Ο Αλκμαίων, γιός του Πειρίθου, ήταν αρχαίος
Έλληνας φιλόσοφος, γιατρός και φυσικός. Προσωπικός μαθητής του Πυθαγόρα, του
οποίου η περίοδος της μεγάλης ακμής συμπίπτει με το τέλος του 6ου αιώνα και τις
αρχές του 5ου αιώνα, στην περιοχή της Κάτω Ιταλίας. Θεωρείται «πατέρας» της
επιστημονικής ιατρικής, αφού ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με την πειραματική
έρευνα και την χειρουργική στο ανθρώπινο σώμα. Ωστόσο, η διδασκαλία του
περιοριζόταν στην περιοχή της ιατρικής, της φυσιολογίας, αλλά και της
ψυχολογίας. Όσον αφορά στο έργο του, σε ακέραια μορφή δεν διασώζεται τίποτα,
εκτός από μερικά αποσπάσματα. Αναφορές στην προσωπικότητα και στο έργο του
γίνονται διαμέσου του Αέτιου, του Σιμπλίκιου, του Θεόφραστου και του Διογένη
Λαέρτιου.
Σήμερα, υπάρχει η γνώση ότι του ανήκουν τα έργα
«Περί Φύσεως» και «Παν τελικόν σημείον είναι και αρχικόν». Στο πρώτο,
αποδεικνύεται περίτρανα η πίστη του στη διδασκαλία του Πυθαγόρα. Ειδικότερα, για
τον Αλκμαίων η αθανασία της ψυχής, η κυκλική ροή ως πηγή αιωνιότητας της ζωής,
είναι η αληθινή γνώση των πραγμάτων. Η αληθινή γνώση δεν μπορεί να είναι
ανθρώπινη αλλά θεϊκή, γιατί η πρώτη είναι σχετική και περιορισμένη και καταλήγει
μόνο σε υποθέσεις και προσεγγίσεις. Παντογνώστες και αλάνθαστοι είναι μόνο οι
θεοί. Στην προσπάθεια του να δείξει τον περιορισμένο ορίζοντα της ανθρώπινης
γνώσης, παρατηρεί πως οι θεοί έχουν ξεκάθαρη γνώση για τον αφανή και φανερό
κόσμο, ενώ οι άνθρωποι είναι σε θέση να συνάγουν μόνο συμπεράσματα μέσω των
παρατηρήσεων τους. Στο έργο του αυτό, το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται σε
ζητήματα κοσμολογικά και αστρονομικά. Αποφαινόταν ότι οι πλανήτες κινούνται εκ
δυσμών προς ανατολάς και ότι τα ουράνια σώματα έχουν αιώνια φύση. Επίσης, ήταν
υποστηρικτής της μαθηματικής θεώρησης της κυκλικής κίνησης. Στο δεύτερο δε έργο
του, ανέφερε ότι η κυκλική κίνηση είναι δυνατόν να συνεχίζεται επ’ άπειρον και
ότι η ψυχή είναι αθάνατη.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ως ερευνητής –
φυσιολόγος κατανόησε και αναγνώρισε την τεράστια σημασία του εγκεφάλου ως
«ηγεμονικό», κεντρικό όργανο, με το οποίο συνδέονται οι αισθήσεις. Ακολούθως,
μέσω ανατομικών μελετών ανακάλυψε τα αισθητήρια νεύρα του, τα οποία ονόμασε
«πόρους» (αγγεία). Συγκεκριμένα, ο Αλκμαίων θεωρούσε ότι με τους πόρους ο
εγκέφαλος αντιλαμβάνεται τις πληροφορίες που δίνουν οι αισθήσεις, με αποτέλεσμα
να δημιουργείται η νόηση, που στηρίζεται στη μάθηση, στη φαντασία, στη μνήμη και
στην κρίση. Ακόμη, παρατηρούσε ότι η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ζώα
είναι ότι αυτός κατανοεί, ενώ εκείνα απλώς αισθάνονται.
Το ενδιαφέρον του για την ιατρική και την
φυσιολογία τον οδήγησε στη διατύπωση ορισμένων πολύ σημαντικών και πρωτότυπων
απόψεων για την υγεία και την ασθένεια. Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Μεταφυσικά»
παραδίδει έναν πίνακα αντιθέτων δυνάμεων που, όπως αναφέρει, άνηκε στον
ιατροφιλόσοφο Αλκμαίων. Με βάση αυτές τις αντίθετες δυνάμεις, ο Αλκμαίων όριζε
την υγεία ως ισομερή μείξη και κατανομή των σωματικών δυνάμεων. Συγκεκριμένα,
ισχυριζόταν πως η υγεία είναι η ισονομία των δυνάμεων, δηλαδή το να έχουν ίσα
δικαιώματα μέσα στο σώμα το υγρό, το ξηρό, το ψυχρό, το θερμό, το πικρό, το
γλυκό. Επιπλέον, η μοναρχία ανάμεσα τους, δηλαδή η μεμονωμένη κυριαρχία –
επικράτηση ενός από αυτά, δημιουργεί την αρρώστια. Επίσης, τόνιζε ότι η υγεία
είναι η συμμετρική ανάμιξη των ποιοτήτων. Το ζωντανό σώμα είναι ένα σύστημα, του
οποίου οι βασικές συστατικές δυνάμεις, αν και αντίθετες μεταξύ τους, πρέπει να
είναι ισότιμες. Έτσι, όταν αυτές βρίσκονται σε ισορροπία, το σύστημα λειτουργεί
αρμονικά. Ωστόσο, υποστήριζε ότι η αρμονία αυτή μπορεί να διαταραχτεί, στην
περίπτωση που μια δύναμη αποκτήσει ισχύ εκτός των κανονικών της μέτρων. Αυτή
ακριβώς η δυσαρμονία που προκαλείται είναι η ασθένεια. Επομένως, θεωρούσε ότι η
θεραπεία έγκειται στην αποκατάσταση της διαταραχθείσας ισορροπίας. Αυτό σήμαινε
ότι έπρεπε να επαναφερθεί στην τάξη η δύναμη που καταπάτησε την αρχή των ίσων
δικαιωμάτων, εντός της μικρής «πολιτείας» του σώματος. Η θεωρία αυτή επηρέασε
σε μεγάλο βαθμό τους Ιπποκρατικούς γιατρούς, που διατύπωσαν την δική τους
διδασκαλία για τις «κράσεις», η οποία προϋποθέτει και αυτή, ίση ανάμειξη των
συστατικών του σώματος.
Περί Θανάτου και Αθανασίας της
Ψυχής.
Ο Αλκμαίων, μέσω της σκέψης του, ήταν εκείνος που
επιχείρησε να δώσει μια ορθολογική εξήγηση της φυσιολογικής κόπωσης του ζωντανού
οργανισμού, αλλά και του θανάτου του. Εξηγούσε την πορεία του σώματος προς τα
γηρατειά και τον θάνατο, ως συνέπεια μιας σειράς μεταβολών που συμβαίνουν
συνεχώς μέσα του. Αποφαινόταν ότι η γραμμή του βιολογικού χρόνου, την οποία
διαγράφει κάθε ζωντανός οργανισμός, δεν είναι κυκλική και ανακυκλούμενη, αλλά
γραμμική πορεία προς τα εμπρός, δίχως το στοιχείο της επαναφοράς. Αν τα γηρατειά
θα ήταν μια άλλη παιδική ηλικία, οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα θα είχαν την
δυνατότητα να ζουν αιώνια, καθώς η πορεία της ζωής τους θα ήταν ένας κύκλος, του
οποίου το τέλος θα αποτελούσε μια νέα αρχή. Έτσι, η ζωή θα επαναλαμβανόταν
αιώνια.
Ωστόσο, στην άποψη του περί αθανασίας της ψυχής, η
πρωτοτυπία του κρύβεται κάπου αλλού, καθώς η ίδια γνώμη είχε εκφραστεί και από
τον Θαλή, τον Ξενοφάνη, τον Ηράκλειτο, τον Εμπεδοκλή κ.α. Ειδικότερα, εκείνο που
προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη είναι η αιτιολογία που δίνει ο φιλόσοφος για τον
θάνατο: «Τους ανθρώπους δια τούτο απόλλυσθαι, ότι ου δύνανται την αρχήν τω τέλει
προσάψαι». Επομένως, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι καθετί που γεννιέται και ζει,
οδηγείται ως αναγκαία συνθήκη στο θάνατο, για το λόγο ότι η αρχή δεν δύναται να
προσαφθεί στο τέλος. Ο Αλκμαίων κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό μελετώντας τα
μονοπάτια που χάραξε ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης, αλλά και ο Θαλής. Στο σημείο
αυτό, όμως, υπάρχει η άποψη ότι δεν εννοούσε την ένωση αρχή και τέλους, με την
έννοια της βρεφικής ηλικίας με αυτή του γήρατος, καθώς αυτό ανήκει στον γραμμικό
χρόνο. Ο λόγος που οι άνθρωποι πεθαίνουν είναι γιατί δεν μπορούν να ενώσουν όλα
τα παράλληλα κομμάτια της ψυχής τους, ώστε να μπορέσουν να ξεπεράσουν το επίπεδο
της ύλης και να φτάσουν στην αθανασία.
Κατ’ επέκταση, με μια ανάλογη επιχειρηματολογία, ο
φιλόσοφος ήθελε να δείξει και την αθανασία της ψυχής. Ενώ συντασσόταν με την
Πυθαγόρεια παράδοση, δεχόταν την αθανασία της, όχι όμως και την μετεμψύχωση της.
Θεωρούσε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την αθανασία, παρά μόνο την
ευδαιμονία τους, μια κατάσταση συνδεδεμένη με την καλή υγεία, ψυχής και σώματος.
Είχε την πεποίθηση ότι τα ανθρώπινα σώματα χάνονται, γιατί η πορεία τους είναι
γραμμικά πεπερασμένη, ενώ τα ουράνια σώματα είναι αθάνατα, καθώς κινούνται με
συνεχή και αιώνια κυκλική πορεία. Η ψυχή βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και αυτή
ακριβώς είναι η αιτία που την καθιστά αθάνατη και θεϊκή, όπως και όλα τα θεία,
ουράνια σώματα. Τέλος, υποστήριζε ότι ο ήλιος είναι το πιο φανερό παράδειγμα
ουράνιου σώματος, το οποίο φαίνεται να κινείται με συνεχή και αδιάκοπη
ανακυκλούμενη πορεία. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, εξηγείται ακόμη και ο λόγος
του Διογένη Λαέρτιου, ότι ο Αλκμαίων δίδαξε πως «η ψυχή είναι αθάνατη και η
κίνηση της είναι συνεχής σαν του Ήλιου».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου