Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Το νέο Μουσείο Ακρόπολης (ΜΕΡΟΣ Α')

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το νέο Μουσείο Ακρόπολης είναι ένα αρχαιολογικό μουσείο επικεντρωμένο στα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης των Αθηνών. Κτίσθηκε για να στεγάσει κάθε αντικείμενο που έχει βρεθεί πάνω στο βράχο της Ακρόπολης και στους πρόποδές του, καλύπτοντας μια ευρεία χρονική περίοδο από τη Μυκηναϊκή μέχρι τη Ρωμαϊκή και Παλαιοχριστιανική Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται πάνω στον αρχαιολογικό χώρο Μακρυγιάννη, κατάλοιπο της Ρωμαϊκής και πρώιμης Βυζαντινής Αθήνας. Πρόκειται για ένα σύγχρονο και όμορφο κτίριο, από τα πιο σημαντικά έργα σύγχρονης αρχιτεκτονικής στην Αθήνα. Θεμελιώθηκε το 2003 και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 2007 σε σχέδια των αρχιτεκτόνων B. Tschumi και Μιχ. Φωτιάδη. Στις 20 Ιουνίου του 2009, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια του Μουσείου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Παπούλια, παρουσία του Προέδρου της Ε.Ε. και πλήθους ξένων ηγετών. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού Α. Σαμαράς, σε μια συμβολική κίνηση, που μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο, τοποθέτησε κομμάτι μαρμάρου που επιστράφηκε από το Μουσείο του Βατικανό, στη μετόπη του Παρθενώνα. Η κίνηση αυτή συμβόλισε το ελληνικό αίτημα για επανένωση των μαρμάρων στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Πολλοί Έλληνες, αλλά και μεγάλος αριθμός Βρετανών, πιστεύουν ότι το σύγχρονο μουσείο θα συμβάλλει στην επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα, που σήμερα εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο. Η διεκδίκηση της επιστροφής τους αποκτά νέα διάσταση μετά την ανέγερση του νέου Μουσείου Ακρόπολης. Τα απόντα γλυπτά, γνωστά και ως Ελγίνεια, διακοσμούσαν αρχικά τον Παρθενώνα κι άλλα κτίρια της Ακρόπολης και αντιπροσωπεύουν περισσότερα από τα μισά των γλυπτικών διακοσμήσεων της ιστορικής τοποθεσίας. Αφαιρέθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα και η επιστροφή τους υπήρξε σημαντικό θέμα για τις ελληνικές κυβερνήσεις για πολλά χρόνια.
 
Ο περιβάλλον χώρος λειτουργεί κι ως ανοικτό μουσείο-ανασκαφή, που είναι ορατή από το γυάλινο δάπεδο του ισογείου. Στον περιβάλλοντα χώρο βρίσκεται επίσης, και το επιβλητικό κτήριο Weiller, κατασκευασμένο το 1834 από τον Γερμανό αρχιτέκτονα W. von Weiller, που συνδυάζει τη βυζαντινή λιθοδομή με νεοκλασικά διακοσμητικά μοτίβα. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο κι αργότερα ως έδρα μονάδων της αστυνομίας, ενώ από το 1987 στεγάζει το «Κέντρο Μελετών Ακρόπολης». Πρόεδρος του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης (Ο.Α.Ν.Μ.Α.) είναι ο επίτιμος καθηγητής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Δημήτριος Παντερμαλής και αντιπρόεδρος ο καθηγητής Οικονομικών, Γεώργιος Αγαπητός.
 
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το πρώτο Μουσείο για τα ευρήματα της Ακρόπολης θεμελιώθηκε στα ΝΑ του Παρθενώνα, στις 30 Δεκεμβρίου 1865 και ολοκληρώθηκε το 1874, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Π. Κάλκου. Λίγα χρόνια αργότερα, στις ανασκαφές του 1885-1890, ανακαλύφθηκαν τα γλυπτά που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες κατά τη Β' Περσική εισβολή στην Ελλάδα και το μικρό Μουσείο χρειάστηκε περισσότερο χώρο. Γι’ αυτό κατασκευάστηκε το 1888 ένα μικρότερο κτίριο, ανατολικά του υπάρχοντος κτιρίου, στο οποίο τοποθετήθηκαν οι λιγότερο σημαντικές αρχαιότητες.
Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πολλά από τα εκθέματα αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στις σπηλιές των γειτονικών λόφων. Επανήλθαν στο μουσείο μετά το τέλος του πολέμου και τοποθετήθηκαν προσωρινά το 1946 και 1947.
Το 1953 άρχισαν οι εργασίες για την επέκταση του Μουσείου σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Το μικρότερο κτίριο κατεδαφίστηκε, νέες αίθουσες κτίστηκαν και άλλαξε η διαρρύθμιση των παλιών. Οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν το 1956 και η επανέκθεση ολοκληρώθηκε το 1964, με την επιμέλεια του αρχαιολόγου Ι. Μηλιάδη.
Παρά τις διαδοχικές επεκτάσεις, το κτίριο δεν μπορούσε να εκθέσει τα ευρήματα που σταδιακά ανακαλύφθηκαν στο βράχο και έτσι, ήδη από το 1974, εγέρθηκε το θέμα της οικοδόμηση ενός νέου κτιρίου. Η ανέγερση νέου Μουσείου κρίθηκε επιτακτική, καθώς η Ελλάδα άρχισε να προβάλει έντονα το ζήτημα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Το νέο Μουσείο ήταν το δεύτερο πολιτιστικό όραμα του Κ. Καραμανλή, που μαζί με την ανασκαφή των Βασιλικών Τάφων της Βεργίνας (από τον Μανόλη Ανδρόνικο) αποτέλεσαν τη μεγάλη του πολιτιστική κληρονομιά. Αργότερα, η Μ. Μερκούρη ονειρεύτηκε ότι το μουσείο θα μπορούσε να φιλοξενήσει και τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα λεγόμενα τότε Ελγίνεια, μια ονομασία που καταργήθηκε όταν το αίτημα της επιστροφής άρχισε να αντιμετωπίζεται θετικά από τη διεθνή κοινότητα.
 
Ποτέ άλλοτε δεν έγινε τόσος θόρυβος για ένα κτίσμα. Αντιπαραθέσεις, κόντρες πολιτικών αρχηγών στη Βουλή, δημόσια κριτική. Για 30 χρόνια περίπου, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι «βασανίστηκαν» για το αν το οικόπεδο του στρατοπέδου Μακρυγιάννη ήταν ο πιο κατάλληλος χώρος για την ανέγερση του Μουσείου. Η αρνητική γνώμη επιφανών ειδικών στηριζόταν στο σκεπτικό ότι το οικόπεδο ήταν εξαιρετικά περιορισμένο από τα γύρω κτίσματα, βρισκόταν πολύ κοντά στην Ακρόπολη (έτσι δεσμευόταν από τους όρους δόμησης της περιοχής) και ότι σε τμήμα του είχαν ανακαλυφθεί σημαντικά αρχαία, που δεν έπρεπε να καταστραφούν. Ο πόλεμος για τη χωροθέτηση έγινε με δημόσια αντιπαράθεση και με πλήθος προσφυγών για την αρχαιολογική ανασκαφή του οικοπέδου, την επιλογή του αρχιτεκτονικού σχεδίου και τις απαλλοτριώσεις.
Δύο πανελλήνιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί προκηρύχθηκαν (1976 και 1979), χωρίς αποτέλεσμα, καθώς τα οικόπεδα που επιλέχθηκαν κρίθηκαν ακατάλληλα. Το 1989 πραγματοποιήθηκε ο τρίτος διαγωνισμός, διεθνής αυτή τη φορά. Ύστερα από αντιδράσεις της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας το υπουργείο πρότεινε στους διαγωνιζόμενους δυο ακόμη εναλλακτικές θέσεις (Κοίλη και Διόνυσος), που όμως κρίθηκαν προβληματικές. Οι συμμετέχοντες στον διαγωνισμό οδηγήθηκαν τελικά στη λύση Μακρυγιάννη. Αν και επελέγη η πρόταση δυο Ιταλών αρχιτεκτόνων, το Συμβούλιο Επικρατείας ακύρωσε τον διαγωνισμό, εντοπίζοντας εξόφθαλμες παρατυπίες.
Παρά τις αντιρρήσεις σημαντικών Ελλήνων αρχιτεκτόνων (Γ. Κονδύλης, Άρης Κωνσταντινίδης κ.α.) και αρχαιολόγων (Γ. Δοντάς), οι διαδοχικές κυβερνήσεις επιμένουν στην αρχική χωροθέτηση. Ακόμη κι όταν με την ανασκαφή του 1997-1999 αποκαλύπτονται σημαντικές αρχαιότητες, μπροστά στο διατηρητέο κτίριο Weiller, η κυβέρνηση επιμένει στην οικοδόμηση του νέου μουσείου σε αυτή τη θέση. Στον αρχαιολογικό χώρο αποκαλύφθηκαν ιδιωτικές κατοικίες και εργαστήρια από την Κλασική εποχή ως και τα Βυζαντινά χρόνια. Μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών και τη διευκρίνηση της στρωματογραφίας επιλέχθηκαν τα σημεία όπου επιτρεπόταν η θεμελίωση του κτιρίου. Τα ευρήματα της ανασκαφής διατηρήθηκαν και είναι ορατά από το διαφανές πάτωμα του πρώτου επιπέδου του κτιρίου. Για να καμφθούν οι αντιδράσεις, η τότε κυβέρνηση υποσχέθηκε ότι το μουσείο θα είναι έτοιμο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το καλοκαίρι του 2004, ενώ εντάθηκαν οι προσπάθειες για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, έστω και με τη μορφή του δανεισμού.
Το καλοκαίρι του 2000 προκηρύχθηκε νέος διεθνής διαγωνισμός προεπιλογής μελετητών για την εκπόνηση των σχεδίων του νέου Μουσείου, που θα στέγαζε τα αριστουργήματα της Ακρόπολης. Δώδεκα από τα διαγωνιζόμενα γραφεία υπέβαλαν σχέδια και προπλάσματα με βάση τις απαιτήσεις του έργου:
-Πρωτοποριακή πρόταση ενσωμάτωσης της τοπικής ανασκαφής στο Μουσείο ώστε να αναδειχθούν τα αρχιτεκτονικά ευρήματα ως ένα μουσειακό έκθεμα.
-Χρήση του φυσικού φωτός και δημιουργία της αίσθησης ανοιχτού περιβάλλοντος, αφού τα περισσότερα εκθέματα ήταν στημένα στην αρχαιότητα στο ύπαιθρο.
-Επιδίωξη ισόρροπης σχέσης ανάμεσα στην αρχιτεκτονική του μουσείου και των αρχαίων κτηρίων στο βράχο της Ακρόπολης.
-Ικανοποιητική ένταξη του Νέου Μουσείου στο άμεσο αλλά και στο ευρύτερο αστικό περιβάλλον.
-Παροχή δυνατότητας στον επισκέπτη να βλέπει συγχρόνως τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα στο Νέο Μουσείο και τον ίδιο τον Παρθενώνα στην Ακρόπολη.
Οι προτάσεις τους κρίθηκαν το Σεπτέμβριο του 2001 και έπειτα από αναλυτική μελέτη, η διεθνή Επιτροπή Αξιολόγησης κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση για το πρώτο, δεύτερο και τρίτο βραβείο, ενώ αναγνώρισε την πρωτοτυπία άλλων δύο λύσεων και πρότεινε την διάκριση τους με ειδική μνεία.
Επικρατέστερη κρίθηκε η πρόταση του Γαλλοελβετού αρχιτέκτονα Bernard Tschumi και του ελληνικού γραφείου του Μιχ. Φωτιάδη (Αρχιτεκτονική Συνεργασία ΕΠΕ). Το δεύτερο βραβείο δόθηκε στους αρχιτέκτονες Ντάνιελ Λίμπεσκιντ, Δ. και Λ. Ποτηροπούλου και το τρίτο στο Γραφείο Μελετών Α.Ν. Τομπάζη.
Το σχέδιο του Bernard Tschumi εμπλέκει τρεις συλλήψεις: το φως, την κίνηση και τον αρχιτεκτονικό προγραμματισμό.
To φως: Το μουσείο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον φυσικό φωτισμό, καθώς εμφανίζει κυρίως έργα γλυπτικής, που απαιτούν διαφορετικές συνθήκες φωτισμού από άλλους τύπους μουσείων.
Η κίνηση: Η διαδρομή του επισκέπτη σχηματίζει έναν τρισδιάστατο βρόγχο, προσφέροντας μια αρχιτεκτονική και χωρική εμπειρία με αφετηρία την αρχαιολογική ανασκαφή ως την αίθουσα του Παρθενώνα και πίσω.
Η αρχιτεκτονική: Το μουσείο δομείται γύρω από ένα πυρήνα από σκυρόδεμα με τις ακριβείς διαστάσεις της ζωφόρου του Παρθενώνα. Μέσα στον πυρήνα τοποθετούνται οι χώροι υποστήριξης, ενώ γύρω του, και στο αίθριο που δημιουργείται, αναπτύσσονται οι εκθεσιακοί χώροι του μουσείου.
Το Μουσείο κτίστηκε μ’ ένα σημαντικό πλεονέκτημα: Οι αρχιτέκτονες, οι αρχαιολόγοι κι όλοι όσοι είχαν εμπλακεί στο σχεδιασμό και στο κτίσιμό του, ήξεραν από πριν τι ακριβώς επρόκειτο να στεγάσει. Η πιθανότητα να βρεθούν μελλοντικά στην περιοχή νέες σημαντικές αρχαιότητες, αν και υπαρκτή, είναι μάλλον περιορισμένη. Ο συνολικός προϋπολογισμός ανέγερσης ανήλθε στα 130.000.000 ευρώ, από τα οποία, το 30% έχει καλυφθεί από κοινοτικά κονδύλια.
ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ

 Το κτίριο στηρίζεται σε υπερυψωμένους πυλώνες θεμελιωμένους ανάμεσα στις αρχαιότητες για την καλύτερη προστασία του αρχαιολογικού χώρου. Το σχέδιο του κτιρίου δημιουργεί την εντύπωση ενός «διάφανου» χώρου, χωρίς τοίχους, με απερίσπαστη θέα, όπου ο αρχαιολογικός χώρος εισχωρεί μέσα στο κτίριο. Σε αρκετά σημεία, στο εσωτερικό και το εξωτερικό του κτιρίου, τα δάπεδα είναι διαφανή, επιτρέποντας τη θέαση των υποκείμενων αρχαιοτήτων. Κατά τον αρχιτέκτονα Bernard Tschumi, «η ζωοφόρος του Παρθενώνα ανασυνιστάται στο Μουσείο ενώ o επισκέπτης μπορεί να βλέπει ταυτόχρονα και τον Παρθενώνα και το γλυπτό διάκοσμο (σε αντίγραφα, όσα από τα πρωτότυπα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο) να εκτίθεται στη γυάλινη αίθουσα του Παρθενώνα.
Το κτίριο του Μουσείου βρίσκεται στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, στο οικόπεδο του πρώην στρατοπέδου Μακρυγιάννη, σε ευθεία απόσταση 280 μ. από τον Παρθενώνα. Η κύρια είσοδος του κτιρίου βρίσκεται στην οδό Διον. Αρεοπαγίτη, ενώ περικλείεται από τις οδούς Μακρυγιάννη, Χατζηχρήστου και Μητσαίων. Το Μουσείο εξυπηρετείται από το σταθμό «Ακρόπολη» της γραμμής 2 του Αττικού Μετρό, στην ανατολική παρυφή του χώρου του Μουσείου. Υπάρχουν δευτερεύουσες είσοδοι από τις οδούς Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου. Στη συνολική έκταση των 25.000 τ.μ., το Μουσείο διαθέτει εκθεσιακούς χώρους με εμβαδόν 14.000 τ.μ. (δέκα φορές μεγαλύτερους από ό,τι στο παλιό Μουσείο). Έχει κατασκευαστεί από ατσάλι, γυαλί και τσιμέντο και εκμεταλλεύεται άριστα το φυσικό φως, για να αναδεικνύονται τα περίπου 4.000 εκθέματά του, που έχουν βρεθεί πάνω στο βράχο της Ακρόπολης και στους πρόποδες, καλύπτοντας μία ευρεία χρονική περίοδο από τη Μυκηναϊκή εποχή έως τη Ρωμαϊκή και Παλαιοχριστιανική Αθήνα. Ο τελευταίος όροφος (αίθουσα Παρθενώνα) έχει τις διαστάσεις και τη διεύθυνση του Παρθενώνα και είναι περιεστρεμμένος κατά 23 μοίρες σε σχέση με το υπόλοιπο κτίριο, για να έχει ο επισκέπτης απευθείας οπτική επαφή με το μνημείο. Στο Μουσείο δεσπόζουν η ζωφόρος του Παρθενώνα, οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου και τα διάσημα γλυπτά της αρχαϊκής εποχής και του χρυσού αιώνα του Περικλέους. Με βάση το μουσειολογικό πρόγραμμα, μεγάλο βάρος δίνεται στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών, με τη διαμόρφωση ειδικών χώρων υποδοχής (φουαγιέ, καταστήματα, εστιατόριο, αμφιθέατρο, αίθουσα περιοδικών εκθέσεων), αλλά και την παροχή πληροφοριών, ώστε το κοινό να ενημερώνεται πλήρως για ό,τι έχει σχέση με την Ακρόπολη και τα μνημεία της. Το Μουσείο έχει ακόμη ένα αμφιθέατρο 200 θέσεων, αίθουσα εικονικής πραγματικότητας, χώρο επισήμων και αίθουσα περιοδικών εκθέσεων.
ΕΚΘΕΣΕΙΣ

 Οι εκθεσιακές ενότητες του νέου Μουσείου Ακρόπολης περιλαμβάνουν μοναδικά αριστουργήματα, κυρίως πρωτότυπα γλυπτά της αρχαϊκής και κλασικής ελληνικής τέχνης, που βρέθηκαν στη διάρκεια των ανασκαφών του 19ου αιώνα στον βράχο της Ακρόπολης. Πρόκειται κυρίως για μαρμάρινα και πώρινα αναθηματικά γλυπτά, καθώς και τμήματα του γλυπτού διακόσμου των αρχαϊκών και κλασικών μνημείων του βράχου και των κλιτύων του, από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τον 5ο αιώνα μ.Χ. Επίσης, εκτίθενται ευρήματα που μαρτυρούν την κατοίκηση της περιοχής γύρω από την Ακρόπολη και στα νότια των υπωρειών της, από την ύστερη νεολιθική εποχή (4000 π.Χ.) έως τον 12ο αιώνα μ.Χ. Στις εκθεσιακές του ενότητες υπάρχουν ακόμη αναθηματικά και ψηφισματικά ανάγλυφα, πήλινα αντικείμενα όπως αγγεία, ειδώλια και ανάγλυφα καθώς κι άλλα είδη μικροτεχνίας όπως χάλκινα αναθηματικά ειδώλια και σκεύη. Ένα μέρος των γλυπτών χάλκινων αντικειμένων και αγγείων, μεταφέρθηκαν από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο όπου φυλάσσονταν. Τα ενεπίγραφα έργα (βάσεις αναθημάτων, τιμητικά ψηφίσματα, κατάλογοι των αναθημάτων της θεάς Αθηνάς, οικοδομικές επιγραφές του Ερεχθείου) μεταφέρθηκαν από το Επιγραφικό Μουσείο και τα νομίσματα («θησαυροί») από το Νομισματικό Μουσείο Αθηνών. Σημαντικό είναι το κενό στο Μουσείο Ακρόπολης των πρωτότυπων γλυπτών του Παρθενώνα, που βρίσκονται σε ευρωπαϊκά Μουσεία και Πανεπιστημιακές συλλογές (Βρετανικό Μουσείο, Λούβρο κ.α.). Το Μουσείο Ακρόπολης και οι δραστηριότητές του είναι άρρηκτα δεμένα με τον αρχαιολογικό χώρο και τα έργα αναστήλωσης που εκτελούνται στα μνημεία του βράχου και των κλιτύων της Ακρόπολης. Οι συλλογές του Μουσείου εκτίθενται σε 4 επίπεδα, ενώ ένα 5ο επίπεδο στεγάζει τους βοηθητικούς χώρους, όπως εστιατόριο, πωλητήριο και αίθουσα επισήμων.
1) ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ
Βρίσκεται κάτω από το κτίριο του μουσείου και μπορεί να το επισκεφτεί κάποιος από το 2012.
2) ΠΡΩΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Ο επισκέπτης του Μουσείου, αφού διασχίσει τον προθάλαμο και περάσει από τα ακυρωτικά μηχανήματα των εισιτηρίων, βρίσκεται μπροστά στον πρώτο εκθεσιακό χώρο. Στην ευρύχωρη αίθουσα με το κεκλιμένο γυάλινο δάπεδο παρουσιάζονται σημαντικά ευρήματα των κλιτυών (πλαγιές) του βράχου της Ακρόπολης. Το ειδικό γυάλινο δάπεδο επιτρέπει στους επισκέπτες να απολαύσουν εκτεταμένα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, που αποκαλύφθηκαν με τις ανασκαφές, ενώ η μακριά ορθογώνια αίθουσα, η ανηφορική κλίση του δαπέδου και η κλίμακα στο τέλος της παραπέμπουν στην ανάβαση προς την Ακρόπολη. Στην αρχαιότητα οι πλαγιές αυτές ήταν η μεταβατική ζώνη ανάμεσα στην πόλη και το πιο διάσημο τέμενός της.

Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΩΝ ΚΛΙΤΥΩΝ
Στη νότια πλευρά της αίθουσας (στα δεξιά του επισκέπτη) εκτίθενται ευρήματα από τον οικισμό που αναπτύχθηκε στις υπώρειες του λόφου της Ακρόπολης, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, γλυπτά από την Οικία του Πρόκλου, καθώς κι αναθήματα από τα μικρά τεμένη που είχαν ιδρυθεί στις πλαγιές της Ακρόπολης, όπως της Οικίας της Πηγής, της Ουρανίας Αφροδίτης και του Έρωτα, του Πανός, της Αγλαύρου και του Απόλλωνα.
 
Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ
Ανάμεσα στα τεμένη, στις πλαγιές της Ακρόπολης, αναπτύχθηκε ένας οικισμός και οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως σπίτια και εργαστήρια, δρόμους και πλατείες, πηγάδια και δεξαμενές, αλλά και χιλιάδες αντικείμενα που άφησαν πίσω τους οι κάτοικοι της περιοχής. Επιτραπέζια σκεύη, αγγεία συμποσίου, μαγειρικά σκεύη, σκεύη για καλλυντικά, παιδικά παιχνίδια κ.ά. Στη νότια πλευρά της αίθουσας, δεξιά, μέσα σε εντοιχισμένες προθήκες παρουσιάζονται ευρήματα, κυρίως αγγεία κι άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που μαρτυρούν τη συνεχή κατοίκηση των υπωρειών της Ακρόπολης από τη νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.) μέχρι την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο (5ος αιώνας μ.Χ.). Τα παλαιότερα εκθέματα είναι ένα σύνολο νεολιθικών ακόσμητων αγγείων που βρέθηκαν στα δυτικά του Ασκληπιείου, μια περιοχή προστατευμένη από τις καιρικές συνθήκες, που διέθετε πηγή νερού. Από φρέατα της Ύστερης εποχής του Χαλκού, γνωστής ως Υστεροελλαδικής III ή Μυκηναϊκής (1600-1050 π.Χ.), προέρχονται αγγεία με σχήματα χαρακτηριστικά της εποχής (ψευδόστομοι αμφορείς, κύλικες κ.α.). Η γεωμετρική και η πρώιμη αρχαϊκή περίοδος αντιπροσωπεύονται με αγγεία που προέρχονται κυρίως από ταφές που ανασκάφηκαν στα ΝΔ της Ακρόπολης. Η ανασκαφή έφερε στο φως σημαντικό τμήμα του οικισμού, που αντιπροσωπεύεται κυρίως με αγγεία και διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Δύο πήλινες ρωμαϊκές Νίκες, φτιαγμένες από την ίδια μήτρα, βρέθηκαν σε ένα φρέαρ και αρχικά κοσμούσαν κόγχες ή ήταν ακρωτήρια της στέγης ενός οικοδομήματος. Στα ΝΑ του θεάτρου του Ηρώδου Αττικού αποκαλύφθηκε μια πολυτελής οικία που ταυτίστηκε με την κατοικία του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου (5ος αιώνα μ.Χ.), από όπου προέρχονται ανάγλυφα και μια επιτύμβια βάση με ανάγλυφες παραστάσεις σε δεύτερη χρήση.
 
ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΤΕΜΕΝΗ ΤΩΝ ΚΛΙΤΥΩΝ
Στα σπήλαια και τα άνδηρα της Ακρόπολης, σε υπαίθρια τεμένη ή μικρούς ναούς, λατρεύτηκαν θεοί, ήρωες και νύμφες. Ο επισκέπτης μπορεί να δει τα αφιερώματα στους θεούς ή στη νύμφη, προστάτιδα του γάμου και των γαμήλιων τελετών, όπου αφιέρωναν τα αγγεία του γαμήλιου λουτρού, τις λουτροφόρους και τα αρωματοδοχεία, η τρύπα όπου έριχναν ένα αργυρό νόμισμα, αφιερωμένο στην Ήρα ή την Εστία, για να είναι ο γάμος καρπερός και τυχερός. Τα μοναδικά διακοσμημένα αγγεία από το τέμενος της Νύμφης και ο θησαυρός του τεμένους της Ουρανίας Αφροδίτης είναι μερικά μόνο από τα εκθέματα που δίνουν στον επισκέπτη τη δυνατότητα μιας πρώτης, συναρπαστικής γνωριμίας με τα αρχαία τεμένη και τις σχετικές με αυτά τελετές. Στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης, κοντά στο Ασκληπιείο υπήρχε λατρεία των Νυμφών, του Ερμή και του Πανός, στους οποίους ήταν αφιερωμένα μαρμάρινα ανάγλυφα με σχετικές παραστάσεις. Σ’ ένα αναθηματικό ανάγλυφο του 2ου αιώνα π.Χ., ο Παν με σύριγγα (πολλαπλό αυλό), ο Απόλλων με κιθάρα και ο Ερμής συνοδεύονται από Νύμφες που χορεύουν γύρω από βωμό και λατρευτές που παρακολουθούν. Σε τμήματα δύο ανάγλυφων του 1ου αιώνα μ.Χ. εικονίζονται Νύμφες και ο Παν. Στο τέμενος της Γης Κουροτρόφου και Δήμητρας Χλόης στα υψώματα της ΝΔ κλιτύος, υπήρχε πανάρχαια λατρεία της καρποφόρου Φύσης, όπως μας πληροφορεί η ενεπίγραφη πλάκα που προσδιόριζε την είσοδό του (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.). Με την Αφροδίτη συνδέεται πιθανόν η λατρεία του Ήρωος επί Βλαύτη (βλαύτη= πολυτελές σανδάλι) στην ίδια θέση. Στην κορυφή της ιδιόμορφης στήλης μ’ ένα μεγάλο φίδι, που αφιερώθηκε από τον Σίλωνα (μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.), εικονίζεται ο ίδιος ο αναθέτης πάνω σ’ ένα μεγάλο σανδάλι, που υποδηλώνει σχέση με το τέμενος αυτό.
Η λατρεία της Αφροδίτης Πανδήμου στη ΝΔ πλαγιά, ανάγεται σε μυθικούς χρόνους κι αποδίδεται στον Θησέα, σε ανάμνηση του «συνοικισμού» των δήμων της Αττικής. Από το τέμενος αυτό που ταυτίστηκε σύμφωνα με επιγραφές σε όστρακα αγγείων, προέρχεται μια αναθηματική επιγραφή του πρώιμου 5ου αιώνα π.Χ. Στη βόρεια κλιτύ υπήρχε κοινή λατρεία του Έρωτα και της Αφροδίτης Ουρανίας, προστάτριας του γάμου. Χαρακτηριστικά αναθήματα είναι δύο πλάκες ίσως από την επένδυση του περιβόλου του τεμένους με ανάγλυφη πομπή φτερωτών ερώτων που κρατούν θυμιατήρια. Επίσης, ο μαρμάρινος ενεπίγραφος θησαυρός (θησαυροφυλάκιο) του 4ου αιώνα π.Χ., όπου οι νεόνυμφες κατέθεταν μια αργυρή αθηναϊκή δραχμή ως «προτέλεια γάμου» στο ναό της Αθηνάς. Ο Απόλλων Υποακραίος (υπό άκραις), ο Ζεύς Ολύμπιος, και ο Παν λατρεύονταν σε τρία αβαθή σπήλαια της ΒΔ πλαγιάς. Εδώ ορκίζονταν μετά την εκλογή τους οι 9 άρχοντες της πόλης. Αναθήματα αρχόντων είναι δύο ενεπίγραφες πλάκες με ανάγλυφα δάφνινα στεφάνια του 1ου αιώνα μ.Χ. Η λατρεία του Πανός ήταν νεότερη. Καθιερώθηκε μετά τη νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα (490 π.Χ.), επειδή θεώρησαν ότι ο Παν τους οδήγησε στη μάχη σπέρνοντας πανικό φόβο στον περσικό στρατό. Ένα μεγάλο σπήλαιο στην ανατολική πλαγιά ήταν αφιερωμένο στην Άγλαυρο, κόρη του βασιλιά Κέκροπα, που σύμφωνα με τον μύθο θυσιάστηκε για τη σωτηρία της πόλης. Εδώ οι Αθηναίοι έφηβοι έδιναν τον ιερό όρκο πίστης στην πατρίδα. Σε μαρμάρινη στήλη του 3ου αιώνα π.Χ. αναγράφεται το τιμητικό ψήφισμα της Βουλής και του Δήμου των Αθηναίων με το οποίο τιμάται η ιέρεια της Αγλαύρου Τιμοκρίτης για την ευσέβεια και φροντίδα της για την ορθή τέλεση των θυσιών και τελετουργιών.
Σπήλαιο της Αγλαύρου
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΤΕΜΕΝΗ
Στη βόρεια πλευρά της αίθουσας (στα αριστερά του επισκέπτη) εκτίθενται κεραμικά αγγεία, αναθηματικοί πίνακες και άλλα αφιερώματα από τρία σπουδαία τεμένη που υπήρχαν στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης: το τέμενος της Νύμφης, το τέμενος του Ασκληπιού και το τέμενος του Διονύσου Ελευθερέως.
Αναθηματικό πλακίδιο (τέμενος Νύμφης)
ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΝΥΜΦΗΣ
Σε μικρή απόσταση νότια του Ασκληπιείου, στις ανασκαφές των ετών 1955-1960, αποκαλύφθηκε ένα μικρό υπαίθριο τέμενος αφιερωμένο στη Νύμφη, προστάτιδα του γάμου και των γαμήλιων τελετών. Αν και το ιερό ήταν στενά συνυφασμένο με την κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης για 5 τουλάχιστον αιώνες (7ος-2ος αιώνες π.Χ.), δεν είναι γνωστό από τις γραπτές πηγές. Ταυτίστηκε όμως σύμφωνα με τις επιγραφές επάνω σε αγγεία και όστρακα, καθώς και τον «όρο» (ορόσημο) του ναού, στήλη με την επιγραφή: «Όρος ιερού Νύμφης». Από τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα αναθήματα προσδιορίστηκε η λατρευτική υπόσταση της θεότητας, που φαίνεται ότι σχετίζεται με την Αφροδίτη και την Ήρα προστάτριες του γάμου. Το τέμενος ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. και περιελάμβανε αρχικά ένα περίβολο και βωμό. Ανάμεσα στα πολυπληθή αφιερώματα που εκτίθενται στις εντοίχιες προθήκες κυριαρχούν οι λουτροφόροι, αγγεία με χαρακτηριστικό ψηλόλιγνο σχήμα, που συνδέονταν με τις γαμήλιες τελετές και χρησίμευαν για την μεταφορά νερού από την αθηναϊκή κρήνη Καλλιρρόη για το γαμήλιο λουτρό των νεόνυμφων, τελετουργία γνωστή ως «λουτροφορία». Οι λουτροφόροι, μελανόμορφες ή ερυθρόμορφες, αφιερώνονταν μετά το γάμο στο ιερό της Νύμφης. Συνήθως εκείνες που εικονίζουν σκηνές από τις τελετουργίες του γάμου («λουτροφορία», στολισμός της νύφης, οι νεόνυμφοι σε άρμα, τα «επαύλια», δηλαδή προσφορά δώρων την επομένη του γάμου κ.α.) αφιερώνονταν από τη νύφη, ενώ εκείνες που εικονίζουν διάφορα μυθολογικά θέματα πιθανόν αφιερώνονταν από το γαμπρό. Άλλα αξιόλογα είδη αφιερωμάτων είναι τα μελανόμορφα πινάκια και οι ζωγραφιστοί πίνακες με μυθολογικά ή άλλα θέματα, οι πήλινες γυναικείες προτομές, τα πήλινα ειδώλια, χειροποίητα ή κατασκευασμένα με μήτρα (καλούπι), τα μελανόγραφα σφοντύλια, τα μικρογραφικά αγγεία διαφόρων σχημάτων, κ.α.
 
Πήλινα σφονδύλια από αδράχτια (τέμενος Νύμφης)
ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ
Ο Ασκληπιός, θεός της ιατρικής και της υγείας που είχε ως σύμβολα το φίδι και το ραβδί των οδοιπόρων, λατρευόταν στα Ασκληπιεία που λειτουργούσαν και ως θεραπευτήρια των ασθενών. Το Ασκληπιείο της Αθήνας ιδρύθηκε στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης με πρωτοβουλία του Αθηναίου πολίτη Τηλέμαχου, που εισήγαγε τη λατρεία του Ασκληπιού από το μεγάλο τέμενός του στην Επίδαυρο, δια μέσου του τεμένους του στη Ζέα του Πειραιά. Το αθηναϊκό Ασκληπιείο περιλάμβανε ναό, κρήνη με ιερό νερό και δυο στοές, ιωνική και δωρική. Στη δωρική στοά που λειτουργούσε ως «εγκοιμητήριο», οι ασθενείς περίμεναν τη θαυματουργή τους θεραπεία με την εμφάνιση του θεού στα όνειρά τους. Στην εκθεσιακή ενότητα του Ασκληπιείου μας εισάγει το ιδρυτικό του μνημείο, το αμφίγλυφο του Τηλέμαχου, που εικονογραφεί και περιγράφει το ιστορικό της ίδρυσης του τεμένους (420/419 π.Χ.). Τα θραύσματα που σώθηκαν και σήμερα βρίσκονται διεσπαρμένα σε διάφορα μουσεία (Ακρόπολης, Πάντοβας, Βερόνας, Βρετανικό Μουσείο) προέρχονται από δυο παραπλήσια μνημεία που ήταν στημένα στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης. Τα μαρμάρινα αναθηματικά ανάγλυφα που βρέθηκαν στις ανασκαφές του τεμένους (1877-78) και χρονολογούνται στα τέλη του 5ου και τον 4ο αιώνα π.Χ., φέρουν συνήθως παραστάσεις λατρευτών που πλησιάζουν τον Ασκληπιό και την οικογένειά του, ή απεικονίσεις ανθρώπινων μελών («ανατομικά ανάγλυφα») που ο θεός θεράπευσε και δείχνουν την ιδιαίτερη σημασία της λατρείας για τη ζωή των ανθρώπων. Ιδιαίτερα εντυπωσιακό έκθεμα είναι ο πώρινος πεσσός με τις λαξευτές κόγχες, σε μία από τις οποίες έχει ενταχθεί τμήμα μαρμάρινου προσώπου με ένθετους οφθαλμούς, ανάθημα του Πραξία. Μια βάση αναθήματος παριστάνει κασετίνα με ανάγλυφα χειρουργικά εργαλεία και δύο «σικύες» (βεντούζες). Σ’ ένα ανάγλυφο ο Ασκληπιός κάθεται σε ομφαλό, ανάμεσα στη σύζυγό του Ηπιόνη κι ένα ιματιοφόρο πιστό. Ένα ανάγλυφο με παράσταση αμαξά μπροστά στον Ασκληπιό την Ηπιόνη και την Υγεία, ήταν σύμφωνα με την επιγραφή, αφιέρωμα κάποιου αμαξά που γλίτωσε από ατύχημα μετά από ανατροπή του κάρου που μετέφερε φορτίο λίθων. Τη μορφή δύο ενωμένων κτιρίων, ναΐσκου και στοάς, έχει ένα ανάγλυφο των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ., όπου ο Ασκληπιός, η Ηπιόνη και η Υγεία υποδέχονται μια ομάδα λατρευτών που φέρνουν στο βωμό ένα χοίρο για θυσία και ένα κιβώτιο με δώρα. Τέλος, σ’ ένα αναθηματικό ανάγλυφο του 2ου μισού του 4ου αιώνα π.Χ., ο Ασκληπιός, η Δήμητρα και η Κόρη (Περσεφόνη) δέχονται λατρευτές ιατρούς, τα ονόματα των οποίων αναγράφονται μέσα σε ανάγλυφα στεφάνια, κάτω από την παράσταση.

ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΕΩΣ
Το πιο σημαντικό αθηναϊκό τέμενος του Διονύσου, θεού της βλάστησης, του κρασιού, της μέθης και του εκστατικού χορού, βρισκόταν στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης. Εδώ, τον μήνα Ελαφηβολιώνα (αρχές της άνοιξης), γιορτάζονταν τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια, μια από τις πιο σημαντικές γιορτές της πόλης. Σύμβολα της διονυσιακής λατρείας ήταν ο θύρσος (ραβδί με φύλλα κισσού και κουκουνάρι στην κορυφή), ο κάνθαρος, οι θεατρικές μάσκες κ.α., ενώ ακόλουθοι του θεού ήταν οι Μαινάδες, οι Σάτυροι και οι Σιληνοί. Από τις διονυσιακές τελετές γεννήθηκε σταδιακά το δράμα και καθιερώθηκε η διοργάνωση δραματικών αγώνων. Στο θέατρο που βρίσκεται πάνω από το τέμενος, οι πιο σημαντικοί τραγικοί και κωμικοί ποιητές, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης δίδαξαν για πρώτη φορά τα έργα τους. Στην έκθεση παρουσιάζονται χαρακτηριστικά μαρμάρινα γλυπτά από τις ανασκαφές στο χώρο του τεμένους και του θεάτρου. Τμήμα ανάγλυφης πλάκας από την επένδυση βάθρου παριστάνει τον Διόνυσο που κρατάει κάνθαρο και αμφορέα και μια ιέρεια με θυμιατήρι (αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.). Ένας ηλικιωμένος Σειληνός που σηκώνει στον ώμο του τον μικρό Διόνυσο χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ. και μια ανάγλυφη πλάκα με θεατρικά προσωπεία σε πολύ έκτυπο ανάγλυφο, στο 2ο αιώνα μ.Χ. Δύο πλάκες με ανάγλυφες χορεύτριες, ανάγλυφα εξαιρετικής τέχνης του 1ου αιώνα π.Χ., κοσμούσαν τη βάση κάποιου μνημείου. Τέλος, ένα τμήμα μεγάλου προσωπείου (1ος αιώνας μ.Χ.) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της διονυσιακής λατρείας. 
3) ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Αναπόφευκτα, το βλέμμα του επισκέπτη τραβά η επιβλητική γυάλινη σκάλα στο τέλος της αίθουσας. Στην κορυφή της σκάλας, ο επισκέπτης συναντά μια μεγάλη τραπεζοειδή αίθουσα, όπου εκτίθενται αρχιτεκτονικά γλυπτά και αναθήματα από τη μυκηναϊκή ως την πρώιμη κλασική εποχή της Ακρόπολης (7ος αιώνας π.Χ. έως 480/79 π.Χ.). Το πρώτο πράγμα που βλέπει κανείς, φτάνοντας στην κορυφή, είναι τα μεγάλα αρχιτεκτονικά γλυπτά του αετώματος του αρχαϊκού Παρθενώνα ή Εκατομπέδου. Λιοντάρια που σπαράσσουν ταύρο και πλαισιώνονται από δύο παραστάσεις: από τη μια πλευρά ο Ηρακλής που παλεύει με τον άγριο Τρίτωνα και από την άλλη ο λεγόμενος Τρισώματος δαίμονας, που κρατά στα χέρια του τα σύμβολα των τριών στοιχείων της φύσης, του νερού, της φωτιάς και του αέρα (γύρω στο 570 π.Χ.). Το αρχαιότερο σημαντικό οικοδόμημα στην Ακρόπολη είναι το λεγόμενο Εκατόμπεδο ή Εκατόμπεδος νεώς (δηλαδή μήκους 100 ποδών, ονομασία γνωστή από επιγραφή που αναφέρεται στη διαρρύθμιση του ιερού), κτισμένο πιθανόν στη θέση του κλασικού Παρθενώνα. Από τα θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών από πωρόλιθο που αποκαλύφθηκαν στα νότια και τα ανατολικά του Παρθενώνα, συνάγεται ότι ήταν δωρικός περίπτερος ναός. Ο ναός αυτός ήταν ίσως αφιερωμένος στην πολεμική υπόσταση της θεάς, στην πρόμαχο της πόλης Αθηνά Παρθένο.
ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΪΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
Η περιήγηση στους εκθεσιακούς χώρους του δευτέρου επιπέδου ξεκινά από το βόρειο τμήμα, αμέσως αριστερά από τη σκάλα, όπου τα αρχαιολογικά ευρήματα κι ένα πρόπλασμα υπό κλίμακα αποκαλύπτουν τη σημασία της Ακρόπολης κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, όταν ακόμη η Ακρόπολη ήταν τόπος κατοίκησης και έδρας του τοπικού άρχοντα. Η εξέλιξη της Ακρόπολης σε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο σηματοδοτείται από τα σχετικά ευρήματα της γεωμετρικής περιόδου, όπως το χάλκινο ακρωτήριο του 1ου ναΐσκου της Αθηνάς Πολιάδος. Χαρακτηριστικό είναι και το μεγάλο δισκοειδές χάλκινο έλασμα με τη Γοργώ, που προέρχεται από τον Υστερογεωμετρικό ναό της Αθηνάς Πολιάδος.
Το βλέμμα των επισκεπτών μαγνητίζει η Αίθουσα των Αρχαϊκών Έργων, όπου ο πλούτος και η ποικιλία των ελεύθερων αναθημάτων και των αρχιτεκτονικών γλυπτών, όπως οι Κόρες, οι Ιππείς και άλλα έργα, δίνουν μια συναρπαστική εικόνα της Ακρόπολης κατά την αρχαϊκή περίοδο. Ο επισκέπτης για πρώτη φορά μπορεί να θαυμάσει τα εκθέματα απ’ όλες τις πλευρές, καθώς είναι τοποθετημένα ελεύθερα στο χώρο. Οι συνθήκες τού μεταβαλλόμενου φυσικού φωτός του δίνουν τη δυνατότητα να ανακαλύψει τις λεπτές ποιοτικές διαφοροποιήσεις των γλυπτών και την υψηλή τέχνη που τα δημιούργησε.
Η έκθεση των αρχαϊκών έργων συγκροτείται από 7 ενότητες με βάση θεματικά και χρονολογικά κριτήρια:

α) Αρχιτεκτονικά γλυπτά και τμήματα αρχαϊκών κτιρίων. Παρουσιάζονται τα γλυπτά του αετώματος του Εκατόμπεδου (με τα λιοντάρια που σπαράσσουν ταύρο, τον Τρίτωνα και τον Τρισώματο δαίμονα) και του δεύτερου μεγάλου αρχαϊκού ναού της Ακρόπολης, δηλαδή του Αρχαίου Ναού της Αθηνάς Πολιάδος (με τα γλυπτά της Γιγαντομαχίας), καθώς και τα μικρότερα πώρινα αετώματα από τα πρώτα ιερά της Ακρόπολης. Παλαιότερα είχε υποστηριχθεί ότι ο ναός της Αθηνάς Πολιάδος είχε μια πρωιμότερη οικοδομική φάση (570 π.Χ.) με τα πώρινα γλυπτά που αποδίδονται στον Εκατόμπεδο, ενώ τα μαρμάρινα γλυπτά συσχετίζονταν με μια ανακαίνιση από τους γιους του Πεισίστρατου. Ο ναός πιθανότερα κτίστηκε και έλαβε μαρμάρινη γλυπτική διακόσμηση εξαρχής, στην τελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα π.Χ. Οι συνθέσεις των αετωμάτων αποτελούνται από αγάλματα υπερφυσικού μεγέθους, λαξευμένα σε παριανό μάρμαρο και αποδίδονται στο εργαστήριο κάποιου σημαντικού Αθηναίου γλύπτη, του Αντήνορα ή του Ενδοίου.
β) Σημαντικά αναθηματικά γλυπτά νησιώτικων εργαστηρίων, κυρίως Ναξιακών και Πάριων. Από τα χρόνια του Πεισιστράτου, ο χώρος της Ακρόπολης άρχισε να γεμίζει αναθήματα, ένδειξη όχι μόνο ευσέβειας προς τη θεά, αλλά και οικονομικής και καλλιτεχνικής ακμής. Τα αφιερώματα αυτά ήταν κυρίως αγάλματα, προσφορές με τις οποίες οι αρχαίοι ευχαριστούσαν τους θεούς για την εκπλήρωση μιας ευχής, χωρίς συχνά να παραλείπουν μια αναφορά στο ποσό της δαπάνης με τον όρο δεκάτη, που σήμαινε το 1/10 κάποιου εισοδήματος ή με τη λέξη απαρχή, που σήμαινε την πρώτη σοδειά ή τα πρώτα κέρδη από την εργασία των πιστών. Το είδος, το υλικό και το μέγεθος των αναθημάτων ανταποκρινόταν στην εποχή, στην κοινωνική τάξη και στην οικονομική κατάσταση του αναθέτη. Στην Ακρόπολη, αγάλματα και άλλα δαπανηρά έργα ανέθεταν τα μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών, αλλά και εύποροι επαγγελματίες και χειρώνακτες, μεταξύ των οποίων και γυναίκες.
γ) Γλυπτά πρώιμων αττικών εργαστηρίων με επίκεντρο τον Μοσχοφόρο.
δ) Γλυπτά της μέσης αρχαϊκής περιόδου από την Αττική με κεντρικό έκθεμα την Πεπλοφόρο.
ε) Τα αναθήματα των Ιππέων με κεντρικό έκθεμα τον Ιππέα Rampin. Σε αντίθεση με το πλήθος των Κορών που υπολογίζεται ότι ξεπερνούσαν τις διακόσιες, ο αριθμός των μαρμάρινων ανδρικών αγαλμάτων ήταν μικρός, γεγονός που εξηγείται από τη θηλυκή φύση της θεότητας που λατρευόταν στην Ακρόπολη. Από αυτά σώθηκαν λίγα αγάλματα, τα περισσότερα κούρων, ιππέων και γραφέων.
ς) Μνημειακά Αττικά έργα με επίκεντρο την Κόρη του Αντήνορα.
ζ) Κόρες και άλλα έργα της ύστερης αρχαϊκής περιόδου και των πρώιμων κλασικών χρόνων. Οι Κόρες, μαρμάρινα αγάλματα νεαρών γυναικών, ήταν το πιο χαρακτηριστικό αφιέρωμα στο ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Λαξευμένες σε διαφορετικά μεγέθη, παριστάνονταν με ένα συγκεκριμένο αγαλματικό τύπο, με αυστηρή όρθια στάση. Από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. φορούσαν λεπτό, λινό χιτώνα και ιμάτιο που τόνιζαν τη θηλυκότητα τους περισσότερο από τον βαρύ, μάλλινο πέπλο. Συνήθως κρατούσαν στο ένα χέρι μια προσφορά (ρόδι, στεφάνι, πουλί, άνθος, κλπ.) και με το άλλο σήκωναν τον πολύπτυχο χιτώνα τους για να διευκολυνθούν στο βηματισμό τους. Το χαμόγελό τους (αρχαϊκό μειδίαμα) προδίδει την αίσθηση της αγαλλίασης. Σημαντικά μεταξύ αυτών των έργων είναι η Νίκη του Καλλίμαχου, ο Έφηβος του Κρίτια, η Κόρη του Ευθυδίκου, ο Ξανθός Έφηβος και το ανάγλυφο της Σκεπτόμενης Αθηνάς.
ΓΛΥΠΤΑ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Η Αίθουσα των Αρχαϊκών ολοκληρώνεται με την αναφορά στην περσική εισβολή που προκάλεσε την ολοκληρωτική καταστροφή της Ακρόπολης, αλλά και με τα έργα του λεγόμενου αυστηρού ρυθμού, που εισάγει τον επισκέπτη στην υψηλή τέχνη της κλασικής εποχής. Στο δυτικό τμήμα της αίθουσας βρίσκονται μερικά από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά της κλασικής εποχής, που προέρχονται από τα μνημεία της Ακρόπολης: τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και το ναό της Αθηνάς Νίκης και τα οποία ο επισκέπτης βλέπει μετά την αίθουσα του Παρθενώνα. Πρόκειται κυρίως για πρωτότυπα έργα, πλάκες από τις ζωφόρους και τις μετόπες, μορφές από τα αετώματα, ανάγλυφα θωράκια και τις περίφημες Καρυάτιδες από το Ερέχθειο.
Ζωφόρος Ερεχθείου
α) Στην ενότητα των Προπυλαίων παρουσιάζονται αρχιτεκτονικά μέλη από τα Προπύλαια και σχετικές επιγραφές. Στα Προπύλαια είχαν στηθεί έργα σπουδαίων καλλιτεχνών, γνωστά από περιγραφές του Παυσανία και ρωμαϊκά αντίγραφα, όπως το σύνταγμα Αθηνάς και Μαρσύα του Μύρωνα, η Αθηνά Λημνία του Φειδία και ο Προπύλαιος Ερμής του Αλκαμένη. Το κεντρικό κτήριο διαιρείται σε δύο τμήματα από ένα εγκάρσιο τοίχο με πέντε θύρες, από τις οποίες η μεσαία είναι πλατύτερη. Το δυτικό τμήμα του χωρίζεται σε τρία κλίτη από τις ιωνικές κιονοστοιχίες, κιονόκρανα εξαιρετικής εργασίας. Οι οροφές είχαν μαρμάρινα φατνώματα με επίχρυσα μεταλλικά άστρα σε μπλε φόντο. Στα βόρεια και νότια, το κεντρικό κτήριο πλαισιώνεται από δύο πτέρυγες με δωρικές κιονοστοιχίες. Η βόρεια είχε προθάλαμο και ένα ευρύχωρο δωμάτιο που ονομαζόταν Πινακοθήκη. Πιθανότατα ήταν μια αίθουσα αναψυχής με ζωγραφιστούς πίνακες στους τοίχους και ανάκλιντρα με τραπέζια για την ανάπαυση των επισκεπτών. Στα νότια, η πτέρυγα συρρικνώθηκε, ίσως λόγω του ιερού της Αθηνάς Νίκης.
β) Στην ενότητα της Αθηνάς Νίκης παρουσιάζονται τα γλυπτά του θωρακίου και της ζωφόρου του ναού. Ο ναός της Αθηνάς Νίκης είναι ναός ιωνικού ρυθμού, τετρακιόνιος αμφιπρόστυλος, δηλαδή έχει προστάσεις από τέσσερις μονολιθικούς κίονες στην ανατολική και τη δυτική όψη. Ο ναός σχετιζόταν με τη λατρεία της Αθηνάς ως συμπαραστάτριας των Αθηναίων στους πολέμους. Ο σηκός του στέγαζε ένα ξύλινο λατρευτικό άγαλμα της θεάς που κρατούσε στο ένα χέρι περικεφαλαία, σύμβολο του πολέμου, και στο άλλο ένα ρόδι, σύμβολο της ειρήνης. Τις πλευρές του πύργου γύρω από το ναό της Αθηνάς Νίκης προστάτευε ένα θωράκιο από πεντελικό μάρμαρο μήκους 41,71μ., από πλάκες ανάγλυφες εξωτερικά, που προσαρμόζονταν στην κρηπίδα του ναού στο ΒΔ και δυτικό του τμήμα. Επάνω στην επίστεψή του στερεωνόταν μεταλλικό κιγκλίδωμα. Η πορεία των παραστάσεων άρχιζε από τη ΒΑ γωνία στο σημείο που κατέληγε η σκάλα που οδηγεί από την πρόσοψη των Προπυλαίων στο ιερό. Δεν υπάρχει συνεχής αφήγηση, αλλά κάθε πλάκα εικονίζει αυτοτελή σκηνή με παρόμοια σύνθεση σε κάθε πλευρά: φτερωτές Νίκες που οδηγούν ταύρους στη θυσία ή κρατούν όπλα και στολίζουν νικητήρια τρόπαια με ελληνικό ή περσικό οπλισμό. Ανάμεσά τους κάθεται η θεά Αθηνά έχοντας αποθέσει τα όπλα της. Για τη λάξευση των γλυπτών συνεργάστηκαν πολλοί γλύπτες με επικεφαλής τον Αγοράκριτο. Τα γλυπτά του θωρακίου είναι η σημαντικότερη έκφραση του «πλούσιου» ρυθμού που επηρέασε τη γλυπτική της εποχής.
 
Η ανάγλυφη ζωφόρος περιέτρεχε το άνω μέρος των τοίχων του σηκού και των προστάσεων και αποτελούνταν από 14 μέλη συνολικού μήκους 25,94μ. Έχουν χαθεί ο λίθος της βορειοανατολικής γωνίας και άλλα τμήματα, ώστε η αρχική διαδοχή των λίθων της βόρειας, νότιας και δυτικής πλευράς δεν είναι βέβαιη. Τέσσερις λίθοι, δύο της νότιας και δύο της δυτικής πλευράς βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Στη ζωφόρο εικονίζονταν ανατολικά οι θεοί του Ολύμπου και στις άλλες τρεις πλευρές διάφορες μάχες, από τις οποίες έχει αναγνωριστεί η μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.).
γ) Στην ενότητα του Ερεχθείου παρουσιάζονται οι ζωφόροι, οι Καρυάτιδες και οι οικοδομικές επιγραφές του κτιρίου. Η περιοχή του Ερεχθείου ήταν η πιο ιερή από όλη την Ακρόπολη. Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο μαρμάρινο κτήριο, λαμπρό δείγμα του ώριμου ιωνικού ρυθμού. Το ανατολικό τμήμα του ναού ήταν αφιερωμένο στη λατρεία της Αθηνάς Πολιάδος, της προστάτιδας θεάς της πόλεως, ενώ το δυτικό ήταν αφιερωμένο στον Ποσειδώνα-Ερεχθέα, από όπου και το όνομα του ναού, στον τοπικό ήρωα Βούτη, στον Ήφαιστο και σε άλλους θεούς και ήρωες. Πρόκειται λοιπόν για έναν πολλαπλό ναό, όπου συστεγάστηκαν παλαιότερες και νεότερες λατρείες και όπου φυλάσσονταν τα Ιερά Μαρτύρια, τα ίχνη της τρίαινας του Ποσειδώνος και η ελιά, το δώρο της Αθηνάς στην πόλη της Αθήνας. Το κτίριο είχε δύο προστάσεις (προστεγάσματα). Η οροφή της βόρειας πρόστασης στηριζόταν σε έξι ιωνικούς κίονες και κάτω από το δάπεδό της οι Αθηναίοι έδειχναν το σημάδι με το οποίο ο Δίας σκότωσε τον μυθικό βασιλιά Ερεχθέα. Η νότια πρόσταση είναι η περισσότερο γνωστή. Αντί για κίονες, 6 αγάλματα κορών, οι Καρυάτιδες, στήριζαν την οροφή. Κάτω από την πρόσταση βρισκόταν ο τάφος του άλλου μυθικού βασιλιά της Αθήνας, του Κέκροπα. Τα αγάλματα, σε οικοδομική επιγραφή του Ερεχθείου ονομάζονται απλώς Κόρες, ενώ η ονομασία Καρυάτιδες δόθηκε σε μεταγενέστερα χρόνια. Η δεύτερη από δυτικά Κόρη αφαιρέθηκε από τον Λόρδο Έλγιν το 1801 και σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Για τις Καρυάτιδες έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες. Η πειστικότερη υποστηρίζει ότι αποτελούσαν το υπέργειο μνημείο του τάφου του Κέκροπα και ότι ήταν οι χοηφόροι που απέδιδαν τιμές στον ένδοξο νεκρό. Το κυρίως οικοδόμημα και τη βόρεια πρόσταση του Ερεχθείου περιέτρεχε μια συνεχής ιωνική ζωφόρος διακοσμημένη με μορφές θεών, ηρώων και θνητών σε σκηνές που συνδέονταν με τις πανάρχαιες λατρείες του Ερεχθείου. Οι μορφές ήταν ξεχωριστά δουλεμένες σε παριανό μάρμαρο και προσαρμοσμένες σε πλάκες από γκρίζο ελευσινιακό λίθο.
 
δ) Στην ενότητα των έργων που φτιάχτηκαν μετά την κατασκευή του Παρθενώνα, αλλά και μεταγενέστερα, εκτίθενται σύνολα έργων που χρονολογούνται στην κλασική εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους (5ος αιώνας π.Χ.-5ος αιώνας μ.Χ.). Πρόκειται κυρίως για αγάλματα, πορτρέτα, ανάγλυφα, βάσεις αγαλμάτων ή άλλων μνημείων, τα οποία με βάση θεματικά και χρονολογικά κριτήρια διαιρούνται σε 3 ενότητες


-Ευρήματα από το τέμενος της Αρτέμιδας Βαυρωνίας: Η Άρτεμις Βραυρωνία ήταν η θεά που προστάτευε τις επίτοκες και τις λεχώνες. Στην υπηρεσία της ήταν μικρές Αθηναίες, οι λεγόμενες άρκτοι. Το κύριο ιερό της βρισκόταν στη Βραυρώνα της Αττικής. Το ιερό της Ακρόπολης ιδρύθηκε στα χρόνια του τυράννου Πεισιστράτου, ο οποίος καταγόταν από τη Βραυρώνα. Στο εσωτερικό του ιερού φυλασσόταν το ξύλινο άγαλμα (ξόανο) της θεάς, αντίστοιχο με εκείνο που υπήρχε στο ιερό της Βραυρώνας. Σύμφωνα με τον Παυσανία τον 4ο αιώνα π.Χ. προστέθηκε στο ιερό ένα δεύτερο άγαλμα, έργο του γλύπτη Πραξιτέλη. Η κολοσσική κεφαλή αυτού του αγάλματος εκτίθεται στο Μουσείο.
-Αναθήματα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων: Λίγα έχουν σωθεί από τα πολύτιμα αναθήματα της Ακρόπολης που απεικόνιζαν θεούς, ήρωες και ανθρώπους από το μυθολογικό και ιστορικό παρελθόν της Αθήνας. Ανάμεσα σε αυτά είναι το άγαλμα της Πρόκνης, κόρης του βασιλιά της Αττικής Πανδίονα, που παριστάνει τη δραματική στιγμή της απόφασης να σκοτώσει τον γιο της Ίτυ για να τιμωρήσει τον άνδρα της. Το γλυπτό ήταν έργο του διάσημου γλύπτη Αλκαμένη. Άλλα έργα έχουν σωθεί αποσπασματικά, όπως το άγαλμα της Ιούς ή Καλλιστούς (η λεγόμενη Ικέτιδα Barberini) του γλύπτη Δεινομένη από το Άργος. Μοναδικό είναι το περίφημο ανάγλυφο που απεικονίζει αθηναϊκή τριήρη, πιθανόν το ιερό πλοίο Πάραλο, γνωστό ως «ανάγλυφο Lenormant». Εξαιρετικής ποιότητας είναι το πορτρέτο του Αλεξάνδρου που αποδίδεται στο γλύπτη Λεωχάρη ή τον Λύσιππο. Σε ορισμένες περιπτώσεις σώθηκαν μόνο τα ανάγλυφα βάθρα των χάλκινων αγαλμάτων, όπως αυτό του χορηγού Αττάρυβου με παράσταση νέων νικητών σε αγώνες και η βάση με αποβάτη (οπλισμένος πολεμιστής που πηδάει από ένα άρμα εν κινήσει). Επίσης, το βάθρο με τους αθλητές που αποδίδεται στο εργαστήριο του γλύπτη Λυσίππου.
Παράσταση τριήρους (ανάγλυφο Lenormant)
-Αναθήματα Ρωμαϊκών χρόνων: Από την κατασκευή του Ερεχθείου έως το τέλος της αρχαιότητας, κανένα νέο οικοδόμημα δεν προστέθηκε στην Ακρόπολη, με εξαίρεση τον μικρό, κυκλικό ναό της Ρώμης και του Αυγούστου, που μιμούταν στην αρχιτεκτονική του διακόσμηση το Ερέχθειο. Στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης υψώθηκε το 160-170 μ.Χ. με δαπάνη του Ηρώδη Αττικού, το Ωδείο. Σε όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου, η Ακρόπολη διατήρησε την μορφή που είχε στα χρόνια της ακμής της. Διατήρησε επίσης και τα πιο πολλά από τα αναθήματά της, σε αντίθεση με άλλες ελληνικές πόλεις και ιερά που οι καλλιτεχνικοί τους θησαυροί λεηλατήθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ιταλία για να διακοσμήσουν κυρίως δημόσια κτήρια. Την ίδια περίοδο, μια σειρά από νέα αφιερώματα προστέθηκαν στα παλαιότερα. Ήταν πορτρέτα αυτοκρατόρων, στρατηγών και άλλων αξιωματούχων, πορτρέτα φιλοσόφων, ρητόρων και ιερέων, καθώς και απλών πολιτών που ευεργέτησαν την πόλη ή διέπρεψαν σε αθλητικούς ή πνευματικούς αγώνες.
 
 
Στρέφοντας ο επισκέπτης το βλέμμα στην αίθουσα που αφήνει πίσω του, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί με την πανέμορφη θέα των αρχαϊκών έργων ανάμεσα στις κολόνες της αίθουσας, που υπαινίσσονται το αρχιτεκτονικό τοπίο του Ιερού Βράχου. Στο επίπεδο αυτό, βρίσκονται επίσης το εστιατόριο, το κατάστημα του Μουσείου και το βιβλιοπωλείο, εξώστες με θέαση στα εκθέματα του ισογείου και του πρώτου επιπέδου καθώς και χώρος ψηφιακών πολυμέσων.
 
4) ΤΡΙΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Στη συνέχεια, ο επισκέπτης μπορεί να ανεβεί στο τρίτο επίπεδο του μουσείου, όπου λειτουργεί εστιατόριο. Η ανάβαση γίνεται από τις σκάλες, τις κυλιόμενες κλίμακες ή τους ανελκυστήρες. Από τους ανοιχτούς για το κοινό εσωτερικούς εξώστες του τρίτου επιπέδου παρέχεται πανοραμική θέαση της Αίθουσας των Αρχαϊκών Έργων και της Αίθουσας των Κλιτύων. Από εκεί, με τον ίδιο τρόπο, ο επισκέπτης οδηγείται στο αίθριο της Αίθουσας του Παρθενώνα, όπου εκτίθενται όλα τα σωζόμενα στην Αθήνα γλυπτά του μνημείου.
Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ
Οι διαφανείς υαλοπίνακες επιτρέπουν την άμεση οπτική επαφή με το αρχιτεκτονικό μνημείο από το οποίο προέρχονται ενώ προσομοιάζουν τις αρχικές συνθήκες φωτισμού των γλυπτών. Το δάπεδο αυτής της αίθουσας είναι διαφανές και επιτρέπει τη θέαση και τον φωτισμό της αρχαιολογικής ανασκαφής του ισογείου. Από την αίθουσα αυτή είναι δυνατή η πανοραμική θέαση μεγάλου μέρους της Αθήνας. Ο επισκέπτης ανεβαίνει αρχικά στον πυρήνα της αίθουσας, όπου παρουσιάζεται εποπτικό υλικό, επιγραφές και βίντεο σχετικά με τον Παρθενώνα, την ιστορία του μνημείου και το γλυπτό του διάκοσμο. Στον ίδιο χώρο εκτίθενται αρχαίες επιγραφές που παρέχουν λεπτομερείς καταγραφές της κατασκευής του Παρθενώνα και του αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου. Μέσα από αυτές μπορεί κανείς να αντλήσει πληροφορίες και να αποκτήσει έστω και μια μικρή γνώση για τον τρόπο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών της πόλης κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα.
Η ενσωμάτωση της ζωφόρου του Παρθενώνα, που έχει τις ίδιες διαστάσεις με το σηκό του Παρθενώνα, η τοποθέτηση των μετοπών ανάμεσα στις κολόνες, η ανάπτυξη των μορφών των δύο αετωμάτων του ναού και η συνένωση των πρωτότυπων γλυπτών με τα αντίγραφα εκείνων που βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού, όπως το Βρετανικό και το Λούβρο, δίνουν τη δυνατότητα στον επισκέπτη να απολαύσει, για πρώτη φορά, ολόκληρο το γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα και να κατανοήσει τις παραστάσεις που απεικονίζονται σε αυτόν.
Η ΖΩΦΟΡΟΣ
Η ζωφόρος του Παρθενώνα αναπτύσσεται σε ύψος 1.50 μ. και ενσωματώθηκε στον κεντρικό πυρήνα του κτιρίου. Σε αντίθεση με τα μυθολογικά θέματα των μετοπών και των αετωμάτων, για τη ζωφόρο του Παρθενώνα, ο Φειδίας επέλεξε ως θέμα τη μεγαλύτερη γιορτή της πόλης, τα Μεγάλα Παναθήναια, τη γιορτή προς τιμή της Αθηνάς και συγκεκριμένα, την πομπή των Παναθηναίων προς την Ακρόπολη και την προσφορά του πέπλου στο ξόανο της Αθηνάς. Η γιορτή διοργανωνόταν κάθε 4 χρόνια, διαρκούσε 12 ημέρες και περιλάμβανε τελετές, θυσίες, γυμνικούς και μουσικούς αγώνες. Η πιο επίσημη μέρα ήταν η τελευταία, η 28η του μήνα Εκατομβαιώνος (κατακαλόκαιρο), μέρα των γενεθλίων της θεάς. Την ημέρα αυτή σχηματιζόταν πομπή που έφτανε στο ναό της Αθηνάς Πολιάδος (στον Αρχαίο Ναό, που αντικαταστάθηκε αργότερα από το Ερέχθειο), για να παραδώσει στους ιερείς το καινούριο πέπλο για το ξόανο της θεάς. Η ζωοφόρος αποτελείτο από 115 λίθους, είχε συνολικό μήκος 160 μέτρα, ύψος 1,02 μέτρα και πάχος 0,6 μέτρα. Η πομπή ξεκινά από τη ΝΔ γωνία του ναού, όπου σχηματίζονται δύο ομάδες. Η πρώτη προχωρά στη δυτική και βόρεια πλευρά και η δεύτερη στη νότια. Στην πομπή εικονίζονταν περίπου 378 ανθρώπινες και θεϊκές μορφές, καθώς και περισσότερα από 200 ζώα, κυρίως άλογα. Ομάδες ιππέων και αρμάτων καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωφόρου. Ακολουθεί η πομπή της θυσίας, με τα ζώα και τις ομάδες ανδρών και γυναικών που φέρουν ιερά τελετουργικά σκεύη και προσφορές. Στη μέση της ανατολικής πλευράς, πάνω από την είσοδο του ναού, εικονίζεται το τέλος της πομπής: Οι ομάδες συναντιούνται και γίνεται η παράδοση του πέπλου. Αριστερά και δεξιά εικονίζονται καθιστοί οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Από το σύνολο της ζωφόρου, σήμερα σώζονται 50 μέτρα στο Μουσείο Ακρόπολης, 80 μέτρα στο Βρετανικό Μουσείο, ένας λίθος στο Μουσείο του Λούβρου, ενώ άλλα τμήματα είναι διάσπαρτα σε μουσεία στο Παλέρμο, στο Βατικανό, στο Würzburg, στη Βιέννη, στο Μόναχο και στην Κοπεγχάγη.
ΟΙ ΜΕΤΟΠΕΣ
Οι μετόπες του ναού αναρτήθηκαν σε ύψος 2.65 μ., ανάμεσα στους ανοξείδωτους χαλύβδινους κίονες που στηρίζουν την οροφή της αίθουσας. Οι 92 μετόπες ήταν τα πρώτα μέλη του θριγκού του ναού που δέχθηκαν διακόσμηση. Κάθε μια απέδιδε μια αυτοτελή σκηνή, συνήθως με δύο μορφές. Τα θέματα ήταν εμπνευσμένα από μυθικές μάχες και συμβόλιζαν τους νικηφόρους αγώνες των Αθηναίων εναντίον των Περσών. Στην ανατολική πλευρά παριστανόταν η μάχη των Ολυμπίων θεών με τους Γίγαντες, που προσπαθούσαν να ανατρέψουν την τάξη του Ολύμπου (Γιγαντομαχία). Στη δυτική πλευρά εικονιζόταν ο αγώνας των νέων της Αθήνας ενάντια στις Αμαζόνες, που απείλησαν την ίδια την Ακρόπολη (Αμαζονομαχία). Θέμα της νότιας πλευράς ήταν η πάλη των Θεσσαλών νέων (Λαπίθες) ενάντια στους Κενταύρους, που προσπάθησαν να κλέψουν τις γυναίκες τους στη διάρκεια γαμήλιας τελετής (Κενταυρομαχία). Τέλος, στη βόρεια πλευρά παριστανόταν η Άλωση της Τροίας (Ιλίου Πέρσις).
ΤΑ ΑΕΤΩΜΑΤΑ
Τα αετώματα του ναού, δηλαδή οι τριγωνικοί χώροι που σχηματίζονται από τα γείσα της στέγης στις στενές πλευρές του ναού, είναι τα τελευταία τμήματα που δέχθηκαν γλυπτική διακόσμηση με ολόγλυφα κολοσσικά αγάλματα (437-432 π.Χ.). Στο Μουσείο τοποθετήθηκαν σε χαμηλές βάσεις από μπετόν, για να είναι ορατά και τα έως τότε αθέατα μέρη των γλυπτών. Τα αετώματα, εμφανίζουν θέματα παρμένα από την αττική μυθολογία. Το ανατολικό αέτωμα, που ήταν πάνω από την είσοδο του ναού, παρίστανε τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του πατέρα της Δία, με την παρουσία των άλλων θεών και ηρώων. Στο δυτικό αέτωμα εικονιζόταν η διαμάχη μεταξύ της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για τη διεκδίκηση της αττικής γης, που κατέληξε στη νίκη της Αθηνάς. Τα πρωτότυπα γλυπτά στην έκθεση συνδυάζονται με εκμαγεία των γλυπτών που βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού.
Τέλος, το Μουσείο διαθέτει αίθουσα περιοδικών εκθέσεων και εκδηλώσεων, αμφιθέατρο, αίθουσα internet και κέντρο πληροφόρησης.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ
Στη συνέχεια ο επισκέπτης επιστρέφει στο δεύτερο επίπεδο, όπου μπορεί και πάλι να απολαύσει τα μοναδικά έργα, στη δυτική και βόρεια πλευρά της αίθουσας, που ως πρωτότυπα αντιγράφηκαν από μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Για πρώτη φορά μπορεί να θαυμάσει από κοντά φατνώματα της οροφής των Προπυλαίων, τα γλυπτά της ζωφόρου και του θωρακίου του Ναού της Αθηνάς Νίκης, τα γλυπτά των ζωφόρων του Ερεχθείου και βέβαια τις περίφημες Καρυάτιδες του ίδιου ναού. Στη βόρεια πλευρά της αίθουσας μπορεί να πάλι να αντικρύσει πρωτότυπα έργα, ρωμαϊκά αντίγραφα κλασικών αριστουργημάτων, εντυπωσιακά πορτρέτα επωνύμων προσώπων, ιερέων και φιλοσόφων. Στη συνέχεια, κατεβαίνει από την επιβλητική σκάλα, διασχίζει και πάλι την Αίθουσα των Κλιτύων, και καταλήγει στην έξοδο του Μουσείου. Πρόκειται για ένα Μουσείο–κόσμημα, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.
Τέλος, το Μουσείο, διευρύνοντας τις υπηρεσίες του στους επισκέπτες, ξεκίνησε την εφαρμογή ενός προγράμματος δράσεων με τίτλο «Μια μέρα στο Μουσείο Ακρόπολης». Μικροί και μεγάλοι καλούνται να περάσουν ευχάριστα μια ολόκληρη μέρα στους χώρους του με αρχαιολογικά παιχνίδια για όλη την οικογένεια, προβολή για την Ακρόπολη, παρακολούθηση συντήρησης γλυπτών, θεματικές παρουσιάσεις εκθεμάτων, άνετο αναγνωστήριο με θέα τον Παρθενώνα αλλά και προσεγμένες ελληνικές γεύσεις στο εστιατόριο. Το Μουσείο προσκαλεί τις οικογένειες να γνωρίσουν την Αθηνά και τα σύμβολά της μέσα από 3 διαφορετικά παιχνίδια αναγνώρισής της μέσα στους εκθεσιακούς χώρους. Το παιχνίδι συνδυάζεται με τη νέα ψηφιακή εφαρμογή με τίτλο «Αθηνά, η θεά της Ακρόπολης». Επίσης έχετε τη δυνατότητα (δηλώνοντας πρώτα συμμετοχή) να παρακολουθήσετε κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή σύντομες θεματικές παρουσιάσεις από τους αρχαιολόγους-φροντιστές στα ελληνικά και στα αγγλικά σχετικά με τους Ιππείς, το Ασκληπιείο και το γλύπτη Αντήνορα.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
1) Τον Νοέμβριο 2011, σε διαγωνισμό της Ένωσης Δημοσιογράφων Τουριστικών Συντακτών Μ. Βρετανίας, ψηφίσθηκε ως το «Καλύτερο Μουσείο του Κόσμου».
2) Το νέο κτίριο του Μουσείου βρίσκεται ανάμεσα στις 6 επικρατέστερες υποψηφιότητες για το βραβείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Mies van der Rohe». Η τελετή απονομής πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουνίου 2011 στη Βαρκελώνη.
3) Η διεθνής καλλιτεχνική επιθεώρηση The Art Newspaper κατέταξε το Μουσείο Ακρόπολης στην 25η θέση ανάμεσα στα 100 πιο δημοφιλή Μουσεία τέχνης στον κόσμο για το 2010, με 1.355.720 επισκέπτες.