Όταν ρωτούσαν τον Θαλή, έναν από τους Επτά Σοφούς της Αρχαιότητας, ποιο
ήταν κατά τη γνώμη του το δυσκολότερο πρόβλημα για τον άνθρωπο, εκείνος έλεγε
μελαγχολικά: «Να γνωρίσει τον εαυτό του». (και, δεν εννοούσε τον εαυτό του) …και
όλοι κορόιδευαν τον Θαλή, τον σοφότερο άνθρωπο της εποχής τους. Ο Θαλής, όπως
και τόσοι άλλοι που ακολούθησαν μετά από αυτόν, προσπαθούσε να ανακαλύψει το
μεγάλο μυστήριο του κόσμου, δηλαδή ασχολούταν με πολλά παράξενα πράγματα.
Οι σοφοί πάντοτε ασχολούνταν με πράγματα τα οποία οι άλλοι άνθρωποι τα μισούσαν, τα περιφρονούσαν, τα χλεύαζαν ή αδιαφορούσαν γι’ αυτά. Αυτός ήταν πάντοτε και ο κύριος λόγος της ιδιαίτερης μελαγχολίας των σοφών, των φιλοσόφων, όπως και των ονειροπόλων και των πρωτοπόρων οραματιστών κι όταν μιλούσαν ανοιχτά για τα πράγματα με τα οποία ασχολούνταν, το μόνο που πετύχαιναν ήταν να ξεκινήσουν έτσι μια αλυσίδα μύριων κακών και προβλημάτων για το άτομό τους.
Σύμφωνα με τους Πυθαγορείους, το πρώτο πράγμα που ανακάλυψε ο Πυθαγόρας στις μελέτες του ήταν ότι δεν μπορείς να μιλήσεις στον καθένα για αυτά τα πράγματα, διότι είτε δεν θα καταλάβει τίποτε απολύτως, είτε θα σε κάνει να χάσεις τον χρόνο σου σε άκαρπες συζητήσεις, είτε απλώς θα προσπαθήσει μισαλλόδοξα να αποδείξει ότι είναι πιο έξυπνος από εσένα που τα λες όλα αυτά, αφού οι άνθρωποι, ακόμη και οι πιο ανόητοι, έχουν μια πάγια διαμορφωμένη άποψη για τα πάντα, ή έτσι νομίζουν. Είτε θα εντοπιστείς και θα πολεμηθείς.
Ο Πυθαγόρας συμπέρανε ότι το να συζητάς για όλα αυτά με τον καθένα, ήταν το πιο επικίνδυνο πράγμα που μπορούσες να κάνεις…
Άραγε, τι εννοούσε ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας γράφοντας: «Το φρονιμότερο είναι να μη γράφεται το παραμικρό, αλλά να μαθαίνεις και να διδάσκεις προφορικά, γιατί τα γραπτά μένουν» (Στρωματείς).
Κάπου αλλού ο ίδιος γράφει: «Γράφοντας τα πάντα σε ένα βιβλίο, είναι σαν να αφήνεις ένα ξίφος στα χέρια ενός παιδιού.»
«Φανταστείτε», λέει ο Λάιμπνιτς, «δύο βιβλιοθήκες. Η πρώτη αποτελείται από χίλια αντίτυπα της Αινειάδας του Βιργιλίου», την οποία ο Λάιμπνιτς θεωρεί ως το τέλειο βιβλίο –και ίσως να είναι. «Η άλλη βιβλιοθήκη περιέχει χίλια βιβλία ποικίλης αξίας, ανάμεσα στα οποία και ένα αντίτυπο της Αινειάδας. Ποια από τις δύο βιβλιοθήκες αξίζει περισσότερο; Προφανώς η δεύτερη» Έτσι ο Λάιμπνιτς φτάνει στο συμπέρασμα πως το Κακό είναι αναγκαίο για την ποικιλία του κόσμου.
Τα κακά του κόσμου απασχολούν συνέχεια τον καλό άνθρωπο, με αποτέλεσμα να τον ξεστρατίζουν από την εξέλιξή του, να του κλέβουν την προσοχή και τον χρόνο, την εφευρετικότητα και τη δυναμική του, που αν είχε την πολυτέλεια να τις επενδύσει αλλού, πολύ θα ωφελούταν με τις γνώσεις που θα μπορούσε να αποκομίσει, κι ίσως να γινόταν και υπεράνθρωπος.
Θα υπάρξουν πολλοί που θα διακρίνουν έναν άκρατο ελιτισμό σε όλα αυτά. Που θα αρνηθούν τους στοχασμούς των μυστικιστών και των ονειροπόλων, που θα πουν ότι συνήθως δεν προσπαθούν παρά να εκφράσουν κάτι μάταιο, που θα πουν ότι πάντα όλα αυτά είναι παιχνίδια με τις λέξεις, και θα προβάλουν μια στέρεα άρνηση να αποδεχθούν πως η υπερβατική φιλοσοφία και η καλή λογοτεχνία είναι η ύστατη έκφραση της ανθρωπότητας, και πως η υψηλή φαντασία περιέχει όλα αυτά που θα έπρεπε να είμαστε αλλά δεν τα καταφέραμε να γίνουμε.
Αρνούνται να δεχθούν πως δεν είναι δυνατόν όλα τα πράγματα να ειπωθούν με τρόπο ορθολογικό, απλό και πρακτικό. Δεν τολμώ να απαντήσω σε αυτήν τους την άρνηση. Όχι επειδή δεν έχω στ’ αλήθεια την τόλμη, αλλά επειδή το έχει κάνει τόσο υπέροχα μία αυθεντία, ο Τζ. Κ. Τσέστερτον, πολύ πριν από εμένα:
«Ο άνθρωπος γνωρίζει πως υπάρχουν στην ψυχή αποχρώσεις πιο συνταρακτικές, πιο αναρίθμητες και πιο ακατονόμαστες από τα χρώματα ενός φθινοπωρινού δάσους. Κι ωστόσο, να που πιστεύει πως αυτές οι αποχρώσεις, με όλες τις επιμειξίες τους και τις μεταλλαγές τους, μπορούν να αποδοθούν με ακρίβεια από έναν αυθαίρετο μηχανισμό κραυγών και βρυχηθμών. Πιστεύει πως, από τα βάθη ενός χρηματιστή, βγαίνουν πραγματικά οι ήχοι που εκφράζουν όλα τα μυστήρια της μνήμης κι όλες τις αγωνίες του πόθου»
Ο αδικημένος φιλόσοφος Ξενοφάνης κατηγορούσε την εμμονή των αρχαίων Ελλήνων για τον αθλητισμό και τη σωματική ρώμη, υποστηρίζοντας ότι η σοφία είναι ανώτερη της σωματικής ρώμης (πράγμα ανήκουστο μέχρι εκείνη την εποχή): «Οι αγροίκοι νικητές της Ολυμπίας στο δρόμο και στους άλλους ιππικούς και γυμνικούς αγώνες, δεν αξίζουν όσο εγώ. Δεν είναι δίκαιο να προκρίνεται η ρώμη έναντι της αγαθής σοφίας. Ο πραγματικός αγώνας γίνεται όχι για ιδρώτα και δυνατούς μύες, αλλά για την απόκτηση ιστορίης (σ.σ. πολυμάθειας) και σοφίας δια ποικίλων γνώσεων, με τις οποίες ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα ζώα»
Αλλά ο Ξενοφάνης αμφέβαλε ακόμη και για την εγκυρότητα της ανθρώπινης γνώσης: «Κανείς άνθρωπος δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει, που να γνωρίζει την αλήθεια σε σχέση με τους θεούς και σε σχέση με όσα λέγω περί του Σύμπαντος. Διότι, και αν ακόμη υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να επιτύχει να πει εκείνο το οποίο υπάρχει στην πραγματικότητα, ο ίδιος δεν θα αναγνωρισθεί, διότι σε σχέση με όλα τα πράγματα ανεξαιρέτως, υπάρχει η φαινομενικότητα»
Χμ, τί είναι αυτή η «φαινομενικότητα» Ο φιλόσοφος Γοργίας έγραφε:
Οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στον κόσμο μάλλον είναι κακοί, διότι παρατηρούμε ότι εχθρεύονται τους καλούς και ωραίους ανθρώπους ενώ οι ίδιοι περνιούνται για καλοί και ωραίοι. Κάποιος αρχαίος είχε βάλει μια πινακίδα στην πόρτα του σπιτιού του, που έγραφε.
«Μηδέν εισίτω κακόν» (κανένα κακό
να μην εισέλθει στο σπίτι), κι όταν το είδε ο Διογένης ο Κυνικός που ήθελε
να πειράζει όλους τους ανόητους και κακούς ανθρώπους, τού είπε «Ο ουν κύριος της
οικίας πού εισέλθη;» (Κι ο κύριος του σπιτιού από πού θα εισέλθει;)
Μια εποχή, ο Διογένης συνήθιζε να κυκλοφορεί μέρα-νύχτα κρατώντας ένα φανάρι, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «ψάχνω για έναν άνθρωπο». Θεωρούσε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά όρθια ζώα, και ότι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο ήταν ένας αληθινός άνθρωπος.
Στο αέτωμα της εισόδου της Ακαδημίας του Πλάτωνα υπήρχε μία επιγραφή που διέταζε: «Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω».Ζώντας σε έναν κόσμο γεμάτο από αμαθείς και ανόητους, στην ουσία η είσοδος απαγορεύονταν στους πάντες, εκτός βέβαια από αυτούς που ήταν ήδη μέσα…
«Οι άλλοι άνθρωποι νιώθουν την παγωνιά του διαστήματος πάνω στους ονειροπόλους και τους οραματιστές» γράφει ο Herman Hesse, μοναχικός σαν τον Λύκο της Στέπας.
Πολλοί έχουν πει ότι η περιφρόνηση του Ηράκλειτου για το ανθρώπινο είδος ήταν τέτοια που θέλησε να γράψει με τρόπο που δεν θα ήταν κατανοητός παρά μόνο από ελάχιστους. Ο Ηράκλειτος υποστήριζε ότι η ανθρωπότητα είναι ένα τεράστιο κτήνος, ανόητα ή αμετανόητα υποκριτικό, σκληρό και αδυσώπητο, ένα κτήνος επικίνδυνο και ηλίθιο, στο οποίο δεν αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κανείς να διδάξει οτιδήποτε.
Ο «αιθεροβάμων» –ανέκαθεν– εξέπεσε από το Βασίλειο των Ουρανών, (αυτό νιώθει), εδώ στον κόσμο της κακίας των ανθρώπων, της ατέλειας, της μιαρότητας και της ανοησίας
…και ο Εμπεδοκλής (495-435 π.κ.ε.) έλεγε θλιμμένος: «Από τέτοια ύψη, από τέτοια δόξα, ξέπεσα σ’ αυτή τη δυστυχισμένη γη, και συμφύρομαι μ’ αυτά τα χυδαία δίποδα»
«Et linguas mancipiorum contemno» (Virgil) (I scorn the talk of slaves. Αποστρέφομαι την ομιλία των σκλάβων –Βιργίλιος)
Αλλά, έτσι κι αλλιώς, η Γη ολόκληρη είναι γεμάτη όλων των ειδών τα κακά, κι ο άνθρωπος πρέπει να το ξέρει από γεννησιμιού του ότι πρόκειται όλα να τα αντικρίσει, και, ίσως, να τα αντιμετωπίσει…
Οι καλοί συγγραφείς είναι οι μόνοι ριψοκίνδυνοι ηλίθιοι που δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν αυτόν τον τόσο απλό κανόνα, για χάρη της διάδοσης του.
Οι σοφοί πάντοτε ασχολούνταν με πράγματα τα οποία οι άλλοι άνθρωποι τα μισούσαν, τα περιφρονούσαν, τα χλεύαζαν ή αδιαφορούσαν γι’ αυτά. Αυτός ήταν πάντοτε και ο κύριος λόγος της ιδιαίτερης μελαγχολίας των σοφών, των φιλοσόφων, όπως και των ονειροπόλων και των πρωτοπόρων οραματιστών κι όταν μιλούσαν ανοιχτά για τα πράγματα με τα οποία ασχολούνταν, το μόνο που πετύχαιναν ήταν να ξεκινήσουν έτσι μια αλυσίδα μύριων κακών και προβλημάτων για το άτομό τους.
Σύμφωνα με τους Πυθαγορείους, το πρώτο πράγμα που ανακάλυψε ο Πυθαγόρας στις μελέτες του ήταν ότι δεν μπορείς να μιλήσεις στον καθένα για αυτά τα πράγματα, διότι είτε δεν θα καταλάβει τίποτε απολύτως, είτε θα σε κάνει να χάσεις τον χρόνο σου σε άκαρπες συζητήσεις, είτε απλώς θα προσπαθήσει μισαλλόδοξα να αποδείξει ότι είναι πιο έξυπνος από εσένα που τα λες όλα αυτά, αφού οι άνθρωποι, ακόμη και οι πιο ανόητοι, έχουν μια πάγια διαμορφωμένη άποψη για τα πάντα, ή έτσι νομίζουν. Είτε θα εντοπιστείς και θα πολεμηθείς.
Ο Πυθαγόρας συμπέρανε ότι το να συζητάς για όλα αυτά με τον καθένα, ήταν το πιο επικίνδυνο πράγμα που μπορούσες να κάνεις…
Άραγε, τι εννοούσε ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας γράφοντας: «Το φρονιμότερο είναι να μη γράφεται το παραμικρό, αλλά να μαθαίνεις και να διδάσκεις προφορικά, γιατί τα γραπτά μένουν» (Στρωματείς).
Κάπου αλλού ο ίδιος γράφει: «Γράφοντας τα πάντα σε ένα βιβλίο, είναι σαν να αφήνεις ένα ξίφος στα χέρια ενός παιδιού.»
«Φανταστείτε», λέει ο Λάιμπνιτς, «δύο βιβλιοθήκες. Η πρώτη αποτελείται από χίλια αντίτυπα της Αινειάδας του Βιργιλίου», την οποία ο Λάιμπνιτς θεωρεί ως το τέλειο βιβλίο –και ίσως να είναι. «Η άλλη βιβλιοθήκη περιέχει χίλια βιβλία ποικίλης αξίας, ανάμεσα στα οποία και ένα αντίτυπο της Αινειάδας. Ποια από τις δύο βιβλιοθήκες αξίζει περισσότερο; Προφανώς η δεύτερη» Έτσι ο Λάιμπνιτς φτάνει στο συμπέρασμα πως το Κακό είναι αναγκαίο για την ποικιλία του κόσμου.
Τα κακά του κόσμου απασχολούν συνέχεια τον καλό άνθρωπο, με αποτέλεσμα να τον ξεστρατίζουν από την εξέλιξή του, να του κλέβουν την προσοχή και τον χρόνο, την εφευρετικότητα και τη δυναμική του, που αν είχε την πολυτέλεια να τις επενδύσει αλλού, πολύ θα ωφελούταν με τις γνώσεις που θα μπορούσε να αποκομίσει, κι ίσως να γινόταν και υπεράνθρωπος.
Θα υπάρξουν πολλοί που θα διακρίνουν έναν άκρατο ελιτισμό σε όλα αυτά. Που θα αρνηθούν τους στοχασμούς των μυστικιστών και των ονειροπόλων, που θα πουν ότι συνήθως δεν προσπαθούν παρά να εκφράσουν κάτι μάταιο, που θα πουν ότι πάντα όλα αυτά είναι παιχνίδια με τις λέξεις, και θα προβάλουν μια στέρεα άρνηση να αποδεχθούν πως η υπερβατική φιλοσοφία και η καλή λογοτεχνία είναι η ύστατη έκφραση της ανθρωπότητας, και πως η υψηλή φαντασία περιέχει όλα αυτά που θα έπρεπε να είμαστε αλλά δεν τα καταφέραμε να γίνουμε.
Αρνούνται να δεχθούν πως δεν είναι δυνατόν όλα τα πράγματα να ειπωθούν με τρόπο ορθολογικό, απλό και πρακτικό. Δεν τολμώ να απαντήσω σε αυτήν τους την άρνηση. Όχι επειδή δεν έχω στ’ αλήθεια την τόλμη, αλλά επειδή το έχει κάνει τόσο υπέροχα μία αυθεντία, ο Τζ. Κ. Τσέστερτον, πολύ πριν από εμένα:
«Ο άνθρωπος γνωρίζει πως υπάρχουν στην ψυχή αποχρώσεις πιο συνταρακτικές, πιο αναρίθμητες και πιο ακατονόμαστες από τα χρώματα ενός φθινοπωρινού δάσους. Κι ωστόσο, να που πιστεύει πως αυτές οι αποχρώσεις, με όλες τις επιμειξίες τους και τις μεταλλαγές τους, μπορούν να αποδοθούν με ακρίβεια από έναν αυθαίρετο μηχανισμό κραυγών και βρυχηθμών. Πιστεύει πως, από τα βάθη ενός χρηματιστή, βγαίνουν πραγματικά οι ήχοι που εκφράζουν όλα τα μυστήρια της μνήμης κι όλες τις αγωνίες του πόθου»
Ο αδικημένος φιλόσοφος Ξενοφάνης κατηγορούσε την εμμονή των αρχαίων Ελλήνων για τον αθλητισμό και τη σωματική ρώμη, υποστηρίζοντας ότι η σοφία είναι ανώτερη της σωματικής ρώμης (πράγμα ανήκουστο μέχρι εκείνη την εποχή): «Οι αγροίκοι νικητές της Ολυμπίας στο δρόμο και στους άλλους ιππικούς και γυμνικούς αγώνες, δεν αξίζουν όσο εγώ. Δεν είναι δίκαιο να προκρίνεται η ρώμη έναντι της αγαθής σοφίας. Ο πραγματικός αγώνας γίνεται όχι για ιδρώτα και δυνατούς μύες, αλλά για την απόκτηση ιστορίης (σ.σ. πολυμάθειας) και σοφίας δια ποικίλων γνώσεων, με τις οποίες ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα ζώα»
Αλλά ο Ξενοφάνης αμφέβαλε ακόμη και για την εγκυρότητα της ανθρώπινης γνώσης: «Κανείς άνθρωπος δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει, που να γνωρίζει την αλήθεια σε σχέση με τους θεούς και σε σχέση με όσα λέγω περί του Σύμπαντος. Διότι, και αν ακόμη υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να επιτύχει να πει εκείνο το οποίο υπάρχει στην πραγματικότητα, ο ίδιος δεν θα αναγνωρισθεί, διότι σε σχέση με όλα τα πράγματα ανεξαιρέτως, υπάρχει η φαινομενικότητα»
Χμ, τί είναι αυτή η «φαινομενικότητα» Ο φιλόσοφος Γοργίας έγραφε:
Δηλαδή δεν πρέπει, (διότι καλοί και σοφοί λογοτέχνες υπάρχουν). Ο Ξενοφάνης, κυνηγημένος και περιπλανώμενος, πικραμένος διότι οι άνθρωποι δεν τον καταλάβαιναν, ήταν ένας εραστής της ελευθερίας που είχε ανακαλύψει ότι «όλοι αγαπούν την ελευθερία, αλλά κανείς τους ελεύθερους ανθρώπους»«Ουδέν υπάρχει. Και αν υπάρχει τι, δεν δύναται να γνωσθεί. Και αν ακόμη γνωσθεί δεν δύναται να μεταδοθεί δια του λόγου»
Οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στον κόσμο μάλλον είναι κακοί, διότι παρατηρούμε ότι εχθρεύονται τους καλούς και ωραίους ανθρώπους ενώ οι ίδιοι περνιούνται για καλοί και ωραίοι. Κάποιος αρχαίος είχε βάλει μια πινακίδα στην πόρτα του σπιτιού του, που έγραφε.
Μια εποχή, ο Διογένης συνήθιζε να κυκλοφορεί μέρα-νύχτα κρατώντας ένα φανάρι, κι όταν τον ρωτούσαν γιατί το έκανε αυτό, έλεγε «ψάχνω για έναν άνθρωπο». Θεωρούσε ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι δεν ήταν παρά όρθια ζώα, και ότι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο ήταν ένας αληθινός άνθρωπος.
Στο αέτωμα της εισόδου της Ακαδημίας του Πλάτωνα υπήρχε μία επιγραφή που διέταζε: «Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω».Ζώντας σε έναν κόσμο γεμάτο από αμαθείς και ανόητους, στην ουσία η είσοδος απαγορεύονταν στους πάντες, εκτός βέβαια από αυτούς που ήταν ήδη μέσα…
«Οι άλλοι άνθρωποι νιώθουν την παγωνιά του διαστήματος πάνω στους ονειροπόλους και τους οραματιστές» γράφει ο Herman Hesse, μοναχικός σαν τον Λύκο της Στέπας.
Πολλοί έχουν πει ότι η περιφρόνηση του Ηράκλειτου για το ανθρώπινο είδος ήταν τέτοια που θέλησε να γράψει με τρόπο που δεν θα ήταν κατανοητός παρά μόνο από ελάχιστους. Ο Ηράκλειτος υποστήριζε ότι η ανθρωπότητα είναι ένα τεράστιο κτήνος, ανόητα ή αμετανόητα υποκριτικό, σκληρό και αδυσώπητο, ένα κτήνος επικίνδυνο και ηλίθιο, στο οποίο δεν αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κανείς να διδάξει οτιδήποτε.
Ο «αιθεροβάμων» –ανέκαθεν– εξέπεσε από το Βασίλειο των Ουρανών, (αυτό νιώθει), εδώ στον κόσμο της κακίας των ανθρώπων, της ατέλειας, της μιαρότητας και της ανοησίας
…και ο Εμπεδοκλής (495-435 π.κ.ε.) έλεγε θλιμμένος: «Από τέτοια ύψη, από τέτοια δόξα, ξέπεσα σ’ αυτή τη δυστυχισμένη γη, και συμφύρομαι μ’ αυτά τα χυδαία δίποδα»
«Et linguas mancipiorum contemno» (Virgil) (I scorn the talk of slaves. Αποστρέφομαι την ομιλία των σκλάβων –Βιργίλιος)
Αλλά, έτσι κι αλλιώς, η Γη ολόκληρη είναι γεμάτη όλων των ειδών τα κακά, κι ο άνθρωπος πρέπει να το ξέρει από γεννησιμιού του ότι πρόκειται όλα να τα αντικρίσει, και, ίσως, να τα αντιμετωπίσει…
Είμαστε εξόριστοι και φυλακισμένοι εδώ πέρα, ανάμεσα σε μύρια κακά, υιοθετώντας επικινδύνως μία αγαθή ιδέα: ότι το πνεύμα μας μπορεί να είναι ελεύθερο, ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες! Ελεύθερο Πνεύμα! Αν η ιστορία του μυστικισμού έχει δίκιο, (και ο Λόρδος Chesterfield σε ένα ρητό του), θα πρέπει προσεκτικά να συγκαλύπτουμε από τους περισσότερους συνανθρώπους μας αυτό το παράξενο φαινόμενο όταν συμβαίνει σ’ εμάς τους ίδιους και να συναναστρεφόμαστε μόνο με εκείνους που διακρίνουμε σαφώς ότι τους συμβαίνει επίσης.«Πλείη μεν γαρ γαία κακών, πλείη δε θάλασσα, νούσοι δ’ ανθρώποισιν εφ’ ημέρη ηδ’ επί νυκτί αυτόματοι φοιτώσι» (Ησίοδος) (Η γη είναι γεμάτη κακίες, γεμάτη και η θάλασσα, και έρχονται πάνω μας συνέχεια, αυτόματα, τη μέρα και τη νύχτα)
Οι καλοί συγγραφείς είναι οι μόνοι ριψοκίνδυνοι ηλίθιοι που δεν είναι σε θέση να εφαρμόσουν αυτόν τον τόσο απλό κανόνα, για χάρη της διάδοσης του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου