιζαν να τρέχουν ως το σημείο τερματισμού πεζοί. Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες, το αγώνισμα αυτό τελούνταν ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα ιππικά αγωνίσματα στο χώρο της Αγοράς. Οι γραπτές πηγές σχετικά με την πομπή πάντως εστιάζουν περισσότερο σε πεζοφόρα τμήματα που παρελαύνουν παρά σε έφιππους και σε άρματα.
Στην πομπή συμμετείχαν και οι γέροντες, οι λεγόμενοι θαλλοφόροι, οι οποίοι επιλέγονταν με κριτήριο την ομορφιά τους. Αυτοί πορεύονταν κρατώντας χλωρά κλαδιά, μάλλον από τις ελιές της Αθηνάς. Οι μη Αθηναίοι πολίτες, οι μέτοικοι, λάμβαναν μέρος και αυτοί. Οι νεότεροι, εφόσον δεν είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν ανάμεσα στα ένοπλα τμήματα της πορείας, μετέφεραν δίσκους με προσφορές, φορώντας πορφυρά ενδύματα. Είναι οι λεγόμενοι σκαφηφόροι. Οι δίσκοι, από ασήμι ή χαλκό, ήταν περιουσία του κράτους. Περιείχαν γλυκίσματα και κυψέλες. Οι κόρες των μετοίκων μετέφεραν αγγεία για νερό, ενώ οι απελεύθεροι δούλοι και άλλοι βάρβαροι κρατούσαν κλαδιά βελανιδιάς. Όσο για τους συμμάχους και τους Αθηναίους αποίκους και κληρούχους, συμμετείχαν στην πομπή με αντιπροσωπεία η οποία πρόσφερε στη θεά έναν ταύρο και μια πανοπλία. Οι σύμμαχοι υποχρεώθηκαν από νόμο του 426/425 π.Χ. να συμμετέχουν. Στον 4ο αι. π.Χ., φαίνεται πως μόνο οι άποικοι των Αθηνών συμμετείχαν στην πομπή.
Η πομπή δεν ακολουθούσε μια ευθύγραμμη πορεία προς την Ακρόπολη, αλλά σταματούσε σε αρκετά σημεία της Αγοράς, σε ιερά και βωμούς, για την τέλεση χορών και προσφορών. Το γεγονός αυτό αναφέρεται από τον Ξενοφώντα, για τον ύστερο 5ο/πρώιμο 4ο αι. π.Χ., αλλά δεν είναι επακριβώς γνωστά όλα τα σημεία που γίνονταν στάσεις.
Η κατάληξη της πομπής στην Ακρόπολη ακολουθούνταν από θυσία στο βωμό μπροστά στον Παρθενώνα, τουλάχιστον από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Στα 425 π.Χ. περίπου, ο αριθμός των σφαγίων ήταν τεράστιος, αν σκεφθεί κανείς μόνο τις 400 αποικίες και τις συμμάχους πόλεις που συμμετείχαν υποχρεωτικά στην εορτή. Η ίδια η πόλη ξόδευε ένα αρκετά μεγάλο ποσό για τη θυσία μεγάλου αριθμού βοδιών και αγελάδων. Εξάλλου, έχει υποστηριχθεί βάσιμα η άποψη ότι το όνομα του μήνα προέρχεται από τα 100 σφάγια που προσφέρονταν στη θεά κατά τη διάρκειά του.
Το κρέας τεμαχιζόταν και μοιραζόταν αρχικά στους αξιωματούχους και στα σημαντικότερα τμήματα της πομπής (κανηφόροι), ενώ το υπόλοιπο μαγειρευόταν και προσφερόταν στο λαό, όχι όμως στην Ακρόπολη, αλλά στον Κεραμεικό, όπου είχε αρχίσει η πομπή.
Η φωτιά αναβόταν από το δαυλό του νικητή μιας αξιοπερίεργης λαμπαδηδρομίας. Ξεκινούσε από το βωμό του Έρωτα στην Ακαδημία, έξω από το Δίπυλο, και μάλλον τερμάτιζε στην αρχή της ανηφόρας της Ακρόπολης. Η συνολική απόσταση ήταν περίπου 3 χλμ., γι’ αυτό και αποκαλείται από κάποιους συγγραφείς ο «μακρός δρόμος». Ο νικητής του αγωνίσματος έπαιρνε μια υδρία και 30 δρχ. Το έθιμο ανάγεται πιθανόν στην εποχή του Πεισιστράτου, που έχτισε το συγκεκριμένο βωμό.
Οι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν αρχικά στο χώρο της Αγοράς, προτού μεταφερθούν, γύρω στο 330 π.Χ., στο στάδιο που έχτισε ο Λυκούργος στην περιοχή του Ιλισού. Στο βόρειο τμήμα της Αγοράς έχει ανακαλυφθεί η θεμελίωση ενός σημείου εκκίνησης, με θέσεις για 10 δρομείς, που έτρεχαν κατά μήκος της Παναθηναϊκής Οδού (που για αυτό το λόγο αποκαλούνταν επίσης και δρόμος). Εκατέρωθεν της οδού έστηναν οι νικητές (φυλές ή άτομα) αναθήματα που μνημόνευαν τις νίκες τους στα Παναθήναια (ακόμη και αν τα αγωνίσματα λάμβαναν χώρα στο Στάδιο, το Ωδείο ή τον Ιππόδρομο, δηλαδή εκτός Αγοράς).
Περιλάμβαναν τα εξής αγωνίσματα: το στάδιο (αγώνα δρόμου), το πένταθλο (δίσκος, ακόντιο, άλμα, δρόμος, πάλη), την πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιο. Υπήρχαν τρεις ηλικιακές κατηγορίες: αγόρια, αγένειοι νέοι, άνδρες. Επίσης, πιθανόν από τον 4ο αι. π.Χ. να υπήρχε και ο δρόμος των οπλιτών.
Οι ιππικοί αγώνες αποτελούσαν ακόμη ένα σημαντικό αγωνιστικό στοιχείο της εορτής, στην οποία η παρουσία έφιππων νέων, όπως τουλάχιστον μαρτυρά η ζωφόρος των Παναθηναίων, ήταν ιδιαίτερα τονισμένη. Χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που ήταν ανοικτοί σε όλους και όσους που προορίζονταν μόνο για τους Αθηναίους πολίτες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν ο αγώνας αναβατών και οι αγώνες συνωρίδων και τεθρίππων, σε δύο υποκατηγορίες, για άλογα και πουλάρια. Τα αγωνίσματα που απευθύνονταν αποκλειστικά στους Αθηναίους, τα λεγόμενα πολεμιστήρια, περιλάμβαναν τον αποβατικό αγώνα, τον ακοντισμό αφ’ ίππου, κούρσα με στρατιωτική ενδυμασία σε άρμα και άλογο, και πομπή με συνωρίδα. Ένα ιδιαίτερο αγώνισμα ήταν μια ψεύτικη μάχη ιππικού, η «αντιππασία». Τα περισσότερα από αυτά τελούνταν στον ιππόδρομο της Αθήνας, που από τον 5ο αι. π.Χ. βρισκόταν κάπου στο Νέο Φάληρο.
Τα ομαδικά αθλήματα, στα οποία διαγωνίζονταν οι δέκα φυλές της Αττικής, είχαν επίσης ιδιαίτερη θέση στο αθλητικό πρόγραμμα των Μεγάλων Παναθηναίων. Κυριότερο ήταν το αγώνισμα του πυρριχίου, δηλ. του ένοπλου χορού που χόρεψε για πρώτη φορά η Αθηνά για να γιορτάσει τη νίκη των θεών επί των Τιτάνων. Και εδώ υπήρχαν οι τρεις ηλικιακές κατηγορίες που συναντάμε στα ατομικά αθλήματα. Το επόμενο άθλημα ήταν αυτό της ευανδρίας, ένα είδος καλλιστείων για αγόρια, μια αποκλειστικά αθηναϊκή ιδιαιτερότητα. Κάθε φυλή συμμετείχε με μια ομάδα απαρτιζόμενη από τους πιο εντυπωσιακούς της νέους. Το ύψος και η σωματική δύναμη, καθώς και η ομορφιά, έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Η λεμβοδρομία τελούνταν μάλλον στον Πειραιά, και συγκεκριμένα από το κύριο λιμάνι ως το λιμάνι της Μουνιχίας.
Η εορτή περιλάμβανε, από την εποχή του Ιππάρχου, ραψωδικούς αγώνες, με το διαγωνισμό των ραψωδών στην από στήθους απαγγελία ραψωδιών από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ο κάθε ραψωδός έπρεπε να συνεχίσει από εκεί που σταματούσε ο προλαλήσας, έτσι ώστε κατά τη διάρκεια του αγώνα να ακουστεί ολόκληρο το έπος. Οι μουσικοί αγώνες ήταν επίσης ιδιαίτερα σημαντικοί. Από το 442 π.Χ. όμως, όταν ο Περικλής ίδρυσε το Ωδείο που είναι γνωστό με το όνομά του, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, όλοι οι καλλιτεχνικοί αγώνες μεταφέρθηκαν εκεί. Παλαιότερα όμως τελούνταν στην Αγορά, περίπου στο μέσο της μεγάλης πλατείας, σε ένα σημείο που αποκαλείται ορχήστρα. Έχουν βρεθεί οπές στις οποίες έμπαιναν οι πάσσαλοι που στήριζαν τις ξύλινες κερκίδες, τα λεγόμενα ικρία. Τραγικές παραστάσεις παρουσιάζονταν, υπό τη μορφή τετραλογιών, στο Θέατρο του Διονύσου.
Για τα έπαθλα πολύτιμες πληροφορίες παρέχουν επιγραφές και οι λεγόμενοι παναθηναϊκοί αμφορείς. Πρόκειται για τα έπαθλα των αγώνων, αμφορείς πήλινοι, διακοσμημένοι με τη μελανόμορφη τεχνική, γεμάτοι λάδι από τις ιερές ελιές της Αττικής στον Ελαιώνα, οι οποίες σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από την πρώτη ελιά που φύτεψε η ίδια η Αθηνά στην Αττική. Μόνο οι μουσικοί λάμβαναν διαφορετικό έπαθλο. Οι κιθαρωδοί έπαιρναν χρυσοποίκιλτα στεφάνια αγριελιάς και χρηματικά έπαθλα. Αναλόγως με τη θέση κατάταξης στο διαγωνισμό, ποίκιλλαν η αξία του στεφανιού και το ύψος του χρηματικού ποσού. Οι αυλωδοί έπαιρναν κάπως χαμηλότερης αξίας έπαθλα και χρηματικά ποσά, ενώ στους μονωδούς άρπας και αυλού δίνονταν μόνο στεφάνια.
Οι δύο πρώτοι νικητές των αθλητικών αγώνων λάμβαναν έπαθλα που κυμαίνονταν από 60 ως 5 αμφορείς. Στα ιππικά αγωνίσματα τα έπαθλα ήταν μεγαλύτερα. Στα ομαδικά αγωνίσματα έπαθλο έπαιρνε μόνο η νικήτρια ομάδα. Στον πυρρίχιο και στο διαγωνισμό της ευανδρίας η νικήτρια ομάδα έπαιρνε ένα βόδι και 100 δρχ. Την εποχή του Αριστοτέλη, οι διαγωνιζόμενοι της νικήτριας ομάδας στην ευανδρία λάμβαναν και μία ασπίδα.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη θεωρία, το πρόγραμμα της εορτής ήταν το εξής:
1η ημέρα: Μουσικοί και ραψωδικοί αγώνες
2η ημέρα: Αθλητικοί αγώνες αγοριών και αγένειων νέων
3η ημέρα: Αθλητικοί αγώνες ανδρών
4η ημέρα: Ιππικά αγωνίσματα
5η ημέρα: Ομαδικά αγωνίσματα ανά φυλή
6η ημέρα: Λαμπαδηδρομία και παννυχίδα (ολονυκτία). Πομπή και θυσία
7η ημέρα: Αγώνας αποβατών και λεμβοδρομία
8η ημέρα: Βραβεία, εορτασμοί
Δεν υπήρχαν θεωρεία ή κερκίδες, πλην ενός περιορισμένου τμήματος στη θέση όπου τον 4ο αι. π.Χ. ανεγέρθηκε ο Ναός του Πατρώου Απόλλωνος. Στα μέσα του 3ου αι. π.Χ., ο φιλομακεδόνας πολιτικός Δημήτριος, απόγονος του Δημητρίου Φαληρέως, ανέγειρε ένα βάθρο ψηλότερο από τη Στοά των Ερμών, προκειμένου να μπορέσει η Κορίνθια εταίρα που ήταν ερωμένη του να παρακολουθήσει την πομπή των Παναθηναίων, γεγονός που προκάλεσε αγανάκτηση.
3. Συνάθροιση των υποψήφιων μυστών των Ελευσινίων Μυστηρίων
Τα Μεγάλα Μυστήρια της Ελευσίνας ήταν μία από τις μεγαλύτερες εορτές του αθηναϊκού κράτους. Τελούνταν στα μέσα του μήνα Βοηδρομιώνα, στο τέλος του καλοκαιριού. Την εορτή σηματοδοτούσε μια κεντρόφυγος πομπή, αφού ένωνε το άστυ με την εσχατιά της επικράτειας της πόλης, δηλ. το δήμο της Ελευσίνας. Στο χώρο πάνω από την Αγορά, πιθανόν ήδη από τον ύστερο 6ο αι. π.Χ., είχε δημιουργηθεί ένα ιερό το οποίο ήταν αφιερωμένο στις δύο θεές της Ελευσίνας, τη Δήμητρα και την Κόρη, το Ελευσίνιο της πόλης. Εκεί μεταφέρονταν από το ιερό της Ελευσίνας ιερά αντικείμενα, προκειμένου κατά τη διάρκεια της μεγάλης πομπής να επανατοποθετηθούν στην αρχική τους θέση. Από τον 4ο αι. π.Χ. και εξής, οι έφηβοι της πόλης πήγαιναν στις 13 στην Ελευσίνα, διανυκτέρευαν σε ένα προάστιο της Αθήνας και επέστρεφαν στις 14, συνοδεύοντας τις ιέρειες με τα «ιερά πράγματα» μέσα σε στρογγυλά κουτιά, που ονομάζονταν κίσται, δεμένα με κόκκινες κορδέλες. Καταλήγοντας στο Ελευσίνιο, ο αξιωματούχος με τον τίτλο «φαιδυντής (καθαριστής) των δύο θεών» ανέβαινε στην Ακρόπολη προκειμένου να αναγγείλει στην ιέρεια της Αθηνάς ότι τα «ιερά πράγματα» είχαν φθάσει με ασφάλεια στην πόλη. Πιθανόν να διέτρεχαν την Αγορά της Αθήνας σε πομπή, κάτι τέτοιο όμως δεν αναφέρεται από τις πηγές μας.
Η εορτή των Μεγάλων Μυστηρίων ξεκινούσε την επομένη, στις 15 του Βοηδρομιώνος, με την τελετή που είναι γνωστή ως αγυρμός (συγκέντρωση). Ο άρχων βασιλέας, ο ανώτερος θρησκευτικός άρχοντας της Αθήνας, που είχε το γενικό πρόσταγμα της εορτής των Ελευσινίων Μυστηρίων, καλούσε το δήμο σε εορταστική συνάθροιση στην Ποικίλη Στοά, όπου παρουσία των σημαντικότερων αξιωματούχων του Ελευσινίου ιερού, του δαδούχου και του ιεροφάντη, γινόταν η επίσημη τελετή προκήρυξης της εορτής των Μυστηρίων. Όσοι επιθυμούσαν να μυηθούν συγκεντρώνονταν εκεί και ακολουθούσε η «πρόρρησις», μια διαδικασία που αποτελούσε, μετά την Κλασική περίοδο, καθήκον ενός ειδικού αξιωματούχου, του ιεροκήρυκα, ο οποίος προερχόταν από το ιερό γένος των κηρύκων. Με την πρόρρηση, που είχε συνταχθεί από τους δύο ανώτατους αξιωματούχους του Ελευσινίου ιερού, καλούνταν οι υποψήφιοι για μύηση να παρουσιαστούν. Το περιεχόμενο της πρόρρησης δεν είναι ακριβώς γνωστό. Απαγόρευε τη συμμετοχή σε όσους δεν είχαν καθαρά χέρια, δηλαδή είχαν χύσει ανθρώπινο αίμα ή ήταν υπαίτιοι ιεροσυλίας. Συμμετείχαν τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, ελεύθεροι και δούλοι, αλλά αποκλείονταν οι βάρβαροι. Οι συμμετέχοντες έπρεπε εξάλλου να γνωρίζουν ελληνικά, ώστε να καταλαβαίνουν τους ιερούς λόγους που θα επαναλάμβαναν κατά τη διάρκεια της μύησης. Στους ύστερους χρόνους πάντως γίνονταν δεκτοί όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες. Επίσης, οι υποψήφιοι μύστες έπρεπε να μην έχουν το κακό στην ψυχή τους και να έχουν ζήσει σύμφωνα με την ανθρώπινη και τη θεϊκή δικαιοσύνη. Όσοι δεν ικανοποιούσαν αυτούς τους όρους καλούνταν να απόσχουν από τη μύηση. Ασφαλώς περισσότερο ο φόβος της ιεροσυλίας παρά η έρευνα των αρχών ήταν συνθήκη ικανή για να αποκλείσει τους ανεπιθύμητους. Αναφέρεται ότι και κάποιοι επώνυμοι, όπως ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, αποκλείστηκαν από τη διαδικασία.
Είναι πιθανό στο σημείο εκείνο να γινόταν κάποιου είδους καταγραφή των υποψηφίων, οι οποίοι έπρεπε να αποδείξουν ότι είχαν προηγουμένως μυηθεί στα Μικρά Μυστήρια, που τελούνταν στο ιερό εν Άγραις, στις όχθες του Ιλισού. Τους ζητούσαν επίσης να καταβάλουν την εισφορά τους για τη μύηση, που στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. έφθανε στο ποσό των 15 αττικών δραχμών, κάτι που αντιστοιχεί με 15 μεροκάματα ανειδίκευτου εργάτη. Οι υποψήφιοι έπρεπε επίσης να πληρώνουν ένα ποσό ημερησίως, κατά τη διάρκεια της εορτής, σε όλους τους εμπλεκόμενους αξιωματούχους και στους μυσταγωγούς, τους προσωπικούς ξεναγούς του κάθε μύστη, που τον συνόδευαν στις τελετές και προέρχονταν από τα δύο ιερά γένη, στους κήρυκες και στους ευμολπίδες. Οι μυσταγωγοί ήταν προφανώς επιφορτισμένοι με το καθήκον να καθοδηγήσουν τους υποψήφιους μύστες στις θυσίες και τις τελετουργικές πράξεις που έπρεπε να κάνουν για να προετοιμαστούν για τη μύηση. Το ποσό που συγκεντρωνόταν ήταν ιδιαίτερα υψηλό: μια επιγραφή του 4ου αι. π.Χ. αναφέρει ότι έπρεπε να παραδοθεί στην ιέρεια των δύο θεών ποσό άνω των 15.000 δρχ., προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα της εορτής. Το υπόλοιπο ποσό που συγκέντρωναν οι αξιωματούχοι προφανώς το μοιράζονταν μεταξύ τους. Μπορούμε να φανταστούμε ότι οι υποψήφιοι για μύηση ήταν τουλάχιστον 1.000 άτομα τη φορά.
Στη συνέχεια επιτρεπόταν στους υποψήφιους να εισέλθουν στο Ελευσίνιο και να δουν τα «ιερά πράγματα», αφού προηγουμένως έπλεναν τα χέρια τους με καθαγιασμένο νερό σε ένα λουτήριο έξω από το ιερό.
Την επόμενη ημέρα, οι μύστες οργάνωναν μια πομπή που κατευθυνόταν στη θάλασσα του Φαλήρου, προκειμένου να καθαρθούν με θαλασσινό νερό και να καταναλώσουν κρέας χοίρου που ήταν το ιερό ζώο της Δήμητρας. Οι υπόλοιπες τελετές της εορτής δεν αφορούσαν το χώρο της Αγοράς. Η χρήση της Αγοράς και της Ποικίλης Στοάς κατά τη διάρκεια του αγυρμού δείχνει να έχει πρακτική παρά θρησκευτική σημασία, καθώς ήταν το πιο πρόσφορο σημείο για τη συγκέντρωση ενός τόσο μεγάλου πλήθους, βρισκόταν κοντά στην έδρα του άρχοντα βασιλέα, τη Βασίλειο Στοά, και ήταν σχετικά εύκολα προσβάσιμη από το Ελευσίνιο της πόλης, που βρίσκεται ακριβώς πάνω από την Αγορά.
4. Εορτή του Διός Σωτήρος
Η εορτή αυτή ήταν η τελευταία του αττικού έτους και λάμβανε χώρα την τελευταία μέρα του Σκιροφοριώνα. Περιλάμβανε θυσία στο άγαλμα του Δία, ενδεχομένως στην Αγορά, μπροστά από τη Στοά του Δία. Σε αυτή τη θυσία έπαιρναν μέρος όλοι οι αξιωματούχοι της πόλης, με επικεφαλής τον άρχοντα βασιλέα. Συνακόλουθα, κάθε διοικητική δραστηριότητα, καθώς επίσης και η λειτουργία των δικαστηρίων, έπαυαν την ημέρα εκείνη. Δεν είναι γνωστό όμως αν στην εορτή συμμετείχε και ο λαός της Αθήνας ή αν αφορούσε μόνο τους αξιωματούχους που έπρεπε να παραλάβουν ή να παραδώσουν την αρχή (συμπεριλαμβανομένων των 500 βουλευτών). Ήταν κατ’ ουσίαν η εναρκτήρια τελετή του νέου έτους, έκφραση ευγνωμοσύνης της πόλης προς το Δία για την προστασία του κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους και έκφραση της προσδοκίας για τη συνέχιση της ευημερίας της πόλης κατά το επόμενο έτος. Η πρωιμότερη αναφορά στην ιεροτελεστία αυτή βρίσκεται σε ένα λόγο του Λυσία που χρονολογείται στο 382 π.Χ.
5. Αγώνας οινοποσίας και ιερός γάμος κατά τη διάρκεια των Ανθεστηρίων
Τα Ανθεστήρια εορτάζονταν κατά τη διάρκεια του μήνα Ανθεστηριώνα, από τις 11 ως τις 13, διάστημα που αντιστοιχεί περίπου με το τέλος του Φλεβάρη. Η εορτή περιλάμβανε διάφορες δραστηριότητες σε αρκετά σημεία της πόλης, το επίκεντρο όμως των εορτασμών ήταν το ιερό του Διονύσου εν Λίμναις, στην περιοχή της όχθης του Ιλισού. Η εορτή αποτελούσε συνδυασμό οικιακών και δημόσιων δραστηριοτήτων. Στις δεύτερες αξίζει να αναφέρει κανείς τις δύο τελετές που γεωγραφικά σχετίζονταν με την Αγορά της Αθήνας. Η πρώτη, με την ονομασία Χόες, λάμβανε μέρος τη δεύτερη ημέρα της εορτής στο Θεσμοθετείον, δηλ. την έδρα των αξιωματούχων που ήταν γνωστοί ως θεσμοθέται, το οποίο πρόσφατα ο Camp ταύτισε με τη Στοά του Διός Ελευθερίου. Επρόκειτο για έναν αγώνα οινοποσίας: οι συμμετέχοντες, υπό την αιγίδα του άρχοντα βασιλέα, έπρεπε να πιουν απνευστί το περιεχόμενο ενός χου άκρατου οίνου (περίπου 3,2 λίτρα), καθισμένοι μόνοι σε ένα τραπέζι. Ο νικητής λάμβανε ως έπαθλο έναν ασκό κρασί (όπως ο Δικαιόπολις στους Αχαρνείς του Αριστοφάνη). Η τελετή πραγματοποιούνταν σε κλειστό χώρο. Αντίθετα, ο ιερός γάμος, ήταν ένας συνδυασμός τελετών σε ανοικτό και κλειστό χώρο.
Ο ιερός γάμος ήταν η μυστική ένωση του θεού Διονύσου με τη Βασιλίννα, τη σύζυγο του άρχοντα βασιλέα. Λάμβανε χώρα στο Βουκόλειον, ένα κτήριο που δεν έχει ταυτιστεί με ακρίβεια αλλά βρισκόταν κοντά στην Αγορά. Η τελετή όμως περιλάμβανε και την πομπή η οποία συνόδευε τη Βασιλίννα ως νύφη του θεού στο Βουκόλειον, από το ιερό του Διονύσου. Η πομπή ενδεχομένως να διέσχιζε την Αγορά.