Όταν έφτασε μπροστά στον μεγάλο φράχτη είχε περάσει μία. Η γειτονιά κοιμόταν, ίσως να ήταν ακόμα μια δυο παρέες στις καφετέριες στην πλατεία αλλά το σπίτι ήταν μακριά, η κίνηση προς τα εκεί είχε σταματήσει ώρες νωρίτερα.
Τα σκυλιά τον είχαν μυριστεί, αλλά τα ταΐσματα με κόκαλα εδώ και κάμποσο καιρό είχαν πιάσει κόπο. Τον περίμεναν και με το που τον είδαν κούνησαν την ουρά τους. Τους πέταξε πάλι κάτι να τα απασχολήσει και έβγαλε τον κόφτη.
Το συρματόπλεγμα ήταν πίσω από τις πρασιές που περιτριγύριζαν το σπίτι. Οι πράσινοι καλλωπιστικοί θάμνοι ήταν για μόστρα, από πίσω υπήρχε ψηλός πέτρινος φράχτης και πάνω του μισό μέτρο συρματοπλέγματα σε τέσσερις σειρές. «Για τους κλέφτες» έλεγαν, «τα κάγκελα τα καβαλάνε». Είχε κλέφτες πράγματι στην περιοχή, την είχαν ρημάξει τα τελευταία χρόνια, αλλά αν κάποιος ήθελε να μπει, έμπαινε. Όπως κι αυτός. Στη γειτονιά έλεγαν το σπίτι «οχυρό», τους κουτσομπόλευαν ότι κάτι είχαν, ίσως κάποιο φυλαγμένο θησαυρό. Τα ήξερε αυτά ο άντρας της, τα άκουγε, επέμενε για κάγκελα ψηλά όπως υπήρχαν κι αλλού, αλλά τελικά πέρασε το δικό της. Όπως πάντα.
Σε δυο λεπτά ήταν στον κήπο. Τα σκυλιά έτρεξαν κοντά του γρυλίζοντας αλλά όχι με εχθρικές διαθέσεις. Έσκυψε τα χάιδεψε και τα ψέκασε με το υπνωτικό σπρέι που είχε αγοράσει στην Αθήνα. Για περίπου μισή ώρα με τρία τέταρτα δεν θα είχε την έννοια τους. Δεν του χρειαζόταν παραπάνω
Η πόρτα της κουζίνας στην πίσω μεριά του σπιτιού ήταν κλειδωμένη. Το περίμενε. Είχε φτιάξει αντικλείδι, δεν ερχόταν πρώτη φορά. Άνοιξε προσεκτικά και μπήκε.
Δεν χρειαζόταν φακό. Το μικρό σποτ στο χωλ που άφηναν πάντα ανοιχτό φώτιζε αμυδρά και την κουζίνα. Ιδέα της και αυτό, εκείνος τούς το είχε βάλει.
Διέσχισε αθόρυβα το χωλ και τον μικρό διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιο της. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Δεν μπήκε μέσα, στάθηκε στην πόρτα και την κοίταξε.
Το φως στο διάδρομο, ανοιχτό και αυτό, το δωμάτιο φαινόταν καθαρά. Το σώμα της μισοσκεπασμένο με ένα ελαφρό σεντόνι, τα μαλλιά της σκόρπιζαν πάνω στο κατάλευκο μαξιλάρι. Το σώμα της μισοτυλιγμένο με ένα ελαφρύ σεντόνι, το λεπτό άρωμα της παντού στο χώρο. Το ένα πόδι ξεπρόβαλε, φαινόταν μέχρι ψηλά, μέχρι πολύ ψηλά που να πάρει! Η χυτή γάμπα, το σμιλεμένο μπούτι που κόλαζε κι άγιο… Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς την παρατηρούσε. Η αναπνοή της κυμάτιζε ανάλαφρα τα μισοκαλυμμένα από το σεντόνι και το νυχτικό της στήθη. Πόσο την ήθελε!
Πρέπει να διαισθάνθηκε την παρουσία του. Την είδε που πάγωσε, τράβηξε το σεντόνι πάνω της και τον κοίταξε. Δεν ήθελε πολύ να τον αναγνωρίσει… «Εσύ…» μουρμούρισε… «τι κάνεις εδώ; τι θέλεις;»
Μια ερώτηση στην οποία δεν μπορούσε να απαντήσει από τότε που σκέφτηκε την επιδρομή του. Δεν απάντησε, την κοίταζε σιωπηλός χωρίς να μπαίνει μέσα, από την πόρτα.
«Πες μου!» θαρρεύτηκε εκείνη. Κάθισε στο μαξιλάρι της και το βλέμμα της έψαξε στο μισοσκόταδο το δικό του. Δεν το είδε, το ένοιωσε. «Ακόμα καλύτερα, φύγε και τελειώνει εδώ! Πριν έρθει ο άνδρας μου και…»
«Ο άνδρας σου λείπει στη Πάτρα για δουλειές, θα έρθει αύριο βράδυ» της είπε ήσυχα. «Τα νέα μαθαίνονται…»
«Ο γιος μου…»
«Ο γιος σου είναι στην Έδεσσα. Εσύ μου το είπες πριν μια εβδομάδα, όταν σου έφτιαχνα τα φώτα στον κήπο, το ξέχασες; Μίλησα το απόγευμα μαζί του στο Facebook. Είμαστε φίλοι, χωρίς να ξέρει ποιος είμαι. Εκεί είναι ακόμα. Μόνη είσαι, πάρε το χαμπάρι…»
«Όλα τα έχεις σκεφτεί ! Τι θες ;»
«Τι λες να θέλω ;»
«Κοίτα... Μην έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Έχεις γυναίκα και παιδί…»
«Άσε τα απ έξω! Κακά ξεμπερδέματα έχω από τότε που σε γνώρισα! Πες μου μια φορά που ήρθα για δουλειές και δεν ήσουν μισόγυμνη! Κάθε τόσο με καλούσες, πότε για το ένα πότε για το άλλο. Πες μου ότι δεν άφηνες επίτηδες να φανούν τα στήθια σου λίγο παραπάνω όπως και τα πόδια σου σε κάθε ευκαιρία. Πες μου ότι δεν με κοίταζες λιγωμένα όπως δούλευα! Πες μου ότι δεν τραβούσες τη ματιά μου με κάθε τρόπο! Εσύ μ έφερες εδώ! Με τρέλανες και τώρα μου λες τι θέλω!»
«Τρελάθηκες; Κι αν έχω φίλο;» του είπε περιπαιχτικά καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι. Τυλίχτηκε με τη ανοιχτή ροζ ρόμπα που ήταν στην καρέκλα δίπλα της. Όχι τόσο γρήγορα που να μην απολαύσει το θέαμα άλλη μια φορά. Δεν τον φοβόταν πια, τον προκαλούσε πάλι. «Φαντάσου να μ' έβρισκες στο κρεβάτι με κανέναν άλλο» συνέχισε.
Καθόταν τώρα στο κρεβάτι και είχε ανάψει τσιγάρο. Το χυτό της πόδι ξεπρόβαλε, του φώναζε «χάιδεψε με», η μισάνοιχτη ρόμπα έδειχνε τα στήθια της μέσα από το νυχτικό, δεν φορούσε σουτιέν, δεν έβλεπε τόσο καθαρά, κανείς τους δεν είχε ανάψει το φως, αλλά πήγαινε στοίχημα πως οι ρώγες από μέσα είχαν σκληρύνει… Ένα οχυρό γεμάτο θησαυρούς… Είχε κόψει το ένα συρματόπλεγμα… Το οχυρό καρτέραγε να κόψει και το άλλο, τις άμυνες της, να το αλώσει…
«Αν σε έβρισκα στο κρεβάτι με άλλον» της είπε με γεμάτη ένταση φωνή «θα τον αντιμετώπιζα. Αντρίκια, στα ίσια! Ότι τρέλα και να σκεφτείς μπορώ να την κάνω! Αρκεί να σε έχω! Θέλω να πάμε στη κόλαση παρέα! Κι ότι θέλει μετά ας γίνει »
Τον κοίταξε για μια στιγμή… Ένοιωθε την ματιά της να τον διαπερνά. Τα μηνίγγια του άρχισαν να χτυπούν καθώς σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι. Με αργές κινήσεις έβγαλε τη ρόμπα της και την πέταξε στην καρέκλα. Τον πλησίασε και πάντα κοιτάζοντας τον έπιασε και το νυχτικό της και το έστειλε να κάνει παρέα στη ρόμπα. Μόνο ένα σλιπάκι πάνω της πλέον, δέκα πόντους μακριά του και πλησίαζε… Τα στήθια της κυμάτιζαν… πέντε πόντους μακριά του, όλο και πλησίαζε…
«Ε, αφού έκανες τόσο κόπο» του είπε σιγανά με φωνή βραχνή… «πάμε στην κόλαση όπως λες…» Τώρα οι ρώγες της ακουμπούσαν στο στήθος του, πέτρα ήταν, είχε δίκιο! Τα δάχτυλα της άρχισαν να ξεκουμπώνουν το πουκάμισο του…
«Όχι!» της είπε με σταθερή φωνή τώρα ενώ το χέρι του την απομάκρυνε ήρεμα. «Σου αρέσει να παίζεις με τα αρσενικά, να τα ανάβεις και να παίρνεις στη συλλογή σου όποια γουστάρεις. Στο είπα, ο κόσμος μικρός, όλα μαθαίνονται! Ο άντρας σου κάνει πως δεν βλέπει, πως δεν ξέρει, ίσως έχει αλλού το μυαλό του. Ξεφτίλισες τον φίλο μου τον Μάκη, τον πήρες από τη γυναίκα του για να τον παρατήσεις σε δυο εβδομάδες. Κι αυτός είχε παιδί, τους διέλυσες το σπίτι! Δεν θα γίνω αντικείμενο στη συλλογή σου, μάθε πως υπάρχουν και κάποιοι που δεν θα τους παρατάς, θα σε παρατάνε! Δική μου είσαι να σε κάνω ότι θέλω. Ε δε σε θέλω! Ούτε για να σε πηδήξω και μετά να σε αφήσω σε θέλω!»
Τον κοίταξε παγωμένη καθώς γύρναγε για να φύγει.
«Μπορώ να φωνάξω…» του είπε απότομα. Η όποια ερωτική ένταση είχε χαθεί ανάμεσα τους.
«Δεν είναι το στυλ σου… Να σ’ ακούσει ποιος; Και να σε δουν μισόγυμνη στο κρεβάτι σου και εμένα εδώ παρεούλα; Οι περισσότεροι θα σκεφτούν πως μου άνοιξες την πόρτα και κάποια στιγμή αρπαχτήκαμε. Δεν το θέλεις, πίστεψε με. Αρκετά σου σέρνουν, αυτό θα ξεπέρναγε κάθε όριο ανοχής ακόμα και από τον πλούσιο τον άνδρα σου.»
Έμεινε να τον κοιτά καθώς έφευγε. Τα σκυλιά κοιμόνταν ακόμα. Πέρασε από το κομμένο συρματόπλεγμα και βγήκε. Του φάνηκε πιο άνετο βγαίνοντας...
Τα σκυλιά τον είχαν μυριστεί, αλλά τα ταΐσματα με κόκαλα εδώ και κάμποσο καιρό είχαν πιάσει κόπο. Τον περίμεναν και με το που τον είδαν κούνησαν την ουρά τους. Τους πέταξε πάλι κάτι να τα απασχολήσει και έβγαλε τον κόφτη.
Το συρματόπλεγμα ήταν πίσω από τις πρασιές που περιτριγύριζαν το σπίτι. Οι πράσινοι καλλωπιστικοί θάμνοι ήταν για μόστρα, από πίσω υπήρχε ψηλός πέτρινος φράχτης και πάνω του μισό μέτρο συρματοπλέγματα σε τέσσερις σειρές. «Για τους κλέφτες» έλεγαν, «τα κάγκελα τα καβαλάνε». Είχε κλέφτες πράγματι στην περιοχή, την είχαν ρημάξει τα τελευταία χρόνια, αλλά αν κάποιος ήθελε να μπει, έμπαινε. Όπως κι αυτός. Στη γειτονιά έλεγαν το σπίτι «οχυρό», τους κουτσομπόλευαν ότι κάτι είχαν, ίσως κάποιο φυλαγμένο θησαυρό. Τα ήξερε αυτά ο άντρας της, τα άκουγε, επέμενε για κάγκελα ψηλά όπως υπήρχαν κι αλλού, αλλά τελικά πέρασε το δικό της. Όπως πάντα.
Σε δυο λεπτά ήταν στον κήπο. Τα σκυλιά έτρεξαν κοντά του γρυλίζοντας αλλά όχι με εχθρικές διαθέσεις. Έσκυψε τα χάιδεψε και τα ψέκασε με το υπνωτικό σπρέι που είχε αγοράσει στην Αθήνα. Για περίπου μισή ώρα με τρία τέταρτα δεν θα είχε την έννοια τους. Δεν του χρειαζόταν παραπάνω
Η πόρτα της κουζίνας στην πίσω μεριά του σπιτιού ήταν κλειδωμένη. Το περίμενε. Είχε φτιάξει αντικλείδι, δεν ερχόταν πρώτη φορά. Άνοιξε προσεκτικά και μπήκε.
Δεν χρειαζόταν φακό. Το μικρό σποτ στο χωλ που άφηναν πάντα ανοιχτό φώτιζε αμυδρά και την κουζίνα. Ιδέα της και αυτό, εκείνος τούς το είχε βάλει.
Διέσχισε αθόρυβα το χωλ και τον μικρό διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιο της. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Δεν μπήκε μέσα, στάθηκε στην πόρτα και την κοίταξε.
Το φως στο διάδρομο, ανοιχτό και αυτό, το δωμάτιο φαινόταν καθαρά. Το σώμα της μισοσκεπασμένο με ένα ελαφρό σεντόνι, τα μαλλιά της σκόρπιζαν πάνω στο κατάλευκο μαξιλάρι. Το σώμα της μισοτυλιγμένο με ένα ελαφρύ σεντόνι, το λεπτό άρωμα της παντού στο χώρο. Το ένα πόδι ξεπρόβαλε, φαινόταν μέχρι ψηλά, μέχρι πολύ ψηλά που να πάρει! Η χυτή γάμπα, το σμιλεμένο μπούτι που κόλαζε κι άγιο… Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά καθώς την παρατηρούσε. Η αναπνοή της κυμάτιζε ανάλαφρα τα μισοκαλυμμένα από το σεντόνι και το νυχτικό της στήθη. Πόσο την ήθελε!
Πρέπει να διαισθάνθηκε την παρουσία του. Την είδε που πάγωσε, τράβηξε το σεντόνι πάνω της και τον κοίταξε. Δεν ήθελε πολύ να τον αναγνωρίσει… «Εσύ…» μουρμούρισε… «τι κάνεις εδώ; τι θέλεις;»
Μια ερώτηση στην οποία δεν μπορούσε να απαντήσει από τότε που σκέφτηκε την επιδρομή του. Δεν απάντησε, την κοίταζε σιωπηλός χωρίς να μπαίνει μέσα, από την πόρτα.
«Πες μου!» θαρρεύτηκε εκείνη. Κάθισε στο μαξιλάρι της και το βλέμμα της έψαξε στο μισοσκόταδο το δικό του. Δεν το είδε, το ένοιωσε. «Ακόμα καλύτερα, φύγε και τελειώνει εδώ! Πριν έρθει ο άνδρας μου και…»
«Ο άνδρας σου λείπει στη Πάτρα για δουλειές, θα έρθει αύριο βράδυ» της είπε ήσυχα. «Τα νέα μαθαίνονται…»
«Ο γιος μου…»
«Ο γιος σου είναι στην Έδεσσα. Εσύ μου το είπες πριν μια εβδομάδα, όταν σου έφτιαχνα τα φώτα στον κήπο, το ξέχασες; Μίλησα το απόγευμα μαζί του στο Facebook. Είμαστε φίλοι, χωρίς να ξέρει ποιος είμαι. Εκεί είναι ακόμα. Μόνη είσαι, πάρε το χαμπάρι…»
«Όλα τα έχεις σκεφτεί ! Τι θες ;»
«Τι λες να θέλω ;»
«Κοίτα... Μην έχουμε κακά ξεμπερδέματα. Έχεις γυναίκα και παιδί…»
«Άσε τα απ έξω! Κακά ξεμπερδέματα έχω από τότε που σε γνώρισα! Πες μου μια φορά που ήρθα για δουλειές και δεν ήσουν μισόγυμνη! Κάθε τόσο με καλούσες, πότε για το ένα πότε για το άλλο. Πες μου ότι δεν άφηνες επίτηδες να φανούν τα στήθια σου λίγο παραπάνω όπως και τα πόδια σου σε κάθε ευκαιρία. Πες μου ότι δεν με κοίταζες λιγωμένα όπως δούλευα! Πες μου ότι δεν τραβούσες τη ματιά μου με κάθε τρόπο! Εσύ μ έφερες εδώ! Με τρέλανες και τώρα μου λες τι θέλω!»
«Τρελάθηκες; Κι αν έχω φίλο;» του είπε περιπαιχτικά καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι. Τυλίχτηκε με τη ανοιχτή ροζ ρόμπα που ήταν στην καρέκλα δίπλα της. Όχι τόσο γρήγορα που να μην απολαύσει το θέαμα άλλη μια φορά. Δεν τον φοβόταν πια, τον προκαλούσε πάλι. «Φαντάσου να μ' έβρισκες στο κρεβάτι με κανέναν άλλο» συνέχισε.
Καθόταν τώρα στο κρεβάτι και είχε ανάψει τσιγάρο. Το χυτό της πόδι ξεπρόβαλε, του φώναζε «χάιδεψε με», η μισάνοιχτη ρόμπα έδειχνε τα στήθια της μέσα από το νυχτικό, δεν φορούσε σουτιέν, δεν έβλεπε τόσο καθαρά, κανείς τους δεν είχε ανάψει το φως, αλλά πήγαινε στοίχημα πως οι ρώγες από μέσα είχαν σκληρύνει… Ένα οχυρό γεμάτο θησαυρούς… Είχε κόψει το ένα συρματόπλεγμα… Το οχυρό καρτέραγε να κόψει και το άλλο, τις άμυνες της, να το αλώσει…
«Αν σε έβρισκα στο κρεβάτι με άλλον» της είπε με γεμάτη ένταση φωνή «θα τον αντιμετώπιζα. Αντρίκια, στα ίσια! Ότι τρέλα και να σκεφτείς μπορώ να την κάνω! Αρκεί να σε έχω! Θέλω να πάμε στη κόλαση παρέα! Κι ότι θέλει μετά ας γίνει »
Τον κοίταξε για μια στιγμή… Ένοιωθε την ματιά της να τον διαπερνά. Τα μηνίγγια του άρχισαν να χτυπούν καθώς σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι. Με αργές κινήσεις έβγαλε τη ρόμπα της και την πέταξε στην καρέκλα. Τον πλησίασε και πάντα κοιτάζοντας τον έπιασε και το νυχτικό της και το έστειλε να κάνει παρέα στη ρόμπα. Μόνο ένα σλιπάκι πάνω της πλέον, δέκα πόντους μακριά του και πλησίαζε… Τα στήθια της κυμάτιζαν… πέντε πόντους μακριά του, όλο και πλησίαζε…
«Ε, αφού έκανες τόσο κόπο» του είπε σιγανά με φωνή βραχνή… «πάμε στην κόλαση όπως λες…» Τώρα οι ρώγες της ακουμπούσαν στο στήθος του, πέτρα ήταν, είχε δίκιο! Τα δάχτυλα της άρχισαν να ξεκουμπώνουν το πουκάμισο του…
«Όχι!» της είπε με σταθερή φωνή τώρα ενώ το χέρι του την απομάκρυνε ήρεμα. «Σου αρέσει να παίζεις με τα αρσενικά, να τα ανάβεις και να παίρνεις στη συλλογή σου όποια γουστάρεις. Στο είπα, ο κόσμος μικρός, όλα μαθαίνονται! Ο άντρας σου κάνει πως δεν βλέπει, πως δεν ξέρει, ίσως έχει αλλού το μυαλό του. Ξεφτίλισες τον φίλο μου τον Μάκη, τον πήρες από τη γυναίκα του για να τον παρατήσεις σε δυο εβδομάδες. Κι αυτός είχε παιδί, τους διέλυσες το σπίτι! Δεν θα γίνω αντικείμενο στη συλλογή σου, μάθε πως υπάρχουν και κάποιοι που δεν θα τους παρατάς, θα σε παρατάνε! Δική μου είσαι να σε κάνω ότι θέλω. Ε δε σε θέλω! Ούτε για να σε πηδήξω και μετά να σε αφήσω σε θέλω!»
Τον κοίταξε παγωμένη καθώς γύρναγε για να φύγει.
«Μπορώ να φωνάξω…» του είπε απότομα. Η όποια ερωτική ένταση είχε χαθεί ανάμεσα τους.
«Δεν είναι το στυλ σου… Να σ’ ακούσει ποιος; Και να σε δουν μισόγυμνη στο κρεβάτι σου και εμένα εδώ παρεούλα; Οι περισσότεροι θα σκεφτούν πως μου άνοιξες την πόρτα και κάποια στιγμή αρπαχτήκαμε. Δεν το θέλεις, πίστεψε με. Αρκετά σου σέρνουν, αυτό θα ξεπέρναγε κάθε όριο ανοχής ακόμα και από τον πλούσιο τον άνδρα σου.»
Έμεινε να τον κοιτά καθώς έφευγε. Τα σκυλιά κοιμόνταν ακόμα. Πέρασε από το κομμένο συρματόπλεγμα και βγήκε. Του φάνηκε πιο άνετο βγαίνοντας...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου