ΠΩΣ Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΛΑΙΛΑΠΑ ΣΤΕΡΗΣΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΟΥΣΙΟΤΕΡΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΩΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Η ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ
Ο καθηγητής αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Α. Σ. Αρβανιτόπουλος (1930) – την εποχή εκείνη υπήρχαν ακόμη καθηγητές με επιστημονικό ήθος, σ’ αντίθεση με τους σημερινούς, χριστιανο-κατευθυνόμενους παπαδογλύφτες – σε άρθρο του στην «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», αφού περιγράφει τον αμύθητο θησαυρό των καλλιτεχνικών έργων του μουσείου της Αλτεως στην Ολυμπία (θα αναφερθούμε σ’ αυτόν στη συνέχεια), καταλήγει ως εξής: «Ταύτα περίπου εν μικρώ ποσοστώ (θα δούμε πόσο μικρό είναι) έφερεν η ιερά Αλτις ολίγον προ του τέρματος του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος. Και ήδη επέρχεται το ερώτημα: τι απέγινε το τεράστιο αυτό καλλιτεχνικό Μουσείον; Πάντες οι ανδριάντες ούτοι αφηρέθησαν υπό των Ρωμαίων, εθραύσθησαν υπό των Χριστιανών, εχωνεύθησαν (έγιναν ασβέστης) υπ’ αυτών … εις τοιούτων βαθμόν ώστε να μη σωθεί μηδέ έν, πλην ασημάντων αριθμητικώς τεμαχίων».
Θα παρακαλέσω τους αναγνώστες, στο σημείο αυτό, να διαβάσουν όλο το άρθρο του καθηγητή, διότι πρόκειται για ένα θέμα το οποίο παρέμεινε σχεδόν άγνωστο, αλλά το οποίο διαθέτει τεράστιο ειδικό ιστορικό και πολιτιστικό βάρος. Διότι, όπως φαίνεται, ο αριθμός και η καλλιτεχνική ποιότητα των έργων τέχνης που μετατράπηκαν σε ασβέστη στην Αλτη, από την χριστιανική βαρβαρότητα, είναι ανυπολόγιστος. Τηρουμένων των αναλογιών, πρόκειται για καταστροφή της ίδιας βαρύτητας με την πυρπόληση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.
Ας κάνουμε λοιπόν τώρα υπομονή να δούμε περί τίνος πρόκειται.
Γράφει ο καθηγητής:
Αλτις. Ειδική λέξη των Ήλείων, πιθανώς από την ίδια ρίζα μ’ αυτήν του άλσους, με την οποία δηλώνονταν ο ιερός χώρος που περιελάμβανε τα κυριότερα ιερά, δηλαδή τον ναό και τον μεγάλο βωμό του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπιο, το μητρώο, τα λαμπρότερα αφιερώματα των πόλεων και τους ανδριάντες των ολυμπιονικών, την στοά της Ηχούς, τους θησαυρούς των πόλεων, το Πρυτανείο και κατόπιν – κατά κάποια παράβαση της παλιάς αρχαϊκής αυστηρότητας – το Φιλίππειο και την εξέδρα Ηρώδου του Αττικού…
Περί του καθορισμού της Αλτεως λέγει ο Πίνδαρος (Ολυμπ. 10 στιχ. 44 κ. έ.) ότι πρώτος ο Ηρακλής καταμέτρησε και διαχώρισε και δια πασσάλων καθόρισε ως πανιερώτατο άλσος για τον πατέρα του Δία την Αλτη, τα δε έξω αυτής προσδιόρισε ως τόπο διαμονής και εστιάσεως των προσκυνητών, μέχρι την όχθη του Αλφειού, τον οποίο έταξε ως ένα των δώδεκα θεών, τον δε υπερκείμενο λόφο ως ιερό του παππού του Κρόνου…
Έτσι η Άλτις τειχίστηκε και κοσμήθηκε με μεγαλοπρεπείς ναούς, ιερά και τους ανδριάντες των νικητών. Την μεγαλοπρέπεια του ιερού εκείνου χώρου μπορεί κανείς να σχηματίσει με την φαντασία του εάν αναλογιστεί ότι στους χρόνους της παρακμής (170 μ.Χ.), μετά τις τόσες συλήσεις και διαρπαγές, ο περιηγητής Παυσανίας αντίκρυσε μέσα στην ιερή αυτή Άλτη, εκτός από τους περίλαμπρους ναούς και τα εντός τους σπουδαιότατα καλλιτεχνήματα, ολόκληρο δάσος χάλκινων ανδριάντων και αγαλμάτων θεών, ηρώων και ανδρών, έργων των περισσότερων και άριστων ανδριαντοποιών.
Για να λάβει κανείς ιδέα του πλούτου, αναγράφουμε ότι στο Ηραίο μόνο είδε ο Παυσανίας (Ε΄ 17, 1-20,6) αγάλματα της Ήρας και του Διός, των Ωρών, της Θέμιδος, των Εσπερίδων, της Αθηνάς, της Δήμητρας και κόρης, του Απόλλωνα και της Αρτεμης, της Λητούς, της Τύχης, του Διονύσου, της Νίκης – όλα χρυσελεφάντινα, έργα του Σμίλιδος, του Δορυκλείδου, του Θεοκλέους, του Μέντοδος και άλλων άγνωστων στον περιηγητή καλλιτεχνών.
Επίσης στο Ηραίο είδε ο Παυσανίας τον Ερμή του Πραξιτέλους, την Αφροδίτη του Κλέωνος, τον Έρωτα του Βοήθου, την Ευρυδίκη και Ολυμπιάδα, τον μεν πρώτο μαρμάρινο, τις δύο τελευταίες χρυσελεφάντινες, τα δε λοιπά από χαλκό. Επίσης είδε στο Ηραίο την λάρνακα του Κυψέλου, κάποια κλίνη, τον δίσκο του Ιφίτου και την χρυσελεφάντινη τράπεζα του Κολώτου.
Σημειωτέον ότι ο Παυσανίας δεν αναγράφει όλα τα αναθήματα και τους ανδριάντες τα οποία είδε στην Αλτη, αλλά μόνο τα «αξιολογώτατα αυτών» (Ε΄ 21, 1). Δίπλα στο Μητρώο είδε πάνω από 20 Ζάνες, δηλαδή χάλκινα αγάλματα του Διός, που έγιναν λόγω ποινών που επιβλήθηκαν για παραβιάσεις. Δύο απ’ αυτά ήταν έργα του Κλέωνος, πολλά δε άλλα όμοια αφιερώθηκαν από ιδιώτες και πόλεις προς τιμή του Διός.
Παρακάτω αναγράφει πάμπολλα αναθήματα, όλα σχεδόν χάλκινα, μερικά κολοσσιαίου μεγέθους. Για λίγα απ’ αυτά αναφέρει τους καλλιτέχνες που τα έκαναν: Λύκιο, Αριστόνουν, Ψύλακον, Όναιθον, Αρίστωνα, Τελέσταν, Μούσον, Ασκαρον, Αριστοκλήν…
Ανδριάντες ολυμπιονικών είδε και αναφέρει ο Παυσανίας μέγα πλήθος. Ήταν δε όλοι σχεδόν χάλκινοι. Μετά απ’ αυτούς βρίσκονταν άρματα με άλογα και ηνιόχους και άλλα πρόσωπα. Για μερικά απ’ αυτά αναφέρει τους καλλιτέχνες που τα δημιούργησαν και καταγράφει περίπου εκατό απ’ αυτούς.
Όλων αυτών τα έργα αντιπροσωπεύουν μόλις το ένα τρίτο των ανδριάντων ολυμπιονικών, τους οποίους είδε και αναφέρει ο Παυσανίας. Για τ’ άλλα δύο τρίτα αναγράφει μεν τους ανδριάντες, όχι όμως και τους δημιουργούς καλλιτέχνες τους, ή διότι δεν έφεραν επιγραφή ή διότι δεν φαίνονταν αυτή ή για κάποιον άλλο λόγο.
Απ’ όλα αυτά τα έργα δεν σώθηκε ούτε ένα, μόνο δε λίγα βάθρα και τμήματά τους βρέθηκαν, τα οποία επικυρώνουν δια των φερομένων υπογραφών την πλήρη αξιοπιστία του πολύτιμου περιηγητή. Και συνεχίζει ο καθηγητής:
«Ταύτα περίπου εν μικρώ ποσοστώ (θα δούμε πόσο μικρό είναι) έφερεν η ιερά Αλτις ολίγον προ του τέρματος του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος. Και ήδη επέρχεται το ερώτημα: τι απέγινε το τεράστιο αυτό καλλιτεχνικό Μουσείον; Πάντες οι ανδριάντες ούτοι αφηρέθησαν υπό των Ρωμαίων, εθραύσθησαν υπό των Χριστιανών, εχωνεύθησαν (έγιναν ασβέστης) υπ’ αυτών … εις τοιούτων βαθμόν ώστε να μη σωθεί μηδέ έν, πλην ασημάντων αριθμητικώς τεμαχίων»… (Τέλος από το άρθρο του καθηγητή).
Τους Ρωμαίους μπορούμε να τους κατηγορήσουμε μόνο ως κλέφτες. Οι άνθρωποι δεν κατέστρεψαν αλλά έκλεψαν. Η συμπεριφορά όμως των χριστιανών καταστροφέων του ανεκτίμητου αυτού καλλιτεχνικού πλούτου είναι αδύνατο να περιγραφεί, ακόμα κι από την ελληνική γλώσσα. Ένα βαθύτατο αίσθημα σιχασιάς και αποτροπιασμού καταλαμβάνει αυτομάτως τον καθένα ο οποίος αποπειράται να χαρακτηρίσει και να περιγράψει το μέγιστο αυτό έγκλημα κατά του παγκόσμιου αυτού καλλιτεχνικού υπερπλούτου της Αλτεως.
Τα χριστιανικά κτήνη που λέγονται Πατέρες της Εκκλησίας, όχι μόνον δεν ζήτησαν και ούτε πρόκειται να ζητήσουν συγνώμη από την παγκόσμια κοινότητα για το έγκλημά τους αυτό, αλλά απεναντίας υπερηφανεύονται για το αποτρόπαιο αυτό κατόρθωμά τους! Όπως εκείνος ο Βασίλειος ο οποίος τόνισε ότι καλώς ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να ισοπεδωθεί η Ολυμπία («ες έδαφος φέρειν»), διότι μέσα στα αγάλματα εκείνα κατοικούσαν, λέει, δαίμονες και διάβολοι.
Πρόσφατα η παγκόσμια κοινότητα έμεινε ενεή μπροστά στο θέαμα της καταστροφής, από τους Ταλιμπάν, των τεράστιων αγαλμάτων του Βούδα στο Αφγανιστάν. Εάν όμως οι Ταλιμπάν θεωρούνται στυγνοί εγκληματίες, γι’ αυτήν τους την πράξη, τότε οι χριστιανοί, οι οποίοι ευθύνονται για καταστροφές απείρως περισσότερες, απ’ ό,τι οι Ταλιμπάν, πώς θα πρέπει να χαρακτηριστούν;
Κι όμως, η θρησκεία αυτή με τα τεράστια εγκλήματά της κατά της ανθρωπότητας είναι η επίσημη θρησκεία του ελληνικού κράτους! Κι όσο θα παραμένει αυτό το καθεστώς, ο ελληνικός λαός δεν πρόκειται να δει χαΐρι και προκοπή.
Οι παπαδοκρατούμενοι καθηγητές της παιδείας θα εξακολουθούν να διδάσκουν στα ελληνόπουλα ότι όλος ο αρχαίος καλλιτεχνικός πλούτος καταστράφηκε από σεισμούς και πυρκαγιές. Κι άϊντε τώρα να προσδοκούμε την εμφάνιση καθηγητών του ήθους του Αρβανιτόπουλου και του Τωμαδάκη, από την γενιά των καθηγητών του επιπέδου της κυρίας Παναγιωταρέα και του ομολογητή της χριστιανικής πίστεως Μπαμπινιώτη, οι οποίοι μόλις αντικρύσουν κανέναν ιουδαιοχριστιανό ιερέα σπεύδουν να του φιλήσουν το βρόμικό του χέρι και να του ρίξουν στο φτερό μια ελεεινή ομολογία πίστεως.
Αρχαία Ολυμπία (Ancient Olympia)
Η ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ
Ο καθηγητής αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Α. Σ. Αρβανιτόπουλος (1930) – την εποχή εκείνη υπήρχαν ακόμη καθηγητές με επιστημονικό ήθος, σ’ αντίθεση με τους σημερινούς, χριστιανο-κατευθυνόμενους παπαδογλύφτες – σε άρθρο του στην «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», αφού περιγράφει τον αμύθητο θησαυρό των καλλιτεχνικών έργων του μουσείου της Αλτεως στην Ολυμπία (θα αναφερθούμε σ’ αυτόν στη συνέχεια), καταλήγει ως εξής: «Ταύτα περίπου εν μικρώ ποσοστώ (θα δούμε πόσο μικρό είναι) έφερεν η ιερά Αλτις ολίγον προ του τέρματος του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος. Και ήδη επέρχεται το ερώτημα: τι απέγινε το τεράστιο αυτό καλλιτεχνικό Μουσείον; Πάντες οι ανδριάντες ούτοι αφηρέθησαν υπό των Ρωμαίων, εθραύσθησαν υπό των Χριστιανών, εχωνεύθησαν (έγιναν ασβέστης) υπ’ αυτών … εις τοιούτων βαθμόν ώστε να μη σωθεί μηδέ έν, πλην ασημάντων αριθμητικώς τεμαχίων».
Θα παρακαλέσω τους αναγνώστες, στο σημείο αυτό, να διαβάσουν όλο το άρθρο του καθηγητή, διότι πρόκειται για ένα θέμα το οποίο παρέμεινε σχεδόν άγνωστο, αλλά το οποίο διαθέτει τεράστιο ειδικό ιστορικό και πολιτιστικό βάρος. Διότι, όπως φαίνεται, ο αριθμός και η καλλιτεχνική ποιότητα των έργων τέχνης που μετατράπηκαν σε ασβέστη στην Αλτη, από την χριστιανική βαρβαρότητα, είναι ανυπολόγιστος. Τηρουμένων των αναλογιών, πρόκειται για καταστροφή της ίδιας βαρύτητας με την πυρπόληση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.
Ας κάνουμε λοιπόν τώρα υπομονή να δούμε περί τίνος πρόκειται.
Γράφει ο καθηγητής:
Αλτις. Ειδική λέξη των Ήλείων, πιθανώς από την ίδια ρίζα μ’ αυτήν του άλσους, με την οποία δηλώνονταν ο ιερός χώρος που περιελάμβανε τα κυριότερα ιερά, δηλαδή τον ναό και τον μεγάλο βωμό του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπιο, το μητρώο, τα λαμπρότερα αφιερώματα των πόλεων και τους ανδριάντες των ολυμπιονικών, την στοά της Ηχούς, τους θησαυρούς των πόλεων, το Πρυτανείο και κατόπιν – κατά κάποια παράβαση της παλιάς αρχαϊκής αυστηρότητας – το Φιλίππειο και την εξέδρα Ηρώδου του Αττικού…
Περί του καθορισμού της Αλτεως λέγει ο Πίνδαρος (Ολυμπ. 10 στιχ. 44 κ. έ.) ότι πρώτος ο Ηρακλής καταμέτρησε και διαχώρισε και δια πασσάλων καθόρισε ως πανιερώτατο άλσος για τον πατέρα του Δία την Αλτη, τα δε έξω αυτής προσδιόρισε ως τόπο διαμονής και εστιάσεως των προσκυνητών, μέχρι την όχθη του Αλφειού, τον οποίο έταξε ως ένα των δώδεκα θεών, τον δε υπερκείμενο λόφο ως ιερό του παππού του Κρόνου…
Έτσι η Άλτις τειχίστηκε και κοσμήθηκε με μεγαλοπρεπείς ναούς, ιερά και τους ανδριάντες των νικητών. Την μεγαλοπρέπεια του ιερού εκείνου χώρου μπορεί κανείς να σχηματίσει με την φαντασία του εάν αναλογιστεί ότι στους χρόνους της παρακμής (170 μ.Χ.), μετά τις τόσες συλήσεις και διαρπαγές, ο περιηγητής Παυσανίας αντίκρυσε μέσα στην ιερή αυτή Άλτη, εκτός από τους περίλαμπρους ναούς και τα εντός τους σπουδαιότατα καλλιτεχνήματα, ολόκληρο δάσος χάλκινων ανδριάντων και αγαλμάτων θεών, ηρώων και ανδρών, έργων των περισσότερων και άριστων ανδριαντοποιών.
Για να λάβει κανείς ιδέα του πλούτου, αναγράφουμε ότι στο Ηραίο μόνο είδε ο Παυσανίας (Ε΄ 17, 1-20,6) αγάλματα της Ήρας και του Διός, των Ωρών, της Θέμιδος, των Εσπερίδων, της Αθηνάς, της Δήμητρας και κόρης, του Απόλλωνα και της Αρτεμης, της Λητούς, της Τύχης, του Διονύσου, της Νίκης – όλα χρυσελεφάντινα, έργα του Σμίλιδος, του Δορυκλείδου, του Θεοκλέους, του Μέντοδος και άλλων άγνωστων στον περιηγητή καλλιτεχνών.
Επίσης στο Ηραίο είδε ο Παυσανίας τον Ερμή του Πραξιτέλους, την Αφροδίτη του Κλέωνος, τον Έρωτα του Βοήθου, την Ευρυδίκη και Ολυμπιάδα, τον μεν πρώτο μαρμάρινο, τις δύο τελευταίες χρυσελεφάντινες, τα δε λοιπά από χαλκό. Επίσης είδε στο Ηραίο την λάρνακα του Κυψέλου, κάποια κλίνη, τον δίσκο του Ιφίτου και την χρυσελεφάντινη τράπεζα του Κολώτου.
Σημειωτέον ότι ο Παυσανίας δεν αναγράφει όλα τα αναθήματα και τους ανδριάντες τα οποία είδε στην Αλτη, αλλά μόνο τα «αξιολογώτατα αυτών» (Ε΄ 21, 1). Δίπλα στο Μητρώο είδε πάνω από 20 Ζάνες, δηλαδή χάλκινα αγάλματα του Διός, που έγιναν λόγω ποινών που επιβλήθηκαν για παραβιάσεις. Δύο απ’ αυτά ήταν έργα του Κλέωνος, πολλά δε άλλα όμοια αφιερώθηκαν από ιδιώτες και πόλεις προς τιμή του Διός.
Παρακάτω αναγράφει πάμπολλα αναθήματα, όλα σχεδόν χάλκινα, μερικά κολοσσιαίου μεγέθους. Για λίγα απ’ αυτά αναφέρει τους καλλιτέχνες που τα έκαναν: Λύκιο, Αριστόνουν, Ψύλακον, Όναιθον, Αρίστωνα, Τελέσταν, Μούσον, Ασκαρον, Αριστοκλήν…
Ανδριάντες ολυμπιονικών είδε και αναφέρει ο Παυσανίας μέγα πλήθος. Ήταν δε όλοι σχεδόν χάλκινοι. Μετά απ’ αυτούς βρίσκονταν άρματα με άλογα και ηνιόχους και άλλα πρόσωπα. Για μερικά απ’ αυτά αναφέρει τους καλλιτέχνες που τα δημιούργησαν και καταγράφει περίπου εκατό απ’ αυτούς.
Όλων αυτών τα έργα αντιπροσωπεύουν μόλις το ένα τρίτο των ανδριάντων ολυμπιονικών, τους οποίους είδε και αναφέρει ο Παυσανίας. Για τ’ άλλα δύο τρίτα αναγράφει μεν τους ανδριάντες, όχι όμως και τους δημιουργούς καλλιτέχνες τους, ή διότι δεν έφεραν επιγραφή ή διότι δεν φαίνονταν αυτή ή για κάποιον άλλο λόγο.
Απ’ όλα αυτά τα έργα δεν σώθηκε ούτε ένα, μόνο δε λίγα βάθρα και τμήματά τους βρέθηκαν, τα οποία επικυρώνουν δια των φερομένων υπογραφών την πλήρη αξιοπιστία του πολύτιμου περιηγητή. Και συνεχίζει ο καθηγητής:
«Ταύτα περίπου εν μικρώ ποσοστώ (θα δούμε πόσο μικρό είναι) έφερεν η ιερά Αλτις ολίγον προ του τέρματος του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος. Και ήδη επέρχεται το ερώτημα: τι απέγινε το τεράστιο αυτό καλλιτεχνικό Μουσείον; Πάντες οι ανδριάντες ούτοι αφηρέθησαν υπό των Ρωμαίων, εθραύσθησαν υπό των Χριστιανών, εχωνεύθησαν (έγιναν ασβέστης) υπ’ αυτών … εις τοιούτων βαθμόν ώστε να μη σωθεί μηδέ έν, πλην ασημάντων αριθμητικώς τεμαχίων»… (Τέλος από το άρθρο του καθηγητή).
Τους Ρωμαίους μπορούμε να τους κατηγορήσουμε μόνο ως κλέφτες. Οι άνθρωποι δεν κατέστρεψαν αλλά έκλεψαν. Η συμπεριφορά όμως των χριστιανών καταστροφέων του ανεκτίμητου αυτού καλλιτεχνικού πλούτου είναι αδύνατο να περιγραφεί, ακόμα κι από την ελληνική γλώσσα. Ένα βαθύτατο αίσθημα σιχασιάς και αποτροπιασμού καταλαμβάνει αυτομάτως τον καθένα ο οποίος αποπειράται να χαρακτηρίσει και να περιγράψει το μέγιστο αυτό έγκλημα κατά του παγκόσμιου αυτού καλλιτεχνικού υπερπλούτου της Αλτεως.
Τα χριστιανικά κτήνη που λέγονται Πατέρες της Εκκλησίας, όχι μόνον δεν ζήτησαν και ούτε πρόκειται να ζητήσουν συγνώμη από την παγκόσμια κοινότητα για το έγκλημά τους αυτό, αλλά απεναντίας υπερηφανεύονται για το αποτρόπαιο αυτό κατόρθωμά τους! Όπως εκείνος ο Βασίλειος ο οποίος τόνισε ότι καλώς ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να ισοπεδωθεί η Ολυμπία («ες έδαφος φέρειν»), διότι μέσα στα αγάλματα εκείνα κατοικούσαν, λέει, δαίμονες και διάβολοι.
Πρόσφατα η παγκόσμια κοινότητα έμεινε ενεή μπροστά στο θέαμα της καταστροφής, από τους Ταλιμπάν, των τεράστιων αγαλμάτων του Βούδα στο Αφγανιστάν. Εάν όμως οι Ταλιμπάν θεωρούνται στυγνοί εγκληματίες, γι’ αυτήν τους την πράξη, τότε οι χριστιανοί, οι οποίοι ευθύνονται για καταστροφές απείρως περισσότερες, απ’ ό,τι οι Ταλιμπάν, πώς θα πρέπει να χαρακτηριστούν;
Κι όμως, η θρησκεία αυτή με τα τεράστια εγκλήματά της κατά της ανθρωπότητας είναι η επίσημη θρησκεία του ελληνικού κράτους! Κι όσο θα παραμένει αυτό το καθεστώς, ο ελληνικός λαός δεν πρόκειται να δει χαΐρι και προκοπή.
Οι παπαδοκρατούμενοι καθηγητές της παιδείας θα εξακολουθούν να διδάσκουν στα ελληνόπουλα ότι όλος ο αρχαίος καλλιτεχνικός πλούτος καταστράφηκε από σεισμούς και πυρκαγιές. Κι άϊντε τώρα να προσδοκούμε την εμφάνιση καθηγητών του ήθους του Αρβανιτόπουλου και του Τωμαδάκη, από την γενιά των καθηγητών του επιπέδου της κυρίας Παναγιωταρέα και του ομολογητή της χριστιανικής πίστεως Μπαμπινιώτη, οι οποίοι μόλις αντικρύσουν κανέναν ιουδαιοχριστιανό ιερέα σπεύδουν να του φιλήσουν το βρόμικό του χέρι και να του ρίξουν στο φτερό μια ελεεινή ομολογία πίστεως.
Αρχαία Ολυμπία (Ancient Olympia)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου