Η χημεία του έρωτα: Aρχίζει με φερομόνες, συνεχίζει με ντοπαμίνη και τελειώνει με ωκυτοκίνη.
Ήταν το 2000 όταν δύο επιστήμονες – ο καθηγητής Νευροαισθητικής Σεμίρ Ζέκι από το Εργαστήριο Νευροβιολογίας του University College στο Λονδίνο και ο δρ Αντρέας Μπάρτελς ερευνητής στο Ινστιτούτο Βιολογικής Κυβερνητικής Μαξ Πλανκ στη Γερμανία – επέλεξαν 70 φρεσκοερωτευμένους εθελοντές, για να εξετάσουν τον εγκέφαλό τους.
Οι εθελοντές δέχτηκαν να μπουν στον τεράστιο κύλινδρο ενός λειτουργικού μαγνητικού τομογράφου (fMRI) και οι απεικονίσεις που προέκυψαν αποτέλεσαν τις πρώτες στην ιστορία της επιστήμης εικόνες του ερωτευμένου εγκεφάλου.
Οι εν λόγω απεικονίσεις υπήρξαν αποκάλυψη για τους δύο ερευνητές και για όσους ακολούθησαν τα βήματά τους, καθώς έδειξαν ότι ο έρωτας μοιάζει πολύ με τον… εθισμό στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά! Κι αυτό, διότι όταν ερωτευόμαστε ο εγκέφαλος συσχετίζει κάτι που μόλις του συνέβη με την άκρατη ευχαρίστηση – και ταυτοχρόνως αποδίδει το υπέροχο αυτό συναίσθημα με το εξαίσιο πρόσωπο που βρίσκεται απέναντί του.
Με το εύρημα αυτό συμφωνεί ο δρ Άρθουρ Έιρον, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης, ο οποίος έχει ασχοληθεί επισταμένα με το θέμα του έρωτα. Σε δικές του μελέτες, στις οποίες επανέλαβε το όλο πείραμα, επιβεβαίωσε πως το πολύπλοκο εγκεφαλικό σύστημα που ενεργοποιεί ο έρωτας «ουσιαστικά είναι το ίδιο ακριβώς με αυτό που ενεργοποιείται όταν κάποιος παίρνει κοκαΐνη»!
Η αλήθεια είναι πως η χημεία μεταξύ δύο ανθρώπων δεν είναι μόνον θέμα μορίων που πλημμυρίζουν τον εγκέφαλο, υπαγορεύοντάς μας τι θα νιώσουμε. Η έλξη εμπεριέχει την προσωπική ιστορία του καθενός μας.
«Οι σύντροφοί μας ασκούν επιρροή πάνω μας – το ίδιο και η ανατροφή, η εκπαίδευση, η τηλεόραση, οι χρονικές συγκυρίες, το μυστήριο», τονίζει η καθηγήτρια Ανθρωπολογίας Έλεν Ε. Φίσερ, ερευνήτρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Rutgers και συγγραφέας πέντε βιβλίων για την εξέλιξη και το μέλλον του σεξ, του έρωτα, του γάμου, τις διαφορές των φύλων στον εγκέφαλο και του πως η προσωπικότητά μας επηρεάζει το ποιον ερωτευόμαστε.
Ο πρώτος δρόμος είναι η αρχική έλξη, η σπίθα: επιλέγουμε ένα πρόσωπο ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα για να αρχίσει ο χορός του έρωτα. Ο ψυχολόγος Μαρκ Κρίσταλ, από το Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο, πιστεύει ότι σε αυτό το πολύ αρχικό στάδιο του έρωτα παίζουν ρόλο αόρατα σινιάλα, όπως οι φερομόνες.
Μετά την αρχική έλξη και επιλογή, έρχεται η άγρια, μεθυστική, ερωτική τρέλα – αυτή η μαγεία που μας κάνει να μην μπορούμε να βγάλουμε τον άλλο/άλλη από το μυαλό μας. Σε αυτό το στάδιο είναι που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος το χημικό οπλοστάσιό του για να εστιάσουμε την προσοχή μας στον Ένα ή στην Μία, παραμερίζοντας όλους τους άλλους.
Σε μία από τις μελέτες του, η οποία δημοσιεύθηκε το 2005, ο δρ Έιρον επιστράτευσε 10 γυναίκες και επτά άνδρες οι οποίοι ήσαν τρελά ερωτευμένοι με τους συντρόφους τους. Αφού πήρε από όλους σύντομες συνεντεύξεις για να βεβαιωθεί πως είναι ερωτευμένοι, τους έβαλε μέσα σε έναν λειτουργικό μαγνητικό τομογράφο και άρχισε να τους δείχνει φωτογραφίες του/της συντρόφου τους εναλλάξ με φωτογραφίες απλών γνωστών τους.
Όταν οι εθελοντές έβλεπαν τις φωτογραφίες των συντρόφων τους, η κοιλιακή ωχρά σφαίρα του εγκεφάλου τους πλημμύριζε από την χημική ουσία ντοπαμίνη. Η κοιλιακή ωχρά σφαίρα είναι η περιοχή του εγκεφάλου που φιλοξενεί τα συστήματα επιβράβευσης και κινήτρων.
«Η ντοπαμίνη παράγεται όταν κάνουμε κάτι που μας προξενεί άκρατη ευχαρίστηση, όπως το σεξ, η λήψη ουσιών ή ακόμα και η κατανάλωση λίγης σοκολάτας», εξηγεί στην εφημερίδα Los Angeles Times ο δρ Λάρυ Τζ. Γιανγκ, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο Πρωτευόντων Θηλαστικών του Πανεπιστημίου Emory στην Ατλάντα.
Καθώς περνάει ο καιρός, αρχίζουμε να δενόμαστε συναισθηματικά με τον/την σύντροφό μας. Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει πως αυτό που μας παρακινεί να δεθούμε είναι δύο ορμόνες – η ωκυτοκίνη και η αγγειοπρεσίνη– που μπαίνουν στο παιχνίδι του έρωτα μετά από την «έκρηξη» της ντοπαμίνης.
Η ωκυτοκίνη παράγεται στον οργανισμό στη διάρκεια προσωπικών στιγμών, όπως η παρατεταμένη επαφή των ματιών, το αγκάλιασμα και το σεξ. Είναι επίσης η ορμόνη που κάνει τις μητέρες να δένονται με τα μωρά τους. Και επειδή έχει αποδειχθεί ότι στα ζώα (μεταξύ αυτών και σε είδη πιθήκων) σχετίζεται με το μακροπρόθεσμο δέσιμο, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι παίζει τον ίδιο ρόλο και στους ανθρώπους.
Η αγγειοπρεσίνη είναι μία αντιδιουρητική ορμόνη, η οποία έχει αποδειχθεί πως σχετίζεται και με το συναισθηματικό δέσιμο. Επιπλέον, μία μελέτη του 2008 έδειξε πως ορισμένες γενετικές μεταλλαγές στον υποδοχέα της αγγειοπρεσίνης σχετίζονται με την απιστία και τον φόβο της δέσμευσης.
Όλες οι προαναφερθείσες χημικές ουσίες και ορμόνες απελευθερώνονται όταν ερωτευόμαστε, για να εξασφαλίσουν ότι θα ζευγαρώσουμε και θα μείνουμε μαζί αρκετό καιρό ώστε να αναπαραχθεί το είδος ή να δημιουργηθούν μακροχρόνιες σχέσεις. Τι γίνεται, όμως, όταν τις συνηθίσει ο οργανισμός ή τέλος πάντων αρχίσει να περνάει η αρχική, έντονη δράση τους;
Έως πολύ πρόσφατα, οι ερευνητές υπέθεταν ότι τα ζευγάρια μπαίνουν τελικά σε αυτό που αποκαλείται συντροφική αγάπη: μια σχέση πιο στενή, με μεγαλύτερη δέσμευση και οικειότητα, αλλά και με πολύ λιγότερο πάθος – κάτι σαν την ήρεμη αγάπη, δηλαδή, που μας δένει για πάντα αλλά πολύ δύσκολα μας συνταράσσει πλέον.
Μάλιστα είχαν υπολογίσει ότι αυτό συμβαίνει έπειτα από χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από λίγους μήνες έως το πολύ 2-4 χρόνια, κατά τον δρα Έιρον. Σημειώνεται επίσης ότι μετά τα 4 χρόνια μόνιμης σχέσης ή γάμου καταγράφονται οι περισσότεροι χωρισμοί ή διαζύγια αντιστοίχως.
Στοιχεία, όμως, που παρουσίασε το 2009 η Μπιάνκα Ατσεβέντο, μεταπτυχιακή ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στην Σάντα Μπάρμπαρα, έδειξαν ότι αυτό δεν ισχύει για όλους. Η δρ Ατσεβέντο και οι συνεργάτες της εξέτασαν λειτουργικές μαγνητικές τομογραφίες του εγκεφάλου ζευγαριών που ισχυρίζονταν ότι ήταν ερωτευμένα έπειτα από 20 χρόνια γάμου.
Όπως διαπίστωσαν, στους εγκεφάλους τους υπήρχε η ίδια νευρική δραστηριότητα που παρατηρείται στους φρεσκοερωτευμένους – με τη διαφορά ότι δεν υπήρχε πλέον το άγχος ή η εμμονή με τον/την σύντροφό τους. Αυτή η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε κάτι ακόμα, που εξέπληξε ακόμα και τους ίδιους: βάση των προκαταρκτικών ευρημάτων τους, αυτού του είδους ο μακράς διαρκείας έρωτας αφορά το περίπου 30% των παντρεμένων!
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως όσοι δεν ανήκουν στο 30% είναι καταδικασμένοι να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους χωρίς έρωτα. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι έχουμε πολλά να μάθουμε από αυτά τα ευτυχισμένα ζευγάρια για να ξανανάψουμε τη σπίθα του έρωτα – αρκεί βεβαίως να το θέλουμε. Το κλειδί – λένε – είναι να κάνουμε μαζί τους πράγματα που μας ευχαριστούν, μας ξανανιώνουν, μας «εξιτάρουν» και μας δένουν ακόμα περισσότερο.
Τι μπορεί να είναι αυτά; «Να κάνετε μαζί του/της νέα, συναρπαστικά πράγματα», συνιστά ο δρ Έιρον. «Όταν κάνουμε κάτι καινούργιο που μας συναρπάζει ο εγκέφαλός μας πλημμυρίζει με ντοπαμίνη και ξαναθυμόμαστε το πώς νιώθαμε όταν ήμασταν τρελά ερωτευμένοι».
Τα αιώνια ερωτευμένα ζευγάρια της δρος Ατσεβέντο φρόντιζαν επίσης να γλεντάνε στις γιορτές και στα γενέθλια, υποστήριζαν ο ένας τον άλλο, έλυναν γρήγορα και ήρεμα τις διαφορές τους, μιλούσαν ανοιχτά ο ένας στον άλλο, έδειχναν τρυφερότητα και αφιέρωναν χρόνο στο να φροντίζουν τον εαυτό τους και την σχέση τους.
Ήταν το 2000 όταν δύο επιστήμονες – ο καθηγητής Νευροαισθητικής Σεμίρ Ζέκι από το Εργαστήριο Νευροβιολογίας του University College στο Λονδίνο και ο δρ Αντρέας Μπάρτελς ερευνητής στο Ινστιτούτο Βιολογικής Κυβερνητικής Μαξ Πλανκ στη Γερμανία – επέλεξαν 70 φρεσκοερωτευμένους εθελοντές, για να εξετάσουν τον εγκέφαλό τους.
Οι εθελοντές δέχτηκαν να μπουν στον τεράστιο κύλινδρο ενός λειτουργικού μαγνητικού τομογράφου (fMRI) και οι απεικονίσεις που προέκυψαν αποτέλεσαν τις πρώτες στην ιστορία της επιστήμης εικόνες του ερωτευμένου εγκεφάλου.
Οι εν λόγω απεικονίσεις υπήρξαν αποκάλυψη για τους δύο ερευνητές και για όσους ακολούθησαν τα βήματά τους, καθώς έδειξαν ότι ο έρωτας μοιάζει πολύ με τον… εθισμό στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά! Κι αυτό, διότι όταν ερωτευόμαστε ο εγκέφαλος συσχετίζει κάτι που μόλις του συνέβη με την άκρατη ευχαρίστηση – και ταυτοχρόνως αποδίδει το υπέροχο αυτό συναίσθημα με το εξαίσιο πρόσωπο που βρίσκεται απέναντί του.
Με το εύρημα αυτό συμφωνεί ο δρ Άρθουρ Έιρον, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης, ο οποίος έχει ασχοληθεί επισταμένα με το θέμα του έρωτα. Σε δικές του μελέτες, στις οποίες επανέλαβε το όλο πείραμα, επιβεβαίωσε πως το πολύπλοκο εγκεφαλικό σύστημα που ενεργοποιεί ο έρωτας «ουσιαστικά είναι το ίδιο ακριβώς με αυτό που ενεργοποιείται όταν κάποιος παίρνει κοκαΐνη»!
Η αλήθεια είναι πως η χημεία μεταξύ δύο ανθρώπων δεν είναι μόνον θέμα μορίων που πλημμυρίζουν τον εγκέφαλο, υπαγορεύοντάς μας τι θα νιώσουμε. Η έλξη εμπεριέχει την προσωπική ιστορία του καθενός μας.
«Οι σύντροφοί μας ασκούν επιρροή πάνω μας – το ίδιο και η ανατροφή, η εκπαίδευση, η τηλεόραση, οι χρονικές συγκυρίες, το μυστήριο», τονίζει η καθηγήτρια Ανθρωπολογίας Έλεν Ε. Φίσερ, ερευνήτρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Rutgers και συγγραφέας πέντε βιβλίων για την εξέλιξη και το μέλλον του σεξ, του έρωτα, του γάμου, τις διαφορές των φύλων στον εγκέφαλο και του πως η προσωπικότητά μας επηρεάζει το ποιον ερωτευόμαστε.
Ο πρώτος δρόμος είναι η αρχική έλξη, η σπίθα: επιλέγουμε ένα πρόσωπο ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα για να αρχίσει ο χορός του έρωτα. Ο ψυχολόγος Μαρκ Κρίσταλ, από το Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο, πιστεύει ότι σε αυτό το πολύ αρχικό στάδιο του έρωτα παίζουν ρόλο αόρατα σινιάλα, όπως οι φερομόνες.
«Οι φερομόνες είναι χημικά μόρια που εκπέμπει το ανθρώπινο σώμα και υπαγορεύουν την σεξουαλική συμπεριφορά. Παρ’ ότι δεν μπορούμε συνειδητά να τις μυρίσουμε, εισέρχονται μέσω του οσφρητικού συστήματος στον εγκέφαλο και καθιστούν κάποιον ελκυστικό για εμάς», εξηγεί. Ρόλο για να θεωρήσουμε τον απέναντί μας ελκυστικό παίζουν «και άλλες αισθητήριες ενδείξεις», προσθέτει, όπως η μυρωδιά, το άγγιγμα και το πώς ηχούν όσα λέει στ’ αυτιά μας.«Η μυρωδιά παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον έρωτα και είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που εντάσσονται στις πολιτισμικές προδιαγραφές της ελκυστικότητας», εξηγεί. «Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για να ερωτευτούμε πρέπει να ενεργοποιηθούν διάφορες νευροχημικές διεργασίες και να υπάρξουν πολυάριθμα εξωτερικά ερεθίσματα – και η κουλτούρα μας ασφαλώς παίζει ρόλο σε αυτά».
Μετά την αρχική έλξη και επιλογή, έρχεται η άγρια, μεθυστική, ερωτική τρέλα – αυτή η μαγεία που μας κάνει να μην μπορούμε να βγάλουμε τον άλλο/άλλη από το μυαλό μας. Σε αυτό το στάδιο είναι που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος το χημικό οπλοστάσιό του για να εστιάσουμε την προσοχή μας στον Ένα ή στην Μία, παραμερίζοντας όλους τους άλλους.
Σε μία από τις μελέτες του, η οποία δημοσιεύθηκε το 2005, ο δρ Έιρον επιστράτευσε 10 γυναίκες και επτά άνδρες οι οποίοι ήσαν τρελά ερωτευμένοι με τους συντρόφους τους. Αφού πήρε από όλους σύντομες συνεντεύξεις για να βεβαιωθεί πως είναι ερωτευμένοι, τους έβαλε μέσα σε έναν λειτουργικό μαγνητικό τομογράφο και άρχισε να τους δείχνει φωτογραφίες του/της συντρόφου τους εναλλάξ με φωτογραφίες απλών γνωστών τους.
Όταν οι εθελοντές έβλεπαν τις φωτογραφίες των συντρόφων τους, η κοιλιακή ωχρά σφαίρα του εγκεφάλου τους πλημμύριζε από την χημική ουσία ντοπαμίνη. Η κοιλιακή ωχρά σφαίρα είναι η περιοχή του εγκεφάλου που φιλοξενεί τα συστήματα επιβράβευσης και κινήτρων.
«Η ντοπαμίνη παράγεται όταν κάνουμε κάτι που μας προξενεί άκρατη ευχαρίστηση, όπως το σεξ, η λήψη ουσιών ή ακόμα και η κατανάλωση λίγης σοκολάτας», εξηγεί στην εφημερίδα Los Angeles Times ο δρ Λάρυ Τζ. Γιανγκ, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο Πρωτευόντων Θηλαστικών του Πανεπιστημίου Emory στην Ατλάντα.
Η ενεργοποίηση της κοιλιακής ωχράς σφαίρας είναι κυρίως υπεύθυνη για μερικές από τις ενίοτε παράδοξες συμπεριφορές των φρεσκοερωτευμένων, οι οποίες σχετίζονται με τα κίνητρα και την επίτευξη ενός στόχου: την υπερβολική ενεργητικότητα, την απώλεια του ύπνου, την ευφορική κατάσταση και, μερικές φορές, το άγχος και την εμμονή με το objet d’ amour τους.Το τρελό πάρτι που συμβαίνει στον εγκέφαλό μας όταν ερωτευόμαστε έχει τις ρίζες του στην λαχτάρα μας «να κερδίσουμε το μεγαλύτερο έπαθλο της ζωής: έναν σύντροφο για πάντα, κατά την δρα Φίσερ.
Καθώς περνάει ο καιρός, αρχίζουμε να δενόμαστε συναισθηματικά με τον/την σύντροφό μας. Η επιστημονική έρευνα έχει δείξει πως αυτό που μας παρακινεί να δεθούμε είναι δύο ορμόνες – η ωκυτοκίνη και η αγγειοπρεσίνη– που μπαίνουν στο παιχνίδι του έρωτα μετά από την «έκρηξη» της ντοπαμίνης.
Η ωκυτοκίνη παράγεται στον οργανισμό στη διάρκεια προσωπικών στιγμών, όπως η παρατεταμένη επαφή των ματιών, το αγκάλιασμα και το σεξ. Είναι επίσης η ορμόνη που κάνει τις μητέρες να δένονται με τα μωρά τους. Και επειδή έχει αποδειχθεί ότι στα ζώα (μεταξύ αυτών και σε είδη πιθήκων) σχετίζεται με το μακροπρόθεσμο δέσιμο, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι παίζει τον ίδιο ρόλο και στους ανθρώπους.
Η αγγειοπρεσίνη είναι μία αντιδιουρητική ορμόνη, η οποία έχει αποδειχθεί πως σχετίζεται και με το συναισθηματικό δέσιμο. Επιπλέον, μία μελέτη του 2008 έδειξε πως ορισμένες γενετικές μεταλλαγές στον υποδοχέα της αγγειοπρεσίνης σχετίζονται με την απιστία και τον φόβο της δέσμευσης.
Όλες οι προαναφερθείσες χημικές ουσίες και ορμόνες απελευθερώνονται όταν ερωτευόμαστε, για να εξασφαλίσουν ότι θα ζευγαρώσουμε και θα μείνουμε μαζί αρκετό καιρό ώστε να αναπαραχθεί το είδος ή να δημιουργηθούν μακροχρόνιες σχέσεις. Τι γίνεται, όμως, όταν τις συνηθίσει ο οργανισμός ή τέλος πάντων αρχίσει να περνάει η αρχική, έντονη δράση τους;
Έως πολύ πρόσφατα, οι ερευνητές υπέθεταν ότι τα ζευγάρια μπαίνουν τελικά σε αυτό που αποκαλείται συντροφική αγάπη: μια σχέση πιο στενή, με μεγαλύτερη δέσμευση και οικειότητα, αλλά και με πολύ λιγότερο πάθος – κάτι σαν την ήρεμη αγάπη, δηλαδή, που μας δένει για πάντα αλλά πολύ δύσκολα μας συνταράσσει πλέον.
Μάλιστα είχαν υπολογίσει ότι αυτό συμβαίνει έπειτα από χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από λίγους μήνες έως το πολύ 2-4 χρόνια, κατά τον δρα Έιρον. Σημειώνεται επίσης ότι μετά τα 4 χρόνια μόνιμης σχέσης ή γάμου καταγράφονται οι περισσότεροι χωρισμοί ή διαζύγια αντιστοίχως.
Στοιχεία, όμως, που παρουσίασε το 2009 η Μπιάνκα Ατσεβέντο, μεταπτυχιακή ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στην Σάντα Μπάρμπαρα, έδειξαν ότι αυτό δεν ισχύει για όλους. Η δρ Ατσεβέντο και οι συνεργάτες της εξέτασαν λειτουργικές μαγνητικές τομογραφίες του εγκεφάλου ζευγαριών που ισχυρίζονταν ότι ήταν ερωτευμένα έπειτα από 20 χρόνια γάμου.
Όπως διαπίστωσαν, στους εγκεφάλους τους υπήρχε η ίδια νευρική δραστηριότητα που παρατηρείται στους φρεσκοερωτευμένους – με τη διαφορά ότι δεν υπήρχε πλέον το άγχος ή η εμμονή με τον/την σύντροφό τους. Αυτή η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε κάτι ακόμα, που εξέπληξε ακόμα και τους ίδιους: βάση των προκαταρκτικών ευρημάτων τους, αυτού του είδους ο μακράς διαρκείας έρωτας αφορά το περίπου 30% των παντρεμένων!
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως όσοι δεν ανήκουν στο 30% είναι καταδικασμένοι να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους χωρίς έρωτα. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι έχουμε πολλά να μάθουμε από αυτά τα ευτυχισμένα ζευγάρια για να ξανανάψουμε τη σπίθα του έρωτα – αρκεί βεβαίως να το θέλουμε. Το κλειδί – λένε – είναι να κάνουμε μαζί τους πράγματα που μας ευχαριστούν, μας ξανανιώνουν, μας «εξιτάρουν» και μας δένουν ακόμα περισσότερο.
Τι μπορεί να είναι αυτά; «Να κάνετε μαζί του/της νέα, συναρπαστικά πράγματα», συνιστά ο δρ Έιρον. «Όταν κάνουμε κάτι καινούργιο που μας συναρπάζει ο εγκέφαλός μας πλημμυρίζει με ντοπαμίνη και ξαναθυμόμαστε το πώς νιώθαμε όταν ήμασταν τρελά ερωτευμένοι».
Τα αιώνια ερωτευμένα ζευγάρια της δρος Ατσεβέντο φρόντιζαν επίσης να γλεντάνε στις γιορτές και στα γενέθλια, υποστήριζαν ο ένας τον άλλο, έλυναν γρήγορα και ήρεμα τις διαφορές τους, μιλούσαν ανοιχτά ο ένας στον άλλο, έδειχναν τρυφερότητα και αφιέρωναν χρόνο στο να φροντίζουν τον εαυτό τους και την σχέση τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου