Η τίγρης περιφέρεται στο δάσος. Είναι πεινασμένη και ψάχνει απεγνωσμένα τροφή για δυο ζωές καθώς είναι ετοιμόγεννη. Στην άκρη του δάσους ανακαλύπτει ένα κοπάδι από κατσίκια να βόσκουν αμέριμνα στην πεδιάδα. Τα πλησιάζει αθόρυβα και λίγα μέτρα από τη λεία της ορμά προς τα πάνω τους. Τα κατσίκια αρχίζουν να τρέχουν πανικόβλητα για να σώσουν τις ζωές τους. Η τίγρη λόγω της προχωρημένης εγκυμοσύνης της έχει γίνει αδέξια και σε μια στροφή πέφτει από ένα ψηλό βράχο και σκοτώνεται. Τη ίδια ώρα γεννιέται το μικρό της.
Τα κατσίκια μετά από λίγη ώρα επιστρέφουν και βρίσκουν ένα τυφλό, ακίνδυνο, απροστάτευτο, νεογέννητο τιγράκι. Αποφασίζουν να μη το αφήσουν να πεθάνει και το παίρνουν μαζί τους για να το αναθρέψουν σα να είναι δικό τους. Το τιγράκι μεγαλώνει μέσα στο κοπάδι πιστεύοντας ότι είναι κατσίκι, μαθαίνοντας να τρώει χόρτα και να βελάζει όπως τα υπόλοιπα ζώα της αγέλης. Είναι βέβαια πάντα το πιο περίεργο μέλος του κοπαδιού και τα υπόλοιπα κατσικάκια συχνά το αποδοκιμάζουν για τις πορτοκαλί και μαύρες ρίγες που έχει στο σώμα του. Κάνει όμως ό,τι μπορεί για να προσαρμοστεί και να μη διαφέρει απ’ την ομάδα.
Μέχρι που μια μέρα, μια άλλη μεγάλη αρσενική τίγρη κάνει την εμφάνισή της μέσα απ’ το δάσος και κατευθύνεται απειλητικά προς την αγέλη των κατσικιών. Έχει κατασπαράξει μόνο μια γαζέλα για πρωινό και συνεχίζει να είναι πεινασμένη. Τα κατσίκια στη θέα του άγριου ζώου τρέπονται σε φυγή φωνάζοντας με τρόμο στο μικρό τιγράκι : «Τρέχα καημένε να σωθείς!». Αλλά εκείνο, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, δεν φοβάται το τεράστιο ζώο που έρχεται καταπάνω του. Μένει ακίνητο ενώ όλα τα ζώα γύρω του έχουν εξαφανιστεί.
Η μεγάλη τίγρης έχει πλησιάσει τώρα το μικρό τιγράκι κι αφού καταφέρνει να ξεπεράσει την αρχική της έκπληξη ανοίγει το φοβερό της στόμα και ξεσπάει σε έναν εκκωφαντικό βρυχηθμό που σημαίνει : «Τι δουλειά έχεις εσύ ανάμεσα σ’ αυτά τα κατσίκια;». Και το τιγράκι τότε διστακτικά απαντάει : «Μεεεεεε». Η μεγάλη τίγρη έχει μείνει άναυδη από την περίεργη συμπεριφορά του μικρού ζώου και αδιαφορεί πλέον για την πείνα της και για την αγέλη των κατσικιών.
«Εσύ δεν γνωρίζεις ούτε ποιος είσαι!», φωνάζει στο μικρό, «Οι τίγρεις δεν βελάζουνε. Πως κατάντησες έτσι;»
«Μεεεεεεεεε» απαντάει το μικρό και απ’ την αμηχανία του αρχίζει να μασουλάει το χορτάρι που ήταν μπροστά του.
«Και δεν τρώνε χόρτα!» βρυχάται η μεγάλη τίγρη. Έξαλλη τώρα, αρπάζει απ’ το σβέρκο το τιγράκι και το μεταφέρει μέσα στο δάσος μέχρι που φτάνουν στην όχθη μιας λίμνης όπου στα γαλήνια νερά της καθρεπτίζονται καθαρά τα πρόσωπα τους.
«Κοίτα προσεχτικά για να καταλάβεις ποιος είσαι» λέει στο μικρό τιγράκι. «Είσαι σαν εμένα κι εσύ. Είσαι τίγρης!»
Το μικρό κοιτάει με απορία το είδωλό του στο νερό. Ύστερα σηκώνοντας το κεφάλι του και αντικρίζοντας με γουρλωμένα μάτια το πρόσωπο της μεγάλης τίγρης που είναι ίδιο με το δικό του, ανοίγει έκπληκτο το στόμα του και λέει:
«ΜΕ-Ε-Ε-Ε-Ε-Ε !»
Η μεγάλη τίγρη όμως είναι έμπειρη και δεν απελπίζεται. Αρπάζει το τιγράκι και το οδηγεί στη φωλιά της όπου υπάρχουν λίγα απομεινάρια από την γαζέλα που είχε φάει για πρωινό. Δείχνει στο τιγράκι το νεκρό ζώο και το προστάζει:
«Φάε !»
Το τιγράκι αντιδρά στη θέα του ματωμένου κρέατος καθώς σε όλη τη ζωή του δεν έχει φάει τίποτε άλλο πέρα από χορτάρι.
«ΦΑΕ !!!» επιμένει το μεγάλο αρσενικό.
«Μεεεεεεεεεε…» (με τίποτα…)
Όμως η μεγάλη τίγρη δε δέχεται αντιρρήσεις. Γνωρίζοντας καλά τι πρέπει να γίνει ανοίγει με τη βία το στόμα του μικρού και το αναγκάζει να καταπιεί ένα κομμάτι κρέας. Το τιγράκι στην αρχή νοιώθει να πνίγεται αλλά τα μάτια του ξαφνικά φωτίζονται. Νοιώθει μια πρωτόγνωρη ζωντάνια να κυλάει στο σώμα του μαζί με μια ανείπωτη χαρά. Σηκώνει με θάρρος το κεφάλι του και κοιτάζει την μεγάλη τίγρη με ευγνωμοσύνη στα μάτια. Το στόμα του ανοίγει διάπλατα κι ένας ηχηρός ήχος βγαίνει αυθόρμητα από μέσα του:
«Ρ Ο Α Ρ Ρ Ρ Ρ Ρ !!!»
«Τώρα που έμαθες ποιος είσαι», του λέει με ικανοποίηση η τίγρη δάσκαλος, «πάμε παρέα να κυνηγήσουμε…»
Υπάρχει άραγε κάτι μεγαλύτερο απ’ το μικρό εγώ μας που θέλει να αναδυθεί, που προσπαθεί να αναλάβει την εξουσία και να μας καθοδηγήσει, που απαιτεί γνησιότητα και αυθεντικότητα στον τρόπο που ζούμε; Μήπως τελικά είμαστε τίγρεις μεγαλωμένες σε έναν κατσικόκοσμο που από πολύ μικρή ηλικία μας έμαθε να τρώμε μόνον χόρτα και να βελάζουμε; Κι αν ναι, τότε ποια είναι η κατάλληλη τροφή για να ξυπνήσουμε ώστε να ενεργοποιήσουμε το μέγιστο των δυνατοτήτων μας και να ζήσουμε μια αληθινή ζωή;
Η πρόσκληση τελικά απ’ τη Μεγάλη Τίγρη, απ’ τον Ανώτερο Εαυτό, μπορεί να παρουσιαστεί κάθε στιγμή, με τρόπους που φαίνονται τρομακτικοί στον μικρό εγωκεντρικό εαυτό μας, ο οποίος με αγωνία προσπαθεί να διατηρήσει τις μικρές, ασήμαντες προσκολλήσεις του.
Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδο προορισμό...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου