"Την Άρτεμη —αλίμονο στους αοιδούς που την ξεχνούν—υμνούμε, που αγαπάει τα τόξα και το κυνήγι του λαγούκαι τους απλόχωρους χορούς και τα παιγνίδια στα όρη, κι αρχίζουμε από τότε, στου πατέρα της που κάθονταν τα γόνατα,παιδάκι ακόμα κι έτσι στον πατέρα της μιλούσε: ...
«Αιώνια δώσ᾽ μου παρθενιά και κάμε να με κράζουνμ᾽ ονόματα πολλά που ο Φοίβος μη μου παραβγαίνει.
Δώσ᾽ μου βέλη και τόξα, κι άσε πατέρα, ούτε φαρέτραούτε μεγάλο τόξο σου γυρεύω. Οι Κύκλωπες και βέληθα τεχνουργήσουν γρήγορα για μένα κι εύκαμπτο τόξο.
Και δάδες δώσ᾽ μου να κρατώ, κι ως με το γόνατο χιτώνανα ᾽μαι ζωσμένη πλουμιστό και άγρια θηρία να σκοτώνω.
Δώσ᾽ μου ακόμα ένα χορό μ᾽ εξήντα Ωκεανίδες,όλες εννιάχρονες, όλες παιδούλες δίχως τη γυναίκεια ζώνη.
Και δώσ᾽ μου είκοσι νύμφες Αμνισίδες, να τις έχω βάγιεςτα πέδιλα να μου κοιτούν και τα γοργά σκυλιά μου,όταν δεν θα χτυπάω λίγκες μήτε ελάφια.
Κι όλα τα όρη δώσε μου κι από τις πόλεις όποια εσύ θελήσεις,γιατί στην πόλη η Άρτεμη συχνά δεν κατεβαίνει.
Στα όρη θα κατοικίσω, ενώ στις πόλεις θα' ρχομαι μ' ανθρώπους σ᾽επαφή μονάχα όταν γυναίκες που κοιλοπονούν βαριάθα με καλούν να τις βοηθήσω.
Σ᾽ αυτές οι Μοίρες,όταν γεννιόμουν, με προόρισαν να φέρω τη βοήθεια.
Γιατί κι εμένα η μάνα μου δεν πόνεσε σαν με γεννούσε,και δίχως κόπο μ᾽ έβγαλε, στα γόνατά της πάνω αφήνοντάς με».Αυτά η παιδούλα ως είπε, τη γενειάδα προσπαθούσε του πατέρα τηςνα αγγίξει, όμως πολλές φορές ανώφελα τα χέρια τάνυσεμήπως τα ψαύσει.
Και ο πατέρας συγκατάνευσε γελώντας,κι είπε, την κόρη του χαϊδεύοντας:
«Τέτοια οι θεέςσαν μου γεννούν παιδιά, οι θυμοί της Ήρας της ζηλιάραςούτε μ᾽ αγγίζουνε· όσα θελήσεις πάρε τέκνο μουκι άλλα ο πατέρας θα σου δώσει πιο τρανά.
Τριάντα πόλεις κι όχι μία μοναχά θα σου χαρίσω,τριάντα πόλεις που θεόν άλλο δεν θα τιμήσουνπαρά μονάχα εσένα και θ᾽ αποκαλούνται πόλεις της Αρτέμιδας.
Κι άλλες πολλές θα ᾽χεις κοινές μ᾽ άλλους θεούςκαι στα Μεσόγεια και στα νησιά. Και θα υπάρχουν σ᾽ όλεςβωμοί και άλση για την Άρτεμη.
Στους δρόμουςκαι στα λιμάνια εσένα για προστάτισσα θα λογαριάζουνε».
Τούτα σαν είπε,το λόγο του επικύρωσε κλίνοντας το κεφάλι. Κι έβαινε η κόρηστο Λευκόν όρος της Κρήτης το δασόσκεπο,κι εκείθε στον Ωκεανό.
Και νύμφες διάλεξε πολλές,όλες εννιάχρονες, κι όλες ακόμα κόρες δίχως διάδημα.Και χαίρονταν πολύ ο ποταμός ο Καίρατος, χαίρονταν και η Τηθύς, που έπεμπε τις θυγατέρες της βοηθούς στην κόρη της Λητώς.»
«Αιώνια δώσ᾽ μου παρθενιά και κάμε να με κράζουνμ᾽ ονόματα πολλά που ο Φοίβος μη μου παραβγαίνει.
Δώσ᾽ μου βέλη και τόξα, κι άσε πατέρα, ούτε φαρέτραούτε μεγάλο τόξο σου γυρεύω. Οι Κύκλωπες και βέληθα τεχνουργήσουν γρήγορα για μένα κι εύκαμπτο τόξο.
Και δάδες δώσ᾽ μου να κρατώ, κι ως με το γόνατο χιτώνανα ᾽μαι ζωσμένη πλουμιστό και άγρια θηρία να σκοτώνω.
Δώσ᾽ μου ακόμα ένα χορό μ᾽ εξήντα Ωκεανίδες,όλες εννιάχρονες, όλες παιδούλες δίχως τη γυναίκεια ζώνη.
Και δώσ᾽ μου είκοσι νύμφες Αμνισίδες, να τις έχω βάγιεςτα πέδιλα να μου κοιτούν και τα γοργά σκυλιά μου,όταν δεν θα χτυπάω λίγκες μήτε ελάφια.
Κι όλα τα όρη δώσε μου κι από τις πόλεις όποια εσύ θελήσεις,γιατί στην πόλη η Άρτεμη συχνά δεν κατεβαίνει.
Στα όρη θα κατοικίσω, ενώ στις πόλεις θα' ρχομαι μ' ανθρώπους σ᾽επαφή μονάχα όταν γυναίκες που κοιλοπονούν βαριάθα με καλούν να τις βοηθήσω.
Σ᾽ αυτές οι Μοίρες,όταν γεννιόμουν, με προόρισαν να φέρω τη βοήθεια.
Γιατί κι εμένα η μάνα μου δεν πόνεσε σαν με γεννούσε,και δίχως κόπο μ᾽ έβγαλε, στα γόνατά της πάνω αφήνοντάς με».Αυτά η παιδούλα ως είπε, τη γενειάδα προσπαθούσε του πατέρα τηςνα αγγίξει, όμως πολλές φορές ανώφελα τα χέρια τάνυσεμήπως τα ψαύσει.
Και ο πατέρας συγκατάνευσε γελώντας,κι είπε, την κόρη του χαϊδεύοντας:
«Τέτοια οι θεέςσαν μου γεννούν παιδιά, οι θυμοί της Ήρας της ζηλιάραςούτε μ᾽ αγγίζουνε· όσα θελήσεις πάρε τέκνο μουκι άλλα ο πατέρας θα σου δώσει πιο τρανά.
Τριάντα πόλεις κι όχι μία μοναχά θα σου χαρίσω,τριάντα πόλεις που θεόν άλλο δεν θα τιμήσουνπαρά μονάχα εσένα και θ᾽ αποκαλούνται πόλεις της Αρτέμιδας.
Κι άλλες πολλές θα ᾽χεις κοινές μ᾽ άλλους θεούςκαι στα Μεσόγεια και στα νησιά. Και θα υπάρχουν σ᾽ όλεςβωμοί και άλση για την Άρτεμη.
Στους δρόμουςκαι στα λιμάνια εσένα για προστάτισσα θα λογαριάζουνε».
Τούτα σαν είπε,το λόγο του επικύρωσε κλίνοντας το κεφάλι. Κι έβαινε η κόρηστο Λευκόν όρος της Κρήτης το δασόσκεπο,κι εκείθε στον Ωκεανό.
Και νύμφες διάλεξε πολλές,όλες εννιάχρονες, κι όλες ακόμα κόρες δίχως διάδημα.Και χαίρονταν πολύ ο ποταμός ο Καίρατος, χαίρονταν και η Τηθύς, που έπεμπε τις θυγατέρες της βοηθούς στην κόρη της Λητώς.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου