Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σκιάχτρο. Ένα σκιάχτρο που δεν είχε φίλους και δούλευε σ΄ένα χωράφι σταριού.Η δουλειά δεν ήταν πολύ δύσκολη, αλλά σίγουρα ήταν πολύ μοναχική. Μέρες και νύχτες περνούσαν δίχως κανέναν για να μιλήσει. Το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτάει τα πουλιά. Κάθε φορά που περνούσαν , εκείνο τα χαιρετούσε. Αλλά αυτά ποτέ δεν του απαντούσαν.Πετούσαν μακριά, σα να το φοβόντουσαν.
Μια μέρα το σκιάχτρο έκανε κάτι απαγορευμένο: πρόσφερε σε ένα πουλί μερικούς σπόρους. Αλλά ακόμα κι έτσι , το πουλί δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται και αυτό αναρωτιόταν γιατί κανένας δεν ήθελε να γίνει φίλος του.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός. Ώσπου μια κρύα νύχτα, ένα τυφλό κοράκι έπεσε μπροστά στα πόδια του. Το κοράκι έτρεμε και ήταν έτοιμο να πεθάνει από την πείνα. Το σκιάχτρο αποφάσισε να το βοηθήσει.
Μετά από μερικές μέρες το τυφλό κοράκι καλυτέρευε. Το σκιάχτρο διηγήθηκε στο κοράκι πώς το τύλιξε σε ένα κασκόλ και του έδωσε σπόρους για να φάει. Πριν φύγει, το σκιάχτρο το ρώτησε, γιατί τα πουλιά δεν ήθελαν ποτέ να γίνουν φίλου με τα σκιάχτρα. Κι εκείνο του εξήγησε ότι η δουλειά των σκιάχτρων ήταν να τρομάζουν τα καημένα τα πουλιά. Ήταν διαβολικά και αποτρόπαια. Τέρατα!
Γεμάτο ντροπή το σκιάχτρο απάντησε: Δεν είναι αλήθεια! Πάρε εμένα για παράδειγμα.
Εγώ δεν είμαι κακός, και είμαι σκιάχτρο. Και για μια φορά ακόμα , το σκιάχτρο απέμεινε χωρίς φίλους.
Την ίδια νύχτα πήρε μια απόφαση. Ήθελε μια άλλη δουλειά. Δεν ήθελε πια να τρομάζει τα πουλιά. Βλέποντας το σκιάχτρο να μιλάει , ο γεωργός ούρλιαξε και τρομοκρατημένος ξύπνησε όλους τους γείτονές του. Είπε σε όλους ότι το σκιάχτρο του είχε ζωντανέψει και ότι αυτό μόνο δουλειά του Διαβόλου θα μπορούσε να είναι .
Έτσι ξεκίνησαν να πάνε να τον εξοντώσουν..έβαλαν φωτιά στον ανεμόμυλο που είχε κρυφτεί… και το σκιάχτρο ούρλιαζε, αλλά δεν ένοιαζε κανέναν, εκτός από μερικά κοράκια που πετούσαν εκεί γύρω. Ένα απ΄ αυτά ήταν το τυφλό κοράκι. Οι φίλοι του του είπαν ότι οι χωρικοί έκαιγαν έναν ανεμόμυλο, όπου ένα σκιάχτρο με πολύ μακρύ κασκόλ προσπαθούσε να κρυφτεί. Τότε το τυφλό κοράκι τους είπε ότι αυτό ήταν το καλό σκιάχτρο που είχε σώσει τη ζωή του.
Συγκινημένα από την ιστορία , θέλησαν να σώσουν το σκιάχτρο. Αλλά ήταν πολύ αργά και δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα.
Το σκιάχτρο κάηκε ζωντανό.
Τα κοράκια περίμεναν ως την αυγή και όταν έσβησαν οι φλόγες, πήγαν στα συντρίμμια του ανεμόμυλου.Πήραν τις στάχτες του σκιάχτρου και πέταξαν ψηλά, πολύ ψηλά… Κι από κει ψηλά, σκόρπισαν τις στάχτες στον αέρα. Ο άνεμος μετέφερε τις στάχτες σ΄όλη τη χώρα.Οι στάχτες πέταξαν πλάι πλάι με όλα τα πουλιά.Έτσι το σκιάχτρο δεν θα ήταν ποτέ ξανά μόνο του,επειδή οι στάχτες του πετούσαν τώρα με τους καινούργιους του φίλους.
Στη μνήμη του τραγικού θανάτου του σκιάχτρου, το τυφλό κοράκι κι όλοι οι φίλοι του αποφάσισαν να ντυθούν πένθιμα. Και γι αυτό , από τότε , όλα τα κοράκια είναι μαύρα, στη μνήμη του σκιάχτρου που ήθελε να γίνει φίλος των πουλιών…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου