Η ηθική της τιμής, που χαρακτηρίζει περιληπτικά την ηθική συμπεριφορά του Παλαιο-Δυτισμού (του Παλαιο-Εύρωπαϊσμοϋ γενικά), αντιτίθεται ριζικά σ’ αυτό πού αποκαλέσαμε ηθική της αμαρτίας. Για τον ιερέα, η συνείδησης δεν είναι παρά ό συνεχώς ενημερωμένος πίνακας, όπου εγγράφεται μια ένδειξης ένοχης. Στην ηθική τιμής, συνίσταται σ’ ένα διαρκές δικαστήριο, όπου ό καθένας δεν παρουσιάζεται παρά έναντι του εαυτού του, μπροστά στις ίδιες του τις απαντήσεις, τις τιμωρίες του, τις προσπάθειες του.
Αυτή ή συνείδησης τρέφεται από συγκεκριμένα και ομιλούν τα παραδείγματα, κοινά συμφέροντα, μεγάλες χαρακτηριστικές ηρωικές μορφές, οι όποιες συνδέονται με την πνευματική ιδέα του «άνήκειν» και τους ανθρώπινους δεσμούς της. Αυτή η συνείδησης, αυτή η ψυχή, αν θέλει κανείς, δεν είναι παρά το πνεύμα της κοινότητος στην οποίαν αναγνωρίζουμε ότι ανήκουμε και στην οποίαν αναγνωριζόμαστε , πνεύμα που ζει στο επίπεδο των ατομικών άξιων, δηλαδή στο εσωτερικό καθενός.
Η ηθική της αμαρτίας εκχέει μια έννοια ευτυχίας καθαρά οριζόντια. Σύμφωνα μ’ αυτήν, ό άνθρωπος με την κακή συνείδηση είναι ευτυχής όταν δεν συμβαίνει τίποτα πλέον, γιατί αισθάνεται μέσα του ότι ότι συμβαίνει στον κόσμο «συμβαίνει εναντίον του». Γι’ αυτό και τείνει συνειδητά ή όχι, προς την βαθμιαία εξαφάνιση της ζωτικής ενεργείας, μία γενική ληθαργία, όπου τα ζωντανά συστήματα θα συντέμνονται και θα εμφανίζονται μέσα στα βιολογικά συστήματα, δηλαδή τείνει προς την εφαρμογή ενός είδους «τέλους τού κόσμου» μιας «επιστροφής στην φύση» (τού είδους) αδιάφορο άν αυτό ονομάζεται «κράτος χωρίς τάξεις» ή «δευτέρα παρουσία».
Σ’ αυτήν την καθαρά παθητική έννοια της ευτυχίας η ηθική της τιμής αντιτάσσει μια έννοια πραγματιστική και κάθετη της ζωής. Ο δυνατός άνθρωπος, ο όποιος έχει μια βαθειά και τραγική αίσθηση της ειδικής σχέσεως πού τον συνδέει με τον Κόσμο, βρίσκει την «ευτυχία» του σ” αυτό το συναίσθημα, σ’ αυτήν την σχέση. Έχει την αίσθηση ότι είναι ευτυχής περισσότερο, παρά την αίσθηση της ανάγκης να είναι ευτυχής.
Γιατί δεν ξέρει, παρατηρεί ό Νίτσε «πώς να διαχωρίζει την ευτυχία από την δράση».
Σ’ αυτόν «ή δραστηριότης οφείλεται αναγκαστικά στην ευτυχία» (και το αντίθετο).
Κάθε φορά πού επικρατεί «ή ηθική των δούλων» ή γλώσσα έχει την τάσι να συνδέει την έννοια των λέξεων «καλός» και «κουτός» γράφει ό Νίτσε. Στην κοινή γλώσσα, ένα «καλό παιδί» είναι πάντα ένα αγαθό παιδί, αφοσιωμένο, άλλα τελικά λίγο βλάκας. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μιλήσει κανείς για μια «καλή σταδιοδρομία» υπονοώντας «μια μικροσταδιοδρομία» ένα «καλό δρόμο».
Αν είναι «καλό» θα πει ότι είναι «μικρό». “Όχι μεγάλο προς θεού! “Ένας «καλός άνθρωπος» είναι ένα ασήμαντο πρόσωπο, οπωσδήποτε παθητικός, εύσπλαχνος, το αντίθετο ενός βιαίου, τολμηρού, δηλαδή «ενός τρελού». Με δύο λόγια το αντίθετο ενός γενναίου ανθρώπου. Πρέπει να δίνη κανείς σημασία στο λεξιλόγιο και στις μορφές του. Έχουν – για την εποχή μας – μία περιγραφική αξία.
O Νίτσε είναι, κατά κάποιο τρόπο, o Ζαρατούστρας. Άλλα δεν είναι μόνον o Ζαρατούστρας. Μπορεί κανείς άλλωστε να του προσάρμοση την φράση αυτή που είπε ο ίδιος: «Ένας “Ομηρος δέν θά είχε δημιουργήσει έναν Αχιλλέα, ένας Γκαίτε ένα Φάουστ, αν ο Όμηρος ήταν ένας “Αχιλλέας και ο Γκαίτε ένας Φάουστ».
O Νίτσε έζησε στο τέλος του περασμένου αιώνα. Έκαμε κριτική της κοινωνίας μέσα στην όποια ζούμε και την περιγράψαν για τις επερχόμενες δεκαετίες.
Για τον Νίτσε οι σύγχρονοι του αντιπροσωπεύουν, το μέγιστον της ηθικής αδικίας, γιατί έχουν το μέγιστον της ισότητος.
“Η Γενεαλογία της Ηθικής” Νίτσε
Αυτή ή συνείδησης τρέφεται από συγκεκριμένα και ομιλούν τα παραδείγματα, κοινά συμφέροντα, μεγάλες χαρακτηριστικές ηρωικές μορφές, οι όποιες συνδέονται με την πνευματική ιδέα του «άνήκειν» και τους ανθρώπινους δεσμούς της. Αυτή η συνείδησης, αυτή η ψυχή, αν θέλει κανείς, δεν είναι παρά το πνεύμα της κοινότητος στην οποίαν αναγνωρίζουμε ότι ανήκουμε και στην οποίαν αναγνωριζόμαστε , πνεύμα που ζει στο επίπεδο των ατομικών άξιων, δηλαδή στο εσωτερικό καθενός.
Η ηθική της αμαρτίας εκχέει μια έννοια ευτυχίας καθαρά οριζόντια. Σύμφωνα μ’ αυτήν, ό άνθρωπος με την κακή συνείδηση είναι ευτυχής όταν δεν συμβαίνει τίποτα πλέον, γιατί αισθάνεται μέσα του ότι ότι συμβαίνει στον κόσμο «συμβαίνει εναντίον του». Γι’ αυτό και τείνει συνειδητά ή όχι, προς την βαθμιαία εξαφάνιση της ζωτικής ενεργείας, μία γενική ληθαργία, όπου τα ζωντανά συστήματα θα συντέμνονται και θα εμφανίζονται μέσα στα βιολογικά συστήματα, δηλαδή τείνει προς την εφαρμογή ενός είδους «τέλους τού κόσμου» μιας «επιστροφής στην φύση» (τού είδους) αδιάφορο άν αυτό ονομάζεται «κράτος χωρίς τάξεις» ή «δευτέρα παρουσία».
Σ’ αυτήν την καθαρά παθητική έννοια της ευτυχίας η ηθική της τιμής αντιτάσσει μια έννοια πραγματιστική και κάθετη της ζωής. Ο δυνατός άνθρωπος, ο όποιος έχει μια βαθειά και τραγική αίσθηση της ειδικής σχέσεως πού τον συνδέει με τον Κόσμο, βρίσκει την «ευτυχία» του σ” αυτό το συναίσθημα, σ’ αυτήν την σχέση. Έχει την αίσθηση ότι είναι ευτυχής περισσότερο, παρά την αίσθηση της ανάγκης να είναι ευτυχής.
Γιατί δεν ξέρει, παρατηρεί ό Νίτσε «πώς να διαχωρίζει την ευτυχία από την δράση».
Σ’ αυτόν «ή δραστηριότης οφείλεται αναγκαστικά στην ευτυχία» (και το αντίθετο).
Κάθε φορά πού επικρατεί «ή ηθική των δούλων» ή γλώσσα έχει την τάσι να συνδέει την έννοια των λέξεων «καλός» και «κουτός» γράφει ό Νίτσε. Στην κοινή γλώσσα, ένα «καλό παιδί» είναι πάντα ένα αγαθό παιδί, αφοσιωμένο, άλλα τελικά λίγο βλάκας. Κατά τον ίδιο τρόπο θα μιλήσει κανείς για μια «καλή σταδιοδρομία» υπονοώντας «μια μικροσταδιοδρομία» ένα «καλό δρόμο».
Αν είναι «καλό» θα πει ότι είναι «μικρό». “Όχι μεγάλο προς θεού! “Ένας «καλός άνθρωπος» είναι ένα ασήμαντο πρόσωπο, οπωσδήποτε παθητικός, εύσπλαχνος, το αντίθετο ενός βιαίου, τολμηρού, δηλαδή «ενός τρελού». Με δύο λόγια το αντίθετο ενός γενναίου ανθρώπου. Πρέπει να δίνη κανείς σημασία στο λεξιλόγιο και στις μορφές του. Έχουν – για την εποχή μας – μία περιγραφική αξία.
O Νίτσε είναι, κατά κάποιο τρόπο, o Ζαρατούστρας. Άλλα δεν είναι μόνον o Ζαρατούστρας. Μπορεί κανείς άλλωστε να του προσάρμοση την φράση αυτή που είπε ο ίδιος: «Ένας “Ομηρος δέν θά είχε δημιουργήσει έναν Αχιλλέα, ένας Γκαίτε ένα Φάουστ, αν ο Όμηρος ήταν ένας “Αχιλλέας και ο Γκαίτε ένας Φάουστ».
O Νίτσε έζησε στο τέλος του περασμένου αιώνα. Έκαμε κριτική της κοινωνίας μέσα στην όποια ζούμε και την περιγράψαν για τις επερχόμενες δεκαετίες.
Για τον Νίτσε οι σύγχρονοι του αντιπροσωπεύουν, το μέγιστον της ηθικής αδικίας, γιατί έχουν το μέγιστον της ισότητος.
“Η Γενεαλογία της Ηθικής” Νίτσε
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου