Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι ο νομοθέτης είναι ο μεγάλος παιδαγωγός της κοινωνίας. Υποστηρίζοντας ότι η αρετή δεν είναι εκ φύσεως αλλά αποτέλεσμα εθισμού, καθιστά σαφές πως μόνο με την επανάληψη ηθικών πράξεων μπορεί κανείς να αποκτήσει την αρετή, αφού μόνο η επανάληψη οδηγεί στη συνείδηση. Η ολοκλήρωση του εθισμού, δηλαδή της διαδικασίας των επαναλαμβανομένων πράξεων με σκοπό την αρετή, πιστοποιείται από τα αντίστοιχα συναισθήματα που συνοδεύουν την πράξη, αφού δε φτάνει να κάνει κανείς καλές πράξεις, αλλά πρέπει να νιώθει και χαρά απ’ αυτό. Κι αυτό ακριβώς είναι ο εθισμός (κατά την αρχαιοελληνική έννοια του όρου), η ταύτιση συγκεκριμένων ενεργειών με ευχάριστα συναισθήματα. Υπό αυτή την έννοια, το ότι δουλεύει κανείς (από μόνο του) δεν είναι απόδειξη της εργατικότητάς του. Γιατί, αν δεν εισπράττει και συναισθηματικά από την εργασία, με την πρώτη ευκαιρία θα την παρατήσει. Γι’ αυτό πρέπει να εθιστεί κανείς στην αρετή. Για να νιώθει συναισθηματικά ολοκληρωμένος με την εκπλήρωσή της. Μόνο έτσι θα καταφέρει να απομακρύνει όλους τους πιθανούς πειρασμούς. Και σ’ αυτό βέβαια χρειάζεται δάσκαλος. Ο δάσκαλος είναι ο άνθρωπος που θα καθοδηγήσει σωστά τη διαδικασία του εθισμού, αφού η εφαρμογή της ηθικής αρετής είναι πρωτίστως θέμα παιδείας. Γι’ αυτό και η διαπαιδαγώγηση οφείλει να ξεκινά από τις πολύ μικρές ηλικίες.
Υπό αυτή την έννοια, κατά τον Αριστοτέλη, ο νομοθέτης είναι αυτός που χαράσσει τον ηθικό δρόμο και τον επιβάλλει αδιαλείπτως στο όνομα της συνύπαρξης. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος που εθίζει τους πολίτες στο καλό. Αν εθίσει τους πολίτες σωστά θα ελαχιστοποιήσει τις παραβάσεις. Αν όχι, θα τις αυξήσει – δηλαδή θα αποτύχει. Γι’ αυτό οι νόμοι πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, την κουλτούρα και τις συνθήκες της κάθε κοινωνίας. Γιατί ο ουρανοκατέβατος νόμος είναι παράλογος νόμος, κι ως τέτοιος είναι αδύνατο να έχει αποδοχή. (Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο νομοθέτης παραβιάζει το νόμο ή φτιάχνει άδικους νόμους προκειμένου να ευνοήσει συγκεκριμένα συμφέροντα. Γιατί ο Αριστοτέλης δε χρησιμοποιεί λέξεις άσκοπα. Αν ο νομοθέτης δεν είναι ακέραιος τότε δεν είναι νομοθέτης, ή μάλλον είναι νομοθέτης μόνο κατ’ όνομα, αφού κατ’ ουσία είναι παραβάτης ο ίδιος).
Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η αρετή, ως αντικείμενο του νόμου, είναι θέμα παιδείας, κι ότι κατ’ επέκταση ο νομοθέτης είναι ο δάσκαλος όλης της κοινωνίας, δε μένει παρά να μελετηθεί η παιδαγωγική μέθοδος που επιδιώκει την ταύτιση του ευχάριστου συναισθήματος με την πράξη της αρετής και συνακόλουθα του δυσάρεστου συναισθήματος με τις πράξεις που αντίκεινται στην αρετή. Κι εδώ ο Αριστοτέλης επικαλείται τις παιδαγωγικές μεθόδους του Πλάτωνα που συνδύαζε τον έπαινο με τις ενάρετες πράξεις, ώστε να συνδυαστεί το ευχάριστο συναίσθημα του επαίνου με το καλό, και την τιμωρία με τις ανεπιθύμητες, μη ηθικές πράξεις, ώστε να συνδυαστεί το δυσάρεστο συναίσθημα της τιμωρίας με το κακό. Η επανάληψη αυτής της τακτικής θα οδηγούσε τελικά στον εθισμό, δηλαδή στην αυτόματη και ισόβια αναζήτηση της ευχαρίστησης στις ηθικές πράξεις. Στο ερώτημα, κατά πόσο ο νομοθέτης οφείλει να ακολουθήσει αυτή την τακτική, ο Αριστοτέλης θέτει αντιρρήσεις στο ζήτημα του επαίνου. (Στο ζήτημα της τιμωρίας από την πλευρά του νόμου δεν αναφέρεται καν, ως κάτι απολύτως προφανές, αφού είναι αυτονόητο ότι οι παραβάτες του νόμου πρέπει να τιμωρούνται): «Σχετικά τώρα με τις τιμές που πρέπει να αποδίδονται σ’ εκείνους που επινοούν κάτι χρήσιμο για την πόλη η σχετική νομοθεσία δεν είναι ακίνδυνη, παρά είναι μόνο ευχάριστο να ακούει κανείς κάτι τέτοιο. Διότι μπορεί να προκαλέσει συκοφαντίες και ενδεχομένως ανατρεπτικά κινήματα». (σελ. 415).
Φυσικά το να ισχυριστεί κανείς ότι ο νόμος θα έπρεπε να επαινεί κάθε νόμιμη πράξη, με την ίδια λογική που οφείλει να τιμωρεί κάθε παράνομη πράξη, θα ήταν ανόητο. Η έννοια της επιβράβευσης τείνει προς την προαίρεση, και ο νόμος όχι μόνο δεν είναι προαιρετικός, αλλά (ενδεχομένως) ακόμη και ο χαρακτηρισμός καθήκον να μην είναι ακριβής. Γιατί ο νόμος είναι πρωτίστως κατοχύρωση των δικαιωμάτων, καθώς δε λειτουργεί περιοριστικά σε σχέση με τα πράγματα που απαγορεύει, αλλά απελευθερωτικά σε σχέση με τα πράγματα που διασφαλίζει. Η τήρηση του νόμου, ως προϋπόθεση της συνύπαρξης, είναι η επίτευξη της αρμονίας. Η ισότητα, η ισονομία, ο σεβασμός στον άλλο, η αξιοκρατία, με δυο λόγια η συνείδηση της αναγκαιότητας της κοινωνικής ισορροπίας, ως όρος για την ατομική γαλήνη, είναι ο δρόμος προς τη συλλογικότητα. Κι αυτό ακριβώς είναι ο νόμος. Το σημείο που διαχωρίζει την ατομικότητα από το όλο καθορίζοντας τις αμοιβαία απαιτούμενες συμπεριφορές. Αποδεχόμενοι ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον δεν έχουμε παρά να συμπεράνουμε ότι ο νόμος είναι ο ρυθμιστής μιας φυσικής επιταγής. Αν καταλυθεί ο νόμος θα διαλυθούν οι πόλεις. Κι αν διαλυθούν οι πόλεις ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στο παρά φύση, δηλαδή στη δυστυχία. Γι’ αυτό δε χρειάζεται ο νόμος να επιβραβεύει την εφαρμογή του. Η επιβράβευση είναι η ευεργεσία της συνύπαρξης. Κι αυτό πρέπει να το αντιλαμβάνεται κανείς χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Ο έπαινος αφορά ζητήματα που θα ήταν καλό να κάνει κάποιος. Λειτουργεί δηλαδή προτρεπτικά. Κι η τήρηση του νόμου δεν είναι θέμα προτροπής. Είναι θέμα συνείδησης.
Όμως και οι τιμές προς όλους αυτούς «που επινοούν κάτι χρήσιμο για την πόλη» κρίνονται από τον Αριστοτέλη επικίνδυνες. Από θέση αρχής, κρύβουν κάτι λαϊκιστικό μέσα τους: «είναι μόνο ευχάριστο να ακούει κανείς κάτι τέτοιο». Η συνείδηση της αναγκαιότητας του νόμου δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνείδηση της συλλογικότητας, δηλαδή της αδιαπραγμάτευτης προτεραιότητας του ομαδικού, αφού μόνο μέσα του ολοκληρώνεται η ατομικότητα. Με άλλα λόγια, απ’ όποια σκοπιά και να το δει κανείς, είτε τη συλλογική είτε την ατομική, αυτό που προέχει είναι διαφύλαξη της κοινωνίας. Ακόμη και η πιο στείρα εγωιστική εκδοχή οφείλει να γνωρίζει ότι το εγώ δεν υφίσταται χωρίς τους άλλους. Υπό αυτή την έννοια, ο εγωισμός που εκδηλώνεται σε βάρος του συνόλου και που κλονίζει την κοινωνική συνοχή, είναι ο εγωισμός που στρέφεται ενάντια στον εαυτό του. Ο υγιής εγωισμός είναι αυτός που προβάλλει την ατομικότητα μέσα στο πλαίσιο του συνόλου. Είναι δηλαδή η φιλοδοξία της υπεροχής που εκδηλώνεται θετικά προς τους άλλους. Και υπερέχει κανείς από τους άλλους, όταν μπορεί να πετύχει αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν. Γι’ αυτό ο εγωιστής οφείλει να είναι πρωτίστως ευεργετικός. Γιατί εισπράττει συναισθηματικά την αναγνώριση της υπεροχής του, ικανοποιεί δηλαδή τον εγωισμό του (ενδεχομένως να έχει και κάποιες υλικές απολαβές) χωρίς όμως να προσπαθεί να αρπάξει από τους άλλους αυτό που δεν αξίζει. Ο γνήσιος εγωιστής δεν ανέχεται τις χάρες. Γιατί ο εγωισμός πηγαίνει με την περηφάνια.
Το ξεχείλωμα των νόμων προκειμένου να προωθούνται συγκεκριμένα συμφέροντα (ή, πολύ περισσότερο, η θέσπιση άδικων νόμων για τους ίδιους λόγους) δεν προδίδει μόνο μια κοινωνία αρπακτικών, αλλά, πρωτίστως, μια κοινωνία ηλιθίων. (Ερωτήσεις όπως “σε ποια κοινωνία ο νόμος διασφάλισε την ιδανική συνύπαρξη” και “πότε η εφαρμογή του νόμου εξάλειψε την αδικία” κλπ, καλύτερα να αποφευχθούν γιατί μάλλον θα οδηγήσουν σε δυσάρεστα αδιέξοδα. Το σίγουρο είναι ότι μόνο σε κοινωνίες ηλιθίων, η ηλιθιότητα αποτελεί κοινωνικό πρότυπο). Όμως ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε μια κατάσταση ιδανικής θέσπισης και εφαρμογής των νόμων. Δηλαδή σε μια κατάσταση συνειδητοποιημένων πολιτών. Γι’ αυτό ο νόμος δε χρειάζεται να επιβραβεύει όλους αυτούς που πρόσφεραν κάτι ιδιαιτέρως χρήσιμο στην πόλη. Γιατί η πόλη είναι η προέκταση του εαυτού τους. Και βέβαια, ο Αριστοτέλης δεν επικροτεί μια κοινωνία απάθειας ή αγνωμοσύνης. Η προσφορά του καθενός οφείλει να αναγνωρίζεται. Όμως η αναγνώριση και ο κοινωνικός σεβασμός ως ένδειξη παραδοχής της προσφοράς κάποιου δεν έχει να κάνει με το νόμο. Έχει να κάνει με τις πεποιθήσεις και τις αξίες των ανθρώπων. Ο καθένας μπορεί να τιμά και να επικρίνει όποιον θέλει.
Όμως, η αδιαπραγμάτευτη σημασία του νόμου για την ύπαρξη της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει και στο αδιαπραγμάτευτο της ισχύος που πρέπει να έχει. Η ισχύς του νόμου, που οφείλει να είναι απαράβατος, δεν εξασφαλίζεται μόνο με την αντίληψη της ισονομίας ή της σωστής εφαρμογής του κλπ, αλλά (κυρίως) με τον ίδιο το σεβασμό που προκαλεί στους πολίτες. Κι εδώ δε μιλάμε για το σεβασμό που επιτυγχάνεται δια του φόβου. Εδώ μιλάμε για το σεβασμό που εμπνέει η εμπιστοσύνη της νηφάλιας κρίσης ως μέσο επίλυσης όλων των διαφορών. Και καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό απ’ το να εξελίσσονται και οι νόμοι που την καθορίζουν. Οι παρωχημένοι νόμοι δεν είναι παρά η οπισθοδρόμηση που αδυνατεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Η μετατροπή του νόμου σε τροχοπέδη των εξελίξεων είναι η αρχή της απαξίωσής του. Είναι η στιγμή που ο νομοθέτης δεν εθίζει σωστά τους πολίτες και γι’ αυτό αποτυγχάνει: «Όσον αφορά λοιπόν τις άλλες επιστήμες, η μεταβολή αποδείχθηκε επωφελής. Αυτό ισχύει π. χ. για την Ιατρική, όταν ήρθε σε ρήξη με την παράδοσή της, για τη Γυμναστική και για όλες γενικά τις τέχνες και δεξιότητες, και προφανώς πρέπει να ισχύει το ίδιο και για την Πολιτική, αφού και αυτή πρέπει να καταταχθεί σ’ αυτές. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι απόδειξη περί αυτού αποτελούν τα ίδια τα γεγονότα... Είναι πιθανόν οι πρώτοι άνθρωποι, είτε γεννήθηκαν από τη γη είτε διασώθηκαν από κάποια καταστροφή, να ήταν όμοιοι με τους σημερινούς τυχαίους και ανόητους, όπως λέγεται και για τους ανθρώπους που γεννήθηκαν από τη γη. Γι’ αυτό είναι παράλογο να μένουμε προσκολλημένοι στις αντιλήψεις τους». (σελ. 415 – 417).
Ξεκαθαρίζοντας ότι ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται συλλήβδην κατά της παράδοσης, καθίσταται σαφές ότι προσπαθεί να καταδείξει με νηφαλιότητα τη σημασία της διαχείρισης των νόμων. Και η προσκόλληση στο παρελθόν, που κατά βάση εξιδανικεύεται, δεν αποτελεί νηφάλια προσέγγιση. Η αντίληψη της άκαμπτης νομοθεσίας δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να οδηγήσει το νόμο σε σύγκρουση με τις κοινωνικές ανάγκες. Ο νόμος οφείλει να βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική σχέση με την κοινωνία. Πρέπει να την καθορίζει και ταυτόχρονα να καθορίζεται από αυτή. Πρέπει να διαισθάνεται τις ανάγκες της προτού εκείνες τον ξεπεράσουν. Κι αυτή είναι η έννοια του νόμου που υπηρετεί την κοινωνία. Αλίμονο αν ο νόμος από υπηρέτης γίνει τύραννος. Θα βρεθεί μπροστά στην πιο κραυγαλέα αποτυχία.
Από την άλλη όμως, όσο κι αν είναι δεδομένη η ανάγκη της προσαρμογής του νόμου στα εκάστοτε νέα δεδομένα, το ζήτημα των νομοθετικών αλλαγών δεν είναι καθόλου αυτονόητο: «Όταν όμως δούμε τα πράγματα από άλλη σκοπιά, θα φανεί ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή. Διότι, όταν η βελτίωση είναι ασήμαντη, και βεβαίως ο εθισμός στην εύκολη κατάργηση των νόμων κακός, είναι φανερό ότι πρέπει να ανεχόμαστε μερικές αδυναμίες των νόμων και των αρχόντων. Διότι το όφελος εκείνου που θα επιφέρει την αλλαγή θα είναι μικρότερο από τη βλάβη που θα του προξενήσει ο εθισμός στην απείθεια έναντι των αρχόντων. Άστοχη είναι και η παραβολή της πολιτικής με τις τέχνες. Διότι η μεταβολή στις τέχνες και η αλλαγή των νόμων είναι πράγματα διαφορετικά. Διότι η υπακοή στο νόμο θεμελιώνεται αποκλειστικά με τη δύναμη της συνήθειας……. Γι’ αυτό η ευκολία στη μεταβολή από τους υπάρχοντες νόμους σε άλλους καινούργιους είναι δυνατό να εξασθενήσει τη δύναμη του νόμου». (σελ. 417 – 419).
Η ισχύς του νόμου εξασφαλίζεται από την εμπιστοσύνη των πολιτών και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος για την εμπιστοσύνη από τη σταθερότητα. Ο νόμος οφείλει να αλλάζει προσαρμοζόμενος στις αλλαγές της κοινωνίας. Όμως οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές που χρήζουν νομοθετικής μεταρρύθμισης γίνονται αργά και σταθερά. Ο νόμος, που παρακολουθεί τις εξελίξεις, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το ν’ αλλάζει με τους ίδιους ρυθμούς. Όσο κι αν λέμε ότι στη σύγχρονη εποχή η κοινωνία αλλάζει ραγδαία, είναι αδύνατο να δικαιολογηθούν τόσες νομοθετικές αλλαγές. (Το παράδειγμα της παιδείας είναι πολύ χαρακτηριστικό. Τι το απρόβλεπτο έχει γίνει στην εκπαίδευση και αλλάζει το πλαίσιο χρονιά παρά χρονιά; Πώς μπορούν να δικαιολογηθούν οι ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων;) Οι διαρκείς νομοθετικές αλλαγές, πέρα από τη σύγχυση που προκαλούν, προσβάλλουν θανάσιμα και το κύρος του νόμου. Γιατί γεννούν την καχυποψία. Γιατί, αυτό που μένει, είναι ή η ανικανότητα του νομοθέτη να θεσπίσει ένα νόμο που θα διευθετήσει την κατάσταση ή – ακόμα χειρότερα – η υποψία των συμφεροντολογικών μαγειρεμάτων που διαρκώς αναπροσαρμόζονται. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν στην απαξίωση του νόμου. Είναι μοιραίο, η νομοθεσία που αλλάζει διαρκώς να απαξιώνεται. Γιατί αυτοαναιρείται. Κι αυτή είναι η απαρχή της δυσαρέσκειας. Όμως όταν ο νόμος χάσει τη δυναμική του στην κοινωνία, μετά ο καθείς νιώθει δικαίωση καταπατώντας τον με την πρώτη ευκαιρία. Κι αυτός είναι ο ορισμός της νομοθετικής αποτυχίας.
Υπό αυτή την έννοια, κατά τον Αριστοτέλη, ο νομοθέτης είναι αυτός που χαράσσει τον ηθικό δρόμο και τον επιβάλλει αδιαλείπτως στο όνομα της συνύπαρξης. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος που εθίζει τους πολίτες στο καλό. Αν εθίσει τους πολίτες σωστά θα ελαχιστοποιήσει τις παραβάσεις. Αν όχι, θα τις αυξήσει – δηλαδή θα αποτύχει. Γι’ αυτό οι νόμοι πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, την κουλτούρα και τις συνθήκες της κάθε κοινωνίας. Γιατί ο ουρανοκατέβατος νόμος είναι παράλογος νόμος, κι ως τέτοιος είναι αδύνατο να έχει αποδοχή. (Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις όπου ο ίδιος ο νομοθέτης παραβιάζει το νόμο ή φτιάχνει άδικους νόμους προκειμένου να ευνοήσει συγκεκριμένα συμφέροντα. Γιατί ο Αριστοτέλης δε χρησιμοποιεί λέξεις άσκοπα. Αν ο νομοθέτης δεν είναι ακέραιος τότε δεν είναι νομοθέτης, ή μάλλον είναι νομοθέτης μόνο κατ’ όνομα, αφού κατ’ ουσία είναι παραβάτης ο ίδιος).
Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η αρετή, ως αντικείμενο του νόμου, είναι θέμα παιδείας, κι ότι κατ’ επέκταση ο νομοθέτης είναι ο δάσκαλος όλης της κοινωνίας, δε μένει παρά να μελετηθεί η παιδαγωγική μέθοδος που επιδιώκει την ταύτιση του ευχάριστου συναισθήματος με την πράξη της αρετής και συνακόλουθα του δυσάρεστου συναισθήματος με τις πράξεις που αντίκεινται στην αρετή. Κι εδώ ο Αριστοτέλης επικαλείται τις παιδαγωγικές μεθόδους του Πλάτωνα που συνδύαζε τον έπαινο με τις ενάρετες πράξεις, ώστε να συνδυαστεί το ευχάριστο συναίσθημα του επαίνου με το καλό, και την τιμωρία με τις ανεπιθύμητες, μη ηθικές πράξεις, ώστε να συνδυαστεί το δυσάρεστο συναίσθημα της τιμωρίας με το κακό. Η επανάληψη αυτής της τακτικής θα οδηγούσε τελικά στον εθισμό, δηλαδή στην αυτόματη και ισόβια αναζήτηση της ευχαρίστησης στις ηθικές πράξεις. Στο ερώτημα, κατά πόσο ο νομοθέτης οφείλει να ακολουθήσει αυτή την τακτική, ο Αριστοτέλης θέτει αντιρρήσεις στο ζήτημα του επαίνου. (Στο ζήτημα της τιμωρίας από την πλευρά του νόμου δεν αναφέρεται καν, ως κάτι απολύτως προφανές, αφού είναι αυτονόητο ότι οι παραβάτες του νόμου πρέπει να τιμωρούνται): «Σχετικά τώρα με τις τιμές που πρέπει να αποδίδονται σ’ εκείνους που επινοούν κάτι χρήσιμο για την πόλη η σχετική νομοθεσία δεν είναι ακίνδυνη, παρά είναι μόνο ευχάριστο να ακούει κανείς κάτι τέτοιο. Διότι μπορεί να προκαλέσει συκοφαντίες και ενδεχομένως ανατρεπτικά κινήματα». (σελ. 415).
Φυσικά το να ισχυριστεί κανείς ότι ο νόμος θα έπρεπε να επαινεί κάθε νόμιμη πράξη, με την ίδια λογική που οφείλει να τιμωρεί κάθε παράνομη πράξη, θα ήταν ανόητο. Η έννοια της επιβράβευσης τείνει προς την προαίρεση, και ο νόμος όχι μόνο δεν είναι προαιρετικός, αλλά (ενδεχομένως) ακόμη και ο χαρακτηρισμός καθήκον να μην είναι ακριβής. Γιατί ο νόμος είναι πρωτίστως κατοχύρωση των δικαιωμάτων, καθώς δε λειτουργεί περιοριστικά σε σχέση με τα πράγματα που απαγορεύει, αλλά απελευθερωτικά σε σχέση με τα πράγματα που διασφαλίζει. Η τήρηση του νόμου, ως προϋπόθεση της συνύπαρξης, είναι η επίτευξη της αρμονίας. Η ισότητα, η ισονομία, ο σεβασμός στον άλλο, η αξιοκρατία, με δυο λόγια η συνείδηση της αναγκαιότητας της κοινωνικής ισορροπίας, ως όρος για την ατομική γαλήνη, είναι ο δρόμος προς τη συλλογικότητα. Κι αυτό ακριβώς είναι ο νόμος. Το σημείο που διαχωρίζει την ατομικότητα από το όλο καθορίζοντας τις αμοιβαία απαιτούμενες συμπεριφορές. Αποδεχόμενοι ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον δεν έχουμε παρά να συμπεράνουμε ότι ο νόμος είναι ο ρυθμιστής μιας φυσικής επιταγής. Αν καταλυθεί ο νόμος θα διαλυθούν οι πόλεις. Κι αν διαλυθούν οι πόλεις ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στο παρά φύση, δηλαδή στη δυστυχία. Γι’ αυτό δε χρειάζεται ο νόμος να επιβραβεύει την εφαρμογή του. Η επιβράβευση είναι η ευεργεσία της συνύπαρξης. Κι αυτό πρέπει να το αντιλαμβάνεται κανείς χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Ο έπαινος αφορά ζητήματα που θα ήταν καλό να κάνει κάποιος. Λειτουργεί δηλαδή προτρεπτικά. Κι η τήρηση του νόμου δεν είναι θέμα προτροπής. Είναι θέμα συνείδησης.
Όμως και οι τιμές προς όλους αυτούς «που επινοούν κάτι χρήσιμο για την πόλη» κρίνονται από τον Αριστοτέλη επικίνδυνες. Από θέση αρχής, κρύβουν κάτι λαϊκιστικό μέσα τους: «είναι μόνο ευχάριστο να ακούει κανείς κάτι τέτοιο». Η συνείδηση της αναγκαιότητας του νόμου δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνείδηση της συλλογικότητας, δηλαδή της αδιαπραγμάτευτης προτεραιότητας του ομαδικού, αφού μόνο μέσα του ολοκληρώνεται η ατομικότητα. Με άλλα λόγια, απ’ όποια σκοπιά και να το δει κανείς, είτε τη συλλογική είτε την ατομική, αυτό που προέχει είναι διαφύλαξη της κοινωνίας. Ακόμη και η πιο στείρα εγωιστική εκδοχή οφείλει να γνωρίζει ότι το εγώ δεν υφίσταται χωρίς τους άλλους. Υπό αυτή την έννοια, ο εγωισμός που εκδηλώνεται σε βάρος του συνόλου και που κλονίζει την κοινωνική συνοχή, είναι ο εγωισμός που στρέφεται ενάντια στον εαυτό του. Ο υγιής εγωισμός είναι αυτός που προβάλλει την ατομικότητα μέσα στο πλαίσιο του συνόλου. Είναι δηλαδή η φιλοδοξία της υπεροχής που εκδηλώνεται θετικά προς τους άλλους. Και υπερέχει κανείς από τους άλλους, όταν μπορεί να πετύχει αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν. Γι’ αυτό ο εγωιστής οφείλει να είναι πρωτίστως ευεργετικός. Γιατί εισπράττει συναισθηματικά την αναγνώριση της υπεροχής του, ικανοποιεί δηλαδή τον εγωισμό του (ενδεχομένως να έχει και κάποιες υλικές απολαβές) χωρίς όμως να προσπαθεί να αρπάξει από τους άλλους αυτό που δεν αξίζει. Ο γνήσιος εγωιστής δεν ανέχεται τις χάρες. Γιατί ο εγωισμός πηγαίνει με την περηφάνια.
Το ξεχείλωμα των νόμων προκειμένου να προωθούνται συγκεκριμένα συμφέροντα (ή, πολύ περισσότερο, η θέσπιση άδικων νόμων για τους ίδιους λόγους) δεν προδίδει μόνο μια κοινωνία αρπακτικών, αλλά, πρωτίστως, μια κοινωνία ηλιθίων. (Ερωτήσεις όπως “σε ποια κοινωνία ο νόμος διασφάλισε την ιδανική συνύπαρξη” και “πότε η εφαρμογή του νόμου εξάλειψε την αδικία” κλπ, καλύτερα να αποφευχθούν γιατί μάλλον θα οδηγήσουν σε δυσάρεστα αδιέξοδα. Το σίγουρο είναι ότι μόνο σε κοινωνίες ηλιθίων, η ηλιθιότητα αποτελεί κοινωνικό πρότυπο). Όμως ο Αριστοτέλης δεν αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε μια κατάσταση ιδανικής θέσπισης και εφαρμογής των νόμων. Δηλαδή σε μια κατάσταση συνειδητοποιημένων πολιτών. Γι’ αυτό ο νόμος δε χρειάζεται να επιβραβεύει όλους αυτούς που πρόσφεραν κάτι ιδιαιτέρως χρήσιμο στην πόλη. Γιατί η πόλη είναι η προέκταση του εαυτού τους. Και βέβαια, ο Αριστοτέλης δεν επικροτεί μια κοινωνία απάθειας ή αγνωμοσύνης. Η προσφορά του καθενός οφείλει να αναγνωρίζεται. Όμως η αναγνώριση και ο κοινωνικός σεβασμός ως ένδειξη παραδοχής της προσφοράς κάποιου δεν έχει να κάνει με το νόμο. Έχει να κάνει με τις πεποιθήσεις και τις αξίες των ανθρώπων. Ο καθένας μπορεί να τιμά και να επικρίνει όποιον θέλει.
Όμως, η αδιαπραγμάτευτη σημασία του νόμου για την ύπαρξη της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει και στο αδιαπραγμάτευτο της ισχύος που πρέπει να έχει. Η ισχύς του νόμου, που οφείλει να είναι απαράβατος, δεν εξασφαλίζεται μόνο με την αντίληψη της ισονομίας ή της σωστής εφαρμογής του κλπ, αλλά (κυρίως) με τον ίδιο το σεβασμό που προκαλεί στους πολίτες. Κι εδώ δε μιλάμε για το σεβασμό που επιτυγχάνεται δια του φόβου. Εδώ μιλάμε για το σεβασμό που εμπνέει η εμπιστοσύνη της νηφάλιας κρίσης ως μέσο επίλυσης όλων των διαφορών. Και καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό απ’ το να εξελίσσονται και οι νόμοι που την καθορίζουν. Οι παρωχημένοι νόμοι δεν είναι παρά η οπισθοδρόμηση που αδυνατεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Η μετατροπή του νόμου σε τροχοπέδη των εξελίξεων είναι η αρχή της απαξίωσής του. Είναι η στιγμή που ο νομοθέτης δεν εθίζει σωστά τους πολίτες και γι’ αυτό αποτυγχάνει: «Όσον αφορά λοιπόν τις άλλες επιστήμες, η μεταβολή αποδείχθηκε επωφελής. Αυτό ισχύει π. χ. για την Ιατρική, όταν ήρθε σε ρήξη με την παράδοσή της, για τη Γυμναστική και για όλες γενικά τις τέχνες και δεξιότητες, και προφανώς πρέπει να ισχύει το ίδιο και για την Πολιτική, αφού και αυτή πρέπει να καταταχθεί σ’ αυτές. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι απόδειξη περί αυτού αποτελούν τα ίδια τα γεγονότα... Είναι πιθανόν οι πρώτοι άνθρωποι, είτε γεννήθηκαν από τη γη είτε διασώθηκαν από κάποια καταστροφή, να ήταν όμοιοι με τους σημερινούς τυχαίους και ανόητους, όπως λέγεται και για τους ανθρώπους που γεννήθηκαν από τη γη. Γι’ αυτό είναι παράλογο να μένουμε προσκολλημένοι στις αντιλήψεις τους». (σελ. 415 – 417).
Ξεκαθαρίζοντας ότι ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται συλλήβδην κατά της παράδοσης, καθίσταται σαφές ότι προσπαθεί να καταδείξει με νηφαλιότητα τη σημασία της διαχείρισης των νόμων. Και η προσκόλληση στο παρελθόν, που κατά βάση εξιδανικεύεται, δεν αποτελεί νηφάλια προσέγγιση. Η αντίληψη της άκαμπτης νομοθεσίας δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να οδηγήσει το νόμο σε σύγκρουση με τις κοινωνικές ανάγκες. Ο νόμος οφείλει να βρίσκεται σε διαρκή διαλεκτική σχέση με την κοινωνία. Πρέπει να την καθορίζει και ταυτόχρονα να καθορίζεται από αυτή. Πρέπει να διαισθάνεται τις ανάγκες της προτού εκείνες τον ξεπεράσουν. Κι αυτή είναι η έννοια του νόμου που υπηρετεί την κοινωνία. Αλίμονο αν ο νόμος από υπηρέτης γίνει τύραννος. Θα βρεθεί μπροστά στην πιο κραυγαλέα αποτυχία.
Από την άλλη όμως, όσο κι αν είναι δεδομένη η ανάγκη της προσαρμογής του νόμου στα εκάστοτε νέα δεδομένα, το ζήτημα των νομοθετικών αλλαγών δεν είναι καθόλου αυτονόητο: «Όταν όμως δούμε τα πράγματα από άλλη σκοπιά, θα φανεί ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή. Διότι, όταν η βελτίωση είναι ασήμαντη, και βεβαίως ο εθισμός στην εύκολη κατάργηση των νόμων κακός, είναι φανερό ότι πρέπει να ανεχόμαστε μερικές αδυναμίες των νόμων και των αρχόντων. Διότι το όφελος εκείνου που θα επιφέρει την αλλαγή θα είναι μικρότερο από τη βλάβη που θα του προξενήσει ο εθισμός στην απείθεια έναντι των αρχόντων. Άστοχη είναι και η παραβολή της πολιτικής με τις τέχνες. Διότι η μεταβολή στις τέχνες και η αλλαγή των νόμων είναι πράγματα διαφορετικά. Διότι η υπακοή στο νόμο θεμελιώνεται αποκλειστικά με τη δύναμη της συνήθειας……. Γι’ αυτό η ευκολία στη μεταβολή από τους υπάρχοντες νόμους σε άλλους καινούργιους είναι δυνατό να εξασθενήσει τη δύναμη του νόμου». (σελ. 417 – 419).
Η ισχύς του νόμου εξασφαλίζεται από την εμπιστοσύνη των πολιτών και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος για την εμπιστοσύνη από τη σταθερότητα. Ο νόμος οφείλει να αλλάζει προσαρμοζόμενος στις αλλαγές της κοινωνίας. Όμως οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές που χρήζουν νομοθετικής μεταρρύθμισης γίνονται αργά και σταθερά. Ο νόμος, που παρακολουθεί τις εξελίξεις, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το ν’ αλλάζει με τους ίδιους ρυθμούς. Όσο κι αν λέμε ότι στη σύγχρονη εποχή η κοινωνία αλλάζει ραγδαία, είναι αδύνατο να δικαιολογηθούν τόσες νομοθετικές αλλαγές. (Το παράδειγμα της παιδείας είναι πολύ χαρακτηριστικό. Τι το απρόβλεπτο έχει γίνει στην εκπαίδευση και αλλάζει το πλαίσιο χρονιά παρά χρονιά; Πώς μπορούν να δικαιολογηθούν οι ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων;) Οι διαρκείς νομοθετικές αλλαγές, πέρα από τη σύγχυση που προκαλούν, προσβάλλουν θανάσιμα και το κύρος του νόμου. Γιατί γεννούν την καχυποψία. Γιατί, αυτό που μένει, είναι ή η ανικανότητα του νομοθέτη να θεσπίσει ένα νόμο που θα διευθετήσει την κατάσταση ή – ακόμα χειρότερα – η υποψία των συμφεροντολογικών μαγειρεμάτων που διαρκώς αναπροσαρμόζονται. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν στην απαξίωση του νόμου. Είναι μοιραίο, η νομοθεσία που αλλάζει διαρκώς να απαξιώνεται. Γιατί αυτοαναιρείται. Κι αυτή είναι η απαρχή της δυσαρέσκειας. Όμως όταν ο νόμος χάσει τη δυναμική του στην κοινωνία, μετά ο καθείς νιώθει δικαίωση καταπατώντας τον με την πρώτη ευκαιρία. Κι αυτός είναι ο ορισμός της νομοθετικής αποτυχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου