Οι νατουραλιστικές επιρροές σε μια ηθογραφία: Όταν ο
Ανδρέας Καρκαβίτσας «συνάντησε» τον Ζητιάνο μπορεί ο αρχικός του στόχος για μια
πιστή αναπαράσταση της ζωής της ελληνικής υπαίθρου σύμφωνα με τις επιταγές της
ηθογραφίας να εκπληρώθηκε. Όμως οι μελετητές διέκριναν στη νουβέλα δυο ακόμη
διαφορετικές κατηγορίες, τον νατουραλισμό που διέπει όλο το έργο καθώς και την
καυστικότητα με την οποία κρίνει τα κακώς κείμενα της εποχής του. Τα επιμέρους
χαρακτηριστικά που αφορούν τα εκφραστικά μέσα, η αφηγηματική αναδρομή καθώς και
η γλαφυρότητα με την οποία σχηματίζει τις αδρές περιγραφές του φυσικού κόσμου,
θα αποτελέσουν τους επιπλέον προβληματισμούς μας πάνω στο σπουδαιότερο και όμως
τόσο αμφιλεγόμενο έργο του Ήλειου συγγραφέα.
Ο νατουραλιστικός κόσμος
του Ζητιάνου: Ο νατουραλισμός, το λογοτεχνικό κίνημα του τέλους του
19ου αιώνα γεννήθηκε από το συνδυασμό της ρεαλιστικής παράδοσης και των
επιστημονικών νεωτερισμών. Η δρομολόγηση μιας Ευρώπης δυο ταχυτήτων όπου το
χάσμα ανάμεσα στην αστική τάξη η οποία συσσωρεύει προκλητικό πλούτο και την
εργατική τάξη η οποία ωθείται στην έσχατη ένδεια διευρύνεται επικίνδυνα.
Παράλληλα η εντυπωσιακή πρόοδος των εργασιών των Darwin και Taine προωθούν
αποφασιστικά τη βιολογία και την ιατρική, δυο επιστήμες που αφορούν άμεσα τον
άνθρωπο. Ο νατουραλισμός λοιπόν αναλαμβάνει να φέρει τη λογοτεχνία σε επαφή με
τη νέα αυτή κοινωνική και επιστημονική πραγματικότητα.
Στην Ελλάδα μεταξύ λίγων [1] ο Ανδρέας Καρκαβίτσας
επηρεασμένος από τη σφοδρότητα του ύφους του Ζοlα και των Ρώσων συγγραφέων
δημιουργεί τον Ζητιάνο ένα ζοφερό πίνακα της ελληνικής πραγματικότητα του καιρού
του όπου το κακό όχι μόνο μένει ατιμώρητο, μα και θριαμβεύει. Η δράση
τοποθετείται σε ένα τυπικό χωριό της Θεσσαλίας. Ο συγγραφέας παρατηρεί
αποστασιοποιημένος τα περιστατικά που ξεδιπλώνονται μπροστά του, (ξυλοδαρμός του
ζητιάνου από τον τελωνοφύλακα) διατυπώνει μια υπόθεση για τα αίτια του, («ο
Βαλάχας περισσότερο δεν εχώνευε τους ζητιάνους […]
Γυρίζει τα σπίτια και απλώνει το χέρι σε κάθε διαβάτη») και
πειραματίζεται με τις συνθήκες που προκαλούν στους χαρακτήρες του τη
συγκεκριμένη παθολογική συμπεριφορά ώστε να επαληθεύσει την αρχική του υπόθεση
(«και ο τελωνοφύλακας εξακολούθησε το νευρικό του περπάτημα […] Τι θες μωρέ
ψυχοβγάλτη […] Στην τόσην επιμονήν του ζητιάνου έχασε την υπομονήν του.»)
Ταυτίζοντας την τέχνη του με την επιστήμη του ως ιατρού δίνει
έμφαση στην κλινική μέθοδο και μελετά την ηθική συμπεριφορά των προσώπων για να
δείξει ότι είναι δέσμια εξωτερικών δυνάμεων («Η κόρη με το πρώτο ψέλλισμα των
ονομάτων της οικογένειας έμαθε να ψελλίζει και του αντρός της το όνομα […] και
τόσον είχε τα αισθήματα συγχυσμένα μέσα της, ώστε δεν ημπορούσε να διακρίνη αν
εζητούσε τούτο για να αποχτήση τον άπιστον εραστήν η για να τιμωρήση μισητήν
αντίζηλο.») Αυτή ακριβώς η ντετερμινιστική θεώρηση στάθηκε η αιτία για ένα
πλήθος αρνητικών κρίσεων [2].
Είναι οφθαλμοφανές ότι οι ήρωες του έργου παρουσιάζονται ως
όντα στερημένα από ευγενικές η θείες καταβολές τα οποία υπό την επήρεια των
ενστίκτων τους εκφυλίζονται στην αρχική κατάσταση του κτήνους, «Την άλλην όμως
ημέρα έκλαψε κι επενθοφόρεσεν. Αλλά συγχρόνως άρχισε να λογαριάζη κατά πόσο θ’
αύξεναν τα εισοδήματα του έπειτα από οχτώ δέκα χρόνια, όταν άρχιζε να ενοικιάζη
και τα δυο νέα του παραλλάγματα».
Σε πολλά σημεία του έργου, ταυτίζονται οι καταστροφικές
συνέπειες της κληρονομικότητας [3]. Ο Τζιριτόκωστας είναι ο διάδοχος της
οικογενειακής παράδοσης στο «ένδοξο» επάγγελμα της επαιτείας, γεννήθηκε
κι ανατράφηκε γι’ αυτό το σκοπό. («Ο Τζιριτόγιωργας εκοίταζεν αφαιρεμένος ένα
μετ’ άλλο τα κρεμασμένα τρόπαια και ο σεβασμός επλημμύριζε την καρδιά
του.[…]
Πόσα υπόφεραν οι δύστυχοι για να φέρουν εκεί που έφεραν την
οικογένεια τους»). Κυρίως όμως οι γυναίκες, θύματα προλήψεων και δεισιδαιμονιών
κουτοπόνηρες κι ευκολόπιστες ασφυκτιούν μπρος στην προκαθορισμένη μοίρα που τις
κληροδότησε η μητέρα τους και θέλουν να δώσουν τέλος σ’ αυτή την κληρονομική
διαδοχή του κακού. «Θέλω σερνικό παιδί. Μπορείς να μου δώσεις σερνικό παιδί;
»
Επιπλέον το κείμενο παρουσιάζει ένα πλήθος από εικόνες και
λέξεις του ζωικού βασιλείου επιβεβαιώνοντας τη ρηξικέλευθη θέση του
νατουραλισμού ότι τα είδη των ζώων από όπου κατάγεται ο άνθρωπος εξελίσσονται
σύμφωνα με μια διαδικασία φυσικής επιλογής, κατά την οποία επικρατούν τα
δυνατότερα. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της επιβολής του ισχυρού στον
ανίσχυρο αποτελεί ο αποτρόπαιος φόνος των ανυπεράσπιστων βρεφών από τον ίδιο
τους τον πατέρα.
Είναι εμφανές ότι ο Τζιριτόκωστας είναι η κυρίαρχη μορφή του
έργου. Εξαπατά τους χωριάτες και τους αποσπά χρήματα ορμώμενος όχι από την πάλη
για την επιβίωση αλλά από την ανήθικη συνήθεια της κερδοσκοπίας. Οδηγεί τον
ανυποψίαστο τελωνοφύλακα στα όρια της υπομονής με απώτερο σκοπό το περιστατικό
του ξυλοδαρμού. Και παρότι εμφανίζεται μπρος στα μάτια των Καραγκούνηδων ως
ανυπεράσπιστο θύμα, στην πραγματικότητα είναι αυτός η ψυχογραφική δύναμη, ένας
ανώτερος ανθρώπινος μηχανισμός που η ζωή του δίδαξε πώς να παρατηρεί και να
ελέγχει τις ανθρώπινες αδυναμίες. («Ο ζητιάνος από μακρινή σπουδή των ανθρώπων
είχεν αποχτήση και αυτά τα φιλοσοφικά
πορίσματα»).
Κάτω από τις επιδράσεις των αρχών του νατουραλισμού ο
Καρκαβίτσας προχωρεί «εις την αντιγραφήν της φυσικής ζωής των ενστίκτων της ζωής
της άξεστου φθάνει σχεδόν τον Ζολά με τόσην ευκολίαν χρωματίζει τας εικόνας
του.» [4] Κι αληθινά με τη χρήση ενός πλούσιου λεξιλογίου στη θεσσαλική διάλεκτο
ο συγγραφέας μας φέρνει πλησιέστερα στον κόσμο που αναπαριστά. Φαίνεται λοιπόν
πως δεν αρνείται στους ανθρώπους του λαού να μιλήσουν στη γλώσσα τους μόνο που
τη δυνατότητα αυτή την περιορίζει στους διαλόγου
Ο ίδιος δεν έχει λόγο να ταυτιστεί με τα πρόσωπα του [5] αλλά
θέτει ανάμεσα τους μια απόσταση που επιβάλει η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο και ο
νατουραλισμό Μ’ αυτό το τρόπο το έργο αποκτά μια φωτογραφική και φωνογραφική
πιστότητα, [6] άκρως αποδοτική για το σύνολο της έκφραση Ο Πέτρος Χάρης θεώρησε
ότι «η περιγραφή του δε θέλει πολύ για να πάρει τη θέση εξωτερικού και
διακοσμητικού στοιχείου με συνέπεια το έργο να φαίνεται ρηχό, ηθογραφικό και
κατώτερο.» [7] Ποιος όμως θα μπορούσε να κατηγορήσει έναν καταγραφέα της
πραγματικότητας, ο οποίος ερμήνευε τα κοινωνικά φαινόμενα χωρίς μάλιστα να
υπολείπεται σε αφηγηματική ευχέρεια, επινοητική φαντασία και κυρίως συνείδηση
του ύφους; («και κάτω από την εντύπωση αυτή συμμαζωμένος, με κομμένη αναπνοή
ούτε να γυρίσει πλέον στον παραγιό τα μάτια, ούτε να κινηθεί από τη θέση του
ετολμούσε») [8].
Παρόλα αυτά πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο Καρκαβίτσας
αναπαριστά τον κόσμο όπως ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται, δηλαδή από τη σκοτεινή του
πλευρά. Η ιδιοσυγκρασία και η ψυχοσύνθεση του καθορίζουν την οπτική γωνία από
την οποία βλέπει την εξωτερική πραγματικότητα. Μια τέτοια παραδοχή υπονομεύει
συνεπώς τη νατουραλιστική αρχή ότι ο συγγραφέας όπως ο επιστήμονας παρατηρεί κι
αναλύει τα θέματα του με ψυχρότητα κι αφήνει περιθώρια στη δράση της
φαντασίας.
Η ανατομία της κοινωνίας
σε μια ηθογραφία: Η εμφάνιση της ηθογραφίας στη νεοελληνική λογοτεχνία
σχετίζεται με τις ευρύτερες εξελίξεις στον πνευματικό χώρο. Η εμφάνιση του
ρεαλισμού και του νατουραλισμού και η εξέλιξη της λαογραφίας στην Ελλάδα είναι
οι σημαντικότεροι παράγοντες στους οποίους οφείλεται η στροφή της λογοτεχνίας
στην ελληνική καθημερινή ζωή. Επιπλέον η μετάφραση του προλόγου της Νανάς από
τον Ι. Καμπούρογλου και η προκήρυξη διαγωνισμού συγγραφής διηγήματος από το
περιοδικό Νέα Εστία με θέμα ελληνικό εγκαινίασε την καλλιέργεια του ηθογραφικού
είδους.
Οι περιηγήσεις του Καρκαβίτσα (ράβαρα οδοιπορικαί σημειώσεις)
[9], αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την συγγραφή του Ζητιάνου. Ωστόσο υπό αυτή την
άποψη το έργο δεν είναι ηθογραφικό αφού δεν καθησυχάζει τον αναγνώστη και δεν
τονώνει την «προς τα πάτρια αγάπη δείχνοντας τα ευγενή ήθη του λαού και την
ένδοξη καταγωγή του.» [10] O βαθύς στοχασμός η ψυχογραφική δύναμη του Καρκαβίτσα
και η ικανότητα του να σπουδάζει ανθρώπινους τύπους, είναι στοιχεία που
ξεπερνούν την ηθογραφία. Συχνά μέσα στο κείμενο παρακολουθούμε την ερμηνεία των
κοινωνικών και ψυχικών φαινομένων των ηρώων. («Αν και η καρδιά του Καραγκούνη
δεν είναι μαλακώτερη από την πέτρα […] αν δεν ήταν ο κουτόκοσμος οι ζητιάνοι θα
εψοφούσαν της πείνας μέσα στα ξεροβούνια της πατρίδας»)
Βέβαια ο Ζητιάνος δεν ανήκει στην κατηγορία των
ωραιοποιημένων ειδυλλιακών έργων όπως την προπαγάνδισε η Εστία [11] αλλά
διατηρεί αποκλειστικά τη σχέση του με τη λαογραφία μέσα από την απεικόνιση των
ηθών και εθίμων. («Οι Καραγκούνηδες δεν άλλαζαν εύκολα τα φορέματα τους παρά
τέσσερες – πέντε φόρες το χρόνο»). Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι
ο Ζητιάνος χαρακτηρίζεται ως ηθογραφικό έργο «όχι γιατί έγραψε για μια γκλίτσα
ολίγη γιαούρτη καρδάρας μιαν βλαχοκάλτσαν κι ένα ζευγάρι τσαρούχια, αλλά γιατί η
σχέση του με τη λαογραφία και τα προβλήματα της είναι συνειδητή και πολύπλευρη»
[12].
Ο Καρκαβίτσας επιλέγει την πιο καθυστερημένη επαρχία που
μόλις είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους και μας δείχνει την αθλιότητα του.
Για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού επιστρατεύει λαϊκές παροιμιώδης εκφράσεις
και παραδοσιακά τραγούδια. («Θεός σχωρέσ’ τη μάνα σου δως μου λιγάκι αλεύρι […]
εκείνος που ελεεί φτωχό δανείζει το Θεό»).
Κυρίαρχη παρουσία στο κείμενο κατέχουν οι αναφορές σε
εξώκοσμα πλάσματα «στοιχειά», «νεράιδες» και «βρικόλακες» Ο συγγραφέας σατιρίζει
τη δεισιδαιμονία των Καραγκούνηδων που τους ωθεί στο αποτρόπαιο μέσο
καταπολέμησης του κακού τη μαγεία. Βλέπουμε δηλαδή την ηθογραφία να δίνει
ιδιαίτερη έμφαση στις προλήψεις με συνέπεια τη δημιουργία ανθρώπινων τύπων που
έχουν τη μαγεία ως ιδιότητα που τους ξεχωρίζει από τον ευφυή ζητιάνο. «Ο
Τζιριτόκωστας γνώριζε πολύ καλά τη μαγική επιρροή που έχουν στις γυναίκες τα
μυστήρια και τα σύμβολα», «Ο Ζητιάνος όμως ούτε τα μάγια του επίστευε αλλ’ ούτε και το
βρικολάκιασμα του παραγιού του. Ποτέ τέτοιες προλήψεις δεν εκόλλησαν στο θετικό
του πνεύμα.»
Παρατηρούμε ότι η
ηθογραφία έστρεφε την προσοχή της στο Κακό. (Φόνισσα-Παπαδιαμάντης, Η
ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα-Θεοτόκης). Όμως η πλεονάζουσα κακία, δηλαδή η
έντονη καταγγελία της ζωής του χωριού παρότι επέσυρε συχνά την περιφρόνηση και
αρνητικά σχόλια, προώθησε την πεζογραφία σε νέα μονοπάτια σε μια εποχή όπου η
τέχνη εθεωρείτο πως όφειλε να είναι στρατευμένη. Ο Καρκαβίτσας όμως ξεπερνά πολύ
γρήγορα την επιφάνεια των πραγμάτων και διεισδύει σε επίπεδα κοινωνικής κριτικής
και πολιτικοϊδεολογικών οραματισμών περνώντας πίσω από τα φαινόμενα της ήσυχης
και ανούσιας ζωής των ‘άψυχων’. Τρία ζητήματα είχε να αντιπαλέψει «την θρησκεία
την δεισιδαιμονία και την αγυρτεία».
Κι αν το θέμα της πίστης καταλήγει αλώβητο πέρα από τη
διακωμώδηση του ιερέα, («Επήγεν ο Παπαρίζος σαν σεβαστός να του πιάσει το
χέρι[…] του επέταξε δέκα οργυιές μακράν τη σκούφια και άφησεν άπλεχτα στον άνεμο
τα ψαρά μαλλιά του») τα υπόλοιπα δυο περικλείουν την ουσία του περιεχομένου του
έργου. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα τρία από τα πέντε κεφάλαια της
σφιχτοπλεγμένης ιστορίας, φέρουν τίτλους που παραπέμπουν στα ζητήματα της
δεισιδαιμονίας και της αγυρτείας («τα μυστήρια της ζητιανιάς», «τα βότανα», «ο
βρικόλακας») Ο συγγραφέας συνδέει τη βασκανία και τη μαγεία, θέματα που
απασχόλησαν ευρύτερα τους πεζογράφους της εποχής[13] με την καλλιεργημένη
αντίληψη η σωστότερα διαπιστωμένη ανάγκη για την απόκτηση αγοριών που θα
στήριζαν οικογένειες [14] («Ν’ αποχτήση στειλιάρι δεύτερο, έτοιμο να πάρη τη
θέση του πατέρα του σε κάθε κακοτυχία […] Αλοίμονον από την οικογένεια που της
λείπει ο άντρας»).
Ο Ζητιάνος εκτυλίσσεται σε μια κοινωνία μεταβατική και
αντιμέτωπη με τις αστικές κι εκσυγχρονιστικές τάσει Ο Καρκαβίτσας λαχταρούσε για
ανθρωπισμό και κοσμοπολιτισμό χωρίς να παραιτείται από την προσδοκία της εθνικής
αποκατάστασης [15]. Την περίοδο της ίδρυσης του νεοσύστατου κράτους στο Ζητιάνο
αναδεικνύονται οι προοδευτικές για την εποχή του θέσεις, («Τώρα το λέγουν
Ελλάδα. Έχουμε Σύνταγμα! […] Είναι αλήθεια πως η κυβέρνησις υποστηρίζει τον
μπέη»).
Επιπρόσθετα γίνεται αντιληπτή η θέση του συγγραφέα ότι σε μια
αναπτυγμένη κοινωνία ο επιτήδειος Κραβαρίτης [16] δε θα είχε θέση. «Σύγκρινε την
άδολη και αρχοντική φιλοξενία του τόπου του τον γελαστόν και ανοιχτόκαρδον
χαρακτήρα των συμπατριωτών του με τον αφιλόξενο και φοβισμένον πάντοτε χαρακτήρα
των Καραγκούνηδων». Σημαντικότερο όλων ωστόσο είναι ότι ο συγγραφέας καταλογίζει
στους ίδιους τους αγρότες ένα μέρος της ευθύνης για το αδιέξοδο της κοινωνίας
του («Φαγωθήτε ζωντόβολα! […] Δεν σας φτάνει η δυστυχία της ζωής θέλτε να την
μεγαλώνετε και με τα πάθη σας!»)
Η αναδρομική
αφήγηση: Ο Θ. Παπαθανασόπουλος υποστήριξε με θέρμη ότι «ο Καρκαβίτσας
στο Ζητιάνο είναι ένας βιαστικός εργάτης στη διατύπωση των υποθέσεων κι
επεισοδίων που είναι πάντα χαλαρά και άτονα» [17]. Η αναδρομική αφήγηση στα μέσα
του κειμένου έρχεται για να καταρρίψει αυτή την άδικη για τον Ήλειο λογοτέχνη
κρίση. Η χρονική μετατόπιση της αφήγησης προς το παρελθόν μας μεταφέρει σε
προγενέστερες στιγμές, στην πατρίδα του Τζιριτόκωστα τα Κράβαρα, προκειμένου να
φωτιστούν γεγονότα και καταστάσεις του παρόντος. Πληροφορούμαστε ότι ο ήρωας
έγινε κοινωνός μιας μακραίωνης παράδοσης την οποία δε δικαιούταν ν’ αρνηθεί.
«Τα βλέπεις μωρές! Κοίταξε μην τα ντροπιάσεις! Εκείνα τα
καρφιά ως πέρα εσύ θα τα γιομίσεις». Βέβαια ο Τζιριτόκωστας δικαίωσε τους
προγόνους του αφού «γρήγορα αναδείχθηκε κι εθαυμάσθηκε». Η αναδρομή
αποδεικνύεται αναγκαία μιας κι έτσι επιτυγχάνεται η ψυχογράφηση του ήρωα, η
ανακάλυψη δηλαδή ότι για την ανήθικη ζωή του ευθύνεται ο πατέρας του, που τον
οδήγησε μικρό παιδί στην επαιτεία.
Ωστόσο ο Καρκαβίτσας δε θέλει να εγείρει την ευαισθησία μας
και να ξεχάσουμε τα σκιερά και αποκρουστικά μέρη του έργου. Γι’ αυτό το λόγο
ίσως δεν εξετάζει την επαιτεία ως κοινωνικό φαινόμενο που έχει κατ’ ανάγκην
οικονομικά αίτια. Κι αν ο ήρωας ζει φτωχικά σίγουρα δε ζει στην ανέχεια. «Η
επαιτεία είναι επάγγελμα που προσφέρει και την πλούσια ελεημοσύνη του άρχοντα
και το μονόλεφτο της χήρας». Άλλωστε ο ζητιάνος όπως υπογραμμίζει ο Απ. Σαχίνης
«είναι μια ενσυνείδητη δύναμη του κακού που γνωρίζει πως πράττει το κακό»
[18].
Όμως αυτό που επιτυγχάνει κυρίως η αναδρομική αφήγηση είναι η
διατήρηση του ωμού νατουραλιστικού ύφους. Το φλας μπακ διακόπτει το επεισόδιο
του ξυλοδαρμού του ζητιάνου. Ο ήρωας υπομένει στωικά το ποδοκύλισμα του
τελωνοφύλακα και ο αναγνώστης κινδυνεύει να εξαπατηθεί από τη θλιβερή εικόνα του
αιματοκυλισμένου ζητιάνου. Φροντίζοντας για την αρχιτεκτονική οικονομία του
κειμένου, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την παιδική ηλικία του Τζιριτόκωστα «στα ξερά
και άχαρα βουνά της πατρίδας του, τα Κράκουρα που θα ειπή καταραμένον σαν τη
μήτρα της Σάρρας». Αυτό λοιπόν που πρέπει να αποφευχθεί είναι ο οίκτος προς τον
ζητιάνο. Κατανοούμε τη φύση του αλλά δεν τη συμμεριζόμαστε. Εξάλλου, το τέλος
είναι προδιαγεγραμμένο και σε αυτό δεν επιτρέπονται συναισθηματισμοί.
Το αριστοτεχνικό ύφος του Καρκαβίτσα βασίζεται στη λεπτή
απόσταση ανάμεσα σε δυο άνισες πραγματικότητες, μια υποκειμενική και μια
αντικειμενική, ανάμεσα στον περιορισμένο τρόπο με τον όποιο βλέπουν οι
χαρακτήρες τον κόσμο και τη διαυγή όραση του αφηγητή που τους παρακολουθεί να
τον κοιτάζουν. «Ο Τζιριτόγιωργας εκοίταζεν αφαιρέμενος ένα με τ’ άλλο τα
κρεμασμένα τρόπαια και ο σεβασμός άμετρος επλυμμύριζε την καρδιά του και τα
στήθη του εβάρυναν σαν μυλόπετρα στην προγονικήν εκείνη δόξα.»
Το λεξιλόγιο και ο τόνος του πλάγιου λόγου, του επιτρέπουν να
κρίνει τη συμπεριφορά των χαρακτήρων χωρίς να χρειάζεται να τους σχολιάσει.
Είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο ο Καρκαβίτσας χειρίζεται τη λεπτομέρεια και
φορτίζει τα αντικείμενα με συμβολική αξία («Καθέν’ από εκείνα (τα μπαστούνια)
είχεν επάνω του ιστορίαν ίση και καλύτερη από το δόρυ του Αχιλλέα»), που του
επιτρέπουν να υποδηλώνει μια σειρά επιπρόσθετων νοημάτων, να δημιουργεί μια
‘εντύπωση’, να ολοκληρώνει μια ατμόσφαιρα και τελικά να καταδικάζει αθόρυβα την
ηθική στασιμότητα του ήρωα.
Ο καθοριστικός ρόλος της
φύσης
Η ζωγραφική του τόπου και
του χρόνου: Η φύση αποτελεί μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τον
συγγραφέα του Ζητιάνου. Τόσο η καταγωγή του όσο και οι νατουραλιστικές του
επιρροές ανέδειξαν τη φύση ως «την μεγαλειώδη δύναμη η οποία αντιστέκεται σε
οποιαδήποτε προσπάθεια του ανθρώπου να την υποτάξει»[19]. Στο κείμενο
ζωντανεύουν οι περιγραφές του φυσικού κόσμου της υπαίθρου που ηρεμούν τον
αναγνώστη και κατευνάζουν το οξύ καυστικό ύφος του συγγραφέα.
Η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται σε διάστημα τεσσάρων ημερών
[20] όσο ακριβώς χρειάζεται ο ήρωας για να εξαπατήσει τους Καραγκούνηδες. Η μέρα διαδέχεται
τη νύχτα και από το Νυχτερέμι ως τη Χαλκιδική όπου βρισκόταν ο τελωνοφύλακας το
ελληνικό τοπίο παίρνει χρώμα και φωνή («Τα ήμερα πουλιά της πεδιάδας, οι
πελαργοί και οι νυχτοκόρακες […] εκάθιζαν επάνω στα κλαδιά κι εζητούσαν σπόρους
θρεφτικούς […] να γεμίσουν τ’ άγρια δάση με κελαηδήματα και τα σπίτια των δούλων
με ολόχαρες φωνές»).
Είναι αξιοσημείωτο ότι σ’ αυτό το σημείο ο Καρκαβίτσας
ξεπερνά τα όρια του νατουραλισμού και της ηθογραφίας. Αυτό που είναι όμως
πραγματικά δυσάρεστο είναι ότι οι κριτικοί της εποχής είδαν μόνο ότι «αι λαικαί
προλήψεις χανδακώνουν το έργον της πραγματικής φιλολογικής δημιουργίας» [21]. Δε
διέκριναν την εξαίσια εικόνα της θεότητας Αυγής- όπως αυτή ζωντανεύει στο έργο
του Guido Reni – η οποία υποκινεί τις Ώρες που χορεύουν με το φαιδρό ρυθμό τους
γύρω από το άρμα του Απόλλωνα, θεού του ήλιου ενώ προπορεύεται ο Αυγερινός με το
δαυλό του. («Ο αυγερινός αχτινολουσμένος τρέμει εμπρός στην παρουσία του ήλιου,
[…]αναλαμπή αιματένια σημαδεύει την πρωτοπορία των Ωρών και γελά η Αυγή
κροκόπεπλη, ενώ των πύρινων αλόγων τα νύχια στίβουν τη στουρναρόπετρα και
ανεβαίνουν μέσα σε ποταμούς μεθυστικού σέλαος»)
Οι νόμοι του θεού και των
ανθρώπων: Το τελευταίο μέρος της νουβέλας έχει τον τίτλο Δικαιοσύνη. Ο
Καρκαβίτσας μέσα από μια μεταβατική διαδικασία παρουσίασε ένα πλήθος από
αντιήρωες, σκοτεινές φιγούρες της ελληνικής κοινωνίας, που καλούνται τώρα να
απολογηθούν είτε στη θεία είτε στην ανθρώπινη δικαιοσύνη. Καθένας από αυτούς
δέχεται την τιμωρία που του αναλογεί σύμφωνα με τους αρχέγονους νόμους της φύσης
ότι δηλαδή το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Η Κρουστάλλω και ο τελωνοφύλακας
τιμωρούνται από τη θεία δικαιοσύνη, ενώ οι υπόλοιποι χωριάτες τιμωρούνται από τη
δικαιοσύνη των ανθρώπων.
Ωστόσο όλοι πληρώνουν για τη δεισιδαιμονία και την
ανηθικότητα που στηλιτεύει ο συγγραφέας. Κάτι τέτοιο λογικά θα οδηγούσε στην
τιμωρία και τον ζητιάνο. Αυτό που τελικά πληρώνουν οι Καραγκούνηδες είναι η
έλλειψη της ελεύθερης βούλησης, της ικανότητας να ορίζουν τη ζωή τους και να
ρυθμίζουν ανάλογα τη συμπεριφορά του Όμως ο ζητιάνος η «ενσυνείδητη δύναμη του
κακού», ορίζει τη ζωή του και παρότι η φύση του κληροδότησε μόνο τις ασχήμιες
της αυτός την υπερνικά σαν «παντοδύναμος μάγος που συγκεντρώνει στα στιβαρά
χέρια του δυνάμεις της γης και στοιχειά του αιθέρος, άγνωστα στους πολλούς
θνητού Και ήταν ικανός ν’ αλλάξει όχι μόνον την τύχην αλλά και αυτή την φύση των
όντων».
Οι νόμοι της φύσης:
Ο Τζιριτόκωστας τελικά πετυχαίνει το σκοπό του. Εκμεταλλεύεται τους
Καραγκούνηδες, εξαπατά τους εκπρόσωπους της δικαιοσύνης κι αποχωρεί θριαμβευτής
για να συνεχίσει το έργο του. Το τέλος της αφήγησης τον δικαιώνει και τον οδηγεί
στην ελευθερία και τη λύτρωση. Αν ο άνθρωπος «δεν βρίσκει της υπάρξεως του τον
σκοπό» δε φταίει ο ίδιος αλλά το κοινωνικό αδιέξοδο. Η επιστροφή του στη φύση
μας οδηγεί στο συμπέρασμα ενός ακραίου αμοραλισμού.
Η ηθική έχει εκλείψει από την κοινωνία που αδυνατεί να
αντιμετωπίσει τα προβλήματα της μπροστά στις εκσυγχρονιστικές τάσεις. Συνεπώς η
λύση έγκειται στην επιστροφή σε μια αρχέγονη φυσική κατάσταση και τους
αντίστοιχους νόμους της φύσης, οι οποίοι είναι προτιμότεροι από τους κοινωνικούς
αφού δεν κάνει διακρίσεις. Είναι η Μητέρα Φύση που δεν προδίδει ποτέ τα παιδιά
της και μένει «ανεπηρέαστη, ίση δείχνοντας αγάπη και στου Κάιν τους καρπούς και
στα πρωτοτόκια του Άβελ[22].
Κατέβασε και διάβασε το έργο του Καρκαβίτσα Ο Ζητιάνος … και
σκέψου πόσο επίκαιρο είναι σήμερα !
—————————-
Σημειώσεις
Σημειώσεις
[1] Μεταξύ άλλων οι Αλ. Παπαδιαμάντης, Κ. Θεοτόκης, Κ.
Χατζόπουλος, Ι. Κονδυλάκης.
[2] « Ο Καρκαβίτσας παραλείπει να μας δείξει από πού βγαίνει
αυτή η ζωή ποιες συνθήκες αναγκάζουνε τον άνθρωπο να καταντήσει στο έσχατο αυτό
σημείο του ξευτελισμού και της αθλιότητας (…) αντί να μας συγκινήσει μας κινάει
το γέλιο η μας αφήνει αδιάφορους» Κ. Παρορίτης «Ανδρέας Καρκαβίτσας», στο Π.Δ
Μαστροδημήτρης, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Καρδαμίτσας, 1980, 56.
[3] Θέμα που εντοπίζεται και σε άλλα νατουραλιστικά έργα
ελληνικά (Φόνισσα) αλλά και ευρωπαϊκά (Το ανθρώπινο κτήνος).
[4] Κ. Παρρέν, «Ο Ζητιάνος», στο Π.Δ Μαστροδημήτρης, ό.π.,
51.
[5] M. Vitti, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας,
Κέδρος, 1980, 87.
[6] Ε. Σταυροπούλου, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», στο Η παλαιότερη
πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Η, 1880-
1900, Σοκόλης, 1997, 192.
[7] Π. Χάρης, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», Νέα Εστία, τομ.128,
τεύχος 1517, ¨αφιέρωμα στον Ανδρέα Καρκαβίτσα¨, Σεπτέμβριος 1990, 1250.
[8] Με τη χρήση του κλιμακωτού ο Καρκαβίτσας τοποθετεί στο
τέλος τις πιο ισχυρές κι έντονες ιδέες για τη διατήρηση του ενδιαφέροντος και τη
δημιουργία της πιο εξαιρετικής τελικής εντύπωσης
[9] Α. Καρκαβίτσας, «Κράβαρα οδοιπορικαί σημειώσεις», Εστία,
1890, στο Θ. Παπαθανασόπουλος, «Ο αληθινός ¨Ζητιάνος¨ του Καρκαβίτσα», Νέα
Εστία, ό.π., 1230.
[10] «Δελτίον της Εστίας», αριθ.333, Μάιος, 1883, στο Π. Δ.
Μαστροδημήτρης, ό.π. 270.
[11] Ε. Πολίτου- Μαρμαρινού, «Ηθογραφία», Πάπυρος Λαρούς
Μπριτάνικα, τ. 26, Αθήνα, 1987, 220.
[12] Ε. Πολίτου Μαρμαρινού, ό.π., 189.
[13] Φόνισσα- Αλ. Παπαδιαμάντης, Το βοτάνι της αγάπης- Γ.
Δροσίνης.
[14] Ε. Μπαλούμης, Ανδρέας Καρκαβίτσας Ο ανατόμος της λαϊκής
κοινότητας, Eλληνικά Γράμματα, 1999, 146.
[15] M. Vitti, ό.π., 195.
[16] Οι λέξεις « Κράβαρα» και «Κραβαριτισμός» έγιναν όροι και
πολιτογραφήθηκαν στα λεξικά. Στο επίτομο ορθογραφικό ερμηνευτικό λεξικό
Δημητράκου δίδεται η εξής ερμηνεία στη λέξη «Κραβαρίτης»: «επαίτης καταστάς
ανάπηρος υπό των γονέων αυτού, ίνα προκαλεί τον οίκτον, ψευδολόγος, αγύρτη», βλ.
Θ. Παπαθανασόπουλος, «Ο αληθινός Ζητιάνος του Καρκαβίτσα», στο Νέα Εστία, ό.π.
1232.
[17] Στο ίδιο, 1231.
[18] Α. Σαχίνης, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον
της Εστίας, Αθήνα, 1997, 175
[19] Α. Αναστασιάδου, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία
(19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2000, 142.
[20] Ο Τζιριτόκωστας φτάνει στο Νυχτερέμι Κυριακή απόγευμα
και το έργο ολοκληρώνεται την Πέμπτη.
[21] Γ. Βώκος, «Φύλλα της Κυριακής», Ακρόπολις, αρ. φύλλου
5651, 30.11.1897, στο Π. Δ. Μαστροδημήτρης, ό.π. 54.
[22] Πρόκειται για την ιστορία του Κάιν και του Άβελ, των
γιων του Αδάμ και της Εύας.
—————————-
Βιβλιογραφία
—————————-
Βιβλιογραφία
Αναστασιάδου Α., κ.ά., 2000, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική
Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα.
Μαστροδημήτρης Π. Δ., 1980, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα,
Καρδαμίτσας Αθήνα.
Μπαλούμης Επ., 1999, Ανδρέας Καρκαβίτσας ο ανατόμος της
λαϊκής κοινότητας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Παπαθανασόπουλος Θ., 1990, «Ο αληθινός Ζητιάνος του
Καρκαβίτσα», Νέα Εστία, τομ. 128, τεύχος 1517, (Σεπτέμβριος), Αθήνα.
Σαχίνης Απ., 1997, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Bιβλιοπωλείον
της Εστίας, Αθήνα.
Σταυροπούλου Ερ., 1997, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η παλαιότερη
πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Η,
Σοκόλης, Αθήνα.
Χάρης Π., 1990, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», Νέα Εστία, τομ. 128,
τεύχος 1517, (Σεπτέμβριος), Αθήνα.
Gombrich E. H., 1994, To χρονικό της τέχνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
Vitti M., 1980, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής
ηθογραφίας, Κέδρος, Αθήνα.
——————————–
——————————–
Ο Ζητιάνος
(απόσπασμα)
…Ἐνῷ τὰ παιδιὰ ἔτσι ἐγυμνάζονταν γιὰ νὰ πατήσουν τὰ
φιλάνθρωπα αἰσθήματα τῶν συνόμοιών τους ἀργότερα, ἕνας ἀπὸ τοὺς γερόντους,
παιγνιδιάρης ξακουσμένος καὶ γλυκόφωνος, ὀρθοκρατώντας τρίχορδη λύρα στὰ γόνατα,
ἐφρόντιζε μὲ τὸ τραγούδι νὰ ἐλαφρώνει τοὺς σημερινοὺς κόπους καὶ νὰ δείχνῃ
ἀξιοζήλευτη καὶ τρισευτυχισμένη τη μέλλουσα ζωή τους. Μὲ φωνὴ παραπονιάρικη,
συγκρατητή, μονότονη· μὲ μικρὴ γοργάδα στὴν ἀρχή· μὲ ἕνα ξαφνικὸ χαμηλοψήλωμα
ἔπειτα· κι ἔπειτα μὲ χαμήλωμα στρωτὸν ὁλόισιο μακρυλαρίκι, ἔλεγε τραγούδι
ταπεινό, ντόπιον ὅσο καὶ ἡ λαψάνα τῆς ξερῆς πλαγιᾶς καὶ σὰν ἐκείνη ἄνοστο,
φτωχικό, ψειριασμένο. Κι ἐσυνόδευε τὸ τραγούδι του μὲ μονότονο καὶ συγκρατητὸ
καὶ παραπονιάρικο γκρίνιασμα τῆς λύρας του.
Καὶ μὲ τὸ τραγούδι του ἔδειχνε στὰ παιδιὰ τὰ περίγυρα ξερὰ
καὶ ἄχαρα βουνὰ τῆς πατρίδας τους, τὴ Γῆ τὴ μητρυιὰ καὶ τὴν ὁλοστέρφευτη.
Ἐπαρόμοιαζε μὲ κατάρα Θεοῦ καὶ τρισανάθεμα τὴ γέννησή της, περνώντας πίσω
ἀγγελόφερτος στοῦ Σύμπαντός τη γέννηση, ὅταν τὸ Πὰν ἦταν Χάος καὶ Μηδέν. Ὁ Θεός,
ἔλεγεν, ἠθέλησε νὰ πλάσῃ τότε τὸν Κόσμον. Ἐπῆρεν ἕνα κόσκινο μεγάλο καὶ τὸ
ἐκρέμασε σὰν σύγνεφο στὴν ἄβυσσο. Ἔπειτα παίρνοντας χῶμα μὲ τὸ χέρι ἔρριχνε στὸ
κόσκινο, κουνώντας τὸ ἐπάνω-κάτω.
Τὸ χῶμα φυσικά, τὸ καλὸ καὶ τὸ γόνιμο, ἔπεσε κάτω κι ἐγέμισε
τὴν ἄβυσσο κι ἔξαφνα ἐφάνηκεν ἡ Γῆ, πολύκαρπη καὶ πανώρια. Ἔμειναν τέλος στὸ
κόσκινο μόνον οἱ πέτρες καὶ τὰ χάλαρα. Καὶ ὀργισμένος ὁ Δημιουργός, γιατὶ δὲν
ἐσυλλογίσθηκεν ἀπὸ πρὶν νὰ μοιράσῃ κι ἐκεῖνα δίκαια, ἐκλώτησε τὸ κόσκινο κι
ἐχύθηκαν τ᾿ ἀπομεινάρια ὅλα μαζὶ σ᾿ ἕναν τόπο. Καὶ ὀνόμασεν ὁ Θεὸς τὸν τόπον
ἐκεῖνον Κράκουρα, ποὺ θὰ εἰπῇ, καταραμένον σὰν τὴ μήτρα τῆς Σάρρας.
Ἀλλ᾿ ὁ τραγουδιστῆς δὲν ἔλεγεν αὐτὰ γιὰ νὰ δειλιάσῃ τοὺς
ἀκροατές του. Ἀπ᾿ ἐναντίας, σὰν ἐμπνευσμένος ψάλτης τοῦ παλιοῦ καιροῦ,
ἀδράχνοντας ἀπὸ τὴν ταπείνωση τὸ ὕψος καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τὴν ἀντρεία ἐρχόταν
γιαμιᾶς γλυκοχρυσόστομος κι ἐνῷ ἐκαταριόταν τὴ γῆ, ἐμακάριζε τὰ παιδιά της. Ὅταν
οἱ διαβόλοι, ἔλεγε, ἠθέλησαν νὰ μοιράσουν τὴ Γῆ σὲ βασίλεια, κανένας ἀπ᾿ αὐτοὺς
δὲν ἐδέχθηκε νὰ πάρη στὸ κράτος τοῦ τὰ Κράκουρα. Τ᾿ ἄφηκαν ἀμοίραστα κι
ἐκηρύχθηκαν ἐξουσιαστὲς καὶ προστάτες τοὺς ὅλοι.
Ἀλλὰ τόπος ποὺ ἔχει τέτοιους προστάτες, εὐτυχισμένος καὶ
παμμακάριστος, ἐπρόσθετεν ὁ γέροντας. Ὁ κάτοικός του δὲν θὰ πεινάση, οὔτε θὰ
διψάσῃ ποτὲ στὸν αἰῶνα. Τὰ χέρια του δὲν θὰ γνωρίσουν ποτὲ τὸ σταβάρι τοῦ
ἀλετριοῦ τὸ ἄγριο καὶ τὸ στειλιάρι τῆς ἀξίνας· δὲν θὰ μαραθοῦν τὰ χρυσά του
νιάτα ξεκολλώντας ριζιμιὰ λιθάρια καὶ δὲν θ᾿ αὐλακωθῆ τὸ μέτωπό του ἀπὸ τὴ
σκέψη. Δὲν θὰ λιποψυχήση μήπως ὁ λίβας τοῦ κάψη τὰ σπαρτά· μήπως ἡ ξηρασία τοῦ
μαράνη τὰ σταφύλια, μήπως ἡ βροχὴ τοῦ χαλάσῃ τὰ μπροστάνια.
Ἄλλοι θὰ τὰ σκεφθοῦν καὶ ἄλλοι θὰ φυτέψουν τὸ ἀμπέλι ποὺ θὰ
πιῆ αὐτὸς τὸ κρασί· ἄλλοι θὰ σπείρουν καὶ θὰ θερίσουν τὸ σιτάρι ποὺ θὰ φάγη τὸ
ψωμί· ἄλλοι θὰ μαζέψουν τὶς ἐλιὲς καὶ ἄλλοι τὸ λάδι του. Αὐτὸς ἕνα μόνον θὰ ἔχῃ
σκοπό, νὰ γυρίζῃ τὸν κόσμο ἀπ᾿ Ἀνατολὴ σὲ Δύση καὶ μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ
παντοδύναμου ὁδηγοῦ τοῦ ν᾿ ἀπατὰ τὸν κουτόκοσμο καὶ νὰ γυρίζῃ πλουτοφορτωμένος
στὸ σπίτι του.
Ἔτσι τοὺς ἔλεγε κι ἔτσι τοὺς ὁρμήνευεν ὁ γέροντας. Καὶ ὁ
παράδοξος χορὸς σὲ κάθε τοῦ τραγουδιοῦ τμῆμα, σὲ κάθε τῆς λύρας τοῦ παῦλα,
ἐρχόταν κουτσοκουλοστραβοβηματίζοντας κι ἐτραγουδοῦσε μὲ φωνὴ παραπονιάρικη καὶ
συγκρατητὴ καὶ μονότονη:
Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴ μάννα σου,
δός μου λιγάκι ἀλεῦρι,
νὰ φτιάσω μιὰ κουρκούτη.
Ἕνα, δυό, τρία!…
Θεὸς σχωρέσ᾿ τὸν κύρη σου,
δός μου λιγάκι λάδι,
νὰ ρίξω στὴν κουρκούτη.
Ἕνα, δυό, τρία!…
Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴ βάβα σου,
δὸς μ᾿ ἕνα κρεμμύδι,
νὰ ψήσω μὲ τὸ λάδι,
νὰ ρίξω στὴν κουρκούτη,
γιὰ νὰ τὴν φάω τὸ βράδυ.
Ἕνα, δυό, τρία!…
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναδικὸ σχολεῖον ὁ Τζιριτόκωστας γρήγορ᾿
ἀναδείχθηκε κι ἐθαυμάσθηκε. Δεκαχρονίτης δὲν ἦταν ἀκόμη καὶ ἄρχισε νὰ πλουτίζῃ
μὲ νέους βηματισμοὺς ἀλλόκοτους καὶ ἀφύσικους τὸν Κουτσοκουλόστραβο χορό· νὰ
προσθέτῃ στὰ ζητιάνικα τραγούδια του νέα μέτρα καὶ πρωτάκουστα ζητήματα. Ἡ
σεβαστὴ μορφὴ τῶν γερόντων, ποὺ ἔκαναν τὴ Δωδεκάδα τοῦ χωριοῦ, ἔφριξεν ἀπὸ
ἀπορία καὶ χαρὰ γιὰ τὸ νέον ἄστρο ποὺ ἀνέτειλε τριλαμπὲς νὰ φωτίση τὴν πατρίδα
τους.
Τὰ κόκκαλα τοῦ Πηλαλομούτρη, τοῦ Καλλιγοψίλλη, τοῦ
Παστρογωνιᾶ, ποὺ ἐβαρυκοιμώνταν στῆς Παναγιᾶς τὸν αὐλόγυρον, κουρασμέν᾿ ἀπὸ τὰ
πολλὰ ταξίδια μὲ τὴν ἄμετρη δόξα, ἐσάλεψαν συγκίβουρα, ὅταν ἄκουσαν τὸν νέο
ζητιάνο, ποὺ ἐρχόταν νὰ θαμπώση τὴ μνήμη τους. Καὶ τὰ μπαστούνια τὰ κρεμασμένα
στοὺς τοίχους τῶν σπιτιῶν ἐταράχθηκαν κι ἐκεῖνα μὲ ἱερὴ φρικίαση, ἀβέβαια ποιὸ
τάχα θὰ τιμηθῆ νὰ συντροφέγῃ στὸ πρῶτο του ταξίδι τὸν νέον ἀρχιθεομπαίχτη.
Καὶ ὁ Τζιριτόγιωργας, ὁ πατέρας του, ἐσήκωσε μὲ εἰλικρίνεια,
πρώτην ἴσως φορὰ στὴ ζωή του, τὰ χέρια, εὐχαριστώντας ἐγκαρδιακὰ τὸν Θεό, ποὺ
τοῦ ἔστειλε τέτοιο παιδὶ νὰ συνεχίση τὸ στάδιο καὶ νὰ τιμήση τὸ σπίτι του. Πρὶν
ὅμως ἀποφασίση νὰ βγάλη στὸ ταξίδι τὸν γιὸ τοῦ ὁ καλότυχος πατέρας, τὸν ἔκραξε
σ᾿ ἕνα παράμερο δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ, τάχα πῶς θὰ τοῦ μιλήσῃ μυστικά. Ἐκεῖ τὸν
ἔβαλε νὰ καθίση κατάχαμα καὶ τοῦ εἶπε νὰ γυρίση τὰ μάτια. Καὶ γυρίζοντας τὰ
μάτια ὁ μικρὸς εἶδε γιὰ πρώτη φορὰ τόσον ὁλοφάνερα τὴν παλαιὰ ρίζα καὶ κατάσταση
τῆς οἰκογενείας του.
Δὲν ἦταν ἀληθινὰ
βαρυστολισμένο τὸ δωμάτιο. Ἕνα μόνον τραπέζι σαρακοφαγωμένο, στρωμένο
μὲ μάλλινο χρωματιστὸ τραπεζομάντηλο ἀκουμποῦσε στὸν ἕνα τοῖχο μ᾿ ἕνα κίτρινο
σπειρωτὸ νεροκολόκυθο ἐπάνω. Ξύλινος καναπὲς ἀπλαδοστρωμένος ἔπιανε τὸν ἄλλον
τοῖχο. Δυὸ μεγάλες κασέλες ἀπὸ καρυδιὰ μὲ παράδοξα χοντροσκαλίσματα ἔπιαναν τὸν
τρίτο· κι ἐκρέμονταν ἀπὸ τὴν ἀταβάνωτη σκεπὴ πέντε-δέκα πλέχτρες ξεροκύδωνα μὲ
τὰ φύλλα τοὺς ἀκόμη καὶ τὸ χνοῦδι καὶ δυὸ κλάρες μπουρνέλες μὲ τὴ σκόνη
καθισμένη, σὰν ἀχνὸς ἐπάνω στὴν γαλαζόμαυρη πέτσα τους.
Ὅμως πίσω ἀπὸ τὴ μαυρισμένη πόρτα καὶ περίγυρα στοὺς τοίχους
εἶδεν ὁ μικρὸς νὰ κρέμονται ἀπὸ τὰ καρφιά, μὲ τάξη καὶ ἡλικία βαλμένα ὅλων τῶν
εἰδῶν καὶ ὅλων τῶν σχημάτων τὰ μπαστούνια. Μερικὰ χυτά, ὁλόισα ἐπάνω ἕως κάτω·
ἄλλα γυριστά, ἄλλα διχαλωτά· μερικὰ στὴν ἄκρη μὲ ρίζα χοντρή· τοῦτο μὲ κόμπους,
ἐκεῖνο στραβό· τὸ ἕνα ξεφλουδισμένο· τὸ ἄλλο ἀκόμη μὲ τὰ δαγκώματα τῶν σκύλων·
τὸ ἄλλο διατηρώντας στὴ ράχη του τὶς γραμμές, ποὺ ἔκοβε μετρώντας ποιὸς ἠξεύρει
τί τῆς ζωῆς εἴτε τοῦ ἐπαγγέλματός του ἀξιοθύμητον ὁ μακαρίτης ἀφέντης του·
μισοτσακισμένο τοῦτο, λυγισμένο ἐκεῖνο. Ὅλα ἦσαν στὴ σκόνη περιτυλιγμένα, σὰν σὲ
σάβανο τοῦ καιροῦ, καὶ βυθισμένα στὴ σιωπὴ καὶ τὸν ὕπνον, ὅπως τὰ ὅπλα
πολεμιστοῦ τρισένδοξου, κρεμασμένα ἐκεῖ γιὰ μνήμη του ἀθάνατη καὶ ἀξιομίμητο
παράδειγμα τῆς γενεᾶς του.
Καὶ ἀληθινά, γιὰ τὸ ἀξιομίμητο παράδειγμα τῆς γενεᾶς ἦταν τὰ
μπαστούνια ἐκεῖ κρεμασμένα καὶ ὁ Τζιριτόγιωργας γιὰ τοῦτο ἔφερε τὸ παιδί, νὰ τὰ
ἰδῇ, πρὶν ἔβγῃ στὸ ταξίδι, καὶ νὰ πάρῃ διδάγματα. Καθέν᾿ ἀπὸ ἐκεῖνα εἶχεν ἐπάνω
τοῦ ἱστορίαν ἴση καὶ καλύτερη ἀπὸ τὸ δόρυ τοῦ Ἀχιλλέα. Καθένα εἶχε συντροφέψῃ
τὸν πατέρα, τὸν πάππο, τὸν προπάππο του, σὲ ὅλα τὰ φαρμάκια καὶ τὶς κακοπάθειες
τῆς ζητιανικῆς ζωῆς· στὴ βροχὴ καὶ τὸ κρύο τοῦ χειμῶνα· στὸν ἥλιο καὶ τὸ κάμμα
τοῦ καλοκαιριοῦ.
Τὸν ἐστήριξε νὰ περάσῃ ρέμματα παγωμένα· τὸν ἐβοήθησε νὰ
ξεκρεμάσῃ ἀπὸ τὰ σχοινιὰ τ᾿ ἀσπρόρρουχα καὶ ἀπὸ τὰ παραθύρια κουρτίνες καὶ ἀπὸ
τοὺς φούρνους κουλούρια· νὰ τινάξῃ ἀπὸ τὰ δέντρα πωρικὰ στὶς πονηρὲς ἡμέρες τῆς
πείνας καί, δυνατώτερο ἀπὸ τὴν ἐφτατόμαρη ἀσπίδα τοῦ Αἴαντα, ἐπροφύλαξε τὸ σῶμα
τοῦ ἀφέντη του ἄτρωτον ἀπὸ κάθε τροχισμένο σκυλόδοντο καὶ κάθε πεινασμένου λύκου
ἀγριοχύμισμα. Τυφλὸν τὸν ὁδήγησε στὰ μαρμαρένια σκαλοπάτια· κουτσὸν τὸν ἐπέρασε
μέσ᾿ ἀπὸ τὶς ἀγορές· κουλὸν τὸν ἐστήριξε· παράλυτο τὸν ἐκρεβάτωσε· φοβισμένο τὸν
ἐφύλαξε· τολμηρὸν κάποτε τὸν ὅπλισεν ὑπεράνθρωπα.
Καὶ χρόνια ὁλόκληρα εἶδεν ὅλες του τὶς πλαστοπροσωπίες, ὅλες
τὶς παραλλαγές. Ἄκουσεν ὅλα του τὰ ψέματα· ὅλα τὰ συχωρολόγια. Καὶ ποιὸς
ἠξεύρει, ἂν αὐτὸ τὸ μπαστοῦνι δὲν τοῦ ἤφερε στὸν νοῦ ἐκεῖνο τὸ τεχνικώτατο
σακάτεμα καὶ στὰ χείλη ἐκείνη τὴν ἐξυπνότατην εὐχή. [...] Α.
Καρκαβίτσας Ο Ζητιάνος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου