'Evας κόσμος στον οποίο κυριαρχεί η ομορφιά;
Από τον αρχαιοελληνικό κόσμο έχουμε συνήθως μια στερεότυπη εικόνα, συνέπεια εξιδανικεύσεων που παρατηρήθηκαν στη νεοκλασική περίοδο. Στα μουσεία μας βλέπουμε αγάλματα της Αφροδίτης ή του Απόλλωνα που με τη λευκότητα του μαρμάρου επιδεικνύουν μια εξιδανικευμένη ομορφιά.
Στον 4ο αιώνα π.Χ. ο Πολύκλειτος είχε φτιάξει ένα άγαλμα, που στη συνέχεια πήρε το όνομα Κανών, στο οποίο έβρισκαν την εφαρμογή τouς όλοι οι κανόvες της ιδανικής αναλογίας, ενώ αργότερα ο Βιτρούβιος θα υπαγόρευε τις σωστές σωματικές αναλογίες ολόκληρης της φιγούρας σε κλάσματα: το πρόσωπο έπρεπε να είναι το 1/10 του συνολικού ύψους, το κεφάλι το 1/8, το μήκος του θώρακα το 1/4 και ούτω καθεξής. Είναι φυσικό πως, στο αυτής της ιδέας του κάλλους, αντιμετωπίζονταν ως άσχημα όλα τα πλάσματα που δεν ικανοποιούσαν αυτές τις αναλογίες. Αν όμως οι αρχαίοι είχαν εξιδανικεύσει την ομορφιά, ο νεοκλασικισμός εξιδανίκευσε τους αρχαίους ξεχνώντας ότι αυτοί (συχνά επηρεασμένοι από ανατολικές παραδόσεις) παρέδωσαν στη δυτική παράδοση και εικόνες μιας σειράς πλασμάτων που ήταν η ίδια η ενσάρκωση της δυσαναλογίας, η άρνηση κάθε κανόνα.
Το ελληνικό ιδανικό της τελειότητας εκφραζόταν από την καλοκαγαθία, όρο που γεννιέται από την ένωση του όρου καλός (συνήθως μεταφραζόμενου ως «ωραίος») και αγαθός (όρος που συνήθως μεταφράζεται ως «καλός» και καλύπτει επίσης μια σειρά από Θετικές αξίες). Πολλοί έχουν παρατηρήσει ότι το καλό και αγαθό πλάσμα όριζε συνήθως αυτό που στον αγγλοσαξωνικό κόσμο θα ορίσει την αριστοκρατική έννοια του τζέντλεμαν, προσώπου με αξιοπρεπή εμφάνιση, όπως, στυλ, ικανότητα και προφανείς αθλητικές, πολεμικές και ηθικές αρετές. Στο φως αυτού του ιδανικού, η ελληνικότητα επεξεργάστηκε μια ευρεία φιλολογία γύρω από τη σχέση φυσικής ασχήμιας και ηθικής ασχήμιας.
Στον αρχαιοελληνικό κόσμο όμως παρατηρούνται και άλλες αντιφάσεις. θεωρώντας ότι το άσχημο ως έλλειψη αρμονίας είναι το αντίθετο της καλοσύνης τnς ψυχής, ο Πλάτων στην Πολιτεία έλεγε ότι δεν πρέπει να δείχνουμε στα μικρά παιδιά άσχημα πράγματα, όμως παραδεχόταν ότι κατά βάθος υπήρχε ένα ποσοστό ομορφιάς στο καθετί, στο βαθμό που εναρμονιζόταν με την αντίστοιχη ιδέα - γι' αυτό μπορούσε κανείς να πει ωραίο ένα κοριτσάκι, ένα γομάρι, μια χύτρα, παρότι το καθένα από αυτά ήταν άσχημο σε σχέση με το προηγούμενό του.
Στην Ποιητική του ο Αριστοτέλης προσδιόριζε μια αρχή που θα παρέμενε αποδεκτή ανά τους αιώνες παγκοσμίως, ότι δηλαδή τα άσχημα πράγματα μπορούν να απεικονιστούν με ωραίο τρόπο - όλοι από πάντα θαύμαζαν τον τρόπο με τον οποίο ο Oμnρoς είχε περιγράψει τη φυσική και ηθική αποστροφή που προκαλούσε ο θερσίτης.
Τέλος, βλέπουμε ότι αργότερα, σε στωικό περιβάλλον, ο Μάρκος Αυρήλιος αναγνωρίζει ότι και η ασχήμια, και οι ατέλειες όπως τα σκασίματα της κρούστας του ψωμιού, συνεισφέρουν στην ευαρέσκεια του συνόλου. Αρχή, αυτή, που κυριαρχεί στην πατρολογική και σχολαστική θεώρηση, όπου το άσχημο λυτρώνεται από το πλαίσιό του και συνεισφέρει στην αρμονία του σύμπαντος.
Στον 4ο αιώνα π.Χ. ο Πολύκλειτος είχε φτιάξει ένα άγαλμα, που στη συνέχεια πήρε το όνομα Κανών, στο οποίο έβρισκαν την εφαρμογή τouς όλοι οι κανόvες της ιδανικής αναλογίας, ενώ αργότερα ο Βιτρούβιος θα υπαγόρευε τις σωστές σωματικές αναλογίες ολόκληρης της φιγούρας σε κλάσματα: το πρόσωπο έπρεπε να είναι το 1/10 του συνολικού ύψους, το κεφάλι το 1/8, το μήκος του θώρακα το 1/4 και ούτω καθεξής. Είναι φυσικό πως, στο αυτής της ιδέας του κάλλους, αντιμετωπίζονταν ως άσχημα όλα τα πλάσματα που δεν ικανοποιούσαν αυτές τις αναλογίες. Αν όμως οι αρχαίοι είχαν εξιδανικεύσει την ομορφιά, ο νεοκλασικισμός εξιδανίκευσε τους αρχαίους ξεχνώντας ότι αυτοί (συχνά επηρεασμένοι από ανατολικές παραδόσεις) παρέδωσαν στη δυτική παράδοση και εικόνες μιας σειράς πλασμάτων που ήταν η ίδια η ενσάρκωση της δυσαναλογίας, η άρνηση κάθε κανόνα.
Το ελληνικό ιδανικό της τελειότητας εκφραζόταν από την καλοκαγαθία, όρο που γεννιέται από την ένωση του όρου καλός (συνήθως μεταφραζόμενου ως «ωραίος») και αγαθός (όρος που συνήθως μεταφράζεται ως «καλός» και καλύπτει επίσης μια σειρά από Θετικές αξίες). Πολλοί έχουν παρατηρήσει ότι το καλό και αγαθό πλάσμα όριζε συνήθως αυτό που στον αγγλοσαξωνικό κόσμο θα ορίσει την αριστοκρατική έννοια του τζέντλεμαν, προσώπου με αξιοπρεπή εμφάνιση, όπως, στυλ, ικανότητα και προφανείς αθλητικές, πολεμικές και ηθικές αρετές. Στο φως αυτού του ιδανικού, η ελληνικότητα επεξεργάστηκε μια ευρεία φιλολογία γύρω από τη σχέση φυσικής ασχήμιας και ηθικής ασχήμιας.
Στον αρχαιοελληνικό κόσμο όμως παρατηρούνται και άλλες αντιφάσεις. θεωρώντας ότι το άσχημο ως έλλειψη αρμονίας είναι το αντίθετο της καλοσύνης τnς ψυχής, ο Πλάτων στην Πολιτεία έλεγε ότι δεν πρέπει να δείχνουμε στα μικρά παιδιά άσχημα πράγματα, όμως παραδεχόταν ότι κατά βάθος υπήρχε ένα ποσοστό ομορφιάς στο καθετί, στο βαθμό που εναρμονιζόταν με την αντίστοιχη ιδέα - γι' αυτό μπορούσε κανείς να πει ωραίο ένα κοριτσάκι, ένα γομάρι, μια χύτρα, παρότι το καθένα από αυτά ήταν άσχημο σε σχέση με το προηγούμενό του.
Στην Ποιητική του ο Αριστοτέλης προσδιόριζε μια αρχή που θα παρέμενε αποδεκτή ανά τους αιώνες παγκοσμίως, ότι δηλαδή τα άσχημα πράγματα μπορούν να απεικονιστούν με ωραίο τρόπο - όλοι από πάντα θαύμαζαν τον τρόπο με τον οποίο ο Oμnρoς είχε περιγράψει τη φυσική και ηθική αποστροφή που προκαλούσε ο θερσίτης.
Τέλος, βλέπουμε ότι αργότερα, σε στωικό περιβάλλον, ο Μάρκος Αυρήλιος αναγνωρίζει ότι και η ασχήμια, και οι ατέλειες όπως τα σκασίματα της κρούστας του ψωμιού, συνεισφέρουν στην ευαρέσκεια του συνόλου. Αρχή, αυτή, που κυριαρχεί στην πατρολογική και σχολαστική θεώρηση, όπου το άσχημο λυτρώνεται από το πλαίσιό του και συνεισφέρει στην αρμονία του σύμπαντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου