Η μεγαλοφυΐα του Αριστοτέλη λάμπει στο γεγονός ακριβώς ότι ανακάλυψε μια σχέση ισότητας στην έκφραση της αξίας των εμπορευμάτων.(Καρλ Μαρξ)Μετά το ξεκαθάρισμα των δύο μορφών της Χρηματιστικής την Οικονομική και την Καπηλική ο Αριστοτέλης προχώρησε και στην αξιολόγηση τους: «… η Χρηματιστική έχει, όπως είπαμε, δύο μορφές. Η μία είναι η Καπηλική και η άλλη η Οικονομική. Και η μεν δεύτερη είναι αναγκαία και αξιέπαινη, ενώ η πρώτη, η τέχνη της ανταλλακτικής, δικαίως επικρίνεται (διότι δεν ανάγεται στη φύση αλλά στις συναλλαγές των ανθρώπων). (σελ. 327).
Η Οικονομική είναι σύμφωνη με τη φύση, αφού αφορά την αύξηση του πλούτου μέσω της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. (Τα σύγχρονα φαινόμενα του εκφυλισμού της φύσης στο πλαίσιο της ασύστολης εκμετάλλευσης δεν θα μπορούσαν να είναι γνωστά στον Αριστοτέλη). Ως εκ τούτου αφορά τις δυνατότητες για την καλύτερη καλλιέργεια της γης, την ανάπτυξη του κυνηγιού, της αλιείας κτλ.
Η μορφή αυτή της Χρηματιστικής (η Οικονομική) αφορά τον πλούτο που δημιουργείται με την παραγωγή αγαθών. Αφορά δηλαδή τη γνώση για την καταλληλότητα των ζώων που θα χρησιμοποιηθούν για κάθε εργασία, την επιλογή της κατάλληλης καλλιέργειας ανάλογα με το κλίμα, το υψόμετρο ή την υγρασία των χωραφιών, τις τεχνικές της μελισσοκομίας κλπ. Το να μπορεί κανείς διαρκώς να αυξάνει την παραγωγή του τελειοποιώντας τις μεθόδους του, όχι μόνο δεν είναι κακό, αλλά είναι απολύτως ωφέλιμο, αφού συμβάλλει τόσο στην αύξηση των αγαθών, όσο και στην ίδια την πορεία της ανθρώπινης γνώσης που διαρκώς εξελίσσεται μέσα από την πείρα των καιρών. Ο σκοπός αυτού του είδους της Χρηματιστικής είναι η βέλτιστη παραγωγή.
Ο πλούτος εκλαμβάνεται ως απόρροια της φύσης και βέβαια μετριέται ως ποσότητα αγαθών κι όχι ως χρήμα. Φυσικά, η αύξηση της παραγωγής που θα επιφέρει πλεόνασμα αγαθών θα γεννήσει το εμπόριο, δηλαδή τη δυνατότητα της ανταλλαγής αυτού του πλεονάσματος με άλλα προϊόντα που εκλείπουν και που με τη σειρά τους αποτελούν πλεόνασμα σε άλλες περιοχές. Τελικός στόχος είναι η αυτάρκεια των αγαθών σε όλους, δηλαδή η πληρότητα όλων των μέσων για την επίτευξη της καλής ζωής.
Ο πλουτισμός όμως της δεύτερης μορφής της Χρηματιστικής, της Καπηλικής, δεν υπόκειται στους ίδιους όρους. Ο πλουτισμός αυτού του είδους αφορά το χρήμα, που από μέσο των συναλλαγών προς διευκόλυνση της ανταλλαγής των προϊόντων, γίνεται αυτοσκοπός. Με άλλα λόγια το κέντρο του ενδιαφέροντος δεν είναι πλέον η παραγωγή και η διακίνηση των προϊόντων, αλλά η όσο το δυνατό μεγαλύτερη συσσώρευση χρήματος.
Από τη στιγμή που το χρήμα γίνεται προϋπόθεση για την άσκηση του εμπορίου (ο έμπορος πρέπει να έχει συσσωρευμένο χρήμα για την αγορά των προϊόντων που θα πουλήσει) και ταυτόχρονα αποτελεί και τελικό σκοπό του εμπόρου (ο έμπορος αποσκοπεί αποκλειστικά στα κέρδη από τις πωλήσεις των προϊόντων) μπορούμε να πούμε ότι το χρήμα έχει πλέον μετατραπεί σε κεφάλαιο. Ο Μαρξ, επικαλούμενος τον Αριστοτέλη, στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου γράφει: «Η απλή εμπορευματική κυκλοφορία – η πούληση για την αγορά – χρησιμεύει σαν μέσο για έναν τελικό σκοπό που βρίσκεται έξω από την κυκλοφορία, για την ιδιοποίηση αξιών χρήσης, για την ικανοποίηση αναγκών. Αντίθετα, η κυκλοφορία του χρήματος σαν κεφάλαιο αποτελεί αυτοσκοπό, γιατί η αξιοποίηση της αξίας υπάρχει μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής της κίνησης που διαρκώς ανανεώνεται.
Γι’ αυτό η κίνηση του κεφαλαίου είναι απεριόριστη». (σελ. 164 – 165). Είναι αυτό ακριβώς που υποστηρίζει κι ο Αριστοτέλης όταν αναφέρεται στον πλούτο της Οικονομικής, που υφίσταται ως εργαλείο και που αφορά την αυτάρκεια έχοντας συγκεκριμένα όρια, και στον πλούτο της Καπηλικής, που αφορά τη διαρκή αύξηση του πλούτου, μέσω του εμπορίου, και που δεν έχει κανένα όριο.
Ο πλούτος που γεννιέται από την Καπηλική, κατά τον Αριστοτέλη, χωρίζεται σε τρία μέρη: το εμπόριο, τον τοκισμό και την έμμισθη εργασία. Αναλύοντας το μέρος της έμμισθης εργασίας ο Αριστοτέλης γράφει: «αυτής ένα μέρος είναι η εργασία των χειρώνακτων – τεχνιτών και ένα άλλο των ανειδίκευτων εργατών, οι οποίοι είναι χρήσιμοι μόνον εξαιτίας των σωματικών τους ικανοτήτων».
Ο πλούτος που γεννιέται από την Καπηλική, κατά τον Αριστοτέλη, χωρίζεται σε τρία μέρη: το εμπόριο, τον τοκισμό και την έμμισθη εργασία. Αναλύοντας το μέρος της έμμισθης εργασίας ο Αριστοτέλης γράφει: «αυτής ένα μέρος είναι η εργασία των χειρώνακτων – τεχνιτών και ένα άλλο των ανειδίκευτων εργατών, οι οποίοι είναι χρήσιμοι μόνον εξαιτίας των σωματικών τους ικανοτήτων».
Και συνεχίζει: «Το τρίτο μέρος της Χρηματιστικής είναι κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη μορφή της (διότι έχει στοιχεία τόσο της φυσικής Χρηματιστικής όσο και της ανταλλακτικής) και έχει να κάνει με προϊόντα που προέρχονται κατευθείαν από τη γη ή από υλικά της γης που χωρίς να είναι καρποί είναι ωστόσο χρήσιμα, όπως είναι π.χ. η Υλοτομία και κάθε μορφή Μεταλλευτικής». (σελ. 329 – 331).
Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία των χειρωνακτών εργατών στη δημιουργία της αξίας κάθε αγαθού. Αντιλαμβάνεται τη σχέση ισότητας των αγαθών, όταν αναφέρεται στην ανταλλαγή των προϊόντων, αντιλαμβάνεται την κερδοσκοπία που γεννιέται αναπόφευκτα όταν το χρήμα γίνεται αυτοσκοπός (όταν δηλαδή λειτουργεί ως κεφάλαιο), αλλά αδυνατεί να αντιληφθεί την πηγή της αξίας, που βέβαια δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από τον ανθρώπινο μόχθο.
Ο Αριστοτέλης δεν αποδίδει τα ανάλογα στους ανθρώπους του μόχθου. Η φράση του «είναι χρήσιμοι μόνον εξαιτίας των σωματικών τους ικανοτήτων» είναι απολύτως κατατοπιστική. Ο Μαρξ σχολιάζει: «Το μυστικό της έκφρασης της αξίας, η ισότητα και το ισάξιο όλων των εργασιών – επειδή είναι και εφόσον είναι ανθρώπινη εργασία γενικά – μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί μόνο όταν η έννοια της ισότητας των ανθρώπων αποχτήσει πια τη σταθερότητα λαϊκής πρόληψης. Αυτό όμως είναι δυνατό μόνο σε μια κοινωνία, όπου η μορφή του εμπορεύματος είναι η γενική μορφή του προϊόντος εργασίας, επομένως και η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους σαν κατόχων εμπορευμάτων είναι η κυρίαρχη κοινωνική σχέση. Η μεγαλοφυΐα του Αριστοτέλη λάμπει στο γεγονός ακριβώς ότι ανακάλυψε μια σχέση ισότητας στην έκφραση της αξίας των εμπορευμάτων. Μονάχα οι ιστορικοί φραγμοί της κοινωνίας που ζούσε τον εμπόδισαν να βρει σε τι συνίσταται “στ’ αλήθεια” αυτή η σχέση ισότητας». (σελ. 73 – 74).
Ο Αριστοτέλης δεν αποδίδει τα ανάλογα στους ανθρώπους του μόχθου. Η φράση του «είναι χρήσιμοι μόνον εξαιτίας των σωματικών τους ικανοτήτων» είναι απολύτως κατατοπιστική. Ο Μαρξ σχολιάζει: «Το μυστικό της έκφρασης της αξίας, η ισότητα και το ισάξιο όλων των εργασιών – επειδή είναι και εφόσον είναι ανθρώπινη εργασία γενικά – μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί μόνο όταν η έννοια της ισότητας των ανθρώπων αποχτήσει πια τη σταθερότητα λαϊκής πρόληψης. Αυτό όμως είναι δυνατό μόνο σε μια κοινωνία, όπου η μορφή του εμπορεύματος είναι η γενική μορφή του προϊόντος εργασίας, επομένως και η σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους σαν κατόχων εμπορευμάτων είναι η κυρίαρχη κοινωνική σχέση. Η μεγαλοφυΐα του Αριστοτέλη λάμπει στο γεγονός ακριβώς ότι ανακάλυψε μια σχέση ισότητας στην έκφραση της αξίας των εμπορευμάτων. Μονάχα οι ιστορικοί φραγμοί της κοινωνίας που ζούσε τον εμπόδισαν να βρει σε τι συνίσταται “στ’ αλήθεια” αυτή η σχέση ισότητας». (σελ. 73 – 74).
Η τοκογλυφία, ως ατόφια μορφή εμπορευματοποίησης του χρήματος, είναι η πιο ξεκάθαρη κερδοσκοπική δραστηριότητα. Ο τοκογλύφος πουλά χρήμα απαιτώντας ακόμη περισσότερο χρήμα.Το ότι ο Αριστοτέλης δεν έφτασε στην πηγή της αξίας, δηλαδή την ανθρώπινη εργασία, και το ότι αυτό οφείλεται εν πολλοίς στο δουλοκτητικό σύστημα της εποχής του (πολύ σωστά το θέτει ο Μαρξ: «μονάχα οι ιστορικοί φραγμοί της κοινωνίας που ζούσε τον εμπόδισαν»), δεν μειώνει καθόλου την αξία της προσφοράς του αναφορικά με το κερδοσκοπικό και αφύσικο πλαίσιο της λειτουργίας της Καπηλικής. Γιατί η τέχνη που αφορά αποκλειστικά τη γέννηση του χρήματος, θα λέγαμε εξ’ ορισμού, δεν έχει άλλη επιλογή από τη διαστρέβλωση. Το εμπόριο, που από μέσο ανταλλαγής προϊόντων για τη συλλογική αυτάρκεια μετατρέπεται σε μέσο πλουτισμού των διαχειριστών του, αυτομάτως υποσκάπτει την έννοια της συλλογικής προσφοράς, βάζοντας σε πρώτο πλάνο μεμονωμένα συμφέροντα. Μοιραία, όλα παίρνουν το δρόμο της ατομικότητας. Η ιατρική, η στρατηγική κλπ, δεν είναι παρά μέσα για την απόκτηση χρημάτων. Οι προτεραιότητες στις κοινωνικές σχέσεις μετατοπίζονται. Η δυνατότητα του άμετρου πλουτισμού, δηλαδή της αποθέωσης του χρήματος σε ατομικό επίπεδο, θα δώσει στη Χρηματιστική αυτού του είδους (την Καπηλική) διαστάσεις επιστήμης. Ο άνθρωπος θα ξοδέψει πολύ ενέργεια προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο δέλεαρ απ’ το κέρδος. Κι αυτές ακριβώς είναι οι συνθήκες που θα αποθεώσουν την κερδοσκοπία.
Η τοκογλυφία, ως ατόφια μορφή εμπορευματοποίησης του χρήματος, είναι η πιο ξεκάθαρη κερδοσκοπική δραστηριότητα. Ο τοκογλύφος πουλά χρήμα απαιτώντας ακόμη περισσότερο χρήμα. Η φτώχεια και η κοινωνική δυστυχία είναι οι καλύτερες συνθήκες για τον τοκογλύφο. Η τοκογλυφία είναι η αναπαραγωγή του χρήματος χωρίς τη μεσολάβηση κανενός άλλου προϊόντος: «Πάρα πολύ εύλογα λοιπόν μισείται η τοκογλυφία, επειδή η περιουσία προέρχεται από το ίδιο το χρήμα και όχι από τη χρήση του, για την οποία και δημιουργήθηκε.Διότι το χρήμα δημιουργήθηκε ως ένα μέσο για συναλλαγές, ενώ ο τόκος αυξάνει το ίδιο το χρήμα. (Γι’ αυτό και πήρε αυτό το όνομα. Γιατί τα γεννήματα είναι ίδια με τους γεννήτορές τους και ο τόκος είναι χρήμα από χρήμα).
Είναι λοιπόν αυτός ο τρόπος απόκτησης χρημάτων ο κατεξοχήν αφύσικος». (σελ. 327). Κι όταν ο Αριστοτέλης λέει «αφύσικος τρόπος απόκτησης χρημάτων» εννοεί ότι αντίκειται στην ίδια τη δημιουργία του. Γιατί το χρήμα δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί εντελώς διαφορετικούς σκοπούς. Η διαστρέβλωση αυτή της χρήσης του χρήματος, που από εργαλείο διευκόλυνσης των συναλλαγών έγινε αυτοσκοπός, δεν είναι τίποτε άλλο από την αντίληψη του χρήματος χωρίς όριο, του χρήματος που επιθυμεί να γεννήσει άλλο χρήμα, δηλαδή του χρήματος που λειτουργεί ως κεφάλαιο. Η κερδοσκοπία δεν είναι παρά το φυσικό απότοκο αυτής της αντίληψης.
Κι αφού ολοκληρώσει με το ζήτημα της τοκογλυφίας, ο Αριστοτέλης θα ασχοληθεί με τον έτερο σύντροφο της κερδοσκοπίας, το μονοπώλιο. Το μονοπώλιο δεν είναι τίποτε άλλο από την εξασφάλιση της απόλυτης κυριαρχίας του ενός στην αγορά. Φυσικά διαλύει κάθε έννοια ανταγωνισμού και ο κάτοχος του μονοπωλίου αποκτά πλούτο χωρίς προηγούμενο.
Κι αφού ολοκληρώσει με το ζήτημα της τοκογλυφίας, ο Αριστοτέλης θα ασχοληθεί με τον έτερο σύντροφο της κερδοσκοπίας, το μονοπώλιο. Το μονοπώλιο δεν είναι τίποτε άλλο από την εξασφάλιση της απόλυτης κυριαρχίας του ενός στην αγορά. Φυσικά διαλύει κάθε έννοια ανταγωνισμού και ο κάτοχος του μονοπωλίου αποκτά πλούτο χωρίς προηγούμενο.
Ο Αριστοτέλης, για να καταδείξει τη λειτουργία του μονοπωλίου, επικαλείται μια ιστορία με το Θαλή τον Μιλήσιο: «… όλα αυτά είναι ωφέλιμα σε όσους εκτιμούν τη Χρηματιστική, όπως π.χ. η ιστορία σχετικά με το Θαλή τον Μιλήσιο. Πρόκειται για ένα τέχνασμα πλουτισμού, που το αποδίδουν σ’ εκείνον εξαιτίας της σοφίας του, το οποίο όμως παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον. Διότι, ενώ όλοι τον κορόιδευαν για τη φτώχεια του, επειδή τάχα αυτό αποδείκνυε ότι η φιλοσοφία του ήταν πρακτικά ανώφελη, εκείνος, λένε ότι, όταν κατάλαβε με τη βοήθεια της Αστρολογίας ότι η χρονιά θα ήταν πλούσια σε ελαιοπαραγωγή, και ενώ ήταν ακόμη χειμώνας, αφού εξοικονόμησε λίγα χρήματα, έδωσε προκαταβολή σε όλα τα ελαιουργεία της Μιλήτου και της Χίου και τα νοίκιασε με λίγα χρήματα, επειδή κανείς δεν προσέφερε περισσότερα. Όταν ήρθε η ώρα της συγκομιδής και αναζητούνταν πολλά ελαιουργεία ξαφνικά και συγχρόνως, τα υπενοικίασε με τους όρους που ήθελε και συγκέντρωσε πολλά χρήματα και έτσι απέδειξε ότι οι φιλόσοφοι, αν θέλουν, μπορούν εύκολα να πλουτίσουν, αλλά δεν επιδιώκουν αυτό το σκοπό». (σελ. 331 – 333).
Το ότι οι φιλόσοφοι είναι τόσο εύκολο να πλουτίσουν, αν το θέλουν, δεν ξέρω κατά πόσο πρέπει να το πάρουμε τις μετρητοίς. Το ότι όμως γεννιέται μια νέα δύναμη σε σχέση με τη χρηματιστική, η δύναμη της πληροφορίας, είναι απολύτως σίγουρο: «Επιπλέον, πρέπει να συγκεντρώσουν και τις σποραδικές πληροφορίες με τη βοήθεια των οποίων μερικοί χρηματιστές πλούτισαν». (σελ. 331). Κι από τη στιγμή που η πληροφορία μπορεί να αποδειχτεί κερδοφόρα, δεν μπορεί παρά να ενταχθεί με τη σειρά της στους όρους της κερδοσκοπίας. Φυσικά, αν τότε η πληροφορία έκρυβε την ευθύτητα της καιρικής πρόγνωσης σε σχέση με την καλοκαιρινή σοδειά, σήμερα κρύβει πολύ διαφορετικά δεδομένα, δεδομένα πολλές φορές κατευθυνόμενα, που οφείλουν να είναι προσιτά μόνο σε λίγους, αποθεώνοντας το κερδοσκοπικό παιχνίδι.
Ο Αριστοτέλης προκειμένου να γίνει απολύτως σαφής, παραθέτει ένα ακόμη παράδειγμα μονοπωλίου: «… αγόρασε κάποιος στη Σικελία, στον οποίο κάποιοι είχαν καταθέσει χρήματα, όλο το σίδερο από τα μεταλλεία σιδήρου. Όταν όμως μετά απ’ αυτό ήρθαν οι έμποροι από τα (ενν. άλλα) εμπορικά κέντρα, πουλούσε μόνο αυτός, χωρίς όμως να ανεβάσει πολύ την τιμή. Πάντως στα πενήντα τάλαντα κέρδισε εκατό. Όταν όμως το πληροφορήθηκε αυτό ο Διονύσιος, διέταξε να πάρει μεν τα χρήματα, αλλά να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, επειδή θεώρησε αυτές τις μεθόδους απόκτησης εσόδων επιζήμιες για τα συμφέροντά του». (σελ. 333).
Ο Αριστοτέλης προκειμένου να γίνει απολύτως σαφής, παραθέτει ένα ακόμη παράδειγμα μονοπωλίου: «… αγόρασε κάποιος στη Σικελία, στον οποίο κάποιοι είχαν καταθέσει χρήματα, όλο το σίδερο από τα μεταλλεία σιδήρου. Όταν όμως μετά απ’ αυτό ήρθαν οι έμποροι από τα (ενν. άλλα) εμπορικά κέντρα, πουλούσε μόνο αυτός, χωρίς όμως να ανεβάσει πολύ την τιμή. Πάντως στα πενήντα τάλαντα κέρδισε εκατό. Όταν όμως το πληροφορήθηκε αυτό ο Διονύσιος, διέταξε να πάρει μεν τα χρήματα, αλλά να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, επειδή θεώρησε αυτές τις μεθόδους απόκτησης εσόδων επιζήμιες για τα συμφέροντά του». (σελ. 333).
Τόσο η τελευταία περίπτωση με το σίδερο, όσο και εκείνη του Θαλή, αποτελούν ξεκάθαρες μορφές μονοπωλίου. Η μία στηρίχτηκε στη δύναμη του χρήματος που μπόρεσε να αγοράσει όλο το σίδερο των μεταλλείων, η άλλη στη δύναμη της πληροφορίας. Το σίγουρο είναι ότι αυτές οι ενέργειες ζημιώνουν την κοινωνία, δημιουργώντας τεχνητή άνοδο των τιμών, που μπορεί να φτάσει μέχρι και στις τεχνητές ελλείψεις προϊόντων. Αυτού του είδους τα παιχνίδια είναι ζητήματα εξόχως πολιτικά και χρειάζονται την παρέμβαση των αρχών. Ο Διονύσιος έκανε πολύ καλά που έδιωξε το δημιουργό του μονοπωλίου από τις Συρακούσες. Δεν προστάτεψε μόνο τα δικά του συμφέροντα (αν ήταν λίγο πονηρότερος θα μπορούσε να ζητήσει τα μισά ως μίζα), αλλά τα συμφέροντα ολόκληρου του λαού του: «Η ιδέα λοιπόν του Θαλή είναι ίδια με αυτήν που μόλις αναφέρθηκε, αφού και οι δύο σκαρφίστηκαν προς ίδιον όφελος τη χρήση του μονοπωλίου. Αυτά είναι βεβαίως χρήσιμο να τα γνωρίζουν και οι πολιτικοί». (σελ. 331 – 333).
Πηγές:
-Αριστοτέλης «ΠΟΛΙΤΙΚΑ», τόμος πρώτος
-Καρλ Μαρξ «Το Κεφάλαιο», τόμος πρώτος
Πηγές:
-Αριστοτέλης «ΠΟΛΙΤΙΚΑ», τόμος πρώτος
-Καρλ Μαρξ «Το Κεφάλαιο», τόμος πρώτος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου