Ο Πολ Βαλερύ είχε πει: γεννήθηκα πολλοί και θα πεθάνω ένας. Αυτό σημαίνει ότι καθένας από μας, όταν γεννιέται, έχει τη δυνατότητα να γίνει, ας πούμε, ένας ασήμαντος, μέτριος ή σπουδαίος επιστήμονας, ένας εξέχων ή συνήθης καλλιτέχνης, ένας συνετός, κακός ή αδιάφορος οικογενειάρχης, ένας επικίνδυνος ή γραφικός απατεώνας, ένας δεινός ή αφελής πολιτικός, ένας έγκριτος ή επιπόλαιος δημοσιογράφος και χίλια δυο άλλα πράγματα.
Από όλες αυτές τις δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας τη στιγμή που γεννιόμαστε, ο καθένας τελικά, πεθαίνοντας, θα έχει γίνει κάτι συγκεκριμένο. Αυτή η πορεία του ανθρώπου από τη γέννησή του -και την απεριόριστη δυνατότητα να γίνει αυτό ή εκείνο το ον- έως το θάνατο του -που γίνεται ένα ορισμένο ον-, κατά το Σαρτρ, δεν είναι προδιαγεγραμμένη.
Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια ανοικτή, διαρκώς μεταβαλλόμενη δυνατότητα, που κατευθύνεται προς ένα απροσδιόριστο μέλλον. Τα ανθρώπινα πλάσματα δε μοιάζουν με τα υπόλοιπα όντα.
Τα τελευταία αυτά από τη στιγμή που θα υπάρξουν είναι ήδη ολοκληρωμένες οντότητες. Ένα γυάλινο ανθοδοχείο, για παράδειγμα, όσο υπάρχει, είναι αυτό που ήταν από τη στιγμή που κατασκευάστηκε και θα είναι μέχρι να καταστραφεί αυτό που είναι τώρα.
Αντίθετα, η ανθρώπινη ύπαρξη τώρα δεν είναι αυτό που ήταν και, στο μέλλον, δε θα είναι αυτό που τώρα είναι. Τι σχέση, λόγου χάρη, έχει ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης με το βρέφος που ήταν κάποτε αυτός και ποια η αντιστοιχία του βρέφους εκείνου με τον έφηβο στον οποίο εξελίχθηκε στη συνέχεια και ποιος ξέρει πού θα καταλήξει ύστερα από ένα, δύο, πέντε, είκοσι χρόνια, έως τη στιγμή που θα πεθάνει;
Η ανθρώπινη ύπαρξη βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να πούμε για κάποιο ανθρώπινο πλάσμα ότι είναι κάτι δεδομένο, τελειωμένο, ότι είναι ον. Ο άνθρωπος, ως διαρκώς μεταβαλλόμενος, δεν είναι ον, όπως το γυάλινο ανθοδοχείο ή οποιοδήποτε άλλο ον, είναι μη ον, μηδέν. Γίνεται ον, όταν πάψει να έχει την προοπτική της εξέλιξης, της δυνατότητας να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήδη είναι. Και αυτή η διακοπή της περαιτέρω εξελικτικής πορείας του μπορεί να συμβεί μόνο με το θάνατο του. Τότε, με το θάνατο της, η ανθρώπινη ύπαρξη από μηδέν γίνεται ον.
Η εξελικτική πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης από το μηδέν προς το ον είναι, κατά το Σαρτρ, αδέσποτη, με την έννοια ότι δεν καθορίζεται από τίποτε άλλο εκτός από τον ίδιο τον εαυτό της. Καθένας από μας, υποστηρίζει ο Σαρτρ, μοιάζει να έχει ριχτεί τυχαία μέσα σε έναν αφιλόξενο κόσμο, όπου πρέπει μόνος του να προσπαθήσει να δημιουργήσει την οντότητα του χωρίς τη συνδρομή άλλων, πέρα από τον εαυτό του, παραγόντων, όπως ο Θεός ή οι καθιερωμένες ηθικές αρχές.
Ο Θεός, στον οποίο θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς κάποιο στήριγμα, δεν υπάρχει. Ο Σαρτρ συντάχθηκε προς τη διακήρυξη του Νίτσε ότι ο Θεός έχει πεθάνει. Έτσι η εξελικτική πορεία του ανθρώπου γίνεται -ακριβέστερα πρέπει να γίνεται-στον ορίζοντα της απουσίας του Θεού. Οι υφιστάμενες ηθικές αρχές εξάλλου, σύμφωνα προς τις οποίες καλούμαστε να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά μας, έχουν ήδη καθιερωθεί εν τη απουσία μας, πριν από μας – πριν από μένα, πριν από σένα, πριν από εκείνον, πριν από τον κάθε άνθρωπο που διαγράφει τώρα την πορεία του από το μηδέν στο ον.
Έτσι, κατά το Σαρτρ, το να επιχειρεί κανείς -καταφεύγοντας, όπως είδαμε παραπάνω, στην κακή πίστη- να διαμορφώσει την ύπαρξή του εν ονόματι ενός ανύπαρκτου Θεού ή βάσει ορισμένων αρχών που δεν έχουν διατυπωθεί για τον ίδιο, αλλά για κάποιον άλλο, είναι σαν να προσπαθεί να αλλοτριώσει την ύπαρξή του, σαν να προσπαθεί δηλαδή να διαμορφώσει μια άλλη ύπαρξη διαφορετική από τη δική του.
Ο κίνδυνος της αλλοτρίωσης της ύπαρξής μας όμως, παρατηρεί ο Σαρτρ, δεν ελλοχεύει μόνο στην κακή πίστη, στην οποία καταφεύγουμε, για να απαλλαγούμε από την εμπειρία του τρόμου της ελευθερίας μας, αλλά υπαγορεύεται επίσης από την παρουσία των άλλων γύρω μας.
Οι άλλοι είναι η κόλαση. Ο Σαρτρ υιοθέτησε την άποψη ότι οτιδήποτε εκδηλώνεται μέσα στη συνείδησή μας αναφέρεται σε κάτι. Όταν, λόγου χάρη, επιθυμούμε, επιθυμούμε κάτι – ένα παγωτό* όταν πιστεύουμε, πιστεύουμε κάτι – ότι θα κερδίσει η ομάδα μας ή ότι αύριο θα κάνει καλό καιρό• το ίδιο και όταν φοβόμαστε, φοβόμαστε κάτι – το σκοτάδι, το θάνατο ή το αεροπλάνο, κ.ο.κ. Η συνείδησή μας είναι πάντοτε συνείδηση τινός.
Είναι σαφές ότι το σημείο αναφοράς της συνείδησής μου είναι υποδεέστερο αυτής. Εκείνο στο οποίο αναφέρεται η συνείδησή του -ένα παγωτό, ας πούμε, στην περίπτωση που η συνείδησή μου, επιθυμώντας το, αναφέρεται σ’ αυτό- το αντιμετωπίζω έτσι, ώστε να ικανοποιήσω μια προσωπική ανάγκη μου• είναι υποχείριο μου. Ακόμη και αν κάτι στο οποίο αναφέρεται η συνείδησή μου -όπως το σκοτάδι, στην περίπτωση που φοβάμαι το σκοτάδι- με υπερβαίνει, προσπαθώ να το φέρω στα μέτρα μου, για να το χειριστώ, όπως με ικανοποιεί καλύτερα.
Όταν όμως το σημείο αναφοράς της συνείδησής μας είναι κάποιος συνάνθρωπος μας, η σχέση μας αποκτά άλλη σημασία. Γίνεται ανταγωνιστική.
Γιατί, αν υποτεθεί ότι εγώ καθιστώ κάποιον σημείο αναφοράς της συνείδησής μου, τον μεταχειρίζομαι σαν ένα αντικείμενο έτοιμο να ικανοποιήσει κάποιο αίτημά μου. Τον αλλοτριώνω, καθώς από εκεί που ήταν μια αυτόνομη, ανεξάρτητη και αξιοπρεπής ύπαρξη, τον καθιστώ υποχείριο των διαθέσεών μου.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, η συνείδηση του άλλου, τον οποίο έχω κάνει αντικείμενο της δικής μου συνείδησης, αισθάνεται θιγμένη, υποτιμημένη και καταλαμβάνεται από το αίσθημα της ντροπής. Η αντίδραση του ανθρώπου που θίχτηκε η συνείδησή του είναι να προσπαθήσει να φέρει εμένα στη θέση τη δική του και να με καταστήσει αντικείμενο της δικής του συνείδησης.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, κάποιον που βρίσκεται με τη σύντροφο του στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Όσο ξέρει ότι είναι ασφαλής πίσω από την πόρτα του δωματίου, αισθάνεται άνετα. Αν, κάποια στιγμή, καταλάβει ότι κάποιος τον παρακολουθεί μέσα από την κλειδαρότρυπα, καταλαμβάνεται από το αίσθημα της ντροπής, επειδή έγινε αντικείμενο της συνείδησης κάποιου άλλου. Η αντίδρασή του τότε είναι, ας πούμε, να ανοίξει την πόρτα και να συλλάβει τον παρατηρητή του επ’ αυτοφόρω, ο οποίος με τη σειρά του κυριεύεται από το αίσθημα της ντροπής, επειδή κατέστη αντικείμενο της συνείδησης του ανθρώπου τον οποίο, έως πριν από τη στιγμή της αποκάλυψης, είχε κάνει αυτός αντικείμενο της συνείδησής του.
Ο Σαρτρ θεωρεί ότι ανάλογα ανταγωνιστικές είναι όλες οι κοινωνικές σχέσεις μας. Ο καθένας προσπαθεί να αλλοτριώσει τον άλλο καθιστώντας τον από αυτόνομη ύπαρξη αντικείμενο της συνείδησής του, ο οποίος, με τη σειρά του, προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη ανεξαρτησία του, επιχειρεί να κάνει αντικείμενο της συνείδησής του εκείνον που τον είχε κάνει υποχείριο της συνείδησής του κ.ο.κ. H συνείδηση του ενός επιδιώκει να καταστήσει αντικείμενο τη συνείδηση του άλλου, προκειμένου να διατηρήσει την ελευθερία της. Ο αγώνας για την ελευθερία μας είναι ένας ανελέητος αγώνας, για να απαλλαγούμε από τους άλλους που επιχειρούν να αλλοτριώσουν την ύπαρξή μας καθιστώντας την αντικείμενο της συνείδησής τους. Με αυτή την έννοια, οι άλλοι είναι η κόλαση.
Έτσι, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του υπαρξισμού, ο ηθικός τρόπος διαβίωσης του ανθρώπου προσέλαβε από το Σαρτρ έντονα δραματικό τόνο. Έχοντας κανείς, κατά το Σαρτρ, γεννηθεί σε έναν ξένο και αφιλόξενο κόσμο, που η παρουσία των άλλων τον έχει μετατρέψει σε κόλαση γι’ αυτόν, καλείται -προκειμένου να δημιουργήσει τον εαυτό του πορευόμενος από το μηδέν στο ον, από εκείνο που θα μπορούσε να γίνει σ’ εκείνο που τελικά θα γίνει- να πράττει το σωστό μόνος του, εντελώς αβοήθητος, μην περιμένοντας τη βοήθεια κανενός Θεού, μην έχοντας για στήριγμα καμιά ηθική αρχή.
Άλλοι φιλόσοφοι ωστόσο, κατά τον εικοστό αιώνα επίσης, κινούμενοι σε ένα διαφορετικό από εκείνο του υπαρξισμού πλαίσιο διανόησης και επιχειρημάτων, επιδίωξαν να προσεγγίσουν τα ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς του ανθρώπου χωρίς τη δραματική έξαρση με την οποία τα αντιμετώπισε ο Σαρτρ. Πρόκειται για τους φιλοσόφους εκείνους που διατύπωσαν τις καλούμενες μεταηθικές θεωρίες, εμπνεόμενοι από τον Τζ. Μουρ κλπ, από τα κελεύσματα της γλωσσαναλυτικής μεθόδου.
Από όλες αυτές τις δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μας τη στιγμή που γεννιόμαστε, ο καθένας τελικά, πεθαίνοντας, θα έχει γίνει κάτι συγκεκριμένο. Αυτή η πορεία του ανθρώπου από τη γέννησή του -και την απεριόριστη δυνατότητα να γίνει αυτό ή εκείνο το ον- έως το θάνατο του -που γίνεται ένα ορισμένο ον-, κατά το Σαρτρ, δεν είναι προδιαγεγραμμένη.
Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια ανοικτή, διαρκώς μεταβαλλόμενη δυνατότητα, που κατευθύνεται προς ένα απροσδιόριστο μέλλον. Τα ανθρώπινα πλάσματα δε μοιάζουν με τα υπόλοιπα όντα.
Τα τελευταία αυτά από τη στιγμή που θα υπάρξουν είναι ήδη ολοκληρωμένες οντότητες. Ένα γυάλινο ανθοδοχείο, για παράδειγμα, όσο υπάρχει, είναι αυτό που ήταν από τη στιγμή που κατασκευάστηκε και θα είναι μέχρι να καταστραφεί αυτό που είναι τώρα.
Αντίθετα, η ανθρώπινη ύπαρξη τώρα δεν είναι αυτό που ήταν και, στο μέλλον, δε θα είναι αυτό που τώρα είναι. Τι σχέση, λόγου χάρη, έχει ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης με το βρέφος που ήταν κάποτε αυτός και ποια η αντιστοιχία του βρέφους εκείνου με τον έφηβο στον οποίο εξελίχθηκε στη συνέχεια και ποιος ξέρει πού θα καταλήξει ύστερα από ένα, δύο, πέντε, είκοσι χρόνια, έως τη στιγμή που θα πεθάνει;
Η ανθρώπινη ύπαρξη βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να πούμε για κάποιο ανθρώπινο πλάσμα ότι είναι κάτι δεδομένο, τελειωμένο, ότι είναι ον. Ο άνθρωπος, ως διαρκώς μεταβαλλόμενος, δεν είναι ον, όπως το γυάλινο ανθοδοχείο ή οποιοδήποτε άλλο ον, είναι μη ον, μηδέν. Γίνεται ον, όταν πάψει να έχει την προοπτική της εξέλιξης, της δυνατότητας να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήδη είναι. Και αυτή η διακοπή της περαιτέρω εξελικτικής πορείας του μπορεί να συμβεί μόνο με το θάνατο του. Τότε, με το θάνατο της, η ανθρώπινη ύπαρξη από μηδέν γίνεται ον.
Η εξελικτική πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης από το μηδέν προς το ον είναι, κατά το Σαρτρ, αδέσποτη, με την έννοια ότι δεν καθορίζεται από τίποτε άλλο εκτός από τον ίδιο τον εαυτό της. Καθένας από μας, υποστηρίζει ο Σαρτρ, μοιάζει να έχει ριχτεί τυχαία μέσα σε έναν αφιλόξενο κόσμο, όπου πρέπει μόνος του να προσπαθήσει να δημιουργήσει την οντότητα του χωρίς τη συνδρομή άλλων, πέρα από τον εαυτό του, παραγόντων, όπως ο Θεός ή οι καθιερωμένες ηθικές αρχές.
Ο Θεός, στον οποίο θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς κάποιο στήριγμα, δεν υπάρχει. Ο Σαρτρ συντάχθηκε προς τη διακήρυξη του Νίτσε ότι ο Θεός έχει πεθάνει. Έτσι η εξελικτική πορεία του ανθρώπου γίνεται -ακριβέστερα πρέπει να γίνεται-στον ορίζοντα της απουσίας του Θεού. Οι υφιστάμενες ηθικές αρχές εξάλλου, σύμφωνα προς τις οποίες καλούμαστε να ρυθμίσουμε τη συμπεριφορά μας, έχουν ήδη καθιερωθεί εν τη απουσία μας, πριν από μας – πριν από μένα, πριν από σένα, πριν από εκείνον, πριν από τον κάθε άνθρωπο που διαγράφει τώρα την πορεία του από το μηδέν στο ον.
Έτσι, κατά το Σαρτρ, το να επιχειρεί κανείς -καταφεύγοντας, όπως είδαμε παραπάνω, στην κακή πίστη- να διαμορφώσει την ύπαρξή του εν ονόματι ενός ανύπαρκτου Θεού ή βάσει ορισμένων αρχών που δεν έχουν διατυπωθεί για τον ίδιο, αλλά για κάποιον άλλο, είναι σαν να προσπαθεί να αλλοτριώσει την ύπαρξή του, σαν να προσπαθεί δηλαδή να διαμορφώσει μια άλλη ύπαρξη διαφορετική από τη δική του.
Ο κίνδυνος της αλλοτρίωσης της ύπαρξής μας όμως, παρατηρεί ο Σαρτρ, δεν ελλοχεύει μόνο στην κακή πίστη, στην οποία καταφεύγουμε, για να απαλλαγούμε από την εμπειρία του τρόμου της ελευθερίας μας, αλλά υπαγορεύεται επίσης από την παρουσία των άλλων γύρω μας.
Οι άλλοι είναι η κόλαση. Ο Σαρτρ υιοθέτησε την άποψη ότι οτιδήποτε εκδηλώνεται μέσα στη συνείδησή μας αναφέρεται σε κάτι. Όταν, λόγου χάρη, επιθυμούμε, επιθυμούμε κάτι – ένα παγωτό* όταν πιστεύουμε, πιστεύουμε κάτι – ότι θα κερδίσει η ομάδα μας ή ότι αύριο θα κάνει καλό καιρό• το ίδιο και όταν φοβόμαστε, φοβόμαστε κάτι – το σκοτάδι, το θάνατο ή το αεροπλάνο, κ.ο.κ. Η συνείδησή μας είναι πάντοτε συνείδηση τινός.
Είναι σαφές ότι το σημείο αναφοράς της συνείδησής μου είναι υποδεέστερο αυτής. Εκείνο στο οποίο αναφέρεται η συνείδησή του -ένα παγωτό, ας πούμε, στην περίπτωση που η συνείδησή μου, επιθυμώντας το, αναφέρεται σ’ αυτό- το αντιμετωπίζω έτσι, ώστε να ικανοποιήσω μια προσωπική ανάγκη μου• είναι υποχείριο μου. Ακόμη και αν κάτι στο οποίο αναφέρεται η συνείδησή μου -όπως το σκοτάδι, στην περίπτωση που φοβάμαι το σκοτάδι- με υπερβαίνει, προσπαθώ να το φέρω στα μέτρα μου, για να το χειριστώ, όπως με ικανοποιεί καλύτερα.
Όταν όμως το σημείο αναφοράς της συνείδησής μας είναι κάποιος συνάνθρωπος μας, η σχέση μας αποκτά άλλη σημασία. Γίνεται ανταγωνιστική.
Γιατί, αν υποτεθεί ότι εγώ καθιστώ κάποιον σημείο αναφοράς της συνείδησής μου, τον μεταχειρίζομαι σαν ένα αντικείμενο έτοιμο να ικανοποιήσει κάποιο αίτημά μου. Τον αλλοτριώνω, καθώς από εκεί που ήταν μια αυτόνομη, ανεξάρτητη και αξιοπρεπής ύπαρξη, τον καθιστώ υποχείριο των διαθέσεών μου.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, η συνείδηση του άλλου, τον οποίο έχω κάνει αντικείμενο της δικής μου συνείδησης, αισθάνεται θιγμένη, υποτιμημένη και καταλαμβάνεται από το αίσθημα της ντροπής. Η αντίδραση του ανθρώπου που θίχτηκε η συνείδησή του είναι να προσπαθήσει να φέρει εμένα στη θέση τη δική του και να με καταστήσει αντικείμενο της δικής του συνείδησης.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, κάποιον που βρίσκεται με τη σύντροφο του στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Όσο ξέρει ότι είναι ασφαλής πίσω από την πόρτα του δωματίου, αισθάνεται άνετα. Αν, κάποια στιγμή, καταλάβει ότι κάποιος τον παρακολουθεί μέσα από την κλειδαρότρυπα, καταλαμβάνεται από το αίσθημα της ντροπής, επειδή έγινε αντικείμενο της συνείδησης κάποιου άλλου. Η αντίδρασή του τότε είναι, ας πούμε, να ανοίξει την πόρτα και να συλλάβει τον παρατηρητή του επ’ αυτοφόρω, ο οποίος με τη σειρά του κυριεύεται από το αίσθημα της ντροπής, επειδή κατέστη αντικείμενο της συνείδησης του ανθρώπου τον οποίο, έως πριν από τη στιγμή της αποκάλυψης, είχε κάνει αυτός αντικείμενο της συνείδησής του.
Ο Σαρτρ θεωρεί ότι ανάλογα ανταγωνιστικές είναι όλες οι κοινωνικές σχέσεις μας. Ο καθένας προσπαθεί να αλλοτριώσει τον άλλο καθιστώντας τον από αυτόνομη ύπαρξη αντικείμενο της συνείδησής του, ο οποίος, με τη σειρά του, προκειμένου να ανακτήσει τη χαμένη ανεξαρτησία του, επιχειρεί να κάνει αντικείμενο της συνείδησής του εκείνον που τον είχε κάνει υποχείριο της συνείδησής του κ.ο.κ. H συνείδηση του ενός επιδιώκει να καταστήσει αντικείμενο τη συνείδηση του άλλου, προκειμένου να διατηρήσει την ελευθερία της. Ο αγώνας για την ελευθερία μας είναι ένας ανελέητος αγώνας, για να απαλλαγούμε από τους άλλους που επιχειρούν να αλλοτριώσουν την ύπαρξή μας καθιστώντας την αντικείμενο της συνείδησής τους. Με αυτή την έννοια, οι άλλοι είναι η κόλαση.
Έτσι, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του υπαρξισμού, ο ηθικός τρόπος διαβίωσης του ανθρώπου προσέλαβε από το Σαρτρ έντονα δραματικό τόνο. Έχοντας κανείς, κατά το Σαρτρ, γεννηθεί σε έναν ξένο και αφιλόξενο κόσμο, που η παρουσία των άλλων τον έχει μετατρέψει σε κόλαση γι’ αυτόν, καλείται -προκειμένου να δημιουργήσει τον εαυτό του πορευόμενος από το μηδέν στο ον, από εκείνο που θα μπορούσε να γίνει σ’ εκείνο που τελικά θα γίνει- να πράττει το σωστό μόνος του, εντελώς αβοήθητος, μην περιμένοντας τη βοήθεια κανενός Θεού, μην έχοντας για στήριγμα καμιά ηθική αρχή.
Άλλοι φιλόσοφοι ωστόσο, κατά τον εικοστό αιώνα επίσης, κινούμενοι σε ένα διαφορετικό από εκείνο του υπαρξισμού πλαίσιο διανόησης και επιχειρημάτων, επιδίωξαν να προσεγγίσουν τα ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς του ανθρώπου χωρίς τη δραματική έξαρση με την οποία τα αντιμετώπισε ο Σαρτρ. Πρόκειται για τους φιλοσόφους εκείνους που διατύπωσαν τις καλούμενες μεταηθικές θεωρίες, εμπνεόμενοι από τον Τζ. Μουρ κλπ, από τα κελεύσματα της γλωσσαναλυτικής μεθόδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου