Θέλω να ζωγραφίσω την Σιωπή, αλλά πόσα ηλιοβασιλέματα να υμνήσω;
Πόσες φωνές να σιγήσω;
Πόσα άστρα να αγγίξω;
Μάτια βουβά, βρεγμένα από τα κύματα της ψυχής πώς ζωγραφίζονται;
Μάτια σκοτεινά γεμάτα από σκουριασμένα παλιοσίδερα ξεχασμένα από τα χέρια που τα δούλεψαν ζυμωμένα με ιδρώτα και ελπίδα, με προσδοκία λαίμαργη για όνειρα που ξύπνησαν τρομαγμένα και ξεχάστηκαν μέσα από το παραθύρι του αιώνιου ποτέ, πώς να τα σιάξεις;
Πώς να γκρεμίσω το φράγμα της ομορφιάς και της αντίζηλης ασχήμιας;
Πώς να δω πίσω από το απόσταγμα της ομορφιάς και της πανάγαθης ασχήμιας με τα παράσημα που μου χάρισε γιατί αποκάλυψα θαρραλέα τα μυστικά της;
Η σιωπή κραυγάζει και γεμίζει με χρώματα την παλέτα της αθόρυβης πύλης προς τον καμβά, που μειδιά για τον γρίφο και ελπίζει στην Ανάσταση της Μεγάλης Αποκάλυψης του Άχρονου.
Μεγάλη πολυλογία και ακόμα μου ξεγλυστράς μέσα στα λούσα του ανάκτορου που έχτισε κάποιος σπουδαίος.
Μα πού είσαι επιτέλους;
Ποια νομίζεις ότι είσαι που με βάζεις ενώπιον του Μινώταυρου;
Εγώ την Σιωπή θέλω να ζωγραφίσω. Εσένα. Τι δουλειά έχει μαζί σου αυτός;
Πώς να ζωγραφίσω, με τις σάρκες μου ματωμένες, βορά του θηρίου;
Ωιμέ υπέρτατη θυσία της θείας επιθυμίας να θάψω τους αγαπημένους μου.
Ωιμέ, πώς να θάψω τα άστρα;
Πώς να θάψω τα δειλινά και τα χαμόγελα των δακρύων της χαράς μου που με μαστιγώνουν για την προδοσία μου;
Ωιμέ, πώς να θάψω τις μνήμες των παιδιών που αθώωναν την ύπαρξή μου;
Πώς να θάψω όλα τα πώς, που εκμηδενίζουν ακόμα και την επιθυμία μου να σε ζωγραφίσω;
Αστραπές με κεραυνούς στο μέτωπο των οριζόντων έκαιγαν τα αρχεία των τάφων και των ανακτόρων της μνήμης.
Τα χρώματα ξεπλύθηκαν, ο καμβάς έλιωσε μέσα στα ύδατα του εξαγνιστικού πυρός που έφλεγε την ρότα του πλοίου μέσα στο ταξίδι του χρόνου. Ο χρόνος πήρε των ομματιών του και χάθηκε μαζί με τις αναμνήσεις και τα όνειρα της γεμάτης άλλοθι οικείας θειότητας του παλιού καμβά.
Και τότε μια Grand Entrance και ένα Grand Finale της Σιωπής απλώθηκε στην παλέτα του άχρονου χρόνου και βάφτηκε με τα άχρωμα χρώματα του άγνωστου Θείου στα γνωστά μονοπάτια του αδιαίρετου και ομοούσιου Είναι.
Ο καμβάς, μου έκλεισε πονηρά το μάτι και εγώ χαμογέλασα αφού δεν υπήρχε και κανένας άλλος εκεί, εξαρχής. Μπορείτε να πείτε ούτε και ο καμβάς. Ή αν προτιμάτε παρέμεινα κάτω από το δέντρο, χαμογελώντας.
Πόσες φωνές να σιγήσω;
Πόσα άστρα να αγγίξω;
Μάτια βουβά, βρεγμένα από τα κύματα της ψυχής πώς ζωγραφίζονται;
Μάτια σκοτεινά γεμάτα από σκουριασμένα παλιοσίδερα ξεχασμένα από τα χέρια που τα δούλεψαν ζυμωμένα με ιδρώτα και ελπίδα, με προσδοκία λαίμαργη για όνειρα που ξύπνησαν τρομαγμένα και ξεχάστηκαν μέσα από το παραθύρι του αιώνιου ποτέ, πώς να τα σιάξεις;
Πώς να γκρεμίσω το φράγμα της ομορφιάς και της αντίζηλης ασχήμιας;
Πώς να δω πίσω από το απόσταγμα της ομορφιάς και της πανάγαθης ασχήμιας με τα παράσημα που μου χάρισε γιατί αποκάλυψα θαρραλέα τα μυστικά της;
Η σιωπή κραυγάζει και γεμίζει με χρώματα την παλέτα της αθόρυβης πύλης προς τον καμβά, που μειδιά για τον γρίφο και ελπίζει στην Ανάσταση της Μεγάλης Αποκάλυψης του Άχρονου.
Μεγάλη πολυλογία και ακόμα μου ξεγλυστράς μέσα στα λούσα του ανάκτορου που έχτισε κάποιος σπουδαίος.
Μα πού είσαι επιτέλους;
Ποια νομίζεις ότι είσαι που με βάζεις ενώπιον του Μινώταυρου;
Εγώ την Σιωπή θέλω να ζωγραφίσω. Εσένα. Τι δουλειά έχει μαζί σου αυτός;
Πώς να ζωγραφίσω, με τις σάρκες μου ματωμένες, βορά του θηρίου;
Ωιμέ υπέρτατη θυσία της θείας επιθυμίας να θάψω τους αγαπημένους μου.
Ωιμέ, πώς να θάψω τα άστρα;
Πώς να θάψω τα δειλινά και τα χαμόγελα των δακρύων της χαράς μου που με μαστιγώνουν για την προδοσία μου;
Ωιμέ, πώς να θάψω τις μνήμες των παιδιών που αθώωναν την ύπαρξή μου;
Πώς να θάψω όλα τα πώς, που εκμηδενίζουν ακόμα και την επιθυμία μου να σε ζωγραφίσω;
Αστραπές με κεραυνούς στο μέτωπο των οριζόντων έκαιγαν τα αρχεία των τάφων και των ανακτόρων της μνήμης.
Τα χρώματα ξεπλύθηκαν, ο καμβάς έλιωσε μέσα στα ύδατα του εξαγνιστικού πυρός που έφλεγε την ρότα του πλοίου μέσα στο ταξίδι του χρόνου. Ο χρόνος πήρε των ομματιών του και χάθηκε μαζί με τις αναμνήσεις και τα όνειρα της γεμάτης άλλοθι οικείας θειότητας του παλιού καμβά.
Και τότε μια Grand Entrance και ένα Grand Finale της Σιωπής απλώθηκε στην παλέτα του άχρονου χρόνου και βάφτηκε με τα άχρωμα χρώματα του άγνωστου Θείου στα γνωστά μονοπάτια του αδιαίρετου και ομοούσιου Είναι.
Ο καμβάς, μου έκλεισε πονηρά το μάτι και εγώ χαμογέλασα αφού δεν υπήρχε και κανένας άλλος εκεί, εξαρχής. Μπορείτε να πείτε ούτε και ο καμβάς. Ή αν προτιμάτε παρέμεινα κάτω από το δέντρο, χαμογελώντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου