Η αναλγησία των αγιορειτών καλόγερων απέναντι στα διαρκή αιτήματα των επαναστατών να συμβάλουν οικονομικά στον αγώνα και η συμφωνία τους με τους Τούρκους για την παράδοση του Εμμανουήλ Παπά.
Από το εξάτομο έργο του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Α. ΚΟΚΚΙΝΟΥ «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», τόμος Α΄. σελ. 595.
Οι Αγιορείται και αι πρώται ατυχίαι.
Αλλ’ αν ο Παπάς (Εμανουήλ) ήτο δικαιολογημένος όταν εζητούσε από τον Υψηλάντην και τους Υδραίους ενισχύσεις που προϋπέθεταν μεγάλας δαπάνας, αφού ο ίδιος είχε μεταβάλει την χρηματικήν περιουσίαν του εις ταμείον πολέμου, δεν ήσαν δικαιολογημένοι και οι μοναχοί του Αγίου Όρους, που απαιτούσαν επίσης βοήθειαν δια την οποίαν έπρεπε να καταβάλλουν άλλοι τας δαπάνας.
Αι μοναί, πλην των ακινήτων περιουσιών των, κατείχαν όχι μόνον χρήματα, αλλά και θησαυρούς ανεκτιμήτους από αφιερώματα χρυσά και αργυρά, και κοσμήματα με πολυτίμους λίθους συσσωρευμένα εκεί από αιώνες. Επρόκειτο περί ανυπολογίστου πλούτου.
Και ενώ οι Αγιορείται από του 14ου αιώνος επλήρωναν φόρους, που είχαν καταστή με τον καιρό βαρύτατοι, κατά την εποχήν που εξερράγη η επανάστασις δεν εσκέπτοντο ότι έπρεπε να δαπανήσουν και δια τον αγώνα που τον είχαν επιθυμήσει αυτοί οι ίδιοι και που θ’ απηλευθέρωνε τους τόπους των από τον βάρβαρον δυνάστην, και δι’ αυτούς μάλιστα τον αλλόθρησκον κύριον.
Τουναντίον δεν άφησαν ευκαιρίαν που να μη ζητήσουν βοήθειαν από όλους με έγγραφα πομπώδους εκκλησιαστικού ύφους και με εκκλήσεις προς τα ευλαβή αισθήματατων «αδελφών ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών» δια την υπεράσπισιν των «θείων και σεβαστών μοναστηρίων του αγιωνύμου τούτου Όρους». Αλλ’ η βοήθεια αυτή, καθώς είπομεν, προϋπέθετε χρηματικήν δαπάνην των άλλων.
Έγραψαν ζητούντες τοιαύτας βοηθείας όχι μόνον από τον Υψηλάντην και την Ύδραν, προς την οποίαν απηυθύνοντο τότε όλοι από παντού, αλλά και από αυτούς τους πλοιάρχους των εκ της Λήμνου και των Ψαρών πλοίων που ευρίσκοντο εις τους κόλπους της Χαλκιδικής και τον Θερμαϊκόν, ενώ τουναντίον οι ναυτικοί είχαν ανάγκη από χρήματα και δια τα πληρώματά των και δια την ανανέωσιν των πυρομαχικών. Τα έγγραφα εκείνα έχουν περισωθεί.
Αλλ’ ο Υψηλάντης υπήρξεν αυστηρός και τους υπέδειξε το καθήκον των: την ανάγκην χρηματικών θυσιών δια τον αγώνα. Η σχετική προς τούτο περικοπή της απαντήσεώς του προς τους μοναχούς είναι η ακόλουθος :
«Το έθνος εκινήθη κατά του τυράννου όχι με βασιλικούς θησαυρούς, αλλά με συνεισφοράς ιδιαιτέρας. Δια τούτο καθείς δυνάμενος τόπος πρέπει να συνεισφέρη οίκοθεν, οπλιζόμενος υπέρ της ελευθερίας του. Και αν μάλιστα πλεονάζει εις μέσα, ανάγκη και άλλους να βοηθή, καθώς απαιτεί η χριστιανική αδελφότης και αυτό το συμφέρον, όντα όλα συνδεδεμένα αναμεταξύ των. Η σωτηρία του ενός τόπου συντρέχει εις την σωτηρίαν του άλλου. Και εξ εναντίας ο όλεθρος του ενός συνεπιφέρει τον αφανισμόν και εις τον άλλον.
Τούτο επιθυμούμεν και ευχόμεθα, ώστε και το αγιώνυμον Όρος να αγωνισθή γενναίως και με με σώματα και με χρήματα. Όχι μόνον δια την ατομικήν του σωτηρίαν, αλλά και ει δυνατόν δι’ όλην την ελευθερίαν του Γένους, από το οποίον έλαβε την ύπαρξίν του και την δόξαν του και χωρίς τούτου δεν ημπορεί να σωθεί. Όσα λοιπόν ηθέλατε προσφέρει δια την ανόρθωσίν του, όχι μόνον θέλετε τα λάβει μέχρι λεπτού, αλλά και ιδιαιτέρας πλουσίας ανταμοιβάς και προνόμια».
Αλλ’ οι καλόγηροι δεν εννοούσαν να θίξουν ούτε τα χρήματα των μονών, ούτε τα εκ χρυσού και αργύρου νεώτερα αφιερώματα που δεν είχαν την σημασίαν ιστορικών κειμηλίων και τα οποία αποτελούσαν ολόκληρον θησαυρόν, ικανόν ν’ αποβή πηγή ενισχύσεως σοβαράς όχι μόνον του μακεδονικού, αλλά του όλου αγώνος.
Και ο εχθρός ευρήκε τους υπερασπιστάς της Χαλκιδικής αδυνάτους, όπως ήσαν κατά τας πρώτας ημέρας του κινήματος, χωρίς εφόδια και ολίγους, διότι έλειπαν τα μέσα δια να έλθουν οι ικανοί δια τον πόλεμον.
[…]
Η ακόλουθος επιστολή του οπλαρχηγού Ρήγα Μάνθου προς τον Εμμανουήλ Παπά κατά την 19η Ιουνίου είναι αποκαλυπτική:
«Κατά την παραίνεσίν της εξακολουθώ φυλάττων τον στρατόν εντός των οχυρωμάτων και μεταχειριζόμενος τινά στρατηγήματα αποστέλλων στρατιώτας εις τα βουνά, το οποίον ωφέλησε και ωφελεί.
Μα τι να κάμη κανείς με την μικρολογίαν των Αγίων Πατέρων. Αυτή η στυγερά ανελευθεριότης και μικροπρέπεια αυτών μας εμπόδισεν από πολλά ωφέλιμα και από πολλά αναγκαία. Άμποτε να μεταβάλη ο αναλλοίωτος Θεός την διάθεσίν των, να τους αποδείξη ευσπλάχνους, κριτικούς, γενναίους και ελευθερίους και με δόκιμον νουν, δια να ευδοκιμήσουν και του πολέμου τα πράγματα, τα οποία χρειάζονται απαραιτήτως και δια σύστασίν των και δια ευόδωσίν των αυτά τα αγαθά προτερήματα και πλεονεκτήματα.
Εγώ επορεύθην μετά και του λογιωτάτου Δημητρίου κατά πρόσκλησιν της αγιοσύνης τους. πλήν κανέναν γενναίον δεν εύρον εις αυτούς παρά μίαν επίπλαστον πολίτικαν. Επάσχισα να τους διαθέσω διαφορετικά με τον λόγον. Όμως αυτοί από τον σκοπόν των δεν εβγαίνουν. Έχουν τα φρονήματά των, τα οποία μόνα εγκρίνουν δια καλά και τα προσκυνούν και τα λατρεύουν και φροντίζουν μόνον δια την συντήρησιν των ιδίων των υποκειμένων και μόνον δια την ασφάλειαν των ιδίων των. Τα ιερά μοναστήρια και τον λαόν του Θεού δεν τους εμψυχώνουν καθ’ όσον γίνεται. Προβλέπουν δε μόνον και παρεικάζονται αλλοιοτρόπως την ιδίαν των ασφάλειαν, από το οποίον προέρχεται, αυθέντα μου, η μεγίστη αδυναμία εις τα στρατεύματά μας και η ανάλογος ακαταστασία. Φοβούμαι μήπως ο λαός από την πείνα και τας πολλάς θλίψεις του εφορμήσει εναντίον των και δεν δυνηθώμεν να απαντήσωμεν εις την ορμήν των…».
[…]
… εστάλη από την Ύδραν μακρά επιστολή και προς τους ηγουμένους και μοναχούς του Αγίου Όρους. Δι’ αυτής οι Υδραίοι, αφού εξέθεταν τας θυσίας που προσέφεραν και αυτοί και οι άλλοι Έλληνες εις τον αγώνα, εζητούσαν και από τους Αγιορείτας, των οποίων ήτο γνωστή παντού πλέον η αποφυγή να προσφέρουν τα μέσα δια τον αγώνα της ελευθερίας της ιδίας των χώρας, να καμουν το καθήκον των, όπως και οι άλλοι, και να ενισχύσουν τους μαχομένους δια την Μακεδονίαν. Ιδού χαρακτηριστική περικοπή της επιστολής:
«Υμείς άρα οι άγιοι πατέρες, ους ως φωστήρας έθεσεν ο Θεός επί της γης ίνα τους λοιπούς Χριστιανούς φωτίζητε και ποιμαίνητε, δειχθήτε άξιοι του υμών επαγγέλματος. Ας ίδη η Ευρώπη όλη ότι εκείνους τους θησαυρούς οπού το Γένος αφιέρωσεν εις χείρας σας δεν τους εδέχθητε φιλοχρηματία φερόμενοι, αλλά τους εφυλάξατε δι’ ον καιρόν το Γένος ήθελε τους χρειασθεί δια να συναριθμηθή και αυτό με τα φωτισμένα, πεπολιτισμένα και ελεύθερα λοιπά έθνη της Ευρώπης.
Βοηθήσατε λοιπόν μεγαλοδώρως τους Ολυμπίους, ίνα υψώσωσι το ιερόν σημείον εις την πάλαι κατοικίαν των μυθολογικών θεών, ίνα αυτοί βοηθήσωσι με τα όπλα των τους Κασσανδρίους να κυριεύσωσι την Θεσσαλονίκην, να βάλωσιν ούτω εν ασφαλεία και τα ιερά υμών μοναστήρια και να μην ελπίσωσι πλέον οι βάρβαροι Αγαρηνοί να φέρωσιν αυτού πυρ και την μάχαιραν κατακαίοντές τα ως τώρα μανθάνομεν ότι κατέκαυσαν τον Άγιον Τάφον».
Αλλ’ όπως δεν είχε ανάγκην παροτρύνσεων ο Παπάς δια να δώσει ό,τι είχε δια να οργανώση και να συντηρήση την επανάστασιν εις την επαρχίαν του, δεν ήτο δυνατόν αι συμβουλαί και αι υπομνήσεις του καθήκοντος να μεταπείσουν τους καλογήρους του Αγίου Όρους ν’ ανοίξουν τα ταμεία των μονών δια τον αγώνα.
Η φιλοχρηματία, με την στενήν αντίληψιν ότι τα χρήματα και οι θησαυροί του Αγ. Όρους ήσαν παρακαταθήκη ιερά που δεν έπρεπε να θιγή δια κανένα λόγον, εστερούσε την επανάστασιν της Βορείου Ελλάδος των φυσικών πόρων της. Και τούτο εις εποχήν κατά την οποίαν μόνον άμεσος, ταχεία και γενναία ενίσχυσις θα ήτο δυνατόν να συγκρατήση ολέον τον αγώνα της Ανατολικής Μακεδονίας, του οποίου εξακολουθούσε να είναι ταμείον και ψυχή ο εξαντληθείς και αποκαρδιούμενος Εμμ. Παπάς.
[…]
Η υποταγή των Αγιορειτών
Η καταδίωξις του Παπά.
Η ΦΗΜΗ και οι αγγελιαφόροι της αμνηστίας και της επιείκειας του Αβδούλ Αμπούδ είχαν εύρει ευνοϊκόν έδαφος εις τον Άθωνα. Οι καλόγηροι, οι εξ αρχής δυσφορούντες δια το ζήτημα των δαπανών, συνηθισμένοι πάντοτε να δέχονται προσφοράς και από τους πτωχοτέρους πιστούς, χωρίς αυτοί να προσφέρουν ποτέ τίποτε, δεν είχαν συγκινηθή ούτε από τας αυστηράς απαντήσεις του Υψηλάντη και της Ύδρας και των Ψαρών προς τας πτωχοπροδρομικάς εκκλήσεις των, ούτε αντελήφθησαν την υποχρέωσίν των όταν ήλθεν η κρισιμωτάτη ώρα της εξαντλήσεως του Παπά και του εκ των Τούρκων κινδύνου.
Ο πατριωτισμός των είχε σταματήσει προ της θυσίας των χρημάτων των μονών, τα οποία επί τέλους παρέμεναν νεκρά εις τα χρηματοκιβώτια και άχρηστα εις την κοινωνικήν οικονομίαν, και ο πρώτος ενθουσιασμός των δια τον Παπάν μετεβλήθη εις εχθρότητα. Αντί να ενισχύσουν τον ηρωικόν αρχηγόν εις τας τελευταίας αγωνιώδεις προσπαθείας του, συνεσπειρώθησαν περί τας μονάς των και τον κατηρώντο ως υποκινητήν της επαναστάσεως και υπεύθυνον του κακού. Ενθύμιζαν με την στάσιν των – μόνοι αυτοί εις ολόκληρον τον ελληνικό αγώνα – τα πλήθη των κληρικών της Κωνσταντινουπόλεως κατά τας τελευταίας ημέρας της πολιορκίας της, οι οποίοι, αντί να λάβουν τα όπλα και να ενισχύσουν τον Παλαιολόγον, εγέμιζαν τας εκκλησίας, κατηγορούσαν τον βασιλέα και ωμιλούσαν περί της επικειμένης πτώσεως ως περί μοίρας αναποφεύκτου.
[…]
Ο Αβδούλ Αμπούδ υπεσχέθη να σεβαστεί το προαιώνιον προνόμιον των μονών και απηγόρευσε την είσοδον εις την μοναστηριακήν περιοχήν του τουρκικού στρατού, αλλ’ επέμεινε δια τα όπλα, δια τους ομήρους και δια την αποζημίωσιν. Οι ηγούμενοι διεπραγματεύτηκαν την μείωσιν του ποσού της αποζημιώσεως, αλλ’ εδέχθησαν να παραδώσουν τα όπλα και τους ομήρους. Και το χειρότερον, εδέχθησαν να παραδώσουν εις τον Αβδούλ Αμπούδ και τον ευρισκόμενον εις την μονήν του Εσφιγμένου Εμμ. Παπάν.
Οι Έλληνες ιστορικοί προσεπάθησαν, οι περισσότεροι, να δικαιολογήσουν τους Αγιορείτας δια την υποταγήν των και να ευρούν έντιμον εξήγησιν της στάσεώς των απέναντι των προτάσεων του Αβδούλ Αμπούδ, και τους κατηγορούν μόνον δια την κακήν διεξαγωγήν της επαναστατικής υποθέσεως, που έφερεν εις αποτυχίαν. Υπήρξαν απέναντί των επιεικείς πιθανόν εκ σεβασμού προς το σχήμα των και προς την ιστορίαν του ιερού εκείνου καταφυγίου της Ορθοδοξίας. Αλλ’ η αλήθεια δια την διαγωγήν των καλογήρων εκείνων είναι πολύ θλιβερά. Ανίκανοι να αισθανθούν κατ’ αρχάς την ανάγκην γενναίας προσφοράς δια τον αγώνα, που τον ήθελαν, αλλά με θυσίες των άλλων, έφθασαν εις την ατολμίαν, εκύλισαν εις την ανανδρίαν και κατήντησαν ικανοί δια την χειροτέραν προδοσίαν.
[…]
Της στυγεράς αυτής πράξεως και της πραγματικής διαθέσεως των καλογήρων υπάρχουν αναμφισβήτητοι αποδείξεις. Διεσώθησαν τα σχετικά προς την καταδίωξιν του Παπά έγγραφα.
Την 9ην Νοεμβρίου ο ελευθερωθείς ζαμπίτης του Αγίου Όρους απέστειλε προς την Μονήν Εσφιγμένου, όπου είχε καταφύγει ο Εμμ. Παπάς, το ακόλουθον έγγραφον:
«Εν είδει μουρασελέ σας γράφεται το παρόν εμού του Χασεκή Χαλήλ μπέη, ζαμπίτου του Αγίου Όρους .
Προς εσάς τους άπαντας καλογήρους του μοναστηρίου Εσφιγμένου γνωστόν έσται υμίν, ότι σήμερον απ’ εδώ τις Καρυές έφυγεν ο λεγόμενος Άρχοντας μετά του επαράτου και οπαδού του Νικηφόρου, και ήλθον αυτού, τους οποίους να τους πιάσετε και να μας τους στείλετε ομού και τον ηγούμενόν σας. αν όμως παρακούσετε εις τα γραφόμενά μου και δεν τους πιάσετε να μας τους στείλετε ύστερον, θέλετε μείνει ανυπολόγητοι και εις το δοβλέτι και εις εμένα. Προσέξατε καλώς να μη προφασισθήτε ακαίρως προφάσεις και ματαιολογίας, διότι εγώ κάμω το χρέος μου ως καλοθελητής του τόπου και του μοναστηρίου σας. όθεν και σεις δεν πρέπει να θελήσετε τον αφανισμόν σας. ούτω ποιήσατε εξ αποφάσεως και να μοι αποκριθήτε εις τα γραφόμενά μου με τον ίδιον κομιστήν.
1821 Νοενβρίου 9, ημέραν Τετάρτην».
Από το έγγραφον τούτο φαίνεται ότι ο διοικητής της χερσονήσου, και κατά συνέπειαν και ο Αβδούλ Αμπούδ, εθεώρουν υπεύθυνον δια τον Παπάν μόνον την μονήν του Εσφιγμένου, όπου είχε καταφύγει ο ατυχήσας αρχηγός. Εν τούτοις την μεθεπομένην οι ηγούμενοι των άλλων δεκαεννέα μονών έγραψαν προς τους μοναχούς του Εσφιγμένου την ακόλουθον επιστολήν.
«Εις την πανοσιότητά σας άγιοι πατέρες του ιερού κοινοβίου Εσφιγμένου.
Χθες ο ενδοξότατος ημών Χασεκή αγάς μας σας έγραψε μουρασελέν, δια να πιάσετε ενέχυρον τον Άρχοντα και τους λοιπούς, καθώς και ο ίδιος σας έγραψε. Λοιπόν σας γράφομεν και ημείς οι των είκοσι ιερών μοναστηρίων Προϊστάμενοι, οι εν τη ιερά συνάξει, να κάμετε το ίδιον, ομοφώνως δηλαδή, να μας τους φέρετε ενταύθα αναμφιβόλωςκαι τους ζητούμεν από εσάς αφεύκτως. Και ιδού όπου στέλλομεν επίτηδες ανθρώπους δια να τους πάρουν. Και όσοι ακολουθούν τον άρχοντα από τους εντοπίους πατέρας, να αφήσουν τον Άρχοντα και να επιστρέψουν εις τα κελιά των. Ειδέ και φανούν παρήκοοι θέλουν υποπέσει εις οργήν μεγάλην, και θέλει χάσουν και τα οσπίτιά των. Ομοίως και αυτοί και όσοι κοσμικοί ευρίσκονται με αυτόν, όλοι να τον αφήσουν, διότι και αυτοί και όσοι άλλοι πιασθούν έχουν να παιδεύονται. Ταύτα προς είδησίν σας και μένομεν.
1821 νοεμβρίου 11
Άπαντες οι εν τη Κοινή Συνάξει των δεκαεννέα μοναστηρίων του Αγίου Όρους προϊστάμενοι».
Η πράξις αυτή δεν έχει δικαιολογίαν και όλα τα καθηγιασμένα ύδατα του Αγίου Όρους δεν είναι δυνατόν ν’ αποπλύνουν από αυτό το αίσχος τους δεκαεννέα ηγουμένους που υπέγραψαν την άνω επιστολήν, δια της οποίας έσπευδαν να παραδώσουν εις τον πασάν ένα θύμα τόσης περιωπής, δια να μετριάσουν τους άλλους όρους της υποταγής, και κυρίως τον αφορώντα την χρηματικήν αποζημίωσιν.
[…]
Ο Εμμ. Παπάς μόλις επρόφθασε να διαφύγει. Καταδιωκόμενος από Τούρκους και Έλληνας, και μάλιστα τους χθεσινούς του θιασώτας και οπαδούς του, κατώρθωσε να επιβιβασθή με τους ολίγους πιστούς συντρόφους του και τον υιόν του Ιωάννην επί του πλοίου του Χ. Βισβίζη και ανεχώρησε δια την Ύδραν… Ενώ το πλοίον παρέπλεε τον Καφηρέα ο Παπάς, εξαντλημένος από τας κακουχίας και τας συγκινήσεις της τραγικής του περιπετείας, έπαθε συγκοπήν και απέθανε.
[…]
Η αποτυχία εκείνη της μακεδονίας βαρύνει εξ ολοκλήρου επί των Αγιορειτών. Και την επλήρωσαν τέλος και αυτοί οι ίδιοι, παρά τας ελπίδας και τας προσπαθείας των να εξευμενίσουν τον νικητήν… κατέβαλαν εις τον Αβδούλ Αμπούδ την αποζημίωσιν των δυόμισυ εκατομμυρίων γροσίων εις χρήμα και εις εκκλησιαστικά αφιερώματα εκ χρυσού και αργύρου…
Αλλ’ ο Αβδούλ Αμπούδ μετά την εκπλήρωσιν των όρων της συνθήκης εκ μέρους των ηγουμένων επροχώρησεν εις τα μέτρα του. Διέταξε την σύλληψιν πλήθους κληρικών εκ των εργαζομένων εις τους αγρούς, ενώ ταυτοχρόνως τμήματα στρατού κατελάμβαναν τας μονάς. Έγιναν καταδιώξεις και διαρπαγαί και έρευναι προς αποκάλυψιν θησαυρών. Οι όμηροι και οι άλλοι συλληφθέντες μετεφέρθησαν εις την Θεσσαλονίκην, όπου οι περισσότεροι απέθαναν εκ της μαρτυρική εκεί ζωής, ενώ εις το άγιον Όρος από της 15ης Δεκεμβρίου εγκατεστάθη τουρκική φρουρά από τρεις χιλιάδας άνδρας. Τα έξοδα της διατροφής ήσαν εις βάρος των μονών, που κατετυραννήθησαν από τους Τούρκους στρατιώτας μέχρι τέλους της επαναστάσεως, δηλαδή επί εννέα ολόκληρα έτη, οπότε εδέχθη η Πύλη την αποχώρησιν εκείθεν της φρουράς.
Οι Αγιορείται και αι πρώται ατυχίαι.
Αλλ’ αν ο Παπάς (Εμανουήλ) ήτο δικαιολογημένος όταν εζητούσε από τον Υψηλάντην και τους Υδραίους ενισχύσεις που προϋπέθεταν μεγάλας δαπάνας, αφού ο ίδιος είχε μεταβάλει την χρηματικήν περιουσίαν του εις ταμείον πολέμου, δεν ήσαν δικαιολογημένοι και οι μοναχοί του Αγίου Όρους, που απαιτούσαν επίσης βοήθειαν δια την οποίαν έπρεπε να καταβάλλουν άλλοι τας δαπάνας.
Αι μοναί, πλην των ακινήτων περιουσιών των, κατείχαν όχι μόνον χρήματα, αλλά και θησαυρούς ανεκτιμήτους από αφιερώματα χρυσά και αργυρά, και κοσμήματα με πολυτίμους λίθους συσσωρευμένα εκεί από αιώνες. Επρόκειτο περί ανυπολογίστου πλούτου.
Και ενώ οι Αγιορείται από του 14ου αιώνος επλήρωναν φόρους, που είχαν καταστή με τον καιρό βαρύτατοι, κατά την εποχήν που εξερράγη η επανάστασις δεν εσκέπτοντο ότι έπρεπε να δαπανήσουν και δια τον αγώνα που τον είχαν επιθυμήσει αυτοί οι ίδιοι και που θ’ απηλευθέρωνε τους τόπους των από τον βάρβαρον δυνάστην, και δι’ αυτούς μάλιστα τον αλλόθρησκον κύριον.
Τουναντίον δεν άφησαν ευκαιρίαν που να μη ζητήσουν βοήθειαν από όλους με έγγραφα πομπώδους εκκλησιαστικού ύφους και με εκκλήσεις προς τα ευλαβή αισθήματατων «αδελφών ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών» δια την υπεράσπισιν των «θείων και σεβαστών μοναστηρίων του αγιωνύμου τούτου Όρους». Αλλ’ η βοήθεια αυτή, καθώς είπομεν, προϋπέθετε χρηματικήν δαπάνην των άλλων.
Έγραψαν ζητούντες τοιαύτας βοηθείας όχι μόνον από τον Υψηλάντην και την Ύδραν, προς την οποίαν απηυθύνοντο τότε όλοι από παντού, αλλά και από αυτούς τους πλοιάρχους των εκ της Λήμνου και των Ψαρών πλοίων που ευρίσκοντο εις τους κόλπους της Χαλκιδικής και τον Θερμαϊκόν, ενώ τουναντίον οι ναυτικοί είχαν ανάγκη από χρήματα και δια τα πληρώματά των και δια την ανανέωσιν των πυρομαχικών. Τα έγγραφα εκείνα έχουν περισωθεί.
Αλλ’ ο Υψηλάντης υπήρξεν αυστηρός και τους υπέδειξε το καθήκον των: την ανάγκην χρηματικών θυσιών δια τον αγώνα. Η σχετική προς τούτο περικοπή της απαντήσεώς του προς τους μοναχούς είναι η ακόλουθος :
«Το έθνος εκινήθη κατά του τυράννου όχι με βασιλικούς θησαυρούς, αλλά με συνεισφοράς ιδιαιτέρας. Δια τούτο καθείς δυνάμενος τόπος πρέπει να συνεισφέρη οίκοθεν, οπλιζόμενος υπέρ της ελευθερίας του. Και αν μάλιστα πλεονάζει εις μέσα, ανάγκη και άλλους να βοηθή, καθώς απαιτεί η χριστιανική αδελφότης και αυτό το συμφέρον, όντα όλα συνδεδεμένα αναμεταξύ των. Η σωτηρία του ενός τόπου συντρέχει εις την σωτηρίαν του άλλου. Και εξ εναντίας ο όλεθρος του ενός συνεπιφέρει τον αφανισμόν και εις τον άλλον.
Τούτο επιθυμούμεν και ευχόμεθα, ώστε και το αγιώνυμον Όρος να αγωνισθή γενναίως και με με σώματα και με χρήματα. Όχι μόνον δια την ατομικήν του σωτηρίαν, αλλά και ει δυνατόν δι’ όλην την ελευθερίαν του Γένους, από το οποίον έλαβε την ύπαρξίν του και την δόξαν του και χωρίς τούτου δεν ημπορεί να σωθεί. Όσα λοιπόν ηθέλατε προσφέρει δια την ανόρθωσίν του, όχι μόνον θέλετε τα λάβει μέχρι λεπτού, αλλά και ιδιαιτέρας πλουσίας ανταμοιβάς και προνόμια».
Αλλ’ οι καλόγηροι δεν εννοούσαν να θίξουν ούτε τα χρήματα των μονών, ούτε τα εκ χρυσού και αργύρου νεώτερα αφιερώματα που δεν είχαν την σημασίαν ιστορικών κειμηλίων και τα οποία αποτελούσαν ολόκληρον θησαυρόν, ικανόν ν’ αποβή πηγή ενισχύσεως σοβαράς όχι μόνον του μακεδονικού, αλλά του όλου αγώνος.
Και ο εχθρός ευρήκε τους υπερασπιστάς της Χαλκιδικής αδυνάτους, όπως ήσαν κατά τας πρώτας ημέρας του κινήματος, χωρίς εφόδια και ολίγους, διότι έλειπαν τα μέσα δια να έλθουν οι ικανοί δια τον πόλεμον.
[…]
Η ακόλουθος επιστολή του οπλαρχηγού Ρήγα Μάνθου προς τον Εμμανουήλ Παπά κατά την 19η Ιουνίου είναι αποκαλυπτική:
«Κατά την παραίνεσίν της εξακολουθώ φυλάττων τον στρατόν εντός των οχυρωμάτων και μεταχειριζόμενος τινά στρατηγήματα αποστέλλων στρατιώτας εις τα βουνά, το οποίον ωφέλησε και ωφελεί.
Μα τι να κάμη κανείς με την μικρολογίαν των Αγίων Πατέρων. Αυτή η στυγερά ανελευθεριότης και μικροπρέπεια αυτών μας εμπόδισεν από πολλά ωφέλιμα και από πολλά αναγκαία. Άμποτε να μεταβάλη ο αναλλοίωτος Θεός την διάθεσίν των, να τους αποδείξη ευσπλάχνους, κριτικούς, γενναίους και ελευθερίους και με δόκιμον νουν, δια να ευδοκιμήσουν και του πολέμου τα πράγματα, τα οποία χρειάζονται απαραιτήτως και δια σύστασίν των και δια ευόδωσίν των αυτά τα αγαθά προτερήματα και πλεονεκτήματα.
Εγώ επορεύθην μετά και του λογιωτάτου Δημητρίου κατά πρόσκλησιν της αγιοσύνης τους. πλήν κανέναν γενναίον δεν εύρον εις αυτούς παρά μίαν επίπλαστον πολίτικαν. Επάσχισα να τους διαθέσω διαφορετικά με τον λόγον. Όμως αυτοί από τον σκοπόν των δεν εβγαίνουν. Έχουν τα φρονήματά των, τα οποία μόνα εγκρίνουν δια καλά και τα προσκυνούν και τα λατρεύουν και φροντίζουν μόνον δια την συντήρησιν των ιδίων των υποκειμένων και μόνον δια την ασφάλειαν των ιδίων των. Τα ιερά μοναστήρια και τον λαόν του Θεού δεν τους εμψυχώνουν καθ’ όσον γίνεται. Προβλέπουν δε μόνον και παρεικάζονται αλλοιοτρόπως την ιδίαν των ασφάλειαν, από το οποίον προέρχεται, αυθέντα μου, η μεγίστη αδυναμία εις τα στρατεύματά μας και η ανάλογος ακαταστασία. Φοβούμαι μήπως ο λαός από την πείνα και τας πολλάς θλίψεις του εφορμήσει εναντίον των και δεν δυνηθώμεν να απαντήσωμεν εις την ορμήν των…».
[…]
… εστάλη από την Ύδραν μακρά επιστολή και προς τους ηγουμένους και μοναχούς του Αγίου Όρους. Δι’ αυτής οι Υδραίοι, αφού εξέθεταν τας θυσίας που προσέφεραν και αυτοί και οι άλλοι Έλληνες εις τον αγώνα, εζητούσαν και από τους Αγιορείτας, των οποίων ήτο γνωστή παντού πλέον η αποφυγή να προσφέρουν τα μέσα δια τον αγώνα της ελευθερίας της ιδίας των χώρας, να καμουν το καθήκον των, όπως και οι άλλοι, και να ενισχύσουν τους μαχομένους δια την Μακεδονίαν. Ιδού χαρακτηριστική περικοπή της επιστολής:
«Υμείς άρα οι άγιοι πατέρες, ους ως φωστήρας έθεσεν ο Θεός επί της γης ίνα τους λοιπούς Χριστιανούς φωτίζητε και ποιμαίνητε, δειχθήτε άξιοι του υμών επαγγέλματος. Ας ίδη η Ευρώπη όλη ότι εκείνους τους θησαυρούς οπού το Γένος αφιέρωσεν εις χείρας σας δεν τους εδέχθητε φιλοχρηματία φερόμενοι, αλλά τους εφυλάξατε δι’ ον καιρόν το Γένος ήθελε τους χρειασθεί δια να συναριθμηθή και αυτό με τα φωτισμένα, πεπολιτισμένα και ελεύθερα λοιπά έθνη της Ευρώπης.
Βοηθήσατε λοιπόν μεγαλοδώρως τους Ολυμπίους, ίνα υψώσωσι το ιερόν σημείον εις την πάλαι κατοικίαν των μυθολογικών θεών, ίνα αυτοί βοηθήσωσι με τα όπλα των τους Κασσανδρίους να κυριεύσωσι την Θεσσαλονίκην, να βάλωσιν ούτω εν ασφαλεία και τα ιερά υμών μοναστήρια και να μην ελπίσωσι πλέον οι βάρβαροι Αγαρηνοί να φέρωσιν αυτού πυρ και την μάχαιραν κατακαίοντές τα ως τώρα μανθάνομεν ότι κατέκαυσαν τον Άγιον Τάφον».
Αλλ’ όπως δεν είχε ανάγκην παροτρύνσεων ο Παπάς δια να δώσει ό,τι είχε δια να οργανώση και να συντηρήση την επανάστασιν εις την επαρχίαν του, δεν ήτο δυνατόν αι συμβουλαί και αι υπομνήσεις του καθήκοντος να μεταπείσουν τους καλογήρους του Αγίου Όρους ν’ ανοίξουν τα ταμεία των μονών δια τον αγώνα.
Η φιλοχρηματία, με την στενήν αντίληψιν ότι τα χρήματα και οι θησαυροί του Αγ. Όρους ήσαν παρακαταθήκη ιερά που δεν έπρεπε να θιγή δια κανένα λόγον, εστερούσε την επανάστασιν της Βορείου Ελλάδος των φυσικών πόρων της. Και τούτο εις εποχήν κατά την οποίαν μόνον άμεσος, ταχεία και γενναία ενίσχυσις θα ήτο δυνατόν να συγκρατήση ολέον τον αγώνα της Ανατολικής Μακεδονίας, του οποίου εξακολουθούσε να είναι ταμείον και ψυχή ο εξαντληθείς και αποκαρδιούμενος Εμμ. Παπάς.
[…]
Η υποταγή των Αγιορειτών
Η καταδίωξις του Παπά.
Η ΦΗΜΗ και οι αγγελιαφόροι της αμνηστίας και της επιείκειας του Αβδούλ Αμπούδ είχαν εύρει ευνοϊκόν έδαφος εις τον Άθωνα. Οι καλόγηροι, οι εξ αρχής δυσφορούντες δια το ζήτημα των δαπανών, συνηθισμένοι πάντοτε να δέχονται προσφοράς και από τους πτωχοτέρους πιστούς, χωρίς αυτοί να προσφέρουν ποτέ τίποτε, δεν είχαν συγκινηθή ούτε από τας αυστηράς απαντήσεις του Υψηλάντη και της Ύδρας και των Ψαρών προς τας πτωχοπροδρομικάς εκκλήσεις των, ούτε αντελήφθησαν την υποχρέωσίν των όταν ήλθεν η κρισιμωτάτη ώρα της εξαντλήσεως του Παπά και του εκ των Τούρκων κινδύνου.
Ο πατριωτισμός των είχε σταματήσει προ της θυσίας των χρημάτων των μονών, τα οποία επί τέλους παρέμεναν νεκρά εις τα χρηματοκιβώτια και άχρηστα εις την κοινωνικήν οικονομίαν, και ο πρώτος ενθουσιασμός των δια τον Παπάν μετεβλήθη εις εχθρότητα. Αντί να ενισχύσουν τον ηρωικόν αρχηγόν εις τας τελευταίας αγωνιώδεις προσπαθείας του, συνεσπειρώθησαν περί τας μονάς των και τον κατηρώντο ως υποκινητήν της επαναστάσεως και υπεύθυνον του κακού. Ενθύμιζαν με την στάσιν των – μόνοι αυτοί εις ολόκληρον τον ελληνικό αγώνα – τα πλήθη των κληρικών της Κωνσταντινουπόλεως κατά τας τελευταίας ημέρας της πολιορκίας της, οι οποίοι, αντί να λάβουν τα όπλα και να ενισχύσουν τον Παλαιολόγον, εγέμιζαν τας εκκλησίας, κατηγορούσαν τον βασιλέα και ωμιλούσαν περί της επικειμένης πτώσεως ως περί μοίρας αναποφεύκτου.
[…]
Ο Αβδούλ Αμπούδ υπεσχέθη να σεβαστεί το προαιώνιον προνόμιον των μονών και απηγόρευσε την είσοδον εις την μοναστηριακήν περιοχήν του τουρκικού στρατού, αλλ’ επέμεινε δια τα όπλα, δια τους ομήρους και δια την αποζημίωσιν. Οι ηγούμενοι διεπραγματεύτηκαν την μείωσιν του ποσού της αποζημιώσεως, αλλ’ εδέχθησαν να παραδώσουν τα όπλα και τους ομήρους. Και το χειρότερον, εδέχθησαν να παραδώσουν εις τον Αβδούλ Αμπούδ και τον ευρισκόμενον εις την μονήν του Εσφιγμένου Εμμ. Παπάν.
Οι Έλληνες ιστορικοί προσεπάθησαν, οι περισσότεροι, να δικαιολογήσουν τους Αγιορείτας δια την υποταγήν των και να ευρούν έντιμον εξήγησιν της στάσεώς των απέναντι των προτάσεων του Αβδούλ Αμπούδ, και τους κατηγορούν μόνον δια την κακήν διεξαγωγήν της επαναστατικής υποθέσεως, που έφερεν εις αποτυχίαν. Υπήρξαν απέναντί των επιεικείς πιθανόν εκ σεβασμού προς το σχήμα των και προς την ιστορίαν του ιερού εκείνου καταφυγίου της Ορθοδοξίας. Αλλ’ η αλήθεια δια την διαγωγήν των καλογήρων εκείνων είναι πολύ θλιβερά. Ανίκανοι να αισθανθούν κατ’ αρχάς την ανάγκην γενναίας προσφοράς δια τον αγώνα, που τον ήθελαν, αλλά με θυσίες των άλλων, έφθασαν εις την ατολμίαν, εκύλισαν εις την ανανδρίαν και κατήντησαν ικανοί δια την χειροτέραν προδοσίαν.
[…]
Της στυγεράς αυτής πράξεως και της πραγματικής διαθέσεως των καλογήρων υπάρχουν αναμφισβήτητοι αποδείξεις. Διεσώθησαν τα σχετικά προς την καταδίωξιν του Παπά έγγραφα.
Την 9ην Νοεμβρίου ο ελευθερωθείς ζαμπίτης του Αγίου Όρους απέστειλε προς την Μονήν Εσφιγμένου, όπου είχε καταφύγει ο Εμμ. Παπάς, το ακόλουθον έγγραφον:
«Εν είδει μουρασελέ σας γράφεται το παρόν εμού του Χασεκή Χαλήλ μπέη, ζαμπίτου του Αγίου Όρους .
Προς εσάς τους άπαντας καλογήρους του μοναστηρίου Εσφιγμένου γνωστόν έσται υμίν, ότι σήμερον απ’ εδώ τις Καρυές έφυγεν ο λεγόμενος Άρχοντας μετά του επαράτου και οπαδού του Νικηφόρου, και ήλθον αυτού, τους οποίους να τους πιάσετε και να μας τους στείλετε ομού και τον ηγούμενόν σας. αν όμως παρακούσετε εις τα γραφόμενά μου και δεν τους πιάσετε να μας τους στείλετε ύστερον, θέλετε μείνει ανυπολόγητοι και εις το δοβλέτι και εις εμένα. Προσέξατε καλώς να μη προφασισθήτε ακαίρως προφάσεις και ματαιολογίας, διότι εγώ κάμω το χρέος μου ως καλοθελητής του τόπου και του μοναστηρίου σας. όθεν και σεις δεν πρέπει να θελήσετε τον αφανισμόν σας. ούτω ποιήσατε εξ αποφάσεως και να μοι αποκριθήτε εις τα γραφόμενά μου με τον ίδιον κομιστήν.
1821 Νοενβρίου 9, ημέραν Τετάρτην».
Από το έγγραφον τούτο φαίνεται ότι ο διοικητής της χερσονήσου, και κατά συνέπειαν και ο Αβδούλ Αμπούδ, εθεώρουν υπεύθυνον δια τον Παπάν μόνον την μονήν του Εσφιγμένου, όπου είχε καταφύγει ο ατυχήσας αρχηγός. Εν τούτοις την μεθεπομένην οι ηγούμενοι των άλλων δεκαεννέα μονών έγραψαν προς τους μοναχούς του Εσφιγμένου την ακόλουθον επιστολήν.
«Εις την πανοσιότητά σας άγιοι πατέρες του ιερού κοινοβίου Εσφιγμένου.
Χθες ο ενδοξότατος ημών Χασεκή αγάς μας σας έγραψε μουρασελέν, δια να πιάσετε ενέχυρον τον Άρχοντα και τους λοιπούς, καθώς και ο ίδιος σας έγραψε. Λοιπόν σας γράφομεν και ημείς οι των είκοσι ιερών μοναστηρίων Προϊστάμενοι, οι εν τη ιερά συνάξει, να κάμετε το ίδιον, ομοφώνως δηλαδή, να μας τους φέρετε ενταύθα αναμφιβόλωςκαι τους ζητούμεν από εσάς αφεύκτως. Και ιδού όπου στέλλομεν επίτηδες ανθρώπους δια να τους πάρουν. Και όσοι ακολουθούν τον άρχοντα από τους εντοπίους πατέρας, να αφήσουν τον Άρχοντα και να επιστρέψουν εις τα κελιά των. Ειδέ και φανούν παρήκοοι θέλουν υποπέσει εις οργήν μεγάλην, και θέλει χάσουν και τα οσπίτιά των. Ομοίως και αυτοί και όσοι κοσμικοί ευρίσκονται με αυτόν, όλοι να τον αφήσουν, διότι και αυτοί και όσοι άλλοι πιασθούν έχουν να παιδεύονται. Ταύτα προς είδησίν σας και μένομεν.
1821 νοεμβρίου 11
Άπαντες οι εν τη Κοινή Συνάξει των δεκαεννέα μοναστηρίων του Αγίου Όρους προϊστάμενοι».
Η πράξις αυτή δεν έχει δικαιολογίαν και όλα τα καθηγιασμένα ύδατα του Αγίου Όρους δεν είναι δυνατόν ν’ αποπλύνουν από αυτό το αίσχος τους δεκαεννέα ηγουμένους που υπέγραψαν την άνω επιστολήν, δια της οποίας έσπευδαν να παραδώσουν εις τον πασάν ένα θύμα τόσης περιωπής, δια να μετριάσουν τους άλλους όρους της υποταγής, και κυρίως τον αφορώντα την χρηματικήν αποζημίωσιν.
[…]
Ο Εμμ. Παπάς μόλις επρόφθασε να διαφύγει. Καταδιωκόμενος από Τούρκους και Έλληνας, και μάλιστα τους χθεσινούς του θιασώτας και οπαδούς του, κατώρθωσε να επιβιβασθή με τους ολίγους πιστούς συντρόφους του και τον υιόν του Ιωάννην επί του πλοίου του Χ. Βισβίζη και ανεχώρησε δια την Ύδραν… Ενώ το πλοίον παρέπλεε τον Καφηρέα ο Παπάς, εξαντλημένος από τας κακουχίας και τας συγκινήσεις της τραγικής του περιπετείας, έπαθε συγκοπήν και απέθανε.
[…]
Η αποτυχία εκείνη της μακεδονίας βαρύνει εξ ολοκλήρου επί των Αγιορειτών. Και την επλήρωσαν τέλος και αυτοί οι ίδιοι, παρά τας ελπίδας και τας προσπαθείας των να εξευμενίσουν τον νικητήν… κατέβαλαν εις τον Αβδούλ Αμπούδ την αποζημίωσιν των δυόμισυ εκατομμυρίων γροσίων εις χρήμα και εις εκκλησιαστικά αφιερώματα εκ χρυσού και αργύρου…
Αλλ’ ο Αβδούλ Αμπούδ μετά την εκπλήρωσιν των όρων της συνθήκης εκ μέρους των ηγουμένων επροχώρησεν εις τα μέτρα του. Διέταξε την σύλληψιν πλήθους κληρικών εκ των εργαζομένων εις τους αγρούς, ενώ ταυτοχρόνως τμήματα στρατού κατελάμβαναν τας μονάς. Έγιναν καταδιώξεις και διαρπαγαί και έρευναι προς αποκάλυψιν θησαυρών. Οι όμηροι και οι άλλοι συλληφθέντες μετεφέρθησαν εις την Θεσσαλονίκην, όπου οι περισσότεροι απέθαναν εκ της μαρτυρική εκεί ζωής, ενώ εις το άγιον Όρος από της 15ης Δεκεμβρίου εγκατεστάθη τουρκική φρουρά από τρεις χιλιάδας άνδρας. Τα έξοδα της διατροφής ήσαν εις βάρος των μονών, που κατετυραννήθησαν από τους Τούρκους στρατιώτας μέχρι τέλους της επαναστάσεως, δηλαδή επί εννέα ολόκληρα έτη, οπότε εδέχθη η Πύλη την αποχώρησιν εκείθεν της φρουράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου