Οι πολεμιστές που εκστράτευαν στην αρχαιότητα, από την εποχή το χαλκού, ως αυτή της Ρώμης, πέθαιναν από τις ίδιες αιτίες που αποδεκάτιζαν και τους μεταγενέστερους στρατούς, μέχρι την «ιατρική επανάσταση» του 20ου αιώνα, ενώ τα όπλα τους μπορούν ακόμα και σήμερα να σκοτώσουν ή να προκαλέσουν σοβαρότατα τραύματα σε οποιονδήποτε σύγχρονο στρατιώτη. Εξεταζόμενα αποκλειστικά ως μηχανικά εργαλεία για την ανθρώπινη καταστροφή, τα όπλα των αρχαίων στρατών, ήταν θανατηφόρα. Στα χέρια μάλιστα ενός καλά εκπαιδευμένου πολεμιστή μπορούσαν να γίνουν ακόμα πιο θανάσιμα.
Στη σημερινή εποχή δεν είναι συνηθισμένος το φαινόμενο δύο στρατών στους οποίους η φονική ικανότητα του ενός να είναι δραματικά μεγαλύτερη από εκείνη του αντιπάλου του.
Στον αρχαίο κόσμο όμως αυτή η ισορροπία μαχητικής ισχύος μεταξύ δύο στρατών υπήρχε σπάνια και τότε σήμαινε τεράστιο κίνδυνο για τους εμπλεκόμενους άντρες.
Οι στρατιές των Υκσώς αποδεκάτιζαν με χαρακτηριστική ευκολία τους άτυχους Αιγυπτίους, με την ανωτερότητα που τους έδινε το σύνθετο τόξο και η ευκινησία των αρμάτων, και οι Μακεδόνες του Αλεξάνδρου κατατρόπωναν τους Πέρσες κάθε φορά παρά την αριθμητική τους κατωτερότητα. Αντίθετα οι λεγεώνες της Ρώμης ήταν σχεδόν ισοδύναμες με το στρατό του Αννίβα, αλλά όποτε τον πολεμούσαν υφίσταντο ήττες και μάλιστα πολύ βαριές.
Τον 1ο αιώνα π.Χ όμως το τεχνολογικό και τακτικό πλεονέκτημα είχε περάσει στους Ρωμαίους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην υπάρχει αντίπαλος στο δυτικό κόσμο που να μπορεί να αναμετρηθεί μαζί τους. Όποτε ο ανώτερος ρωμαϊκός στρατός πολεμούσε κατώτερες οργανωτικά δυνάμεις, όπως ήταν σύνηθες τον 1ο αιώνα π.Χ., το αποτέλεσμα ήταν σφαγή τρομερών διαστάσεων. Η νίκη του Μάριου επί των Τευτόνων στο Αιξ-αν-Προβάνς (Aix-en-Provence) το 100 π.Χ., κατέληξε στη θανάτωση περισσοτέρων από 90.000 ανδρών μέσα σε μία και μόνο μέρα.
Το επίπεδο του κινδύνου που αντιμετώπιζε ο αρχαίος πολεμιστής στη μάχη, εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από το στρατό στον οποίο άνηκε και από την ιστορική περίοδο που έτυχε να ζει.
Για παράδειγμα, ο Αιγύπτιος στρατιώτης που πολεμούσε τους Υκσώς είχε λίγε πιθανότητες να αποφύγει το μοιραίο, ενώ ο Ρωμαίος στρατιώτης που αντιμετώπιζε του Βέλγους ή τους Σάξονες άτακτους μπορούσε να προσδοκά σίγουρη επιβίωση.
Σε αντίθεση με τις σύγχρονες μάχες, που αφήνουν σχετικά ισορροπημένος αριθμό νεκρών και τραυματιών μεταξύ των δύο πλευρών, στους αρχαίους χρόνους τους ηττημένους περίμενε τρομακτική σφαγή, ενώ οι νικητές υφίσταντο αμελητέες απώλειες.
Στη μάχη του Μαραθώνα, οι νικητές Αθηναίοι είχαν μόλις 192 νεκρούς από μια δύναμη 10.000 ανδρών και στην Ισσό ο Αλέξανδρος έχασε 200 άνδρες προκαλώντας 50.000 απώλειες στους Πέρσες! Στις Κυνός Κεφαλές οι ρωμαϊκές λεγεώνες προκάλεσαν 8.000 θανάτους και ουσιαστικά διέλυσαν το μακεδονικό στρατό, με απώλειες 700 ανδρών.
Πότε και πόσο όμως κινδύνευσε να σκοτωθεί ένας αρχαίος πολεμιστής; Η εμφάνιση όμως του άρματος, του δόρατος και των έφιππων τοξοτών των Ασσυρίων, άλλαξε για πάντα αυτή την κατάσταση, καθιστώντας τους υποχωρούντες στρατιώτες εύκολα θύματα. Σε πολλές περιπτώσεις τα άρματα και το ιππικό των νικητών κινούντο ανάμεσα και γύρω από το άτακτο πλήθος λαμβάνοντας τέτοιες θέσεις ώστε να το εξαναγκάσουν να κατευθυνθεί πάλι προς το πεδίο της μάχης. Εκεί αφιέρωναν μια ολόκληρη μέρα για να το κατασφάξουν. Αν ο διοικητής των θριαμβευτών δε σταματούσε το μακελειό για να πάρει αιχμαλώτους που θα πωλούντο στα σκλαβοπάζαρα, ένας ολόκληρος στρατός θα θανατωνόταν χωρίς οίκτο – ούτε ένας στρατιώτης δε θα έμενε ζωντανός.
Οι ιστορικές μελέτες δείχνουν πως, κατά μέσο όρο, το ποσοστό των νεκρών ενός ηττημένου στρατού ήταν περίπου 37,7%, δηλαδή περισσότερο από το 1/3 της συνολικής του δύναμης. Τα ποσοστά θανάτων όμως για τους νικηφόρους στρατούς ήταν σημαντικά χαμηλότερα, κυμαινόμενα στο 5,5% του συνόλου των εμπλεκόμενων. Ακόμα και στην περίπτωση που ένας στρατός απολάμβανε πλήρους τεχνολογικής υπεροχής, ήταν αναγκαίο σε κάποια φάση να αρχίσει να σκοτώνει από μικρές αποστάσεις. Η εμφανής δυσαναλογία μεταξύ απωλειών νικημένων και νικητών, φανερώνει πως η μεγαλύτερη σφαγή λάμβανε χώρα κατά τη φάση που ο ένας από τους δύο αντιπάλους έσπαγε τους σχηματισμούς του κάτω από φυσική ή ψυχολογική πίεση, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες του να διωχθούν και να σφάγουν με σχετική ευκολία. Παρόλα αυτά θα πρέπει να απαιτούντο πολλές ώρες ακατάπαυστης σφαγής για να καταστραφεί ένας νικημένος εχθρός. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τις επιπτώσεις που είχαν αυτοί οι «προσωπικοί» (από μικρή απόσταση) φόνοι στην ψυχοσύνθεση του στρατιώτη. Είναι όμως πιθανό η πρακτική των Ρωμαίων, να εκθέτουν όλες τις κατηγορίες των πολιτών από πολύ μικρή ηλικία μπροστά στο αποτρόπαιο πρόσωπο του θανάτου μέσα στην αρένα, να έδινε αργότερα κάποια πλεονεκτήματα στο πεδίο της μάχης, μειώνοντας τις περιπτώσεις των ψυχολογικών σοκ.
Η φύση της μάχης εκ του συστάδην στην αρχαιότητα και τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά των όπλων που υπήρχαν τότε, συνηγορούν στο ότι οι πιθανότητες τραυματισμού για ένα στρατιώτη ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις πιθανότητες θανάτου. Από τα 147 τραύματα που αναφέρονται στην Ιλιάδα, τα 114 (ποσοστό 77,7%) αποδείχθηκαν θανατηφόρα. Η αναλογία αυτή στην αρχαϊκή Ελλάδα ηχεί παράξενα αν συγκριθεί με την αντίστοιχη του Κριμαϊκού πολέμου (20%) ή του Αμερικανικού Εμφυλίου (13,3%). Ο Frolich σημειώνει επίσης ότι από τα 31 τραύματα κεφαλής που αναφέρει ο Όμηρος, όλα ήταν θανατηφόρα. Μια μελέτη σε σκελετούς Αιγυπτίων στρατιωτών που φονεύθηκαν κατά τη διάρκειας μιας πολιορκίας το 2.000 π.Χ., επιβεβαιώνει την υψηλή θνησιμότητα λόγω κρανιακών τραυμάτων. Πενήντα εννέα από τους σκελετούς έφεραν τραύματα κεφαλής, από τα οποία 49 διαπιστώθηκε ότι προκλήθηκαν από πέτρες που ρίφθηκαν από τα τείχη και τα υπόλοιπα 10 από βέλη που πέτυχαν το θύμα στο πρόσωπο. Ένας λίθος βάρους 13,6 Kg που ρίπτεται από ύψος 12 μέτρων, έχει κινητική ενέργεια 1.588 Joule, ικανή να συντρίψει οποιοδήποτε είδος θωράκισης της Εποχής του Σιδήρου.
Τα βέλη ευθύνονταν για το 10% των τραυμάτων, με ένα ποσοστό θνησιμότητας 42%. Η ικανότητα της αρχαίας θωράκισης να αντέχει σε πλήγματα από βέλη φάνηκε με χαρακτηριστικό τρόπο στα Κούναξα, όπου, όπως αναφέρει ο Ξενοφών, το ελληνικό στράτευμα δέχθηκε καταιγισμό τοξευμάτων από τους Πέρσες επί πολλές ώρες, χωρίς να υπάρξουν σημαντικές απώλειες. Τα βέλη από τα σύνθετα τόξα ήταν ικανά να τρυπήσουν το θώρακα, αλλά συνήθως όχι σε τέτοιο βάθος ώστε να προκαλέσουν το θάνατο.
Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η θωράκιση των Ασσυρίων πολεμιστών. Υπολογίζεται ότι ο μέσος άνδρας παρουσίαζε συνολική εκτεθειμένη επιφάνεια 6.832 cm2, δηλαδή 0,68 m2. Ένας Ασσύριος οπλισμένος για μάχη εξέθετε μόνο 542 τετραγωνικά εκατοστά στην περιοχή του λαιμού και του προσώπου, 1.103 τετραγωνικά εκατοστά στα χέρια, 413 τετραγωνικά εκατοστά στην κοιλιά και 1.265 τετραγωνικά εκατοστά στα κάτω άκρα. Η συνολική τρωτή επιφάνεια ήταν συνεπώς 3.323 τετραγωνικά εκατοστά δηλαδή το 49% της αρχικής.
Μια εκτεταμένη μελέτη σύγχρονων επιστημόνων που αναπαρέστησαν τις αρχαίες τακτικές, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως αν μια δύναμη 1.000 τοξοτών έβαλλε σε ομοβροντία από απόσταση 250 μέτρων, 220 από τα βέλη της θα έβρισκαν στόχο επί μιας συμπαγούς μάζας πεζικού που δε θα προστατευόταν από ασπίδες.
Από αυτά 120 περίπου θα έπλητταν αθωράκιστα ή άλλα ευπαθή σημεία, συγκεκριμένα 18 το λαιμό, κάτι που θα επέφερε ακαριαίο θάνατο, 13 την κοιλιακή χώρα (στο 80% θα ακολουθούσε θάνατος από μόλυνση μέσα σε τρεις ημέρες), 36 τα χέρια και 53 τις κνήμες και τους μηρούς. Λιγότερο από 2% των τραυμάτων στα άκρα θα αποδεικνύονταν θανατηφόρο και μόνο αν είχε πληγεί κάποια αρτηρία.
Αν υποθέσουμε πως όλα τα τραύματα θα ανάγκαζαν το στρατιώτη να αποσυρθεί από τη μάχη και ληφθεί υπόψη πως ένα τοξότης μπορεί να βάλει πέντε φορές το λεπτό, στα πέντε λεπτά (που χρειάζονταν για να πλησιάσουν οι δύο στρατοί) μια δύναμη 1.000 τοξοτών θα αχρήστευε 110 στρατιώτες σε κάθε ομοβροντία της. Βάλλοντας 5 ομοβροντίες το λεπτό για 5 λεπτά, οι τοξότες θα προκαλούσαν το φανταστικό αριθμό των 2.750 απωλειών στον εχθρό πριν κα διασταυρωθούν τα δόρατα των αντιπάλων! Η ασπίδα απάλλαξε το αρχαίο πεζικό άριστη προστασία για όσο διάστημα οι σχηματισμοί διατηρούσαν τη συνοχή τους.
Η μέση επιφάνειά της ήταν 0, 74 m2, αρκετή για να καλύψει ολόκληρο το σώμα του πολεμιστή. Το βέλος όμως παρέμενε ένα ύπουλο όπλο γιατί, αν και τα τραύματα που επέφερε επικεντρώνοντας τελικά στα άκρα, ακόμα και τις περιπτώσεις που δεν έβρισκε αρτηρία προκαλούσε συχνά θανάσιμη μόλυνση, γεγονός που απαιτούσε ακρωτηριασμό στο 62% των περιπτώσεων – μια πρακτική άγνωστη στους αρχαίου γιατρούς μέχρι και τους κλασσικούς χρόνους.
Τα δόρατα εξελίχθηκαν από τα απλά υποδείγματα των 1,8 μέτρων των αρχαϊκών χρόνων στη φοβερή μακεδονική σάρισσα των 5,5 μέτρων. Οι οξείες αιχμές της λόγχης επέτρεπαν στα δόρατα να τρυπούν ή να κόβουν το ανθρώπινο σώμα και ήταν ιδιαίτερα θανατηφόρες όταν έπλητταν την τραχεία ή την τραχηλική φλέβα. Αν και δεν ήταν εύκολο να προσβάλουν απ’ ευθείας ένα θωρακισμένο αντίπαλο, μπορούσαν να τον πληγώσουν ή να τον ρίξουν στο έδαφος, όπου θα παρουσίαζε πολύ ευκολότερο στόχο, εκθέτοντας ζωτικά σημεία του σώματος για το τελειωτικό κτύπημα.
Το σπαθί δεν απετέλεσε βασικό όπλο μάχης για κανένα στρατό μέχρι την εμφάνιση της Ρώμης. Οι αρχαίοι Έλληνες το αντιμετώπιζαν ως βοηθητικό μέσο και ήταν ελάχιστα εξοικειωμένοι με τη χρήση του, χωρίς να έχουν ιδιαίτερα άδικο, αφού ένας μαχητής καλά εκπαιδευμένος στο δόρυ πλεονεκτεί στην αναμέτρηση με ένα ξιφομάχο. Στα χέρια των Ρωμαίων λεγεωνάριων όμως το θρυλικό gladius προκαλούσε τον τρόμο στους αντιπάλους.
Το πλεονέκτημα του σπαθιού αυτού σε μια μάχη εκ του συστάδην ήταν ότι μπορούσε να προκαλέσει βαθιά τραύματα σχεδόν σε κάθε μέρος του σώματος. Μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί με φοβερό τρόπο κατά των χεριών, όπως συνήθιζαν να ενεργούν οι Ρωμαίοι.
Αν ένα στρατιώτης δεχόταν κτύπημα, το σπαθί ακρωτηρίαζε εύκολα το μέλος και άφηνε το αποσβολωμένο θύμα ανυπεράσπιστο απέναντι σε μια δεύτερη θανατηφόρα νύξη στην κοιλιά, ο λαιμό ή το πρόσωπο. Πιθανώς το πιο σύνηθες τραύμα για τους αρχαίους πολεμιστές ήταν το κάταγμα. Το γεγονός πως τα αιγυπτιακά και τα σουμεριακά ιατρικά κείμενα ασχολούνται εκτενώς με περιπτώσεις σπασμένων οστών, φανερώνει πως οι στρατιωτικοί γιατροί της εποχής ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με αυτό τον τύπο τραυμάτων.
Με εξαίρεση το κρανίο, υπάρχει πολύ μικρή διαφορά στο μέγεθος της δύναμης που απαιτείται για να συντριβεί οποιοδήποτε οστό στο ανθρώπινο σώμα. Ακόμα και τα χονδρά οστά του μηρού χρειάζονται λίγο περισσότερη φόρτιση για να σπάσουν σε σχέση με τα λεπτά κόκκαλα του βραχίονα.
Υπολογίζεται πως 91,8 Joule ενέργειας κρούσης είναι αρκετά για να θραύσουν οποιοδήποτε οστό στο ανθρώπινο σώμα, εκτός από εκείνα του κρανίου. Έτσι το πλήγμα που καταφερόταν στα πλευρά ενός θωρακισμένου αρχαίου πολεμιστή από ρόπαλο (137 Joule), ακόντιο (91 Joule), πέλεκυ (95,6 Joule), απλό ξίφος (105 Joule), διατρητικό πέλεκυ (105 Joule), gladius (137 Joule) ή δόρυ (96 Joule), θα μπορούσε να εύκολα να προκαλέσει κατάγματα.
Χωρίς αμφιβολία ο αρχαίος στρατιώτης κινδύνευε σοβαρά από σπάσιμο των οστών, τραύμα που θα τον άφηνε εκτεθειμένο σε επόμενο θανάσιμο πλήγμα. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι την εξαφάνιση του αλόγου από το πεδίο μάχης, κατά τον 20ο αιώνα, τα κατάγματα αποτελούσαν την κυριότερη αιτία τραυματισμού, και για τους ιππείς, οι οποίοι συχνά κατά τη διάρκεια της μάχης έπεφταν από τα άλογά τους.
Θεωρείται βέβαιο πως η συχνότητα και ο τύπος των τραυμάτων στις μάχες της αρχαιότητας ποίκιλλαν αρκετά, ανάλογα με τα όπλα, τις θωρακίσεις και τις τακτικές που χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε περίοδο.
Ο κίνδυνος του θανάτου κυμαινόταν πολύ, ανάλογα με το στρατό στον οποίο υπηρετούσε κάποιος. Έτσι ο Αιγύπτιος στρατιώτης που πολεμούσε του Υκσώς ήταν τελείως απροστάτευτος απέναντι στα όπλα τους, ενώ ο στρατιώτης της ίδια εθνικότητας που πολεμούσε του Χετταίους μετά από 200 χρόνια είχε πολλές πιθανότητες να βγει από μία μάχη σώος και αβλαβής. Φυσικά οι αναλύσεις δεν ισχύουν για στρατούς των οποίων η πειθαρχία κατέρρεε και τρέπονταν σε άτακτη φυγή, αφού οι άνδρες τους θα ήταν τρωτοί απέναντι σε κάθε είδους προσβολή από τη διώκουσα δύναμη.
Είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα η διαπίστωση πως ένα αρχαίος στρατιώτης, από την Εποχή του Χαλκού ως και τον 1ο αιώνα π.Χ., κινδύνευε να πεθάνει από διάφορες μολύνσεις τραυμάτων στον ίδιο ακριβώς βαθμό με ένα συνάδελφό του οποιασδήποτε άλλης εποχής μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο θάνατος παραμόνευε τον τραυματία της μάχης με τη μορφή τριών φοβερών μικροβιακών απειλών: τον τέτανο, την αεριογόνο γάγγραινα και τη σηψαιμία.
Ο τέτανος ήταν η συνηθέστερη μόλυνση. Προέρχεται από το αναερόβιο βακτήριο Clostridium tetani, που εισέρχεται στον οργανισμό μέσω βαθιών τομών στο δέρμα και τα σπλάχνα, και συνήθως συνοδεύει τραύματα που παρουσιάζουν σοβαρή ιστολογική βλάβη και νέκρωση.
Το βακτήριο του τετάνου παράγει μια τοξίνη που «ταξιδεύει» ως το νωτιαίο μυελό και προκαλεί τρομερούς σπασμούς στους σκελετικούς μύες. Οι σπασμοί αυτοί είναι δυνατό να σκοτώσουν τον ασθενή από ασφυξία, καθώς διογκώνουν υπερβολικό το διάφραγμα και μπορεί να είναι τόσο ισχυροί ώστε να καταστρέψουν τη σπονδυλική στήλη σε κάποιο σημείο, προκαλώντας αφόρητο πόνο.
Μία ακριβής περιγραφή αυτών των συμπτωμάτων υπάρχει στους «Αφορισμούς» του Ιπποκράτη, ένδειξη πως οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν καλά τις επιπτώσεις του τετάνου. Το βακτήριο του τετάνου ενδημεί στην επιφάνεια του εδάφους και βρίσκεται κυρίως σε εκτάσεις πλούσιες σε κοπριά, τυπικές των αγροτικών κοινωνιών του αρχαίου κόσμου.
ΟΙ πληθυσμοί του αυξάνονται όπου η υγιεινή βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και όπου υπάρχουν ανθρώπινα ή ζωικά περιττώματα. Έτσι κάθε στρατιώτης του οποίου το τραύμα θα ερχόταν σε επαφή με το χώμα, κινδύνευε άμεσα από μόλυνση. Αν το τραύμα δεν καθαριζόταν προσεκτικά με νερό ή κρασί και οι γιατροί έσπευδαν να το καλύψουν αμέσως με πρόχειρους επιδέσμους χωρίς να το καθαρίσουν απόλυτα, η μόλυνση από τέτανο ήταν σίγουρη. Ο μέσος όρος μολύνσεων τέτοιου είδους ήταν περίπου 5,6% και η θνησιμότητα 80%. Από τη στιγμή που ένας στρατιώτης μολυνόταν, η επιβίωσή του εξαρτάτο από την αντοχή του και το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού του.
Η αεριογόνος γάγγραινα προκαλείται από έξι είδη βακτηρίων γνωστών υπό το γενικό όρο Clostridium perfigens, που είναι επίσης αναερόβια και ενδημούν στο καλλιεργημένο έδαφος. Παράγουν μία τοξίνη που καταστρέφει το μυϊκό ιστό μέσω φυσαλίδων υδρογόνου. Η περιοχή του τραύματος νεκρώνεται, η μόλυνση επεκτείνεται και συνοδεύεται από τρομερή δυσωδία που παράγουν οι αποσυντιθέμενοι ιστοί. Το ποσοστό εμφάνισης του συγκεκριμένου είδους μόλυνσης θα πρέπει να κυμαινόταν στο 5%, αλλά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως η θνησιμότητα στους αρχαίους στρατούς που δεν γνώριζαν την τεχνική του ακρωτηριασμού θα έφθανε στο 100%.
Η σηψαιμία ή δηλητηρίαση του αίματος, προκαλείται όταν το συνηθισμένο βακτήριο του σώματος Staphilococcus bacteri εισέλθει στο κυκλοφορικό σύστημα. Αν ένα κύριο αιμοφόρο αγγείο τρυπηθεί και το τραύμα προσβληθεί από δευτερεύουσα μόλυνση, αυτή μπορεί να επεκταθεί στο φυσιολογικά αποστειρωμένο κυκλοφορικό σύστημα. Το ποσοστό εμφάνισης μια τέτοιας μόλυνσης είναι 1,7% και αυτή παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις αρτηριακών τραυμάτων. Η θνησιμότητα ως τα μέσα του 20ου αιώνα παρέμενε εξαιρετικά υψηλή, μέχρι την εμφάνιση και τη διάδοση των αντιβιοτικών.
Ένας από τους τέσσερις τραυματίες της αρχαίας μάχης πέθαινε από τις πληγές του μέσα σε 7 έως 10 μέρες από τις τρεις παραπάνω κύριες αιτίες ή από αιμορραγικό σοκ. Πρέπει να τονιστεί πως αυτοί οι τέσσερις παράγοντες παρέμειναν ως βασικές αιτίες θανάτου ασθενών και τραυματιών μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ
Στους στρατούς των αρχαίων χρόνων, όπως και σε όλους τους στρατούς μέχρι τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1905, περισσότεροι στρατιώτες έβρισκαν το θάνατο από ασθένειες παρά από τα όπλα του εχθρού. Οι ασθένειες στους αρχαίους στρατούς εμφανίζονταν πολύ πιο εύκολα στις περιπτώσεις που μεγάλος αριθμός ανδρών συνωστιζόταν για αρκετό χρονικό διάστημα σε χώρους όπου δεν υπήρχαν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις υγιεινής. Με την εξαίρεση των στρατών της Αιγύπτου και της Ρώμης που τηρούσαν σχολαστικά τους βασικούς κανόνες υγιεινής, ελέγχοντας την καταλληλότητα του πόσιμου νερού και των τροφίμων, οι υπόλοιποι στρατοί δεν έπαιρναν απολύτως κανένα προληπτικό μέτρο. ΟΙ πολεμικές επιχειρήσεις μείωναν αρκετά την αντίσταση του στρατιώτη στις ασθένειες, καθώς η διατροφή που παρεχόταν ήταν τις περισσότερες φορές ανεπαρκής για να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα την αμυντική ικανότητα του οργανισμού. Οι στρατοί που βρίσκονταν σε κίνηση κινδύνευαν λιγότερο από τις επιπτώσεις της κακής υγιεινής. Τα πιο πιθανά σημεία για εκδήλωση επιδημιών ήταν εκεί που οργανώνονταν πολιορκίες, με τεράστιους αριθμούς πολεμιστών να συγκεντρώνονται σε ελάχιστο χώρο, υποφέροντας συχνά από ελλείψεις τροφίμων.
Συνηθέστερη ασθένεια για τους αρχαίους ήταν η δυσεντερία. Αποκαλούμενη «εκστρατευτικός πυρετός», είναι πιθανώς η κοινότερη ασθένεια μεταξύ των στρατιωτών όλων των εποχών. Η πρώτη σαφής περιγραφή των συμπτωμάτων της δυσεντερίας σημειώνεται σε αιγυπτιακούς πάπυρους του 1550 π.Χ., αλλά θα πρέπει να ήταν γνωστά από πολύ παλαιότερες περιόδους. Ο Ιπποκράτης τα αναφέρει με λεπτομέρειες στα γραπτά του. Τα ρωμαϊκά ιατρικά κείμενα παρουσιάζουν εκτενώς προληπτικές μεθόδους. Η δυσεντερία προκαλείται από έναν υδρόβιο βάκιλλο που μεταδίδεται στον οργανισμό από μολυσμένη τροφή και νερό. Συνέβη συχνά σε πορείες, να καταβληθεί ένας ολόκληρος στρατός, όταν ξεδίψασε από ακατάλληλη πηγή. Αν και η συνήθης θνησιμότητα κυμαινόταν στο 5%, η εμφάνιση της δυσεντερίας ακινητοποιούσε τεράστιους αριθμούς ανδρών για περιόδους δύο ως τριών εβδομάδων – ανδρών που δεν μπορούσαν σε αυτό το διάστημα να χρησιμοποιηθούν ως μάχιμα στοιχεία κατά κανένα τρόπο.
Ο τυφοειδής πυρετός, που προέρχεται από το βακτήριο Salmonella typhi, ήταν άλλη μια «πληγή» για το αρχαίο πολεμιστή, διαδιδόμενη τάχιστα από μύγες που μόλυναν την ανθρώπινη τροφή. Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με την αντιμετώπιση του, αλλά οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που έλαβαν συστηματικά μέτρα υγιεινής για τον περιορισμό της συγκεκριμένης ασθένειας. Κατασκεύαζαν τα αποχωρητήριά τους με βάθος τριών μέτρων, τα ξέπλεναν με νερό και τα κάλυπταν με ξύλινες σανίδες ή πέτρες ώστε να τα κρατήσουν σκοτεινά και απαλλαγμένα από μύγες. Γνώριζαν πως ένας στρατός που βρισκόταν στο επίκεντρο μια επιδημίας τυφοειδούς πυρετού, ουσιαστικά αχρηστευόταν ως μάχιμη δύναμη. Η θνησιμότητα έφθανε το 10 έως 13%, αλλά το σημαντικότερο ήταν πως απαιτούντο τέσσερις εβδομάδες φοβερού πόνου και παραληρηματικού πυρετού για να πραγματοποιήσει η ασθένεια τον κύκλο της.
Η προμήθεια πόσιμου νερού κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας φαίνεται πως απασχολούσε αρκετά τους αρχαίους στρατούς. Ο Έλληνας στρατιώτης συνήθιζε να παίρνει μαζί του μία ποσότητα κρασιού για να βοηθήσει το στομάχι του να εξοικειωθεί με το σκληρό νερό που θα έπρεπε να πιει στον πόλεμο. Ο Ρωμαίος στρατιώτης σπάνια μετέφερε νερό στο παγούρι του, προτιμώντας να καταναλώνει ένα είδος δυνατού, κόκκινου, ξινισμένου κρασιού (acetum) που είχε υποστεί παρατεταμένη ζύμωση. Όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν της Παλαιστίνη οι Εβραίοι, που ήταν συνηθισμένοι στα τοπικά γλυκά κρασιά, κοιτούσαν παράξενα τους κατακτητές τους να πίνουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν ξίδι. Το βέβαιο είναι πως η κατανάλωση του ξινισμένου κρασιού από τους Ρωμαίους είχε πολλά ιατρικά πλεονεκτήματα. Εξαιρετικά πλούσιο σε πολυφαινόλες, μπορούμε ταυτόχρονα να χρησιμοποιηθεί από τους στρατιωτικούς γιατρούς ως αντισηπτικό και καθαριστικό των τραυμάτων, ενεργώντας ως βακτηριοστατικός και βακτηριοκτόνος παράγοντας.
Ο τύφος είναι επίσης μια από τις πλέον θανατηφόρες ασθένειες, που έχουν συνδέσει το όνομά τους με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε όλους του αιώνες. Οφείλεται σε ένα μικροοργανισμό που είναι κάτι μεταξύ βακτηρίου και ιού και αναπτύσσεται στο αίμα διαφόρων ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ποντικών, Πρόκειται για μια ασθένεια που μεταδίδεται στον άνθρωπο από τις ψείρες (Pediculus humanus), που ζουν μέσα στα ρούχα και στα μαλλιά, και εκδηλώνεται πολύ συχνά εκεί όπου μεγάλος αριθμός ατόμων είναι αναγκασμένος να συμβιώνει σε πολύ μικρούς χώρους, όπως φυλακές, πλοία κ.α. Τα συμπτώματα του τύφου είναι υψηλός πυρετός, ρίγη, αίσθηση αδυναμίας και πόνος στις αρθρώσεις που συνοδεύεται από φοβερούς πονοκεφάλους. Η θνησιμότητα από τύφο κυμαινόταν μεταξύ 10 και 40% και είναι γνωστό πως κατά καιρούς η ασθένεια αυτή έχει αφανίσει ολόκληρους στρατούς: Ο τύφος είναι μια ασθένεια της εύκρατης ζώνης και είναι πιθανό οι στρατοί της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης να είχαν καλή γνώση των συνεπειών της. Οι στρατιές της Βαβυλώνας και της Αιγύπτου αντιμετώπιζαν αρκετά λιγότερα περιστατικά λόγω του θερμού κλίματος και της τάσης να φορούν λιγότερο βαριά ενδύματα. Όταν όμως μετακινούντο σε εύκρατες περιοχές, όπως αυτές του Λιβάνου και της Αρμενίας, κινδύνευαν σοβαρά από μόλυνση. Αν και οι ιστορικοί συγγραφείς δεν συμφωνούν απόλυτα, η κυρίαρχη άποψη είναι πως η μεγάλη επιδημία που θέρισε τον αθηναϊκό στρατό κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμε οφειλόταν κατά πάσα πιθανότητα σε τύφο.
Παρόμοιας επικινδυνότητας με τον τύφο ήταν και οι εμφανίσεις της ευλογιάς, που ήταν αρκετά συχνές στον αρχαίο κόσμο, με θνησιμότητα η οποία τις περισσότερες φορές κυμαινόταν από 20 έως 40%, αλλά μπορούσε να αγγίξει και το 90%. Από μια τέτοια επιδημία πέθανε το 1160 π.Χ. και ο Φαραώ Ραμσής Ε΄, ενώ η μεγάλη επιδημία που αποδεκάτισε τη Ρώμη των Αντωνίνων το 2ο αιώνα μ.Χ. οφειλόταν πιθανώς σε ευλογιά που μετέφεραν από τις ανατολικές επαρχίες οι επανακάμπτουσες λεγεώνες.
Τα αρχεία αποστρατειών του ρωμαϊκού στρατού επιτρέπουν σαφή γνώση της σοβαρότητας των επιπτώσεων των ασθενειών στη ζωή του αρχαίου πολεμιστή. Σε μια ρωμαϊκή λεγεώνα του 1ου αιώνα μ.Χ., το 50% των στρατιωτών που κατατάσσονταν σε ηλικία 18 ετών ήταν ακόμα ζωντανοί στα 42 τους ώστε να απολαύσουν τη σύνταξή τους. Εφ’ όσον το 5,8% των στρατιωτών θα πέθαινε στη μάχη και ένα άλλο 8-10% θα υπέκυπτε σε τραύματα πολέμου, αυτό σημαίνει πως το υπόλοιπο 35% των λεγεωνάριων θα πέθαινε από κάποιας μορφής ασθένεια, συμπεριλαμβανομένων των επιδημιών. Πάντως, παρά τη συμμετοχή του σε δεκάδες μάχες, ο μέσο λεγεωνάριος ήταν γενικά μακροβιότερος από το μέσω Ρωμαίο πολίτη, και είχε πέντε φορές λιγότερα στοματολογικά προβλήματα από αυτόν, γεγονός που μαρτυρεί την καλύτερη δίαιτα των στρατοπέδων.
Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΑΤΥΧHMΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
Ένας στρατός κινδυνεύει σε μεγάλο βαθμό και από ατυχήματα. Ακόμα και μια απλή μετακίνηση μιας δύναμης 10.000 ανδρών δεν είναι εύκολη υπόθεση και η πορεία στοιχίζει αρκετά στην υγεία και την ασφάλεια του στρατιώτη. Οι αρχαίοι στρατοί συνήθιζαν να βαδίζουν σε φάλαγγες, καθώς δεν υπήρχαν δρόμοι και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να διατηρηθεί ένας στοιχειώδης έλεγχος από τη διοίκηση. Ο στρατός του Αλέξανδρου, με τους 65.000 πεζούς και τους 6.000 ιππείς του, στοιχιζόμενους σε φάλαγγα πλάτους 10 ανδρών θα εκτεινόταν σαν φίδι σε μήκος 25 χιλιομέτρων, χωρίς να συνυπολογιστούν τα μεταφορικά ζώα στις εφοδιοπομπές. Οι στρατοί όφειλαν να κινηθούν κατά το δυνατό σαν μια συμπαγής μάζα- αλλιώς δεν μπορούσαν να κινηθούν καθόλου. Ο αέρας που εισπνέει ένας στρατιώτης στο κέντρο ενός σχηματισμού είναι δύσοσμο, η σκόνη φράσσει τα ρουθούνια, τα μάτια ερεθίζονται και οι πνεύμονες καταπονούνται. Όπως έλεγε κάποτε και ο Ναπολέων, «ο κόσμος του στρατιώτη στην πορεία αποτελείται εξ ολοκλήρου από τη θέα του σάκου στην πλάτη του μπροστινού του». Σε μια μόνο ημέρα πορείας οι ρινορραγίες, οι ερεθισμοί των οφθαλμών και τα αναπνευστικά προβλήματα προκαλούσαν βλάβες τέτοιου βαθμού ώστε αρκετοί στρατιώτες άρχιζαν να πέφτουν λιπόθυμοι έξω από τις γραμμές τους και να εγκαταλείπονται πίσω. Σε ζεστά κλίματα ο αριθμός των απωλειών αυξανόταν κατά πολύ.
Η διατροφή στους αρχαίους στρατούς ήταν άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα. Οι σύγχρονοι στρατοί υπολογίζουν πως ένας στρατιώτης βάρους 73 κιλών που μεταφέρει ένα μέτριο φόρτο περπατώντας επί 8 ώρες, χρειάζεται 3.402 θερμίδες και 70 γραμμάρια πρωτεϊνών την ημέρα. Η πίεση και η υπερπροσπάθεια κατά τη μάχη αυξάνουν την ποσότητα τροφής που απαιτείται για να διατηρηθεί ο πολεμιστής υγιής και αξιόμαχος. Στις ερήμους και γενικότερα σε κλίματα με υψηλές θερμοκρασίες και χαμηλή υγρασία, ο στρατιώτης χρειάζεται τουλάχιστον 8,5 λίτρα νερό σε ημερήσια βάση.
Η δίαιτα που ακολουθείτο στους αρχαίους στρατούς ήταν τελείως ανεπαρκής για παρατεταμένες επιχειρήσεις. Περιλάμβανε κυρίως σιτάρι, κριθάρι και κεχρί, που αλέθονταν για να παρασκευαστούν ψωμί, μπισκότα και χυλός. Η τυπική μερίδα που αντιστοιχούσε σε κάθε άνδρα κυμαινόταν μεταξύ 1 και 1,4 kg δημητριακών ημερησίως, που σε μορφή άρτου παρείχαν μόνο 2.500 θερμίδες και 100 γραμμάρια πρωτεϊνών. Αυτό ο αριθμός θερμίδων ήταν σαφώς ανεπαρκής, ακόμα και για τις καλύτερες δυνατός συνθήκες εκστρατείας που θα μπορούσε να συναντήσει ένας στρατιώτης. Μια πορεία τριών ή τεσσάρων ημερών εξασθενούσε πολύ το στρατό και επιδείνωνε ακόμα περισσότερο τα μικρότερα προβλήματα υγείας. Πολλές φορές οι διοικητές βρίσκονταν, μετά από ένα επίπονο δρομολόγιο, στη δυσάρεστη θέση να διαθέτουν μια δύναμη που δεν μπορούσε να πολεμήσει. Σαν να μην έφτανε η κόπωση από την ίδια την πορεία, ο αρχαίος πολεμιστή έπρεπε να μεταφέρει και τα εφόδιά του, που στην περίπτωση των Μακεδόνων ζύγιζαν 27 κιλά, ενώ στην περίπτωση των Ρωμαίων περίπου 25. Το βάρος του φόρτου καθιστούσε με τη σειρά του το στρατιώτη, στα ζεστά κλίματα, ευάλωτο και τον έφερνε πολύ κοντά σε θερμική εξάντληση και θερμοπληξία. Οι άνδρες τότε φορούσαν κατά τις πορείες ολόκληρη την εξάρτυσή τους και μπορούσε να φανταστούμε το μαρτύριο που υφίσταντο όταν η θωράκισή και το κράνος, εκτεθειμένα καθώς ήταν στον ήλιο, έκαιγαν και στο απλό άγγιγμα.
Οι στρατιώτες μπορούσαν να προστατευτούν από ηλιακά εγκαύματα επαλείφοντας το δέρμα με λάδι από φοίνικα ή ελιά, αλλά δεν υπήρχε καμία ένδειξη για την εφαρμογή αυτού του μέτρου πριν από την εποχή της αυτοκρατορικής Ρώμης. Ένα ρωμαϊκό χρονικό μας παρέχει ένα γραφικό παράδειγμα του τι μπορεί να συμβεί σε ένα στρατό που δεν φρόντισε να λάβει τα του για προστασία από τον καύσωνα. Το 24 π.Χ. ο Aellius Gallus, Ρωμαίος κυβερνήτης της Αιγύπτου, οδήγησε μια στρατιά στην Αραβία, όπου απωλέσθηκε ολόκληρη χωρίς να δώσει ούτε μία μάχη, καθώς οι λεγεωνάριοι πέθαναν κατά εκατοντάδες από τη δίψα και τη θερμοπληξία. Πολλοί από τους επιζώντες υπέστησαν μόνιμες βλάβες στην υγεία τους, σε τέτοια έκταση που χρειάστηκε να αποστρατευτούν.
Η ζέστη δεν ήταν ο μόνος «εχθρός» για ένα στρατό της αρχαιότητας. Οι πολεμιστές της Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλώνας, της Περσίας, της Ελλάδας και της Ρώμης, υπέφεραν εξίσου από τα ατυχήματα που κατατρύχουν και τους σύγχρονους συναδέλφους τους (πτώσεις, μώλωπες, κοψίματα, κτυπήματα, φλύκταινες, εξαρθρώσεις και κατάγματα), που μπορούν να μετατρέψουν ένα στρατιώτη σε τραυματία. Τα περισσότερα από αυτά συνέβαιναν στα κάτω άκρα, που ήταν εν γένει απροστάτευτα.
Οι στρατιώτες τότε πολεμούσαν και σε ψυχρά κλίματα, όπως οι Ασσύριοι κατά τις εισβολές τους στην Αρμενία και το Κουρδιστάν. Οι Ρωμαίοι εξεστράτευσαν επανειλημμένα στη Γερμανία, τις Άλπεις, την ανατολική Ευρώπη και τα βουνά της Ισπανίας, περιοχές των οποίων οι κλιματολογικές συνθήκες αποτελούν πρόκληση ακόμα και για σύγχρονους στρατούς. Ο Ξενοφών αναφέρει στην «Κύρου Ανάβαση» πως λίγο έλειψε να χάσει ολόκληρο το στρατό του στις οροσειρές της σημερινής Τουρκίας, όταν οι άνδρες κοιμήθηκαν απροστάτευτοι στην ύπαιθρο και ξύπνησαν αλαφιασμένοι από μια χιονοθύελλα. Ο Αλέξανδρος διέσχισε το αφιλόξενο Ινδοκούχ ξεκινώντας με 100.000 άνδρες και καταλήγοντας με 64.000 δεκατρείς μέρες αργότερα! Ο Αννίβας κατόρθωσε να διασχίσει τις Άλπεις, αλλά με τρομακτικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Από το στρατό του, που αριθμούσε 38.000 πεζούς και 8.000 ιππείς, έχασε 20.000 άνδρες μέχρι να φθάσει στη βόρεια ιταλική πεδιάδα.
Τα μειονεκτήματα του αρχαίου στρατιώτη σε σύγκριση με τους σύγχρονους απογόνους του επεκτείνονται και σε διαφορετικά επίπεδα. Ήταν κατά μέσο όρο ηλικίας 35 ετών, σημαντικά μεγαλύτερος από ότι ο άνδρες των σημερινών ενόπλων δυνάμεων. Η μέση ηλικία των Αμερικανών στρατιωτών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν τα 26 χρόνια και στον πόλεμο του Βιετνάμ τα 22. Η ίδια η φυσιολογία καθιστούσε τον αρχαίο πολεμιστή πιο ευαίσθητο στα κρυοπαγήματα και την κόπωση.
Γενικά ένας αρχαίος στρατός που εξεστράτευε ήταν κυριολεκτικά μια «κινούμενη ιατρική πανωλεθρία», αφού ανέμενε να χάσει το 3-4% της δύναμής του από εξάντληση ή ηλίαση, το 17% από διάφορα ατυχήματα στο δύσβατο δρόμο και αρκετούς ακόμα άνδρες από χρόνια προβλήματα που προκαλούσε η καταπόνηση και η κακή υγιεινή. Εκείνοι που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τη μάζα, αφήνοντας στη τύχη τους στην πλευρά του δρόμου ή στην καλύτερη περίπτωση στις φροντίδες των πρώτων χωρικών που θα συναντούσε το στράτευμα. Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν ακόμα και στις περιπτώσεις εκστρατειών μέσα σε εχθρικό έδαφος, όπου οι στρατοί εγκατέλειπαν τους ασθενείς, τους τραυματίες και τους ετοιμοθάνατους. Ο ρωμαϊκός στρατός, με τα κινητά ασθενοφόρα του και το επαγγελματικό προσωπικό που στελέχωνε τις ιατρικές του υπηρεσίες, ήταν σε θέση να κρατήσει μαζί του τους ελαφρύτερα τραυματισμένους για όλη τη διαδρομή, στους περισσότερους όμως στρατούς οι ασθενείς έπρεπε να εγκαταλειφθούν.
Στο αρχαίο πεδίο μάχης κυριαρχούσε και μια ευρεία ποικιλία βιολογικών όπλων. Τα «δόλια» βέλη που αποσκοπούσαν στο να ανδρανοποιήσουν ή να επιφέρουν σίγουρο θάνατο στο θύμα τους, ήταν πιο επίφοβα από ότι η εκ του συστάδην μάχη με δόρατα, σπαθιά και ρόπαλα. Οι αρχαίοι πολεμιστές συνήθιζαν να εμβαπτίζουν τις αιχμές των βελών τους σε φυσικά δηλητήρια όπως ο χυμός τους ροδόδενδρου και το γαλάκτωμα του αχινού, αλλά το δηλητήριο των φιδιών ήταν η πιο διαδεδομένη τοξίνη. Ειδικά οι Σκύθες τοξότες ήταν φημισμένη για τα δηλητηριώδη βέλη τους, που είχαν εμβαπτίσει σε ένα δύσοσμο μίγμα από δηλητήριο έχιδνας (οχιάς) και ανθρώπινο αίμα (επίσης ήταν φοβερά εύστοχοι από αποστάσεις που έφθαναν ακόμα και τα 550 μέτρα – πολλοί σκελετοί των θυμάτων τους που ανακαλύφθηκαν από τους αρχαιολόγους, βρέθηκαν με βέλη σφηνωμένα ακριβώς ανάμεσα στα μάτια). Το 326 π.Χ. οι Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου αντιμετώπισαν στη βόρεια Ινδία έφιππους τοξότες που έβαλλαν βέλη τρομερής αποτελεσματικότητας και εξαιρετικά θανατηφόρα. Τελικά οι Έλληνες διαπίστωσαν πως οι αντίπαλοί τους τα είχαν εμποτίσει με δηλητήριο ψόφιας οχιάς, που αφηνόταν να αποσυντεθεί στον ήλιο μέχρι που το δέρμα της έλιωνε και το υγρό έβγαινε μόνο του από τους ιστούς. Ο ιστορικός Διόδωρος αναφέρει πως «άνδρες που τραυματίζονταν από τέτοια βλήματα μούδιαζαν ακαριαία, σε ένα μαρτύριο από αφόρητους πόνους και σπασμούς που έρχονταν κατά κύματα, ενώ το δέρματος γινόταν κρύο και μελανιασμένο και ξερνούσαν χολή». Ο Αννίβας έθεσε σε εφαρμογή ένα εξίσου «βρώμικο» σχέδιο, όταν σε μια ναυμαχία κατά της Περγάμου (το 191 π.Χ.) έριξε πάνω στα καταστρώματα των εχθρικών πλοίων ζωντανά δηλητηριώδη φίδια! Ο Ρωμαίος ιστορικός Αππιανός περιγράφει γλαφυρά πως οι πολιορκημένοι κάτοικοι της Θεμισκύρας, στη Βιθυνία, έτρεψαν σε φυγή το ρωμαϊκό στρατό εξαπολύοντας εναντίον του σμήνη από μέλισσες, άγριες αρκούδες και άλλα θηρία το 72 π.Χ. Σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, οι πολίτες της Χάτρα (στο σημερινό Ιράκ) γέμισαν πήλινα αγγεία με δηλητηριώδη έντομα και τα έριξαν από τις επάλξεις των τειχών τους πάνω στις έντρομες λεγεώνες του Σεπτίμιου Σεβήρου.
Στον αντίποδα όλων αυτών των «μέσων θανάτου» και των παρενεργειών τους βρισκόταν η Στρατιωτική Ιατρική, η οποία σε όλες τις εποχές γινόταν αντιληπτή ως μια προσπάθεια να μειωθούν οι ανθρώπινες απώλειες από την εχθρική δράση. Ως τέτοια περιλάμβανε το θεσμό του «έφεδρου» γιατρού, αφού οι περισσότεροι στρατοί μέχρι το 2000 π.Χ. συγκροτούντο με επιστρατεύσεις. Η στρατολόγηση ανδρών από διάφορα κοινωνικά στρώματα προϋπέθετε την ύπαρξη καλά ενημερωμένων γιατρών, που γνώριζαν το επίπεδο υγεία του γενικότερου πληθυσμού, τη δίαιτά του, τη θνησιμότητά και τη διάρκεια ζωής του. Ίσως ο πιο σημαντικός ρόλος ενός τέτοιου πολύτιμου ειδικού να ήταν η εξασφάλιση επαρκών ποσοτήτων τροφής καλής ποιότητας και πόσιμου νερού, παραγόντων τόσο κρίσιμων για την αποτελεσματικότητα ενός στρατού στη μάχη. Μέχρι τον 20ο αιώνα όλοι οι στρατοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, υπέστησαν πολύ περισσότερες απώλειες από τις ασθένειες και τις μολύνσεις, παρά από την ύστατη δοκιμασία στο πεδίο της μάχης